Παρά το στερητικό της πρόθημα, η «ασάφεια» έχει αποδειχθεί κατ’ επανάληψη, εάν όχι πολύτιμη, τότε οπωσδήποτε βολική και χρήσιμη ως διπλωματικό εργαλείο στις διεθνείς σχέσεις.
Τις σύγχρονες ρίζες της επονομαζόμενης «δημιουργικής» ή «στρατηγικής ασάφειας» πολλοί τις εντοπίζουν στους χειρισμούς που είχε κάνει ο Χένρι Κίσινγκερ, ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Ρίτσαρντ Νίξον, πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1970, με φόντο τότε το… στενό της Ταϊβάν και τις σχέσεις Πεκίνου – Ταϊπέι.
Από τη δεκαετία του 1970
Σύμφωνα με το «Ανακοινωθέν της Σαγκάης», που είχε δοθεί στη δημοσιότητα μετά τη συνάντηση Νίξον – Μάο τον Φεβρουάριο του 1972, «οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν ότι όλοι οι Κινέζοι εκατέρωθεν του στενού της Ταϊβάν υποστηρίζουν ότι υπάρχει μόνο μία Κίνα και ότι η Ταϊβάν είναι μέρος της». Στο ίδιο κείμενο ωστόσο, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών «επαναβεβαιώνει» παράλληλα και «το ενδιαφέρον της για μια ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος της Ταϊβάν από τους ιδίους τους Κινέζους».
Εκ πρώτης όψεως, οι ΗΠΑ παρουσιάζονται λοιπόν να αναγνωρίζουν την ύπαρξη «μίας Κίνας» που εμπεριέχει και την Ταϊβάν. Σε δεύτερη και τρίτη ανάγνωση ωστόσο, αντιλαμβάνεται κανείς πως η Ουάσιγκτον δεν παίρνει θέση ούτε για το πώς θα είναι αυτή η «μία Κίνα», ούτε για το καθεστώς υπό το οποίο η Ταϊβάν θα λειτουργεί εντός της.
Τι λένε χωρίς ασάφειες οι Αμερικανοί, ήδη από το 1972; Μόνο ένα πράγμα: Ότι το ζήτημα της Ταϊβάν θα πρέπει να διευθετηθεί κατά τρόπο ειρηνικό από τους πολίτες εκατέρωθεν του Στενού…
Ειρήσθω εν παρόδω, υπενθυμίζεται πως οι εθνικιστές του Τσιανγκ Κάι-Σεκ θεωρούσαν εαυτούς ηγέτες του συνόλου της κινεζικής επικράτειας, υποστηρίζοντας πως το Πεκίνο υπάγεται στην Κινεζική Ταϊπέι και όχι το αντίστροφο. Ειρήσθω εν παρόδω, υπενθυμίζεται, επίσης, ότι το επίσημο όνομα της Ταϊβάν είναι Δημοκρατία της Κίνας (Republic of China), αλλά και ότι επί σειρά δεκαετιών οι χώρες της Δύσης αναγνώριζαν ως «Κίνα» όχι το Πεκίνο του Μάο αλλά την Ταϊπέι του Τσιανγκ Κάι-Σεκ, η οποία Ταϊπέι ήλεγχε για χρόνια και την έδρα της Κίνας στον ΟΗΕ…
Όλα αυτά, βέβαια, κάποια στιγμή θα άρχιζαν να αλλάζουν… Ξεκινώντας από τις αρχές του 1979, η Αμερική του Δημοκρατικού Τζίμι Κάρτερ αναγνώρισε επισήμως ως «Κίνα» τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας με την οποία ανέπτυξε πλήρεις διπλωματικές σχέσεις (βλ. Joint Communiqué on the Establishment of Diplomatic Relations). Την ίδια χρονιά ωστόσο, προφανώς για λόγους διατήρησης των ισορροπιών στην Ασία, το αμερικανικό Κογκρέσο έφερε και τον Νόμο για τις Σχέσεις με την Ταϊβάν (Taiwan Relations Act) που θέτει τις βάσεις για την συνεχιζόμενη ως και σήμερα αμυντική θωράκιση της Ταϊπέι με αμερικανικά οπλικά συστήματα.
Κάπως έτσι, διαμορφώθηκε λοιπόν μια κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας οι ΗΠΑ πωλούσαν (και συνεχίζουν να πωλούν) όπλα σε μια αυτοδιοικούμενη περιοχή την ανεξαρτησία όμως της οποίας επισήμως δεν αναγνωρίζουν.
Εν τω μεταξύ, βέβαια, από το 1979 και έπειτα, έγιναν και άλλα πολλά: η Λαϊκή Δημοκρατίας της Κίνας ανέκτησε τον έλεγχο του Χονγκ Κονγκ, εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμού Εμπορίου, εδραιώθηκε διεθνώς ως ένας από τους κορυφαίους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ και της ΕΕ, αναπτύχθηκε με ρυθμό «ιλιγγιώδη» και άρχισε να γιγαντώνεται στρατιωτικά, εγείροντας παράλληλα διεκδικήσεις γύρω από διαφιλονικούμενες περιοχές και εκβιάζοντας τους νέους της «εταίρους» με αιχμή το εμπόριο.
Υπό τον Σι Τζινπίνγκ πια, το Πεκίνο διαμηνύει ότι η Ταϊβάν του ανήκει και ότι, αργά ή γρήγορα, εκείνη θα επιστρέψει υπό τον έλεγχό του, ακόμη και με στρατιωτικά μέσα εάν χρειαστεί.
Η επίσκεψη Πελόζι και τα κινεζικά αντίποινα
Σε αυτό το πλαίσιο, η κινεζική ηγεσία αποκηρύσσει ως πρόκληση, υπονομευτική της κινεζικής κυριαρχίας στην περιοχή, την επίσκεψη που πραγματοποίησε την περασμένη Τρίτη προς Τετάρτη (2 – 3 Αυγούστου) η πρόεδρος της Βουλής των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι, στην Ταϊπέι, και «αντεπιτίθεται» με στρατιωτικά γυμνάσια (4 – 7 Αυγούστου) που κυριολεκτικά κυκλώνουν με πραγματικά πυρά την Ταϊβάν φτάνοντας μόλις λίγα μίλια μακριά από τις ακτές της. Σημαντική σημείωση: τα γεωγραφικά σημεία διεξαγωγής των εν λόγω γυμνασίων είναι πια πολύ πιο κοντά στην Ταϊβάν από όσο ήταν οι βολές που είχαν πραγματοποιηθεί σε μια ανάλογη κρίση την περίοδο 1995 – 1996.
Κάπως έτσι λοιπόν, το Πεκίνο στέλνει το μήνυμα ότι δεν αναγνωρίζει σε αυτό το αυτοδιοικούμενο νησί του Ειρηνικού ούτε χωρικά ύδατα, ούτε ζώνες αεράμυνας, αλλά και ότι μπορεί όντως να το πλήξει στρατιωτικά εάν θελήσει.
Ερωτήματα χωρίς απάντηση
Τι θα έκαναν όμως οι ΗΠΑ στην περίπτωση μιας κινεζικής απόβασης; Θα συνέχιζαν να προμηθεύουν, από απόσταση, με όπλα την Ταϊβάν; Θα παρακολουθούσαν τις εξελίξεις από κοντά μεν αλλά χωρίς διάθεση άμεσης εμπλοκής; Θα επιδίωκαν την επιβολή διεθνών/δυτικών κυρώσεων σε βάρος του Πεκίνου; Θα έστελναν τα δικά τους αεροπλανοφόρα σε freedom of navigation operations στις σινικές θάλασσες, σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν έτσι την ελευθερία της ναυσιπλοΐας; Ή μήπως θα πολεμούσαν κανονικά στο πλευρό των Ταϊβανέζων;
Ως έχουν σήμερα τα πράγματα, επίσημη απάντηση δεν υπάρχει. Αντιθέτως, αυτό που υπάρχει είναι ένα πλήθος από διαφορετικές απόψεις, εκπεφρασμένες από επίσημα χείλη, και εκτιμήσεις.
Όταν όμως οι προκλήσεις καθίστανται σαφείς, δεν πρέπει και οι απαντήσεις σε αυτές τις προκλήσεις να προσαρμοστούν αναλόγως; Μπορεί η αμερικανική προσέγγιση της «στρατηγικής ασάφειας» (strategic ambiguity) των περασμένων δεκαετιών γύρω από την Ταϊβάν να συνεχίσει να διαιωνίζεται υπό τις παρούσες συνθήκες;
«Στρατηγική σύγχυση»
«…Το strategic ambiguity concept, ως έχει, βόλευε τις ΗΠΑ την εποχή της παντοδυναμίας τους και με μια Κίνα ανίσχυρη. Σήμερα, η Αμερική καλείται να διατυπώσει σαφέστερη θέση και να προσδιορίσει ξεκάθαρα τις κόκκινες γραμμές», δηλώνει στο Α&Δ ο Πλάμεν Τόντσεφ, επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων.
Ενδεικτικό, ως προς αυτόν τον προβληματισμό, είναι όμως και το ερώτημα που θέτει το ισπανικό Elcano Royal Institute σε πρόσφατη ανάλυσή του: «Μετακινούνται άραγε οι ΗΠΑ προς την στρατηγική σαφήνεια σχετικά με την Ταϊβάν;» (Is the US moving towards strategic clarity on Taiwan?
«Η μακροχρόνια “στρατηγική ασάφεια” των ΗΠΑ έχει πια δώσει τη θέση της στην στρατηγική σύγχυση», σχολιάζουν από την πλευρά τους οι Bonnie Glaser (διευθύντρια του Προγράμματος Ασίας του German Marshall Fund) και Zack Cooper (του American Enterprise Institute) μέσα από τις σελίδες των New York Times.
Και η στροφή στη σαφήνεια, ωστόσο, κρύβει δυνητικούς κινδύνους. Διότι εάν η Ουάσιγκτον αποφασίσει να υιοθετήσει μια σαφώς πιο σκληρή γραμμή έναντι του Πεκίνου με φόντο την Ταϊβάν, τότε δεν αποκλείεται να φέρει σε δύσκολη θέση τους Ευρωπαίους, για τους οποίους η Κίνα είναι πλέον ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος. Υπό αυτήν την έννοια, εάν οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία συνοδεύονται σήμερα από ενδοδυτικά ρήγματα και τάσεις κόπωσης, τότε αντίστοιχες κυρώσεις σε βάρος της Κίνας θα μπορούσαν μελλοντικά να προκαλέσουν πολύ βαθύτερες ρήξεις και μεγαλύτερες αποκλίσεις.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η σαφήνεια θα μπορούσε – θεωρητικώς – να οδηγήσει και σε χαλάρωση της αμερικανικής στάσης.
Ενδεικτικά όσα έγραφαν οι Andrew J. Nathan και Andrew Scobell στο περιοδικό Foreign Affairs πριν από ακριβώς δέκα χρόνια, το 2012: «Όταν ο Νίξον επισκέφθηκε την Κίνα το 1972, είχε πει στους Κινέζους ότι ήταν πρόθυμος να θυσιάσει την Ταϊβάν, επειδή δεν είχε πια στρατηγική σημασία για τις ΗΠΑ… Αναδιφώντας αυτήν την ιστορία, Κινέζοι στρατηγικοί αναλυτές διερωτώνται γιατί οι ΗΠΑ παραμένουν τόσο αφοσιωμένες στην Ταϊβάν…»
Δημοσίευση σχολίου