Toυ Θεοδωρου Kουλουμπη*
Σε πρόσφατο άρθρο μου στην Καθημερινή (17/4) απαρίθμησα εννέα λάθη που διαπράχθηκαν από τις ηγεσίες Αθήνας και Λευκωσίας στην εικοσαετία 1954-74. Πρότεινα ότι αν αυτά είχαν αποφευχθεί θα άλλαζαν προς το καλύτερο την τραγική μοίρα της Κύπρου (την τουρκική εισβολή και κατοχή που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας). Τα λάθη μας θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε τρία επίπεδα: 1. Κακή ανάγνωση του συσχετισμού δυνάμεων της περιοχής και ευρύτερα. 2. Αμφιθυμία ανάμεσα σε δύο αλληλοαναιρούμενους στόχους στο αίτημα της αυτοδιάθεσης της Κύπρου – ένωση και ανεξαρτησία. 3. Πολιτική εκμετάλλευση, για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης στους δύο πυλώνες του Ελληνισμού, ενός άκρως συγκινησιακού εθνικού θέματος. Εκλεισα το άρθρο μου γράφοντας ότι «... η θλιβερή αποτίμηση των λαθών μας δεν πρέπει, προς Θεού, να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η Αθήνα και η Λευκωσία διεκδικούν (από μόνες τους) τα πρωτεία στην κλίμακα ευθυνών για την κυπριακή τραγωδία».
Η Τουρκία έχει ίσως το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης, διότι από τη δεκαετία του 1950 εφάρμοσε μια αλυσιδωτή πολιτική προσχεδιασμένης αδιαλλαξίας με στόχο τη διχοτόμηση της Μεγαλονήσου. Επιδίωξε δυσανάλογα δικαιώματα για την τουρκοκυπριακή μειονότητα του 18% που ποτέ δεν διανοήθηκε να προσφέρει στους μειονοτικούς Κούρδους - που αποτελούσαν και αποτελούν τουλάχιστον το 20% του συνολικού πληθυσμού του τουρκικού κράτους. Το 1974 η Αγκυρα, με «οργουελική» προπαγανδιστική τεχνοτροπία, βάφτισε την εισβολή της στην Κύπρο «επιχείρηση ειρήνης» και αποκάλεσε τον ξεριζωμό του συνόλου σχεδόν των Ελληνοκυπρίων από τα Κατεχόμενα «ανταλλαγή πληθυσμών». Η τουρκική κατοχή της βόρειας Κύπρου διατηρείται μέχρι σήμερα, παρά τις δεκάδες των καταδικαστικών ψηφισμάτων και αποφάσεων του ΟΗΕ, με προφανή την τουρκική πρόθεση παγίωσης του προϊόντος της βίας και της δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων.
Η Βρετανία διεκδικεί επίσης τεράστιο μερίδιο ευθύνης για την απεγνωσμένη της προσπάθεια να διατηρήσει το αποικιακό καθεστώς στη δεκαετία του 1950, καλλιεργώντας έγκαιρα και έντεχνα την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο κοινότητες και τις δύο «μητέρες πατρίδες». Μετά την ανακήρυξη του κυπριακού κράτους το 1960, η Βρετανία λειτούργησε περισσότερο ως εγγυήτρια δύναμη των βρετανικών βάσεων παρά της ανεξαρτησίας και συνταγματικής ομαλότητας της Κύπρου. Η απραξία της (benign neglect) απέναντι στο πραξικόπημα του Ιωαννίδη και στην τουρκική εισβολή της κυβέρνησης Ετσεβίτ/Ερμπακάν τη φορτώνει και αυτή με σοβαρές ευθύνες για τα αιματηρά γεγονότα του Ιουλίου/Αυγούστου 1974.
Οι ΗΠΑ έχουν επίσης μεγάλο ποσοστό ευθύνης για το Κυπριακό από το 1964 και μετά, που πήραν τα ηνία των δυτικών χειρισμών στο νησί. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Τζόνσον, μετά τα αιματηρά γεγονότα του Δεκεμβρίου 1963, προσπάθησε να επιβάλει τα εναλλακτικά σχέδια Ατσεσον που θα οδηγούσαν στην κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην Αθήνα τα σχέδια αυτά παρουσιάζονταν με τη μορφή της Ενωσης και στην Αγκυρα με τη μορφή της Διχοτόμησης. Οπωσδήποτε, φτάνουμε στο αποκορύφωμα των αμερικανικών ευθυνών με τους μακιαβελικούς χειρισμούς του Χένρι Κίσινγκερ την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1974. Τα κίνητρα που οδήγησαν τον γνωστό καθηγητή/διπλωμάτη να δώσει το πράσινο φως στα σχέδια του Ιωαννίδη για τη βίαιη ανατροπή του Μακαρίου είναι μεγίστης σημασίας ερώτημα που θα πρέπει να διερευνήσουν και να ερμηνεύσουν οι ιστορικοί του μέλλοντος. Μάλλον ο Αμερικανός διπλωμάτης (που είχε ως πρότυπο τον Κλέμενς Μέτερνιχ) φανταζόταν ότι μια περιορισμένης κλίμακας ελληνοτουρκική αντιπαράθεση στην Κύπρο θα του έδινε την ευκαιρία να παίξει τον ρόλο του από μηχανής θεού.
Τέλος, μεμπτή πρέπει να θεωρηθεί και η συμπεριφορά της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, που συστηματικά καλλιέργησε ψευδαισθήσεις στον Μακάριο, καθώς και σε ορισμένους κύκλους της Αθήνας, ότι μια τουρκική εισβολή στην Κύπρο θα αντιμετώπιζε έντονη σοβιετική στρατιωτική απάντηση. Ακόμη και ένας πρωτοετής φοιτητής των Διεθνών Σχέσεων σίγουρα αντιλαμβάνεται ότι η Σοβιετική Ενωση κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου θα αποκόμιζε μεγάλα κέρδη από τη συνεχιζόμενη διαμάχη δύο σημαντικών εταίρων που θα παρέλυε τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Σωστά, αν και κάπως αργά, οι ελληνικές και κυπριακές κυβερνήσεις εγκατέλειψαν το διχαστικό δόγμα του «εθνικού κέντρου» και υιοθέτησαν την αρχή του «η Κύπρος αποφασίζει (για το περιεχόμενο σχεδίου λύσης του Κυπριακού) και η Ελλάδα συμπαρίσταται». Κορυφαία στιγμή στην ιστορία της Κύπρου αποτελούν η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην Ευρωζώνη. Στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής Κύπρου θα πρέπει να βρεθεί μια δίκαιη και λειτουργική λύση για την επανένωση του τόσο ταλαιπωρημένου αυτού κράτους.
*Ο κ. Θεόδωρος Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών. couloumbis@msn. com
Σε πρόσφατο άρθρο μου στην Καθημερινή (17/4) απαρίθμησα εννέα λάθη που διαπράχθηκαν από τις ηγεσίες Αθήνας και Λευκωσίας στην εικοσαετία 1954-74. Πρότεινα ότι αν αυτά είχαν αποφευχθεί θα άλλαζαν προς το καλύτερο την τραγική μοίρα της Κύπρου (την τουρκική εισβολή και κατοχή που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας). Τα λάθη μας θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε τρία επίπεδα: 1. Κακή ανάγνωση του συσχετισμού δυνάμεων της περιοχής και ευρύτερα. 2. Αμφιθυμία ανάμεσα σε δύο αλληλοαναιρούμενους στόχους στο αίτημα της αυτοδιάθεσης της Κύπρου – ένωση και ανεξαρτησία. 3. Πολιτική εκμετάλλευση, για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης στους δύο πυλώνες του Ελληνισμού, ενός άκρως συγκινησιακού εθνικού θέματος. Εκλεισα το άρθρο μου γράφοντας ότι «... η θλιβερή αποτίμηση των λαθών μας δεν πρέπει, προς Θεού, να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η Αθήνα και η Λευκωσία διεκδικούν (από μόνες τους) τα πρωτεία στην κλίμακα ευθυνών για την κυπριακή τραγωδία».
Η Τουρκία έχει ίσως το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης, διότι από τη δεκαετία του 1950 εφάρμοσε μια αλυσιδωτή πολιτική προσχεδιασμένης αδιαλλαξίας με στόχο τη διχοτόμηση της Μεγαλονήσου. Επιδίωξε δυσανάλογα δικαιώματα για την τουρκοκυπριακή μειονότητα του 18% που ποτέ δεν διανοήθηκε να προσφέρει στους μειονοτικούς Κούρδους - που αποτελούσαν και αποτελούν τουλάχιστον το 20% του συνολικού πληθυσμού του τουρκικού κράτους. Το 1974 η Αγκυρα, με «οργουελική» προπαγανδιστική τεχνοτροπία, βάφτισε την εισβολή της στην Κύπρο «επιχείρηση ειρήνης» και αποκάλεσε τον ξεριζωμό του συνόλου σχεδόν των Ελληνοκυπρίων από τα Κατεχόμενα «ανταλλαγή πληθυσμών». Η τουρκική κατοχή της βόρειας Κύπρου διατηρείται μέχρι σήμερα, παρά τις δεκάδες των καταδικαστικών ψηφισμάτων και αποφάσεων του ΟΗΕ, με προφανή την τουρκική πρόθεση παγίωσης του προϊόντος της βίας και της δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων.
Η Βρετανία διεκδικεί επίσης τεράστιο μερίδιο ευθύνης για την απεγνωσμένη της προσπάθεια να διατηρήσει το αποικιακό καθεστώς στη δεκαετία του 1950, καλλιεργώντας έγκαιρα και έντεχνα την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο κοινότητες και τις δύο «μητέρες πατρίδες». Μετά την ανακήρυξη του κυπριακού κράτους το 1960, η Βρετανία λειτούργησε περισσότερο ως εγγυήτρια δύναμη των βρετανικών βάσεων παρά της ανεξαρτησίας και συνταγματικής ομαλότητας της Κύπρου. Η απραξία της (benign neglect) απέναντι στο πραξικόπημα του Ιωαννίδη και στην τουρκική εισβολή της κυβέρνησης Ετσεβίτ/Ερμπακάν τη φορτώνει και αυτή με σοβαρές ευθύνες για τα αιματηρά γεγονότα του Ιουλίου/Αυγούστου 1974.
Οι ΗΠΑ έχουν επίσης μεγάλο ποσοστό ευθύνης για το Κυπριακό από το 1964 και μετά, που πήραν τα ηνία των δυτικών χειρισμών στο νησί. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Τζόνσον, μετά τα αιματηρά γεγονότα του Δεκεμβρίου 1963, προσπάθησε να επιβάλει τα εναλλακτικά σχέδια Ατσεσον που θα οδηγούσαν στην κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην Αθήνα τα σχέδια αυτά παρουσιάζονταν με τη μορφή της Ενωσης και στην Αγκυρα με τη μορφή της Διχοτόμησης. Οπωσδήποτε, φτάνουμε στο αποκορύφωμα των αμερικανικών ευθυνών με τους μακιαβελικούς χειρισμούς του Χένρι Κίσινγκερ την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1974. Τα κίνητρα που οδήγησαν τον γνωστό καθηγητή/διπλωμάτη να δώσει το πράσινο φως στα σχέδια του Ιωαννίδη για τη βίαιη ανατροπή του Μακαρίου είναι μεγίστης σημασίας ερώτημα που θα πρέπει να διερευνήσουν και να ερμηνεύσουν οι ιστορικοί του μέλλοντος. Μάλλον ο Αμερικανός διπλωμάτης (που είχε ως πρότυπο τον Κλέμενς Μέτερνιχ) φανταζόταν ότι μια περιορισμένης κλίμακας ελληνοτουρκική αντιπαράθεση στην Κύπρο θα του έδινε την ευκαιρία να παίξει τον ρόλο του από μηχανής θεού.
Τέλος, μεμπτή πρέπει να θεωρηθεί και η συμπεριφορά της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, που συστηματικά καλλιέργησε ψευδαισθήσεις στον Μακάριο, καθώς και σε ορισμένους κύκλους της Αθήνας, ότι μια τουρκική εισβολή στην Κύπρο θα αντιμετώπιζε έντονη σοβιετική στρατιωτική απάντηση. Ακόμη και ένας πρωτοετής φοιτητής των Διεθνών Σχέσεων σίγουρα αντιλαμβάνεται ότι η Σοβιετική Ενωση κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου θα αποκόμιζε μεγάλα κέρδη από τη συνεχιζόμενη διαμάχη δύο σημαντικών εταίρων που θα παρέλυε τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Σωστά, αν και κάπως αργά, οι ελληνικές και κυπριακές κυβερνήσεις εγκατέλειψαν το διχαστικό δόγμα του «εθνικού κέντρου» και υιοθέτησαν την αρχή του «η Κύπρος αποφασίζει (για το περιεχόμενο σχεδίου λύσης του Κυπριακού) και η Ελλάδα συμπαρίσταται». Κορυφαία στιγμή στην ιστορία της Κύπρου αποτελούν η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην Ευρωζώνη. Στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής Κύπρου θα πρέπει να βρεθεί μια δίκαιη και λειτουργική λύση για την επανένωση του τόσο ταλαιπωρημένου αυτού κράτους.
*Ο κ. Θεόδωρος Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών. couloumbis@msn. com
Δημοσίευση σχολίου