Τσιλιόπουλος Ευθύμιος
Σε ένα από τα πιο σημαντικά άρθρα για τις διεθνείς σχέσεις που γράφτηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, ο Robert Jervis υποστήριξε ότι οι τεχνολογικοί, γεωγραφικοί και πολιτικοί παράγοντες που καθιστούν τις επιθετικές επιχειρήσεις λιγότερο δαπανηρές και πιο αποτελεσματικές τείνουν να κάνουν τον ανταγωνισμό στον τομέα της ασφάλειας πιο έντονο, και συνεπώς κάνουν τον πόλεμο πιθανότερο. Οι επιχειρήσεις στον πόλεμο στην Ουκρανία βάζουν σε σκέψεις σχετικά με το δίλημμα αν πλέον στο πεδίο κυριαρχεί η άμυνα ή η επίθεση. Κι αυτό είναι ένα ζήτημα που αφορά τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Η υπεροχή της επίθεσης σημαίνει ότι στη μάχη απαιτούνται πολύ μεγαλύτεροι πόροι για άμυνα παρά για επίθεση. Η υπεροχή της άμυνας σημαίνει το αντίστροφο. Την επένδυση στη λάθος πλευρά ακόμα και τα πλούσια κράτη δυσκολεύονται πλέον να την αντέξουν οικονομικά. Σε έναν ανταγωνισμό ισότιμων αντιπάλων, οι λανθασμένες επενδύσεις μπορούν να οδηγήσουν σε στρατηγική ήττα.
Η απάντηση στο ερώτημα περί άμυνας και επίθεσης πρέπει να καθοδηγεί τις επιλογές των ενόπλων δυνάμεων και επομένως πρέπει να αποτελεί μέρος της συζήτησης για την εθνική ασφάλεια. Για μια μη-επιθετική δύναμη, όπως η Ελλάδα, η επιλογή της άμυνας υπό προϋποθέσεις μπορεί να ακυρώσει στην πράξη τις όποιες προσπάθειες της Τουρκίας να επενδύσει στην επίθεση για να αποκτήσει πλεονέκτημα.
Άμυνα ή επίθεση; Το δίλημμα στην ιστορία
Η ιστορία καταγράφει μια διαρκώς μεταβαλλόμενη ισορροπία μεταξύ επίθεσης και άμυνας. Η τεχνολογία από μόνη της δεν μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες αλλαγές. Για παράδειγμα, η άμυνα υπερείχε στο Μεσαίωνα λόγω της δυσκολίας του επιτιθέμενου να αλώσει ένα κάστρο. Αυτό βασίστηκε όχι μόνο στην κατασκευή του κάστρου αλλά και στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές δομές της εποχής. Η επίθεση απέκτησε το πάνω χέρι, λόγω κοινωνικών, πολιτικών, τεχνολογικών και στρατιωτικών αλλαγών που επέτρεψαν την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνατοτήτων ικανών να αλώσουν γρήγορα τα κάστρα. Ενώ τα κανόνια ήταν η βασική στρατιωτική τεχνολογία, η κοινωνία έπρεπε πρώτα να αναπτύξει τους όρους για να τα παράγει.
Η μετέπειτα παλινδρόμηση στην άμυνα προήλθε από την μαζική παραγωγή τυφεκίων και πυροβόλων, την τακτική προσαρμογή των οχυρώσεων πεδίου, την κινητοποίηση μαζικού ανθρώπινου δυναμικού και τις οικονομίες που μπορούσαν να πληρώσουν γι’ αυτά. Οι παράγοντες αυτοί επανέφεραν το πρωτείο της άμυνας στο πεδίο τακτικής μάχης από τον αμερικανικό εμφύλιο μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αποτυχία των ηγητόρων να αναγνωρίσουν αυτές τις αλλαγές –παρά τα διδάγματα από τον πόλεμο της Κριμαίας, τον πόλεμο των Μπόερς, τον ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο και τους Βαλκανικούς Πολέμους– οδήγησε στις επαναλαμβανόμενες, αιματηρές, μάταιες προσπάθειες στα αντίπαλα χαρακώματα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μόνο όταν οι Γερμανοί εφάρμοσαν νέες έννοιες και τακτικές στην τεχνολογία που προέκυψε από τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, αποκαταστάθηκε η κίνηση στο πεδίο της μάχης. Έκτοτε, η επίθεση κυριαρχεί γενικά στις συμβατικές συγκρούσεις. Αλλά αυτό που καθιστά την υπεροχή της άμυνας ή της επίθεσης σχετίζεται βασικά σε οικονομικούς παράγοντες που επηρεάζονται από την τεχνολογική πρόοδο. Όταν υπάρχει υπεροχή της επίθεσης, η επένδυση σε επιθετικά μέσα παράγει μια δύναμη, η οποία μπορεί να καταβάλει τον αμυνόμενο που έχει κάνει μια παρόμοια επένδυση σε αμυντικά μέσα. Το ίδιο ισχύει και αντίστροφα.
Οι τένοντες του πολέμου
Δύο είδη τεχνολογικών αλλαγών επηρεάζουν το ισοζύγιο άμυνας-επίθεσης. Πρώτον, η στρατιωτική τεχνολογική πρόοδος μπορεί να παράγει κάποιο όπλο, το οποίο κάνει πιο φθηνή κάποια στρατηγική επιλογή. Δεύτερον, μη-στρατιωτικές τεχνολογίες μπορούν να καταστήσουν φθηνότερη την παραγωγή κάποιου συγκεκριμένου όπλου. Εδώ υπεισέρχεται ένα παράδοξο. Όταν τα άρματα αποκατέστησαν την κινητικότητα επί του πεδίου ήταν μια σχετικά φθηνή λύση, η οποία μπορούσε να παραχθεί σε μεγάλους αριθμούς και σε μικρό χρονικό διάστημα.
Ο πολλαπλασιασμός των αντιαρματικών μέσων χαμηλού κόστους ώθησε σχεδιαστές και κατασκευαστές σε μια κούρσα αναβάθμισης της επιβιωσιμότητας των αρμάτων. Έτσι ενώ σε σημερινές τιμές το κόστος κατασκευής ενός άρματος Sherman είναι $850.000, το αντίστοιχο ποσό για ένα αμερικανικό Abrams είναι κοντά στα $8 εκατ., ενώ το τελευταίο Leopard Α7 φτάνει τα $13-15 εκατ. Δηλαδή, από μόνα τους τα οικονομικά μεγέθη είναι ικανά να “στομώσουν” την αιχμή του δόρατος και να αποκαταστήσουν την ασπίδα ως “όπλον” (σ.σ. όπλον = η αργολική ασπίδα)
Μετατόπιση σήμερα
Σήμερα, η σύγκλιση των τεχνολογιών αλλάζει δραματικά το περιβάλλον του πεδίου μάχης. Τα εμπορικά δορυφορικά δίκτυα που συνδέονται με εργαλεία επεξεργασίας τεχνητής νοημοσύνης (AI) μας φέρνουν όλο και πιο κοντά σε μια περίοδο συνεχούς επιτήρησης του πλανήτη με οπτικούς, υπέρυθρους και ηλεκτρομαγνητικούς αισθητήρες, καθώς και ραντάρ συνθετικού διαφράγματος. Ταυτόχρονα, κράτη αναπτύσσουν συστήματα διοίκησης και ελέγχου με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης που θα τους επιτρέψουν να απορροφούν, να κατανοούν και να ενεργούν εγκαίρως σύμφωνα με τις πληροφορίες που προκύπτουν.
Εξ αυτού προκύπτει ότι όποιος μπορεί να επιτηρεί συνεχώς το περιβάλλον στο οποίο θα δράσει, ας πούμε η Ελλάδα, με διάφορα μέσα σε όλο το δυνατό φάσμα και μπορεί να επενδύσει σε φτηνά, μαζικής παραγωγής και μαζικής χρήσης οπλικά συστήματα, όπως τα περιπλανώμενα πυρομαχικά στα οποία αναφερθήκαμε σε προηγούμενο άρθρο, μπορεί να καταστήσει οποιαδήποε εχθρική κίνηση μοιραία. Μια αποβατική ενέργεια μπορεί να λήξει πριν καν αρχίσει, όταν αρχίσει να “βρέχει” περιπλανώμενους πυραύλους, των οποίων τα πληρώματα έχουν προ πολλού αλλάξει θέσεις, και μάλιστα προετοιμασμένες για να εξαπολύσουν από εκεί και άλλα πυρά.
Οι εξελίξεις στις τακτικές, αλλά και οι εμπορικές και στρατιωτικές τεχνολογίες δημιουργούν για άλλη μια φορά έναν χώρο μάχης στον οποίο η κίνηση γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνη. Εάν μια μονάδα κινηθεί, θα δώσει στίγμα και μπορεί να δεχθεί επίθεση σε πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις από ό,τι στο παρελθόν. Ταυτόχρονα, οι “διαστάσεις” του κυβερνοχώρου, του διαστήματος και του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος παρέχουν τόσο ενίσχυση όσο και ολοένα και πιο ισχυρές απαντήσεις στις κινητικές επιθέσεις, αλλά δεν θα ασχοληθούμε εδώ με αυτές τις τρεις διαστάσεις.
Στην πραγματικότητα, η πολυπλοκότητα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των έξι, πλέον, διαστάσεων του πολεμικού πεδίου (ξηρά, θάλασσα, αέρας, διάστημα, κυβερνοχώρος και ηλεκτρομαγνητικό φάσμα) απαιτεί να εξετάσουμε τον αντίκτυπο σε κάθε τομέα προτού προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη συνολική επίδραση στον χαρακτήρα του πολέμου και άρα να αποφανθούμε εάν η κύρια επένδυση πρέπει να γίνει στην άμυνα ή στην επίθεση.
Δημοσίευση σχολίου