ΓΚΑΡΤΖΟΝΙΚΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Ο Κλαούζεβιτς τόνισε τη σημασία της μελέτης του πολέμου, ώστε να μπορεί κάποιος να τον διεξάγει με επιτυχία. Ωστόσο παλιότερα, η σημασία που αποδιδόταν στη στρατιωτική σκέψη ήταν ελλιπής, ακόμα υπήρχε και η άποψη ότι η θεωρία και η μελέτη είναι περίπου άχρηστες, επειδή ο πόλεμος είναι πρακτική δραστηριότητα.
Σήμερα το ΝΑΤΟ υποστηρίζει ότι η μαχητική ισχύς, η οποία καθορίζει την ικανότητα των ενόπλων δυνάμεων να πολεμούν, αποτελείται από τρία συστατικά: Το ηθικό (θέληση, κίνητρα και συνοχή), το γνωστικό (στρατιωτική σκέψη και δόγμα) και το φυσικό (μέσα, προσωπικό και υλικά). Από τα τρία συστατικά, κανένα δεν μπορεί να διεκδικήσει το προβάδισμα, το καθένα υποστηρίζει και αλληλεπιδρά με τα άλλα δύο.
Βλέπουμε επομένως τη σημασία που αποδίδεται στο γνωστικό, το οποίο παρέχει το πλαίσιο σκέψης εντός του οποίου το στρατιωτικό προσωπικό κατανοεί τόσο το επάγγελμά του όσο και τις δραστηριότητες που πρέπει να αναλάβει. Έχει συνάφεια και εξαρτάται από την ανάπτυξη και την εκμετάλλευση ανθρώπινων ιδιοτήτων, όπως κριτική σκέψη, πρόκληση, ποικιλομορφία της σκέψης, προνοητικότητα, ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα. Η κακή στρατηγική, πολιτική ή δόγμα δεν μπορεί να διασωθεί με υπεροχή στα άλλα δύο συστατικά. Σ’ αυτό το άρθρο εξετάζουμε ένα ζήτημα που ανήκει στο γνωστικό συστατικό, το επιχειρησιακό επίπεδο του πολέμου. Απαντάμε στα ερωτήματα περί τίνος πρόκειται, πώς προέκυψε, για ποιο λόγο είναι σημαντικό και γιατί εν πολλοίς αγνοείται από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Ο Κλαούζεβιτς τόνισε τη σημασία της μελέτης του πολέμου, ώστε να μπορεί κάποιος να τον διεξάγει με επιτυχία. Ωστόσο παλιότερα, η σημασία που αποδιδόταν στη στρατιωτική σκέψη ήταν ελλιπής, ακόμα υπήρχε και η άποψη ότι η θεωρία και η μελέτη είναι περίπου άχρηστες, επειδή ο πόλεμος είναι πρακτική δραστηριότητα.
Σήμερα το ΝΑΤΟ υποστηρίζει ότι η μαχητική ισχύς, η οποία καθορίζει την ικανότητα των ενόπλων δυνάμεων να πολεμούν, αποτελείται από τρία συστατικά: Το ηθικό (θέληση, κίνητρα και συνοχή), το γνωστικό (στρατιωτική σκέψη και δόγμα) και το φυσικό (μέσα, προσωπικό και υλικά). Από τα τρία συστατικά, κανένα δεν μπορεί να διεκδικήσει το προβάδισμα, το καθένα υποστηρίζει και αλληλεπιδρά με τα άλλα δύο.
Βλέπουμε επομένως τη σημασία που αποδίδεται στο γνωστικό, το οποίο παρέχει το πλαίσιο σκέψης εντός του οποίου το στρατιωτικό προσωπικό κατανοεί τόσο το επάγγελμά του όσο και τις δραστηριότητες που πρέπει να αναλάβει. Έχει συνάφεια και εξαρτάται από την ανάπτυξη και την εκμετάλλευση ανθρώπινων ιδιοτήτων, όπως κριτική σκέψη, πρόκληση, ποικιλομορφία της σκέψης, προνοητικότητα, ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα. Η κακή στρατηγική, πολιτική ή δόγμα δεν μπορεί να διασωθεί με υπεροχή στα άλλα δύο συστατικά. Σ’ αυτό το άρθρο εξετάζουμε ένα ζήτημα που ανήκει στο γνωστικό συστατικό, το επιχειρησιακό επίπεδο του πολέμου. Απαντάμε στα ερωτήματα περί τίνος πρόκειται, πώς προέκυψε, για ποιο λόγο είναι σημαντικό και γιατί εν πολλοίς αγνοείται από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Η εξέλιξη του επιχειρησιακού επιπέδου
Η στρατιωτική ισχύς εφαρμόζεται σε τρία επίπεδα: στρατηγικό, επιχειρησιακό και τακτικό. Τα επίπεδα παρέχουν ένα πλαίσιο για τον εξορθολογισμό και την οργάνωση της στρατιωτικής δραστηριότητας και του σχεδιασμού σε όλο το φάσμα εμπλοκής, για την επίτευξη στρατηγικών στόχων. Παραδοσιακά, οι στρατιωτικές ενέργειες θεωρούνταν ότι ήταν είτε στρατηγικού είτε τακτικού επιπέδου. Το υψηλότερο ή αφηρημένο επίπεδο ασχολούνταν με την προπαρασκευή των δυνάμεων για πόλεμο, με τη σχεδίαση και τη διεξαγωγή του πολέμου.
Το κατώτερο ή μηχανικό επίπεδο επικεντρωνόταν στη διάταξη των δυνάμεων στο πεδίο της μάχης. Μέχρι τον 19ο αιώνα η στρατηγική και η τακτική αντιπροσώπευαν τα μοναδικά πεδία της γνώσης στην προσπάθεια να αντιμετωπισθούν οι προκλήσεις που έθεταν τα δύο επίπεδα. Το ενδιάμεσο επίπεδο, το “επιχειρησιακό” καθιερώθηκε στη Δύση και από τη δεκαετία του 1980 και μετά έχει γενικευθεί η χρήση του.
Μολονότι οι λέξεις “στρατηγική” και “τακτική” είναι ελληνικές, στην αρχαιότητα δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ των δύο. Οι αντίπαλοι στρατοί συγκεντρώνονταν στο κατάλληλο πεδίο για να δώσουν τη μάχη που κατέληγε στη νίκη του ενός ή του άλλου. Παρά τις υποδιαιρέσεις τους οι στρατοί σχημάτιζαν ένα σύνολο, η δε εξουσία συγκεντρωνόταν συνήθως σε ένα πρόσωπο. Στα τέλη του 18ου αιώνα οι όροι στρατηγική και τακτική είχαν ήδη καθιερωθεί στο δυτικό λεξιλόγιο. Ο Ναπολέων προσέδωσε νέα έννοια στον παραδοσιακό τρόπο όταν δημιούργησε μεγαλύτερους στρατούς για να πολεμήσει αποφασιστικά, με στόχους που απαιτούσαν την εκμηδένιση των εχθρικών δυνάμεων.
Οι ερμηνευτές ισχυρίσθηκαν ότι η ουσία της ναπολεόντειας μεγαλοφυΐας μπορούσε να γίνει κατανοητή στο πλαίσιο της αναζήτησης «της στρατηγικής του μοναδικού σημείου». Δηλαδή οι φάλαγγες του Ναπολέοντα ελίσσονταν μέσα για να συγκλίνουν στο μοναδικό σημείο της εχθρικής διάταξης, που καθόριζε την έκβαση της εκστρατείας, ίσως ολόκληρου του πολέμου. Η στρατηγική περιέγραφε ένα περιορισμένο πλέγμα ενεργειών, που συμπεριλάμβαναν τις πορείες, τις προελάσεις, τις αναστροφές και τους ελιγμούς που πραγματοποιούνταν μέσα στο θέατρο για να δημιουργήσουν την κρίσιμη μάζα για την αποφασιστική μάχη. Η τακτική περιέγραφε τι συνέβαινε μέσα στα περιορισμένα όρια του πεδίου της μάχης.
Η συνάφεια του μετώπου με τα μετόπισθεν
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε το βασικό παράδειγμα, με τρόπους που δεν έγιναν πλήρως κατανοητοί μέχρι μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτές οι αλλαγές έφεραν επανάσταση στη διεξαγωγή του πολέμου και έθεσαν τις προϋποθέσεις για μια διαφορετική κατανόηση της στρατιωτικής τέχνης και των μερών της. Λίγοι όμως συνειδητοποίησαν ότι η στρατηγική έπρεπε τώρα να λάβει υπόψη το σύνδεσμο μεταξύ του μετώπου που μάχεται και των μετόπισθεν που υποστηρίζουν.
Σαν να μην έφταναν αυτές οι αλλαγές, οι παραδοσιακές έννοιες της μάχης στο τακτικό επίπεδο υπέστησαν επίσης θεμελιώδη αλλαγή. Δεδομένου ότι τα βεληνεκή επεκτάθηκαν, τα όρια του πεδίου μάχης αυξήθηκαν με γεωμετρική πρόοδο και η δυνατότητα του διοικητή να ελέγξει τα στρατεύματά του μειώθηκε δραματικά. Επιπλέον, το άθροισμα των τακτικών επιτυχιών δεν ήταν επουδενί προάγγελος μεγαλύτερης στρατηγικής επιτυχίας.
Η καταβολή απαιτούσε διαδοχικές μάχες συνδεδεμένες μεταξύ τους για την επίτευξη στρατηγικών στόχων. Ωρίμαζε η ιδέα ότι η προετοιμασία και η διεξαγωγή των επιχειρήσεων είχαν επεκταθεί πέρα από τα όρια της παραδοσιακής στρατιωτικής στρατηγικής, που αδυνατούσε να ενσωματώσει το νέο περιεχόμενο, μεθόδους και προβλήματα.
Σε θεωρητικό επίπεδο το σημαντικότερο ζήτημα ήταν η σύνδεση, πώς δηλαδή να διαμορφώσει κανείς το διανοητικό πλαίσιο για την διεξαγωγή επιχειρήσεων, ώστε να αντιμετωπίσει τις αλλαγές στον συγχρονισμό, τη διάρκεια, την υποστήριξη, την κλίμακα, την έκταση και την απόσταση. To υπάρχον πλαίσιο στρατηγικής και τακτικής ήταν ανεπαρκές για να ερμηνεύσει τη σύνθετη στρατιωτική πραγματικότητα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τη διεύρυνση του πολέμου οι θεωρητικοί εισήγαγαν στις δεκαετίες 1920 και 1930 στο λεξιλόγιο, οι μεν Βρετανοί την “υψηλή στρατηγική”, οι δε Σοβιετικοί το επιχειρησιακό επίπεδο πολέμου.
Οι Σοβιετικοί αντιλήφθηκαν ότι η εξελισσόμενη στρατιωτική θεωρία και πρακτική είχαν οδηγήσει σε μια κατάσταση, όπου η στρατηγική ενός εμπόλεμου έθνους είχε γίνει ένα είδος διανοητικού και οργανωτικού συνόλου, που συνέδεε το ευρύ μαχόμενο μέτωπο με το τεράστιο ενισχυτικό μετόπισθεν. Η διεξαγωγή των επιχειρήσεων αποκτούσε τη δική της ταυτότητα σε ικανοποιητικό βαθμό, αν και όχι σε απομόνωση από τη στρατηγική και την τακτική. Το 1926 ο Aleksandr Svechin συνέλαβε την ουσία της σύνδεσης μεταξύ των τριών νέων μερών της στρατιωτικής τέχνης: «Η τακτική συνθέτει τα βήματα από τα οποία συναρμολογούνται τα επιχειρησιακά άλματα. Η στρατηγική δείχνει την πορεία».
Αυτές και άλλες σχετικές εμπνεύσεις ενώθηκαν στη δεκαετία του 1930 για να παραγάγουν τη σοβιετική έννοια των “επιχειρήσεων σε βάθος”. Οι ιδιομορφίες του σοβιετικού καθεστώτος με τις μαζικές εκκαθαρίσεις των αξιωματικών, δεν επέτρεψαν την εφαρμογή αυτών των θεωριών στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας μέχρι το 1943. Από το Στάλινγκραντ μέχρι το Βερολίνο, οι διοικητές των μετώπων και η Σοβιετική Ανώτατη Διοίκηση επανέφεραν βαθμιαία τις ιδέες της επιχειρησιακής τέχνης και των επιχειρήσεων σε βάθος, αν και χωρίς να αναφέρονται ονομαστικά σε αυτές.
Το επιχειρησιακό επίπεδο
Μεταπολεμικά, με την είσοδο των πυρηνικών όπλων, το ενδιαφέρον για το επιχειρησιακό επίπεδο ατόνησε και στη Σοβιετική Ένωση και στις ΗΠΑ, όπου κυριάρχησε το δόγμα της αποτροπής. Το ενδιαφέρον ανανεώθηκε από τους Αμερικανούς στη δεκαετία του 1970, μετά την ήττα στον Πόλεμο του Βιετνάμ και την επικέντρωση στη συμβατική σύγκρουση με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Ο αμερικανικός στρατός υιοθέτησε από το 1982 το επιχειρησιακό επίπεδο του πολέμου και την επιχειρησιακή τέχνη, τα οποία από τη δεκαετία του 1990 και μετά αποτελούν κοινό τόπο για όλους τους δυτικούς στρατούς.
Το επιχειρησιακό επίπεδο είναι αυτό στο οποίο σχεδιάζονται, διεξάγονται και συντηρούνται εκστρατείες και μείζονες επιχειρήσεις για την επίτευξη στρατηγικών στόχων εντός ενός θεάτρου ή μιας περιοχής επιχειρήσεων. Η ενορχήστρωση στρατιωτικών πόρων και δραστηριοτήτων σε επιχειρησιακό επίπεδο, ονομάζεται επιχειρησιακή τέχνη. Για ορισμένους μελετητές, το επιχειρησιακό επίπεδο και το παράγωγό του, η επιχειρησιακή τέχνη, αντιπροσωπεύουν «την πιο σπουδαία και δημιουργική εξέλιξη στη στρατιωτική ιστορία του 20ου αιώνα».
Το επιχειρησιακό επίπεδο μας είναι απαραίτητο για τους εξής λόγους:
- Πρώτον, το ενδιάμεσο αυτό επίπεδο μεταφράζει τον στρατηγικό σκοπό σε τακτικές ενέργειες και καθορίζει την αλληλουχία των τακτικών ενεργειών.
- Δεύτερον, η τακτική από μόνη της δεν μπορεί να εκπληρώσει τους στρατηγικούς σκοπούς ή να κερδίσει τον πόλεμο. Οι επιτυχίες των τακτικών ενεργειών είναι χρήσιμες μόνον όταν συνδέονται ως ένα σύνολο κάποιου ευρύτερου σχεδιασμού.
- Τρίτον, αυτό επιτυγχάνεται με το σχέδιο εκστρατείας, το οποίο καταρτίζεται σε αυτό το επίπεδο.
- Τέταρτον, το χάσμα μεταξύ στρατηγικής και τακτικής είναι πολύ μεγάλο για να γεφυρωθεί χωρίς τη βοήθεια ενός ενδιαμέσου πεδίου μελέτης και πρακτικής, την επιχειρησιακή τέχνη.
- Πέμπτον, μας παρέχει το πλαίσιο για τη λειτουργία της διακλαδικότητας. Διακλαδικές επιχειρήσεις είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των κλάδων μαζί. Το επιχειρησιακό επίπεδο ενοποιεί τις ενέργειες των κλάδων και εστιάζει την ισχύ σε αποφασιστικό χώρο και χρόνο.
Το επιχειρησιακό επίπεδο στην Ελλάδα
Το επιχειρησιακό επίπεδο έφτασε καθυστερημένα στην Ελλάδα και υιοθετήθηκε έμμεσα με την αποδοχή νατοϊκών κανονισμών και διαδικασιών, χωρίς να συνειδητοποιηθεί η αλλαγή που αντιπροσώπευε. Από ολόκληρο πακέτο ο στρατός έχει πάρει μόνο την πρόσοψη, δηλαδή κάποια μηχανικά στοιχεία και διαδικασίες, όπως η επιχειρησιακή σχεδίαση. Η έλλειψη οποιουδήποτε βάθους είναι εμφανής, για παράδειγμα στις συζητήσεις για τη διακλαδικότητα, όπου δεν υπάρχει κάποιο πλαίσιο αναφοράς. Έτσι, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από νέα οπλικά συστήματα που θα προμηθευτεί κάθε κλάδος. Γενικότερα για όλα τα ζητήματα η θεώρηση είναι τακτικού επιπέδου και η διακλαδικότητα εκλαμβάνεται ως το άθροισμα των τριών κλάδων.
Εύλογα δημιουργείται η απορία, πώς είναι δυνατόν στην εποχή της πληροφορίας, ο στρατός ο οποίος στέλνει μεγάλο αριθμό προσωπικού στο εξωτερικό για εκπαίδευση, να μην έχει αντιληφθεί τη σημασία μιας τέτοιας εξέλιξης; Δύο από τις αιτίες θεωρούμε πιο σοβαρές: Πρώτον, ο στρατός, στο επίπεδο του ΓΕΕΘΑ αλλά και των κλάδων, δεν διαθέτει σοβαρό ερευνητικό κέντρο για να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να εκμεταλλεύεται την εμπειρία και τις γνώσεις όσων εκπαιδεύονται στο εξωτερικό. Δεύτερον, η ανώτερη στρατιωτική μόρφωση νοσεί και δεν υποκαθίσταται από μεταπτυχιακά και διδακτορικά.
Η στρατιωτική μόρφωση είναι ευθύνη του στρατού και δεν πρέπει να εκχωρείται σε άλλους φορείς. Ωστόσο όταν στη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, που κανονικά έπρεπε να είναι ο κόμβος της επιχειρησιακού επιπέδου μόρφωσης, το κέντρο βάρους είναι μεταπτυχιακό πρόγραμμα, που έχει ανατεθεί στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης(!), ας μην απορούμε για τη μόρφωση που λαμβάνουν οι αξιωματικοί.
Το επιχειρησιακό επίπεδο έφτασε καθυστερημένα στην Ελλάδα και υιοθετήθηκε έμμεσα με την αποδοχή νατοϊκών κανονισμών και διαδικασιών, χωρίς να συνειδητοποιηθεί η αλλαγή που αντιπροσώπευε. Από ολόκληρο πακέτο ο στρατός έχει πάρει μόνο την πρόσοψη, δηλαδή κάποια μηχανικά στοιχεία και διαδικασίες, όπως η επιχειρησιακή σχεδίαση. Η έλλειψη οποιουδήποτε βάθους είναι εμφανής, για παράδειγμα στις συζητήσεις για τη διακλαδικότητα, όπου δεν υπάρχει κάποιο πλαίσιο αναφοράς. Έτσι, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από νέα οπλικά συστήματα που θα προμηθευτεί κάθε κλάδος. Γενικότερα για όλα τα ζητήματα η θεώρηση είναι τακτικού επιπέδου και η διακλαδικότητα εκλαμβάνεται ως το άθροισμα των τριών κλάδων.
Εύλογα δημιουργείται η απορία, πώς είναι δυνατόν στην εποχή της πληροφορίας, ο στρατός ο οποίος στέλνει μεγάλο αριθμό προσωπικού στο εξωτερικό για εκπαίδευση, να μην έχει αντιληφθεί τη σημασία μιας τέτοιας εξέλιξης; Δύο από τις αιτίες θεωρούμε πιο σοβαρές: Πρώτον, ο στρατός, στο επίπεδο του ΓΕΕΘΑ αλλά και των κλάδων, δεν διαθέτει σοβαρό ερευνητικό κέντρο για να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να εκμεταλλεύεται την εμπειρία και τις γνώσεις όσων εκπαιδεύονται στο εξωτερικό. Δεύτερον, η ανώτερη στρατιωτική μόρφωση νοσεί και δεν υποκαθίσταται από μεταπτυχιακά και διδακτορικά.
Η στρατιωτική μόρφωση είναι ευθύνη του στρατού και δεν πρέπει να εκχωρείται σε άλλους φορείς. Ωστόσο όταν στη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, που κανονικά έπρεπε να είναι ο κόμβος της επιχειρησιακού επιπέδου μόρφωσης, το κέντρο βάρους είναι μεταπτυχιακό πρόγραμμα, που έχει ανατεθεί στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης(!), ας μην απορούμε για τη μόρφωση που λαμβάνουν οι αξιωματικοί.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου