Για κάποιους «παθητική και αδιάφορη», για άλλους «ψυχρή υπολογίστρια», η ρωσική διπλωματία κατάφερε να κάνει τη διαφορά και στην εν εξελίξει παρατεταμένη και πολλαπλή κρίση στον αραβικό κόσμο, με αιχμή τη Λιβύη και τη Συρία.
Αξιοποιώντας ως προτέρημα τη «δικέφαλη» εξουσία της, έχει καταρχάς κατορθώσει να μιλά με διαφορετική φωνή στα υπό διαμόρφωση διεθνή ακροατήρια, με τον πρόεδρο Μεντβέντεφ να κινείται στο κλίμα των εξεγερμένων Αράβων και της κυρίαρχης στη Δύση κοινής γνώμης κατά των μοναρχικών καθεστώτων της Μέσης Ανατολής και τον πρωθυπουργό Πούτιν να συμβαδίζει με όλους όσους δεν αισθάνονται ευτυχείς από τη νατοϊκή επιχείρηση στη Λιβύη και θέτουν ερωτήματα για τις σκοπιμότητες και τον «ανθρωπισμό» της.
Όμως κατά βάθος και η ρωσική ηγεσία, ανεξαρτήτως υπαρκτών ή τεχνητών διαφοροποιήσεων, είναι προφανές ότι φροντίζει πρωτίστως τα εθνικά -οικονομικά και γεωπολιτικά- συμφέροντά της, τα οποία και αναζητούν τις αναγκαστικές προσαρμογές στο ρευστό τοπίο των εξελίξεων, το οποίο και θα επιτρέψει τις μικρότερες δυνατές απώλειες και τη μέγιστη εγγύτητα στους νέους συσχετισμούς ισχύος που θα διαμορφωθούν μετά τις αλυσιδωτές κοινωνικές εκρήξεις.
Απ’ αυτή την άποψη, η σχετικά «παθητική» στάση της Μόσχας δεν πηγάζει απλώς από τις αρκετά μειωμένες πλέον διασυνδέσεις της με καθεστώτα, όπως εκείνα της Τυνησίας, της Αιγύπτου ή της Λιβύης, αλλά και από την ωμή συνειδητοποίηση ότι ενδεχομένως οι απώλειες π.χ. ενεργειακών ή οπλικών συμβολαίων με την Τρίπολη να αποδειχθούν τελικά μικρότερες των κερδών από την παράταση της υψηλής τιμής στους υδρογονάνθρακες, που εξάγει η Ρωσία, ή από την εξασφάλιση νέων συμφωνιών με κυβερνήσεις «ανησυχούντων» από τις απόπειρες επιβολής των αμερικανικών δημοκρατικών προτύπων με συνταγές γενικής ισχύος. Μεταξύ των τελευταίων συγκαταλέγονται όχι μόνο τα αυταρχικά καθεστώτα στην πρώην Σοβιετική Ένωση (Κεντρική Ασία και Καύκασος), αλλά και όσες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Ασίας μείνουν(;) τελικά ανέπαφες από τη λαίλαπα των «δημοκρατικών» εξεγέρσεων.
Το έλλειμμα έγινε προτέρημα
Εκφράζοντας τις «κατεστημένες» στη Ρωσία απόψεις, που δεν δείχνουν καμιά συμπάθεια σε δραστηριότητες «του δρόμου» και αμφισβητούν, διδαγμένες πικρά από την γκορμπατσοφική - γελτσινική διακυβέρνηση της δεκαετίας του ’90, τις αγαθές προθέσεις της Δύσης όταν ρητορεύει περί δημοκρατίας, ο Βλ. Πούτιν διαχώρισε εξαρχής τη θέση του από τη «διολίσθηση» του προέδρου Μεντβέντεφ προς τη διευκόλυνση της δυτικής επιχείρησης εναντίον του Καντάφι. «Διολίσθηση», η οποία δεν ήταν σαφώς ούτε βεβιασμένη κίνηση ούτε απαραίτητα κακός υπολογισμός, ανεξαρτήτως του πώς παρουσιάζεται για τις ανάγκες της πολιτικής χειραγώγησης τόσο εντός όσο και εκτός Ρωσίας και εκφράστηκε ως αποχή από την ψηφοφορία στο Συμβούλιο Ασφαλείας, η οποία και επέτρεψε να υπάρξει το ψήφισμα 1973, που υποτίθεται ότι σήμερα εφαρμόζεται. Σε κάθε περίπτωση, την ίδια στιγμή που η Ρωσία «ένιπτε τας χείρας της» για την επέμβαση διά του κατ’ εξοχήν αρμόδιου, αλλά σχετικώς «αδύναμου» και πολλαπλώς φιλελευθερίζοντος προέδρου της, ο «ισχυρός ανήρ» της χώρας Βλ. Πούτιν αναφερόταν, θεωρητικά πάντοτε, σε μια άλλη «σκληρή» πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί, έστω και αν κατά βάθος η Μόσχα ούτε είχε τη διάθεση ούτε τις δυνάμεις πλέον να την επιβάλει. Για άλλη μια φορά λοιπόν η ρητορική του Πούτιν μετέτρεψε το έλλειμμα πραγματικής ισχύος της σημερινής Ρωσίας σε τακτικό της προτέρημα, όπως αυτό που πάντοτε διατηρεί όποιος κρατά αποστάσεις και μπορεί να βάλλει κατά πάντων, τόσο κατά του Καντάφι και του Άσαντ για υπερβολική χρήση βίας, ανεπίτρεπτη δράση εναντίον πολιτών, όσο και εναντίον των επιτιθέμενων, που μοιάζουν με «σύγχρονους σταυροφόρους» και προσπαθούν υποκριτικά να επιβάλουν τα συμφέροντά τους με τον μανδύα της «δημοκρατίας».
«Η Ρωσία γνωρίζει την αγάπη των Βίκιγκς να πολεμούν»
Συνειδητοποιώντας ότι η τακτική αυτή, αλλά προπαντός οι ίδιες οι εξελίξεις, οδήγησαν στο «βάλτωμα» της νατοϊκής επιχείρησης και στις αμφιλεγόμενες ηγεσίες της αντιπολίτευσης, που διεκδικούν να κυβερνήσουν τις εξεγερμένες χώρες, ο Πούτιν έδωσε πλέον το σύνθημα της γενικής κατακραυγής εναντίον της. Αυτό το σύνθημα ακολούθησαν τόσο ο υπουργός Εξωτερικών Λαβρόφ όσο εντέλει και ο πρόεδρος Μεντβέντεφ, οι οποίοι σε διάφορους τόνους δηλώνουν τώρα ότι οι επιθέσεις εναντίον επίγειων στόχων, πολύ περισσότερο οι επιδρομές εναντίον αμάχων ή των κατοικιών του Καντάφι ή μια μελλοντική χερσαία επιχείρηση, δεν καλύπτονται από το ψήφισμα περί απαγόρευσης πτήσεων, που υιοθετήθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Με τη χαρακτηριστική του αθυροστομία, που κινείται μαεστρικά μεταξύ αποκαλυπτικής ειλικρίνειας και κυνισμού, ο Πούτιν συνέχισε τις επικρίσεις του από τη Δανία και τη Σουηδία, εξηγώντας στους ξεκαρδισμένους συνομιλητές του ότι η Ρωσία «γνωρίζει την αγάπη των Βίκιγκς να πολεμούν» και θα έπρεπε ίσως να τους ευχαριστήσει που εκτόξευσαν την τιμή του πετρελαίου πάνω από τα 120 δολάρια ΗΠΑ, αν δεν ήταν οι ανθρώπινες ζωές αμάχων που χάνονται καθημερινά και η ευκολία με την οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις για βομβαρδισμούς ή για την εξόντωση ηγετών χωρίς δίκη και στο όνομα του ανθρωπισμού. «Θα μπορούσα να σας διευκολύνω και να σας δώσω μια λίστα και με άλλες γειτονικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες, αν χρειαστείτε» συνέχισε σαρκαστικά ο Βλ. Πούτιν, ο οποίος φαίνεται να προσπαθεί να θέσει τα όρια της ρωσικής διπλωματίας στην αποφυγή μιας χερσαίας επιχείρησης στη Λιβύη, τουλάχιστον χωρίς νέο ψήφισμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας, και μιας οποιασδήποτε στρατιωτικής δράσης εναντίον της Συρίας, όπου μεταξύ άλλων η Μόσχα δεν διαθέτει μόνο ενεργειακά και οπλικά συμβόλαια πολλών εκατομμυρίων, αλλά και την υπό ανακατασκευή ναυτική βάση του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας στην Ταρσό (σημερινό Ταρτούς), απαραίτητη για τις φιλόδοξες εμφανίσεις του στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η Λιβύη διαθέτει την πρώτη θέση στην Αφρική σε αποθέματα πετρελαίου και την τέταρτη σε φυσικό αέριο, υπενθύμισε ο Βλ. Πούτιν, διερωτώμενος «αν αυτή είναι η πραγματική αιτία όσων συμβαίνουν σήμερα εκεί» και όχι η δημοκρατία-λάστιχο.
Του Γιώργου Σινανίδη
ΠΗΓΗ
Αξιοποιώντας ως προτέρημα τη «δικέφαλη» εξουσία της, έχει καταρχάς κατορθώσει να μιλά με διαφορετική φωνή στα υπό διαμόρφωση διεθνή ακροατήρια, με τον πρόεδρο Μεντβέντεφ να κινείται στο κλίμα των εξεγερμένων Αράβων και της κυρίαρχης στη Δύση κοινής γνώμης κατά των μοναρχικών καθεστώτων της Μέσης Ανατολής και τον πρωθυπουργό Πούτιν να συμβαδίζει με όλους όσους δεν αισθάνονται ευτυχείς από τη νατοϊκή επιχείρηση στη Λιβύη και θέτουν ερωτήματα για τις σκοπιμότητες και τον «ανθρωπισμό» της.
Όμως κατά βάθος και η ρωσική ηγεσία, ανεξαρτήτως υπαρκτών ή τεχνητών διαφοροποιήσεων, είναι προφανές ότι φροντίζει πρωτίστως τα εθνικά -οικονομικά και γεωπολιτικά- συμφέροντά της, τα οποία και αναζητούν τις αναγκαστικές προσαρμογές στο ρευστό τοπίο των εξελίξεων, το οποίο και θα επιτρέψει τις μικρότερες δυνατές απώλειες και τη μέγιστη εγγύτητα στους νέους συσχετισμούς ισχύος που θα διαμορφωθούν μετά τις αλυσιδωτές κοινωνικές εκρήξεις.
Απ’ αυτή την άποψη, η σχετικά «παθητική» στάση της Μόσχας δεν πηγάζει απλώς από τις αρκετά μειωμένες πλέον διασυνδέσεις της με καθεστώτα, όπως εκείνα της Τυνησίας, της Αιγύπτου ή της Λιβύης, αλλά και από την ωμή συνειδητοποίηση ότι ενδεχομένως οι απώλειες π.χ. ενεργειακών ή οπλικών συμβολαίων με την Τρίπολη να αποδειχθούν τελικά μικρότερες των κερδών από την παράταση της υψηλής τιμής στους υδρογονάνθρακες, που εξάγει η Ρωσία, ή από την εξασφάλιση νέων συμφωνιών με κυβερνήσεις «ανησυχούντων» από τις απόπειρες επιβολής των αμερικανικών δημοκρατικών προτύπων με συνταγές γενικής ισχύος. Μεταξύ των τελευταίων συγκαταλέγονται όχι μόνο τα αυταρχικά καθεστώτα στην πρώην Σοβιετική Ένωση (Κεντρική Ασία και Καύκασος), αλλά και όσες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Ασίας μείνουν(;) τελικά ανέπαφες από τη λαίλαπα των «δημοκρατικών» εξεγέρσεων.
Το έλλειμμα έγινε προτέρημα
Εκφράζοντας τις «κατεστημένες» στη Ρωσία απόψεις, που δεν δείχνουν καμιά συμπάθεια σε δραστηριότητες «του δρόμου» και αμφισβητούν, διδαγμένες πικρά από την γκορμπατσοφική - γελτσινική διακυβέρνηση της δεκαετίας του ’90, τις αγαθές προθέσεις της Δύσης όταν ρητορεύει περί δημοκρατίας, ο Βλ. Πούτιν διαχώρισε εξαρχής τη θέση του από τη «διολίσθηση» του προέδρου Μεντβέντεφ προς τη διευκόλυνση της δυτικής επιχείρησης εναντίον του Καντάφι. «Διολίσθηση», η οποία δεν ήταν σαφώς ούτε βεβιασμένη κίνηση ούτε απαραίτητα κακός υπολογισμός, ανεξαρτήτως του πώς παρουσιάζεται για τις ανάγκες της πολιτικής χειραγώγησης τόσο εντός όσο και εκτός Ρωσίας και εκφράστηκε ως αποχή από την ψηφοφορία στο Συμβούλιο Ασφαλείας, η οποία και επέτρεψε να υπάρξει το ψήφισμα 1973, που υποτίθεται ότι σήμερα εφαρμόζεται. Σε κάθε περίπτωση, την ίδια στιγμή που η Ρωσία «ένιπτε τας χείρας της» για την επέμβαση διά του κατ’ εξοχήν αρμόδιου, αλλά σχετικώς «αδύναμου» και πολλαπλώς φιλελευθερίζοντος προέδρου της, ο «ισχυρός ανήρ» της χώρας Βλ. Πούτιν αναφερόταν, θεωρητικά πάντοτε, σε μια άλλη «σκληρή» πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί, έστω και αν κατά βάθος η Μόσχα ούτε είχε τη διάθεση ούτε τις δυνάμεις πλέον να την επιβάλει. Για άλλη μια φορά λοιπόν η ρητορική του Πούτιν μετέτρεψε το έλλειμμα πραγματικής ισχύος της σημερινής Ρωσίας σε τακτικό της προτέρημα, όπως αυτό που πάντοτε διατηρεί όποιος κρατά αποστάσεις και μπορεί να βάλλει κατά πάντων, τόσο κατά του Καντάφι και του Άσαντ για υπερβολική χρήση βίας, ανεπίτρεπτη δράση εναντίον πολιτών, όσο και εναντίον των επιτιθέμενων, που μοιάζουν με «σύγχρονους σταυροφόρους» και προσπαθούν υποκριτικά να επιβάλουν τα συμφέροντά τους με τον μανδύα της «δημοκρατίας».
«Η Ρωσία γνωρίζει την αγάπη των Βίκιγκς να πολεμούν»
Συνειδητοποιώντας ότι η τακτική αυτή, αλλά προπαντός οι ίδιες οι εξελίξεις, οδήγησαν στο «βάλτωμα» της νατοϊκής επιχείρησης και στις αμφιλεγόμενες ηγεσίες της αντιπολίτευσης, που διεκδικούν να κυβερνήσουν τις εξεγερμένες χώρες, ο Πούτιν έδωσε πλέον το σύνθημα της γενικής κατακραυγής εναντίον της. Αυτό το σύνθημα ακολούθησαν τόσο ο υπουργός Εξωτερικών Λαβρόφ όσο εντέλει και ο πρόεδρος Μεντβέντεφ, οι οποίοι σε διάφορους τόνους δηλώνουν τώρα ότι οι επιθέσεις εναντίον επίγειων στόχων, πολύ περισσότερο οι επιδρομές εναντίον αμάχων ή των κατοικιών του Καντάφι ή μια μελλοντική χερσαία επιχείρηση, δεν καλύπτονται από το ψήφισμα περί απαγόρευσης πτήσεων, που υιοθετήθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Με τη χαρακτηριστική του αθυροστομία, που κινείται μαεστρικά μεταξύ αποκαλυπτικής ειλικρίνειας και κυνισμού, ο Πούτιν συνέχισε τις επικρίσεις του από τη Δανία και τη Σουηδία, εξηγώντας στους ξεκαρδισμένους συνομιλητές του ότι η Ρωσία «γνωρίζει την αγάπη των Βίκιγκς να πολεμούν» και θα έπρεπε ίσως να τους ευχαριστήσει που εκτόξευσαν την τιμή του πετρελαίου πάνω από τα 120 δολάρια ΗΠΑ, αν δεν ήταν οι ανθρώπινες ζωές αμάχων που χάνονται καθημερινά και η ευκολία με την οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις για βομβαρδισμούς ή για την εξόντωση ηγετών χωρίς δίκη και στο όνομα του ανθρωπισμού. «Θα μπορούσα να σας διευκολύνω και να σας δώσω μια λίστα και με άλλες γειτονικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες, αν χρειαστείτε» συνέχισε σαρκαστικά ο Βλ. Πούτιν, ο οποίος φαίνεται να προσπαθεί να θέσει τα όρια της ρωσικής διπλωματίας στην αποφυγή μιας χερσαίας επιχείρησης στη Λιβύη, τουλάχιστον χωρίς νέο ψήφισμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας, και μιας οποιασδήποτε στρατιωτικής δράσης εναντίον της Συρίας, όπου μεταξύ άλλων η Μόσχα δεν διαθέτει μόνο ενεργειακά και οπλικά συμβόλαια πολλών εκατομμυρίων, αλλά και την υπό ανακατασκευή ναυτική βάση του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας στην Ταρσό (σημερινό Ταρτούς), απαραίτητη για τις φιλόδοξες εμφανίσεις του στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η Λιβύη διαθέτει την πρώτη θέση στην Αφρική σε αποθέματα πετρελαίου και την τέταρτη σε φυσικό αέριο, υπενθύμισε ο Βλ. Πούτιν, διερωτώμενος «αν αυτή είναι η πραγματική αιτία όσων συμβαίνουν σήμερα εκεί» και όχι η δημοκρατία-λάστιχο.
Του Γιώργου Σινανίδη
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου