Την άνοιξη του 1947 ο Αιγύπτιος δάσκαλος και θρησκευτικός ακτιβιστής Χασάν αλ Μανά πρότεινε στον τότε βασιλιά Φαρούκ την ίδρυση ενός θρησκευτικού ισλαμικού κράτους. Ο αλ Μπανά εξέφρασε τότε τις αρχές και τις προσδοκίες των Αιγύπτιων Αδελφών Μουσουλμάνων, η οποία ιδρύθηκε το 1928, με σκοπό να πολεμηθεί η δυτική επιρροή στον παραδοσιακό τρόπο ζωής των μουσουλμάνων Αιγυπτίων.
Του Χένρι Κίσιντζερ, «The world in flames», 31 Αυγούστου 2014
ΠΗΓΗ: http://www.thesundaytimes.co.uk/
ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Παντελής Καρύκας
Η Δύση, κατά τον αλ Μπανά, είναι χρεοκοπημένη και παρηκμασμένη. Ο αλ Μπανά είπε, ουσιαστικά, ότι η παγκόσμια τάξη, όπως την δημιούργησε η Δύση, είχε χάσει την ισχύ αλλά και τη νομιμοποίηση. Στην πραγματικότητα «παγκόσμια τάξη» δεν υπήρξε ποτέ. Το σύγχρονο πολιτικό οικοδόμημα δημιουργήθηκε περίπου 400 χρόνια πριν, στη Βεστφαλία, μετά από έναν αιώνα πολέμων στην Ευρώπη. Βασίστηκε σε ένα σύστημα ανεξάρτητων κρατών και στον περιορισμό των φιλοδοξιών εκάστου από αυτά, μέσα από έναν μηχανισμό ισορροπίας δυνάμεων. Το σύστημα που δημιουργήθηκε με την Συνθήκη της Βεστφαλίας (1648), εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο, λόγω της εξάπλωσης των ευρωπαϊκών κρατών σε όλες τις ηπείρους.
Ο αλ Μπανά δήλωσε όμως πως είχε φτάσει η στιγμή να δημιουργηθεί μια νέα παγκόσμια τάξη, βασισμένη στο Ισλάμ. Αν μια κοινωνία είναι αφοσιωμένη στις αυθεντικές αξίες του Ισλάμ και δημιουργήσει μια τάξη βασισμένη σε Κοράνι, τότε δημιουργείται ένα ισλαμικό κράτος στην ολότητά του, το οποίο όλοι οι μουσουλμάνοι του κόσμου θα υποστηρίζουν. Αποτέλεσμα αυτού θα ήταν η ισλαμική και η αραβική ενότητα, με τελικό στόχο την εξάπλωση του ισλαμικού οράματος σε όλο τον κόσμο.
Απέναντι στους μη μουσουλμάνους, για όσο δεν αντιστέκονται στο Ισλάμ και το σέβονται, η τότε Μουσουλμανική Αδελφότητα υποσχόταν προστασία, μετριοπάθεια και ισότητα. Το 1949 ο αλ Μπανά δολοφονήθηκε πριν προλάβει να εξηγήσει τον τρόπο υλοποίησης του οράματος του ισλαμικού μετασχηματισμού του κόσμου, βάσει των αρχών της ανοχής και της διαπολιτισμικότητας. Από τότε όμως πολλοί ισλαμιστές στοχαστές, αλλά και ισλαμικά κινήματα, εγκατέλειψαν το σκεπτικό της ανοχής και του θρησκευτικού πλουραλισμού, προτάσσοντας την παγκόσμια ισλαμική, θρησκευτική κυριαρχία.
Το 1964 ο ιεροδιδάσκαλος και θεωρητικός της Μουσουλμανικής Αδελφότητας Σαΐντ Κουτμπ πρότεινε το Ισλάμ να ανατρέψει με πόλεμο την υπάρχουσα παγκόσμια τάξη. Η πρόταση αυτή αποτελεί το θεμέλιο της σκέψης των σύγχρονων ισλαμιστών. Κατά τη θεωρία του Κουτμπ το Ισλάμ είναι ένα καθολικό σύστημα, η μόνη πραγματική μορφή ελευθερίας, αφού ελευθερώνει από την εξουσία άλλων ανθρώπων, από τα ανθρώπινα δόγματα, το χρώμα, τη φυλή, τη γλώσσα, τη χώρα, τα όποια εθνικά συμφέροντα.
Αποστολή του Ισλάμ είναι, κατά τον Κουτμπ, να αποτινάξει όλα αυτά και να τα αντικαταστήσει με την παγκόσμια εφαρμογή των δογμάτων του κορανίου. Όπως όλες οι ουτοπίες, για την πραγματοποίηση αυτής, χρειάζονται ακραία μέτρα. Αν και οι περισσότεροι ακόλουθοί του δεν αποδέχτηκαν τις ακραίες μεθόδους που πρότεινε, σχηματίστηκε ένας σκληρός πυρήνας οπαδών του, με τις αυτές αντιλήψεις. Σε μια παγκοσμιοποιημένη, κοσμική κοινωνία οι απόψεις του Κουτμπ φαίνονται ακραίες και ανάξιες λόγου. Όμως για τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές οι απόψεις αυτές εμπεριέχουν αλήθειες πέραν της υφιστάμενης διεθνούς τάξης.
Αποτελούν την πολεμική ιαχή των ακραίων και των τζιχαντιστών στη Μέση Ανατολή και πέραν αυτής, εδώ και δεκαετίες. Τις αναπαράγουν η αλ Κάιντα, η Χαμάς, η Χεζμπολάχ, οι Ταλιμπάν, η ιρανική θεοκρατία, το Κόμμα της Απελευθέρωσης (Χιζμπ ουτ Ταχρίρ), που δραστηριοποιείται στη Δύση, τη Μπόκο Χαράμ στη Νιγηρία, το Μέτωπο αλ Νούσρα στην Συρία και το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ, το οποίο εκτόξευσε τη μεγάλη του επίθεση.
Για μια στιγμή, στα τέλη του 2010, με την Αραβική Άνοιξη, γεννήθηκαν ελπίδες οι αυταρχικές και οι φανατικές δυνάμεις θα παρασύρονταν από ένα κύμα μεταρρυθμίσεων. Το αίτημα όμως για φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, σύντομα, εγκαταλείφθηκε ή συντρίφθηκε από την στρατιωτική και θρησκευτική ισχύ των συντηρητικών δυνάμεων. Καθώς ένα νέο στρατιωτικό καθεστώς εγκαθιδρύθηκε στην Αίγυπτο, οι ΗΠΑ, αντιμετωπίζουν και πάλι το δίλημμα μεταξύ ασφάλειας ή υποστήριξης νόμιμων κυβερνήσεων.
Η συριακή επανάσταση, στην αρχή της, φάνταζε ως συνέχεια της αντίστοιχης αιγυπτιακής. Οι ΗΠΑ πίεσαν για «πολιτική λύση», προδικάζοντας την απομάκρυνση του προέδρου Άσαντ και την εγκατάσταση μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ όμως απέτρεψε, με Βέτο, τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Άλλωστε, όταν η συριακή αντίσταση άρχισε ένοπλο αγώνα μόνο δημοκρατική και μετριοπαθής δεν εμφανίστηκε.
Από τότε η διαμάχη ξεπέρασε το θέμα του Άσαντ. Οι βασικοί δρώντες εντός της Συρίας είδαν τον πόλεμο ως διαμάχη εξουσίας, που καμία σχέση δεν είχε με τη δημοκρατία. Ένας πόλεμος που διεξάγεται μόνο για την επιβολή του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς γεωστρατηγικό ή γεωθρησκευτικό ενδιαφέρον, δεν έχει νόημα. Ο πόλεμος, όπως εξελίχθηκε, δεν διεξάγετε μεταξύ ενός δικτάτορα και των δημοκρατικών δυνάμεων, αλλά μεταξύ των διαφόρων συριακών σεκτών και των θρησκευτικών υποστηρικτών τους, εκτός Συρίας. Το αποτέλεσμα του πολέμου πρόκειται να κρίνει ποια σέκτα θα κυριαρχήσει σε ό,τι απομείνει από το συριακό κράτος.
Οι περιφερειακές δυνάμεις παραχώρησαν χρήματα όπλα και λογιστική υποστήριξη στην Συρία στις εκλεκτές τους σέκτες, έκαστος. Η Σαουδική Αραβία και οι χώρες του Κόλπου ενίσχυσαν τους σουνίτες. Το Ιράν ενίσχυσε τον Άσαντ, μέσω της Χεζμπολάχ. Καθώς οι μάχες όμως έχουν καταλήξει σε αδιέξοδο, ο πόλεμος κυριαρχείται πλέον από ακραίες ομάδες, που μάχονται με εξαιρετική σκληρότητα, παραβιάζοντας, απόλυτα, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η σύγκρουση, παρόλα αυτά, έχει αρχίσει να επανασχεδιάζει τον χάρτη στην Συρία και ίσως στην ευρύτερη περιοχή. Οι Κούρδοι της Συρίας έχουν δημιουργήσει μια αυτόνομη πολιτική οντότητα στα σύνορα με την Τουρκία, η οποία, συν τω χρόνω, θα ενωθεί με την αντίστοιχη κουρδική πολιτική οντότητα του Ιράκ.
Οι Δρούζοι και οι χριστιανοί, φοβούμενοι την επανάληψη των εναντίον τους ακροτήτων από την Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο, στάθηκαν στο πλευρό του καθεστώτος που τους παρείχε ασφάλεια, ή δημιούργησαν δικές τους αυτόνομες κοινότητες. Οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους (IS) από την άλλη, δημιούργησαν ένα χαλιφάτο στις περιοχές που κατέλαβαν από την Συρία και το δυτικό Ιράκ, με τη Δαμασκό και τη Βαγδάτη να μην μπορούν πλέον να τους αντιμετωπίσουν.
Οι ΗΠΑ αρχικά αρνήθηκαν να εμπλακούν. Η κίνησή τους αυτή μεταφράστηκε, από ορισμένους, ως αμερικανική υστεροβουλία, με σκοπό την προσέγγιση με το Ιράν, ή τη μη διατάραξη της ισορροπίας δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Όταν οι Αμερικανοί έκαναν λόγο για τα χημικά όπλα στη Συρία, Κίνα και Ρωσία αντέδρασαν. Εξετάζοντας την συριακή κρίση μέσα από το πρίσμα των δικών τους συμφερόντων και έχοντας υπόψη ότι οι αφοσιωμένοι σουνίτες είναι και αφοσιωμένοι τζιχαντιστές, δεν μπορούσαν να αποδεχτούν μια νίκη των αντιπάλων του Άσαντ, με δεδομένο ότι στα εδάφη τους έχουν και οι δύο χώρες μεγάλες μουσουλμανικές μειονότητες.
Χωρίς κοινή γραμμή από τη διεθνή κοινότητα και με δεδομένο τον κατακερματισμό της συριακής αντιπολίτευσης, η συριακή εξέγερση εξελίχθηκε σε μεγάλη ανθρωπιστική καταστροφή και στην καταστροφή της περιφερειακής τάξης. Σε ένα λειτουργικό περιφερειακό και διεθνές σύστημα ασφαλείας η καταστροφή αυτή θα είχε αποφευχθεί, ή τουλάχιστον περιοριστεί. Όμως τα εθνικά συμφέροντα επικράτησαν και το κόστος της σταθεροποίησης πολύ αμφίβολο. Μια μαζική εξωτερική επέμβαση, στο αρχικό στάδιο, μπορεί να είχε αποτέλεσμα, αλλά θα απαιτείτο η μόνιμη παρουσία, για μεγάλο διάστημα ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων. Στον απόηχο των πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, οι ΗΠΑ μόνες τους, δεν μπορούσαν να ενεργήσουν.
Μια πολιτική συμφωνία στο Ιράκ ίσως τερμάτιζε την σύγκρουση στα σύνορα με την Συρία. Όμως η σιιτική κυβέρνηση της Βαγδάτης και οι υποστηρικτές της την εμπόδισαν. Η διεθνής κοινότητα θα μπορούσε να επιβάλει εμπάργκο όπλων στη Συρία και τους τζιχαντιστές. Κάτι τέτοιο αποτράπηκε από την αντίδραση των άλλων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αν η τάξη δεν μπορεί να επιβληθεί με συναίνεση ή με την δύναμη των όπλων, θα υπάρξει καταστροφικό χάος, με μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Η ιστορική ειρωνεία είναι ότι ο καλύτερος σύμμαχος των δυτικών δημοκρατιών είναι η Σαουδική Αραβία, μια χώρα χωρίς δημοκρατία. Η Σαουδική Αραβία αποτελεί σύμμαχο της Δύσης από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και είναι μια αραβική, ισλαμική, φυλετική, θεοκρατία.
Το μεγάλο στρατηγικό σφάλμα όμως της δυναστείας των Σαούντ είναι ότι πιστεύουν πως μπορούν να ενισχύσουν και να καθοδηγήσουν το ακραίο Ισλάμ, χωρίς κινδύνους για τους ίδιους στο εσωτερικό της χώρας τους. Το 2003, οι πρώτες κινήσεις της αλ Κάιντα στη χώρα, απέδειξαν το λάθος. Τυχόν αναταραχή στην Σαουδική Αραβία θα είχε σοβαρές συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία, το μέλλον του μουσουλμανικού κόσμου και την παγκόσμια ειρήνη.
Όπως απέδειξαν οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να θεωρούν βέβαιο πως σε περίπτωση κατάρρευσης της δυναστείας των Σαούντ, θα υπάρξει ένα δημοκρατικό καθεστώς στη χώρα, με δυτικές «ευαισθησίες». Η Σαουδική Αραβία αποτελεί το υπέρτατο έπαθλο για σουνίτες και σιίτες, γεγονός που πρέπει να αξιολογηθεί ανάλογα από τις ΗΠΑ.
Η Συρία και το Ιράκ υπήρξαν κάποτε τα προπύργια του αραβικού εθνικισμού. Τώρα και οι δύο χώρες φαίνεται ότι δεν μπορούν πλέον να παραμείνουν ενιαία κράτη. Ο πόλεμος στο Ιράκ και την Συρία έχει οδηγήσει στη διάλυση των κρατών και στη δημιουργία φυλετικών-θρησκευτικών οντοτήτων. Έτσι οι αμερικανικές εκκλήσεις, στο Ιράκ, για τον σχηματισμό μιας δημοκρατικής κυβέρνησης συνεργασίας, δεν έχουν βάση.
Το παράδειγμα Σίσι στην Αίγυπτο διδάσκει. Κατά συνέπεια οι ΗΠΑ οφείλουν να επιλέξουν μεταξύ ασφάλειας και ηθικής. Στο Ιράκ η συντριβή του σουνιτικού καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, δεν είχε ως αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, καθώς το ζητούμενο ήταν η εκδίκηση. Στη Λιβύη, μετά τον Καντάφι, επικράτησαν οι φυλετικές ομάδες, οι οποίες δεν έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους. Η υποτιθέμενη κυβέρνηση της Τρίπολης, απλώς δεν μπορεί να ασκήσει εξουσία.
Οι εσωτερικές και οι εξωτερικές συγκρούσεις ενισχύουν οι μεν τις δε. Η θρησκεία καθίσταται όπλο στην εξυπηρέτηση γεωπολιτικών στόχων και οι άμαχοι καταδικάζονται σε εξόντωση, για τη θρησκεία ή το δόγμα τους. Η σύγκρουση που διεξάγεται τώρα είναι και θρησκευτική και γεωπολιτική. Ένας σουνιτικός όμιλος κρατών που αποτελείται από την Σαουδική Αραβία, τις χώρες του Κόλπου και σε κάποιο βαθμό την Αίγυπτο και την Τουρκία, είναι αντιμέτωπος με έναν όμιλο, με ηγέτη το σιιτικό Ιράν, το οποίο υποστηρίζει το υπό τον Άσαντ τμήμα της Συρίας, τη Βαγδάτη και τις ιρακινές σιιτικές ομάδες, τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο και τη Χαμάς στη Γάζα.
Οι σουνίτες υποστηρίζουν τους αντικαθεστωτικούς στη Συρία κατά του Άσαντ και στο Ιράκ υποστηρίζουν τους αντιπάλους της Βαγδάτης. Ο στόχος του Ιράν για περιφερειακή κυριαρχία περνά από την εσωτερική υπονόμευση των αντιπάλων του. Οι μετέχοντες στην σύγκρουση αυτή αναζητούν εξωτερική υποστήριξη από την Ρωσία και τις ΗΠΑ.
Ο στρατηγικός στόχος της Ρωσίας είναι, στη χειρότερη περίπτωση, να αποτρέψει τους τζιχαντιστές του Ιράκ και της Συρίας να εξαπλώσουν την επιρροή τους στις ρωσικές μουσουλμανικές περιοχές και στην καλύτερη περίπτωση, σε ευρύτερο επίπεδο, να βελτιώσει τη θέση της έναντι των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ από, την πλευρά τους, αντιμετωπίζουν το δίλημμα Άσαντ ή αλ Κάιντα και εξτρεμιστικές ισλαμικές ομάδες. Ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Ρωσία δεν έχουν αποφασίσει που θα συνεργαστούν και που θα αντιπαραταχθούν, αν και τα γεγονότα της Ουκρανίας μπορεί να οδηγήσουν σε νέο Ψυχρό Πόλεμο.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου