File Photo: Τα μνήματα των πεσόντων αξιωματικών και οπλιτών κατά την τουρκική εισβολή. ΚΥΠΕ, ΚΑΤΙΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Του ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ
«Ήταν οι πρώτες μέρες που άρχισαν οι αιματηρές συγκρούσεις με την 20η Ιουλίου. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή, ρίχνονταν όλμοι. Ήμουν στη Λευκωσία. Λοχίας. ‘Μην σκοτώνετε τους αιχμαλώτους που πιάνετε, για κάθε Έλληνα αιχμάλωτο αντιστοιχεί ένας Τούρκος’, μας είπε ο διοικητής.
Μας είχε δοθεί η διαταγή για επίθεση. Προχωρούσαμε με μερικούς φίλους που πήρα μαζί μου και μπαίναμε στα σπίτια που βρίσκαμε για να ελέγξουμε αν υπάρχουν κρυμμένοι Έλληνες. Μπήκα σε ένα σπίτι. Με το δάχτυλο στην σκανδάλη. Κοίταξα τα άδεια δωμάτια. Παντού ήταν άνω κάτω και σπασμένα όλα. Είχε κομματιαστεί και το γυαλί της τηλεόρασης που βρισκόταν στο καθιστικό. Μπήκα στο υπνοδωμάτιο. Μπορεί να υπήρχε κάποιος κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι. Και να με πυροβολούσε στα πόδια.
Κανείς δεν ήταν εκεί όμως. Στο δωμάτιο υπήρχε μια κούνια, η οποία ήταν δεμένη στο κρεβάτι με ένα σχοινί. Την ώρα που επιχείρησα να οπισθοχωρήσω και να βγω από το δωμάτιο, η κούνια άρχισε ξαφνικά να κουνιέται. Φαίνεται πως είχα χτυπήσει το σχοινί χωρίς να το καταλάβω. Πλησίασα την κούνια και κοίταξα. Και τι να δω. Μέσα στην κούνια υπήρχε ένα μωρό. Αλλά δεν έκλαιγε και δεν έβγαζε οποιονδήποτε ήχο. Ήταν νεκρό. Τα μαγουλάκια του ήταν μελανιασμένα. Το άφησα εκεί και έφυγα…»
Άκουσα αυτή την ιστορία από έναν αγαπητό φίλο. Συγκινήθηκα πολύ. Ακόμα περνάει η εικόνα αυτή μπροστά από τα μάτια μου. Ήταν πολύ ειλικρινής ο φίλος μου. Άλλωστε, ήμασταν φίλοι από πολύ παλιά. Από τα θρανία του λυκείου. Το ομολόγησε ειλικρινώς: «Για να πω την αλήθεια, δεν με συγκίνησε και πολύ αυτό το γεγονός με το οποίο βρέθηκα αντιμέτωπος μέσα στις σκηνές αίματος και θανάτου που επικρατούσαν εκείνες τις ημέρες», είπε. Ένα νεκρό παιδί μέσα σε μια κούνια. Ποιος ξέρει τι απέγιναν οι γονείς και τα αδέλφια του, αν είχε. Ζουν ή πέθαναν; Άγνωστο. Συναγωνιστές του φίλου μου χτυπήθηκαν δίπλα του. Και έπεφταν λέγοντας «χάνομαι μάνα». Ήταν 33 άτομα σε εκείνη την επίθεση, λέει. Και επέστρεψαν πίσω 22 άτομα.
Το μυαλό μου είχε μείνει σε εκείνο το μωρό καθώς καθόμασταν στο τραπέζι. Στο νεκρό μωρό μέσα στην κούνια. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι από σφαίρα, καμία πληγή στο σώμα του. Αλλά ήταν νεκρό. Μου διηγήθηκε άλλη μια ιστορία ο φίλος μου. Οι συναγωνιστές του είχαν συλλάβει έναν νεαρό Ελληνοκύπριο. Φορούσε παντελόνι, αλλά ήταν γυμνός από πάνω. Φορούσε μπότες στα πόδια. Ήταν 17 χρονών.
Εκείνοι που τον συνέλαβαν ετοιμάζονταν να τον σκοτώσουν, λέει. «Να τον πάρουμε πιο κάτω να τον σκοτώσουμε», έλεγαν μεταξύ τους. Τους πλησίασε και τους είπε να σιωπήσουν. Ο Ελληνοκύπριος νέος φοβήθηκε πολύ επειδή είχε καταλάβει τι ήθελαν να του κάνουν. Κατουρήθηκε πάνω του από φόβο. Μόλις είδε ότι ο φίλος μου εμπόδιζε τους άλλους, κρύφτηκε πίσω του. Τον άρπαξε από το πουκάμισο και ήταν σαν να τον ικέτευε λέγοντας «σώσε με». «Τον άφησα ελεύθερο», είπε. Τρέξε προς τα εκεί και φύγε, του είπε με τις λίγες ελληνικές λέξεις που ήξερε. Ειδοποίησε και τους σκοπούς που ήταν πιο κάτω να του επιτρέψουν να περάσει.
Το μυαλό μου ήταν ακόμα στο μωρό που βρισκόταν στην κούνια. Ουσιαστικά εκεί είχε μείνει και το μυαλό του φίλου μου, ο οποίος δεν είχε συγκινηθεί πολύ απ’ αυτό το γεγονός μέσα στο αίμα και τον θάνατο εκείνων των ημερών. Το κατάλαβε καλύτερα μετά από χρόνια. Όταν παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά. Όταν γεννήθηκε το πρώτο κοριτσάκι του και το πήρε στην αγκαλιά του. Το κοίταξε για πολύ ώρα. Και εκείνη ακριβώς την στιγμή είδε στο πρόσωπό του το νεκρό μωρό. Ένιωσε έναν απερίγραπτο πόνο στην καρδιά.
Ακόμα σκέφτομαι πού να έχουν θάψει άραγε αυτό το μωρό. Και πού να είναι τώρα εκείνος ο 17χρονος νεαρός που σώθηκε από το θάνατο την τελευταία στιγμή με μια ελεημοσύνη.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Του ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ
«Ήταν οι πρώτες μέρες που άρχισαν οι αιματηρές συγκρούσεις με την 20η Ιουλίου. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή, ρίχνονταν όλμοι. Ήμουν στη Λευκωσία. Λοχίας. ‘Μην σκοτώνετε τους αιχμαλώτους που πιάνετε, για κάθε Έλληνα αιχμάλωτο αντιστοιχεί ένας Τούρκος’, μας είπε ο διοικητής.
Μας είχε δοθεί η διαταγή για επίθεση. Προχωρούσαμε με μερικούς φίλους που πήρα μαζί μου και μπαίναμε στα σπίτια που βρίσκαμε για να ελέγξουμε αν υπάρχουν κρυμμένοι Έλληνες. Μπήκα σε ένα σπίτι. Με το δάχτυλο στην σκανδάλη. Κοίταξα τα άδεια δωμάτια. Παντού ήταν άνω κάτω και σπασμένα όλα. Είχε κομματιαστεί και το γυαλί της τηλεόρασης που βρισκόταν στο καθιστικό. Μπήκα στο υπνοδωμάτιο. Μπορεί να υπήρχε κάποιος κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι. Και να με πυροβολούσε στα πόδια.
Κανείς δεν ήταν εκεί όμως. Στο δωμάτιο υπήρχε μια κούνια, η οποία ήταν δεμένη στο κρεβάτι με ένα σχοινί. Την ώρα που επιχείρησα να οπισθοχωρήσω και να βγω από το δωμάτιο, η κούνια άρχισε ξαφνικά να κουνιέται. Φαίνεται πως είχα χτυπήσει το σχοινί χωρίς να το καταλάβω. Πλησίασα την κούνια και κοίταξα. Και τι να δω. Μέσα στην κούνια υπήρχε ένα μωρό. Αλλά δεν έκλαιγε και δεν έβγαζε οποιονδήποτε ήχο. Ήταν νεκρό. Τα μαγουλάκια του ήταν μελανιασμένα. Το άφησα εκεί και έφυγα…»
Άκουσα αυτή την ιστορία από έναν αγαπητό φίλο. Συγκινήθηκα πολύ. Ακόμα περνάει η εικόνα αυτή μπροστά από τα μάτια μου. Ήταν πολύ ειλικρινής ο φίλος μου. Άλλωστε, ήμασταν φίλοι από πολύ παλιά. Από τα θρανία του λυκείου. Το ομολόγησε ειλικρινώς: «Για να πω την αλήθεια, δεν με συγκίνησε και πολύ αυτό το γεγονός με το οποίο βρέθηκα αντιμέτωπος μέσα στις σκηνές αίματος και θανάτου που επικρατούσαν εκείνες τις ημέρες», είπε. Ένα νεκρό παιδί μέσα σε μια κούνια. Ποιος ξέρει τι απέγιναν οι γονείς και τα αδέλφια του, αν είχε. Ζουν ή πέθαναν; Άγνωστο. Συναγωνιστές του φίλου μου χτυπήθηκαν δίπλα του. Και έπεφταν λέγοντας «χάνομαι μάνα». Ήταν 33 άτομα σε εκείνη την επίθεση, λέει. Και επέστρεψαν πίσω 22 άτομα.
Το μυαλό μου είχε μείνει σε εκείνο το μωρό καθώς καθόμασταν στο τραπέζι. Στο νεκρό μωρό μέσα στην κούνια. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι από σφαίρα, καμία πληγή στο σώμα του. Αλλά ήταν νεκρό. Μου διηγήθηκε άλλη μια ιστορία ο φίλος μου. Οι συναγωνιστές του είχαν συλλάβει έναν νεαρό Ελληνοκύπριο. Φορούσε παντελόνι, αλλά ήταν γυμνός από πάνω. Φορούσε μπότες στα πόδια. Ήταν 17 χρονών.
Εκείνοι που τον συνέλαβαν ετοιμάζονταν να τον σκοτώσουν, λέει. «Να τον πάρουμε πιο κάτω να τον σκοτώσουμε», έλεγαν μεταξύ τους. Τους πλησίασε και τους είπε να σιωπήσουν. Ο Ελληνοκύπριος νέος φοβήθηκε πολύ επειδή είχε καταλάβει τι ήθελαν να του κάνουν. Κατουρήθηκε πάνω του από φόβο. Μόλις είδε ότι ο φίλος μου εμπόδιζε τους άλλους, κρύφτηκε πίσω του. Τον άρπαξε από το πουκάμισο και ήταν σαν να τον ικέτευε λέγοντας «σώσε με». «Τον άφησα ελεύθερο», είπε. Τρέξε προς τα εκεί και φύγε, του είπε με τις λίγες ελληνικές λέξεις που ήξερε. Ειδοποίησε και τους σκοπούς που ήταν πιο κάτω να του επιτρέψουν να περάσει.
Το μυαλό μου ήταν ακόμα στο μωρό που βρισκόταν στην κούνια. Ουσιαστικά εκεί είχε μείνει και το μυαλό του φίλου μου, ο οποίος δεν είχε συγκινηθεί πολύ απ’ αυτό το γεγονός μέσα στο αίμα και τον θάνατο εκείνων των ημερών. Το κατάλαβε καλύτερα μετά από χρόνια. Όταν παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά. Όταν γεννήθηκε το πρώτο κοριτσάκι του και το πήρε στην αγκαλιά του. Το κοίταξε για πολύ ώρα. Και εκείνη ακριβώς την στιγμή είδε στο πρόσωπό του το νεκρό μωρό. Ένιωσε έναν απερίγραπτο πόνο στην καρδιά.
Ακόμα σκέφτομαι πού να έχουν θάψει άραγε αυτό το μωρό. Και πού να είναι τώρα εκείνος ο 17χρονος νεαρός που σώθηκε από το θάνατο την τελευταία στιγμή με μια ελεημοσύνη.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου