Tου Ανδρέα Ν. Αθανασίου
Σε σύγχυση η ελληνική εξωτερική πολιτική
Tα σύννεφα στον ορίζοντα των εθνικών μας θεμάτων πυκνώνουν και η ορατότητα περιορίζεται ακόμη περισσότερο. Ο αδυσώπητος πόλεμος για τον έλεγχο των πετρελαίων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο εισάγει καινούριες παραμέτρους στη διαμόρφωση των εξελίξεων και αναδεικνύει κρίσιμα στοιχεία των διαδραματιζομένων στα παρασκήνια.
Τα γεγονότα που σημειώνονται κατά το τελευταίο διάστημα, με την έξοδο του «Πίρι Ρέις» στη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στο Καστελλόριζο και την Κύπρο, σε συνδυασμό με τα διαδραματιζόμενα στις διερευνητικές επαφές, βυθίζουν την ελληνική κυβέρνηση σε πλήρη σύγχυση, γεγονός που αποτυπώνεται στις εικόνες που η ίδια εκπέμπει. O αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών τη μια συντρώγει με τον Τούρκο ομόλογό του και την επομένη –διακρίνοντας το αδιέξοδο που προκαλεί η Άγκυρα– αναγκάζεται να υψώσει τους τόνους και να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο αναθεώρησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Την ίδια στιγμή, οι εξελίξεις στις διακοινοτικές συνομιλίες, οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για την εκκρεμότητα με τα Σκόπια αλλά και τα χρονικά ορόσημα που κατασκευάζονται στο δρόμο μπροστά μας προειδοποιούν για καινούριο ξέσπασμα σημαντικών εξελίξεων, που μπορεί να εκδηλωθεί ανά πάσα στιγμή σε όλα τα μέτωπα των εθνικών μας υποθέσεων: στην Κύπρο, στο Αιγαίο αλλά και στο ζήτημα με τα Σκόπια.
Το Νοέμβριο η λύση για τα Σκόπια
Είναι ήδη προφανές ότι τόσο η Ουάσιγκτον όσο και σημαντικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες επιθυμούν να διευθετηθεί έως τα μέσα Νοεμβρίου η εκκρεμότητα με τα Σκόπια, ώστε να προχωρήσει η ένταξή τους στο ΝΑΤΟ και να δρομολογηθούν οι διαπραγματεύσεις για την ευρωπαϊκή τους πορεία. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι οι Αμερικανοί δεν μπόρεσαν ποτέ να «καταπιούν» το ελληνικό «όχι» στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου και, ασφαλώς, δεν θα ήθελαν να βρεθούν σε ανάλογες καταστάσεις κατά την επόμενη Σύνοδο Κορυφής. Θεωρούν, ωστόσο, ότι η ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ είναι ιδιαίτερης σημασίας για τη νέα δομή της Συμμαχίας και αναπτύσσουν αμφίπλευρες παρεμβάσεις για την άρση της εκκρεμότητας το ταχύτερο δυνατό.
Με το θέμα ασχολείται εντατικά ο δεύτερος στην ιεραρχία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζέιμς Στάινμπεργκ, ο οποίος, μόλις πριν από λίγο καιρό, σε συνέντευξή του στη Φωνή της Αμερικής, αφού υπογράμμιζε τη σημασία που έχει για τα Σκόπια η ένταξή τους στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, αναφερόταν στη θετική στάση του Έλληνα πρωθυπουργού και προεξοφλούσε τη «λήψη δύσκολων αποφάσεων» από τον Νίκολα Γκρούεφσκι.
Στις διαπραγματεύσεις, πάντως, που συνεχίζονται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, φαίνεται πως έχει «πέσει» και το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Βαρδάρη», με το οποίο οι Σκοπιανοί είναι αρκούντως εξοικειωμένοι. Όλες, ωστόσο, οι πληροφορίες βεβαιώνουν πως η ηγεσία του γειτονικού κράτους εξακολουθεί να επιμένει στην πρότασή της για διπλή ονομασία, στοιχείο το οποίο αποκλείει κάθε ενδεχόμενο κοινά αποδεκτής λύσης. Είναι, άλλωστε, προφανές πως καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να υπερβεί την «κόκκινη γραμμή» μιας σύνθετης ονομασίας που να χρησιμοποιείται έναντι όλων.
Το σχέδιο της Άγκυρας για την ΑΟΖ
Χρονικό ορόσημο κατασκευάζεται ήδη και για τη θραύση του κυπριακού αδιεξόδου. Πρωτοστατούν οι Άγγλοι, οι Αμερικανοί αλλά και ο εκπρόσωπος των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο Αλεξάντερ Ντάουνερ, ενώ στην ίδια κατεύθυνση συμπλέει, κατά το τελευταίο διάστημα, και η κατοχική Τουρκία. Αφού εδραίωσε τα τετελεσμένα της εισβολής, ολοκλήρωσε την εθνοκάθαρση στα κατεχόμενα εδάφη και προώθησε τον εποικισμό τους, επιδιώκει τώρα την άμεση κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πέρα, άλλωστε, από τους προφανείς σκοπούς της, ευδιάκριτη είναι και μια «κρυφή» επιδίωξη, την οποία και δρομολόγησε πρόσφατα: Αποβλέπει στο μπλοκάρισμα των αποφάσεων που αφορούν στην αξιοποίηση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων της κυπριακής υφαλοκρηπίδας αλλά και στην ακύρωση των σχεδιασμών που αφορούν στην οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης του νησιού.
Μπροστά στην πρόθεση της Λευκωσίας να προχωρήσει σε συμφωνία με την Αθήνα για την οριοθέτηση των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών Ελλάδας και Κύπρου, η Άγκυρα προχωρά σε νέα τετελεσμένα, που στόχο έχουν να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη αλλά και να επιβάλουν τους πιο αυθαίρετους ισχυρισμούς της. Με την έξοδο του «Πίρι Ρέις», αφού αρνείται έμπρακτα τα αντίστοιχα δικαιώματα του Καστελλόριζου, προσπαθεί να επιβάλει de facto τον ισχυρισμό ότι η δική της Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη εισχωρεί ανάμεσα σε εκείνες της Ελλάδας και της Κύπρου και συνορεύει, στα νότια, με εκείνη της Αιγύπτου. Θεωρεί, μάλιστα, ότι, στην κατεύθυνση αυτή, μπορεί να βρει πολύ πιο πρόσφορα νερά, εάν μεσολαβήσει η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η αναγνώριση δικαιώματος αρνησικυρίας στην τουρκοκυπριακή πλευρά και η εφαρμογή τής εκ περιτροπής προεδρίας στο όποιο κυπριακό μόρφωμα κατέληγαν οι δύο πλευρές.
Χρονοδιαγράμματα στο Κυπριακό
Το παιχνίδι σε ό,τι αφορά στο Κυπριακό κατευθύνεται, ήδη, στο ταμπλό της Άγκυρας, που –με την ένθερμη στήριξη των Άγγλων– επιδιώκει την πραγματοποίηση διεθνούς διάσκεψης με τη συμμετοχή των δύο κοινοτήτων και των τριών εγγυητριών χωρών, επιμένοντας στον πλήρη αποκλεισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας. Βέβαιο, επίσης, θεωρείται πως ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν, στην έκθεσή του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, τον ερχόμενο Νοέμβριο, θα θέσει ζήτημα επιτάχυνσης των συνομιλιών και ενδεχομένως να καταλογίσει πολιτικές ευθύνες στην πλευρά που θα θεωρηθεί υπαίτια του αδιεξόδου.
Μπροστά στα ενδεχόμενα αυτά, τόσο η ελληνοκυπριακή πλευρά όσο και η Άγκυρα προετοιμάζουν «πακέτα» προτάσεων και αιτημάτων, με στόχο να κρατήσουν τον έλεγχο των εξελίξεων και να αποφύγουν τον καταλογισμό ευθυνών. Αυτή ακριβώς η προσπάθεια δημιουργεί σημαντικές τάσεις κινητικότητας, με αβέβαιη πάντως κατάληξη. Το ενδεχόμενο να μπει –και πάλι– το Κυπριακό σε μηχανισμούς επιδιαιτησίας και χρονοδιαγραμμάτων, κατά τα πρότυπα του σχεδίου Ανάν, είναι πλέον εξαιρετικά πιθανό.
Επαναφορά των τουρκικών αξιώσεων
Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές αλλά και ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι εξελίξεις στο Κυπριακό βρίσκονται σε στενή αλληλεξάρτηση με τα διαδραματιζόμενα στο Αιγαίο. Ενώ, όμως, οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών είχαν συμφωνήσει σε νέο κύκλο εντατικών διερευνητικών επαφών, οι εξελίξεις δεν φαίνεται να επιβεβαιώνουν ούτε τις τουρκικές διακηρύξεις για «πολιτικές μηδενικών προβλημάτων» ούτε τις ελληνικές προσδοκίες για γρήγορη θραύση του αδιεξόδου. Αντιθέτως, μάλιστα! Με βάση τις τελευταίες τουρκικές προκλήσεις και τα διαβήματα που αντηλλάγησαν μεταξύ των δύο πλευρών, προκύπτει ότι η Άγκυρα:
Πρώτον: Δέχεται μόνο μερική, επιλεκτική επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, με πλήρη εγκατάλειψη του σχετικού δικαιώματος για τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Απαιτεί (βλ. δηλώσεις Ερντογάν στην Αθήνα) να υπάρξει σχετική συμφωνία στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών και επαναλαμβάνει την απειλή πολέμου.
Δεύτερον: Αξιώνει από την Ελλάδα (βλ. απάντηση Άγκυρας στο διάβημα της Αθήνας για την έξοδο του «Τσεσμέ») να μην επιχειρήσει καμία έρευνα σε κανένα σημείο της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας, ακόμη και εάν δεν αμφισβητείται από την ίδια, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει σχετική δέσμευση στο Πρακτικό της Βέρνης και υπενθυμίζοντας, ουσιαστικά, την κρίση του Μάρτη του 1987, κατά την οποία οι δύο χώρες είχαν φτάσει στα πρόθυρα πολέμου.
Τρίτον: Επαναλαμβάνει έμπρακτα τους ισχυρισμούς της για δήθεν «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο. Έως πρόσφατα, απέρριπτε τα διαβήματα του υπουργείου Εξωτερικών για τις πτήσεις των αεροσκαφών της πάνω από ελληνικές νησίδες, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει καμιά παραβίαση, αφού τα νησιά αυτά δεν αναφέρονται ονομαστικά στα εδάφη που παραδόθηκαν στην Ελλάδα με Διεθνείς Συνθήκες. Με πρόσφατο διάβημα, έφτασε στο σημείο να διαμαρτύρεται γιατί «σκάφη του ελληνικού Λιμενικού παραβίασαν τα χωρικά ύδατα των Ιμίων»!
Τέταρτον: Επιμένει (όπως προκύπτει από τις συνεχιζόμενες πτήσεις αεροσκαφών της σε αποστάσεις μεταξύ έξι και δέκα ναυτικών μιλίων από τις ελληνικές ακτές) στην αξίωση να περιοριστεί ο εθνικός μας εναέριος χώρος στην έκταση των χωρικών υδάτων.
Πέμπτον: Αμφισβητεί τις ελληνικές δικαιοδοσίες στο FIR Αθηνών και, αντί να απολογείται για την αυθαίρετη συμπεριφορά της και την παράβαση των κανόνων του ICAO, διαμαρτύρεται για δήθεν παρενοχλήσεις των τουρκικών αεροσκαφών που «χρησιμοποιούν το διεθνή εναέριο χώρο».
Έκτον: Επιμένει στην αξίωση που είχε αναπτύξει, τόσο σε παλαιότερους κύκλους διαλόγου όσο και στις διερευνητικές επαφές της περιόδου 2002-2003, να εγκαταλείψει η Αθήνα –και μάλιστα με ρητή, επίσημη συμφωνία– το διεθνώς κατοχυρωμένο δικαίωμα ανακήρυξης Συνορεύουσας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο.
Έβδομον: Αρνείται κατηγορηματικά –όπως αποδεικνύουν τα τελευταία γεγονότα, με την έξοδο του «Πίρι Ρέις»– το δικαίωμα των μικρών νησίδων να έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Κι αυτό, παρά τη ρητή αναφορά που υπάρχει στη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα αυτά αναγνωρίζονται όχι μόνο στα κατοικημένα νησιά, αλλά και στις βραχονησίδες που μπορούν να διατηρήσουν ανθρώπινη οίκηση.
Ανεβαίνουν οι τόνοι, πληθαίνουν τα αδιέξοδα
Όπως είναι προφανές, οι τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο συνδέονται άμεσα με τις διαβουλεύσεις που συνεχίζονται τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών. Η Άγκυρα βάζει στο τραπέζι πρόσθετες αξιώσεις, διαψεύδει τις προσδοκίες της Αθήνας και οδηγεί τα πράγματα σε πλήρες αδιέξοδο. Είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι, στις αρχές της εβδομάδας, ο Έλληνας αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών αναγκάστηκε να ομολογήσει την πραγματικότητα αυτή, να μιλήσει για «κουτοπονηριές» των γειτόνων μας και να υπαινιχθεί σκέψεις για αλλαγή της ακολουθούμενης πολιτικής. Υποστήριξε ότι «η πολιτική της ελληνοτουρκικής προσέγγισης δεν αποτελεί μονόδρομο» και πρόσθεσε ότι «στην πορεία, όλα συνεκτιμώνται και αναθεωρούνται».
Την ίδια στιγμή, διπλωμάτες του υπουργείου Εξωτερικών επιμένουν στην εκτίμηση ότι η Άγκυρα, μπροστά στην απόλυτη νομική αδυναμία της και την επίγνωση ότι οι θέσεις της βρίσκονται σε κάθετη σύγκρουση με το Δίκαιο της Θάλασσας, είναι εξαιρετικά πιθανό να επιμείνει στην τακτική των εντάσεων, των εκβιασμών και των απειλών. Υποστηρίζουν ακόμη ότι ο απόλυτος συντονισμός των τουρκικών Αρχών στην κατεύθυνση αυτή παραπέμπει σε καλά συγκροτημένη στρατηγική και ενισχύει τις εκτιμήσεις τους για φορτισμένο φθινόπωρο.
Έως τότε, πάντως, προσθέτουν οι ίδιοι διπλωμάτες, τόσο οι δυνατότητες όσο και οι χειρισμοί των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας θα εξαρτώνται και από πολλά άλλα. Κυρίως, μάλιστα, από τις εσωτερικές κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στις δύο χώρες: Πρώτα απ’ όλα, από τις οικονομικές, τις κοινωνικές και τις πολιτικές συγκρούσεις που εγκυμονεί η εφαρμογή των συνταγών της τρόικας και των επιταγών του Μνημονίου στην Αθήνα. Αλλά και από τη συνεχιζόμενη υποχθόνια σύγκρουση ανάμεσα στην κυβέρνηση Ερντογάν και το στρατιωτικό κατεστημένο της Άγκυρας, με βασικό –αλλά όχι μοναδικό– σταθμό το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου για το Σύνταγμα.
Ανησυχίες για παράδοση σε ξένους μηχανισμούς
Όλες οι έως τώρα ενδείξεις, κυρίως μάλιστα οι τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο, συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι η Άγκυρα αφενός επαναφέρει το σύνολο των μονομερών διεκδικήσεών της και αφετέρου παραμένει απολύτως αδιάλλακτη. Ανάμεσα στα άλλα, φαίνεται να επιμένει στην ικανοποίηση μιας διττής αξίωσης που είχε αναπτύξει κατά τις διερευνητικές επαφές της περιόδου 2002-2003: Αφενός, να εγκαταλείψει η Ελλάδα βασικά δικαιώματά της, όπως η επέκταση των χωρικών υδάτων και ο καθορισμός Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων για μια κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και, αφετέρου, να δεχτεί την από κοινού παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο ενός «πακέτου» από τα ζητήματα που εγείρει, ανάμεσα στα οποία και οι ισχυρισμοί της για δήθεν «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο.
Έμπειροι διπλωμάτες επισημαίνουν το ενδεχόμενο επανάληψης των μεθοδεύσεων που ακολουθήθηκαν σε σχέση με την Οικονομία και οδήγησαν στην υποταγή της χώρας σε ξένους μηχανισμούς και ειδικότερα στις αποφάσεις της τρόικας. Επισημαίνεται, κυρίως, το ενδεχόμενο έντασης των τουρκικών προκλήσεων και δημιουργίας έκτακτης κατάστασης, μέσα από την οποία μπορεί να επιβληθεί εσπευσμένη παραπομπή των εθνικών μας υποθέσεων σε ξένους μηχανισμούς. Ένας τέτοιος μηχανισμός μπορεί, βέβαια, να είναι και το Διεθνές Δικαστήριο, που, προφανώς, δεν αποφαίνεται κατά το Διεθνές Δίκαιο, αλλά αποφασίζει σύμφωνα με πολιτικές σκοπιμότητες. Σε μια τέτοια περίπτωση, προεξοφλείται η επιβολή δυσμενών αποφάσεων, όπως γίνεται και στον τομέα της Οικονομίας, όπου η κυβέρνηση αιτιάται άλλους και η κοινωνία υποτάσσεται στην πεποίθηση αδήριτης ανάγκης.
Υπογραμμίζεται, ωστόσο, ότι, εάν από το Μνημόνιο της τρόικας μπορούμε κάποια στιγμή να ξεφύγουμε, δεν υπάρχει κανένα τέτοιο ενδεχόμενο στην περίπτωση των εθνικών μας υποθέσεων. Οι απώλειες θα είναι οριστικές και ανεπανόρθωτες.
Τμήμα ειδήσεων elliniki-stratigiki
Δημοσίευση σχολίου