Σκίτσο του Κυριάκου Γκούμα
Του ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ
Λέει το εξής ο ποιητής:
«Ούτε σακάκι έμεινε
Ούτε παράς
Στου σακακιού την τσέπη έμεινε
Ήρθαν λέγοντας θα σας σώσουμε
Τα έκαναν σκατά
Στη χώρα…»
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Ως εδώ ήτανε. Ψάξε πλέον στις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες την πατρίδα που έχασες. Άστε τις κραυγές που λένε πεθάναμε, τελειώσαμε και πέστε μου πώς θα σωθούμε, μου ψιθυρίζουν κάποιοι στο αφτί.
Ακριβώς εκείνη την στιγμή έρχεται πάλι στο μυαλό μου ο τρελός καϊμακάμης σε εκείνο το απόμακρο χωριό της Ανατολίας. Και ο Ντοστογιέφσκι. Μια μέρα ο τρελός καϊμακάμης είδε έναν άνδρα και μια γυναίκα. Ο άνδρας καθόταν πάνω στο γαϊδούρι. Η δε γυναίκα πήγαινε περπατητή δίπλα του. Η γυναίκα ήταν φορτωμένη ξύλα στην πλάτη της. Μόλις το είδε αυτό ο καϊμακάμης τρελάθηκε.
Ούτως ή άλλως είπαμε πως ήταν τρελός. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Πετάχτηκε πάνω στον άνδρα. Τον κατέβασε από το γαϊδούρι. Και άρχισε να τον πλακώνει στο ξύλο. Αλλά ξαφνικά στάθηκε απέναντί του τη γυναίκα. Άφησε στο έδαφος τα ξύλα που είχε στην πλάτη της και επιτέθηκε στον καϊμακάμη για να σώσει τον σύζυγό της. Κατόπιν τούτου, ο καϊμακάμης σταμάτησε να δέρνει τον άνδρα. Και απογοητευμένος πολύ μουρμούρισε μονάχος του: «Μήπως είναι δυνατό να είσαι άνθρωπος και να μην τρελαθείς άμα δεις αυτό το χάλι της ανθρωπότητας;»
Μια χιονισμένη νύκτα χτύπησε η πόρτα του σπιτιού του Ντοστογιέφσκι στην Αγία Πετρούπολη. Είχε πρόσφατα γράψει τα «Ανθρωπάκια» και τις «Λευκές Νύχτες». Άνοιξε την πόρτα. Ήταν ο Νεκράσοφ. Ο μεγαλύτερος και πιο σεβαστός κριτικός λογοτεχνίας της εποχής. Τον συνεχάρη. Και φεύγοντας του είπε το εξής:
«Οι ελπίδες της Ρωσίας έχουν εναποτεθεί πάνω σου, εσύ είσαι ο άνθρωπος που θα σώσει τη Ρωσία!» Καθώς έφευγε ο Ντοστογιέφσκι τον κοίταζε επί μακρόν και αφηρημένα. Τον πλάκωσε ένα παράξενο αίσθημα ντροπαλότητας. «Πράγματι εγώ είμαι αυτός που θα σώσει τη Ρωσία;» διερωτήθηκε. Δεν το πίστεψε. Προσπάθησε να μην τον καταπλακώσει το βάρος αυτής της θαυμάσιας φιλοφρόνησης.
Μόλις έγινε αντιληπτή η τρέλα του, ο τρελός καϊμακάμης κλείστηκε πάλι στο τρελάδικο. Με τα πολλά το κατάλαβε: «Κανένας δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο που δεν θέλει να σωθεί!» Κάποτε έτσι ήταν και οι σκλάβοι. Δεν ήθελαν να φύγουν από τους αφεντάδες τους ακόμα και όταν αποκτούσαν την ελευθερία τους. Ένας φίλος είχε πει το εξής: «Ο άνθρωπος συνηθίζει όλα τα κακά και στο τέλος του φαίνονται και γλυκά».
Μια μέρα επισκέφτηκα μιαν πολύ παλιά φυλακή της τσαρικής περιόδου στη Ρωσία. Ήταν μια δασώδης περιοχή. Χιόνιζε και είχαν ντυθεί το άσπρο τους νυφικό οι οξιές και τα πεύκα. «Ποιος είναι ο πιο μακροχρόνια φυλακισμένος εδώ», ρώτησα τον διευθυντή της φυλακής. «Κάποιος που είναι εδώ σαράντα χρόνια», μου απάντησε, «τον αφήνουμε ελεύθερο, αλλά δεν φεύγει. Και ακόμα και αν φύγει, επιστρέφει πίσω».
Τα λόγια που μου ψιθυρίστηκαν στο αφτί κουδουνίζουν μέσα στο κεφάλι μου. Άσε τα όμορφα λόγια και πες μου πώς θα σωθούμε. Ιδού η εικόνα:
Ήρθαν ως σωτήρες. Και τα έκαναν σκατά στη χώρα. Θα συνεχίζουμε να τρώμε αυτά τα σκατά; Για να σωθεί κάποιος πρέπει πρώτα να αποφασίσει να σωθεί. Δεν πιστεύω ότι έχει ληφθεί ακόμα αυτή η απόφαση εδώ.
Ένας συγγραφέας στη Ρωσία μπορεί να είναι ελπίδα της Ρωσίας, αλλά στην Κύπρο δεν μπορεί να είναι. Δεν διαφέρουμε σε τίποτα από τον φυλακισμένο που συνήθισε τη φυλακή. Συνηθίσαμε τη μάντρα. Αν θέλαμε να σωθούμε, μήπως θα ήταν δύσκολο να γκρεμίσουμε τις πόρτες αυτής της μάντρας;
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Του ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ
Λέει το εξής ο ποιητής:
«Ούτε σακάκι έμεινε
Ούτε παράς
Στου σακακιού την τσέπη έμεινε
Ήρθαν λέγοντας θα σας σώσουμε
Τα έκαναν σκατά
Στη χώρα…»
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Ως εδώ ήτανε. Ψάξε πλέον στις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες την πατρίδα που έχασες. Άστε τις κραυγές που λένε πεθάναμε, τελειώσαμε και πέστε μου πώς θα σωθούμε, μου ψιθυρίζουν κάποιοι στο αφτί.
Ακριβώς εκείνη την στιγμή έρχεται πάλι στο μυαλό μου ο τρελός καϊμακάμης σε εκείνο το απόμακρο χωριό της Ανατολίας. Και ο Ντοστογιέφσκι. Μια μέρα ο τρελός καϊμακάμης είδε έναν άνδρα και μια γυναίκα. Ο άνδρας καθόταν πάνω στο γαϊδούρι. Η δε γυναίκα πήγαινε περπατητή δίπλα του. Η γυναίκα ήταν φορτωμένη ξύλα στην πλάτη της. Μόλις το είδε αυτό ο καϊμακάμης τρελάθηκε.
Ούτως ή άλλως είπαμε πως ήταν τρελός. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Πετάχτηκε πάνω στον άνδρα. Τον κατέβασε από το γαϊδούρι. Και άρχισε να τον πλακώνει στο ξύλο. Αλλά ξαφνικά στάθηκε απέναντί του τη γυναίκα. Άφησε στο έδαφος τα ξύλα που είχε στην πλάτη της και επιτέθηκε στον καϊμακάμη για να σώσει τον σύζυγό της. Κατόπιν τούτου, ο καϊμακάμης σταμάτησε να δέρνει τον άνδρα. Και απογοητευμένος πολύ μουρμούρισε μονάχος του: «Μήπως είναι δυνατό να είσαι άνθρωπος και να μην τρελαθείς άμα δεις αυτό το χάλι της ανθρωπότητας;»
Μια χιονισμένη νύκτα χτύπησε η πόρτα του σπιτιού του Ντοστογιέφσκι στην Αγία Πετρούπολη. Είχε πρόσφατα γράψει τα «Ανθρωπάκια» και τις «Λευκές Νύχτες». Άνοιξε την πόρτα. Ήταν ο Νεκράσοφ. Ο μεγαλύτερος και πιο σεβαστός κριτικός λογοτεχνίας της εποχής. Τον συνεχάρη. Και φεύγοντας του είπε το εξής:
«Οι ελπίδες της Ρωσίας έχουν εναποτεθεί πάνω σου, εσύ είσαι ο άνθρωπος που θα σώσει τη Ρωσία!» Καθώς έφευγε ο Ντοστογιέφσκι τον κοίταζε επί μακρόν και αφηρημένα. Τον πλάκωσε ένα παράξενο αίσθημα ντροπαλότητας. «Πράγματι εγώ είμαι αυτός που θα σώσει τη Ρωσία;» διερωτήθηκε. Δεν το πίστεψε. Προσπάθησε να μην τον καταπλακώσει το βάρος αυτής της θαυμάσιας φιλοφρόνησης.
Μόλις έγινε αντιληπτή η τρέλα του, ο τρελός καϊμακάμης κλείστηκε πάλι στο τρελάδικο. Με τα πολλά το κατάλαβε: «Κανένας δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο που δεν θέλει να σωθεί!» Κάποτε έτσι ήταν και οι σκλάβοι. Δεν ήθελαν να φύγουν από τους αφεντάδες τους ακόμα και όταν αποκτούσαν την ελευθερία τους. Ένας φίλος είχε πει το εξής: «Ο άνθρωπος συνηθίζει όλα τα κακά και στο τέλος του φαίνονται και γλυκά».
Μια μέρα επισκέφτηκα μιαν πολύ παλιά φυλακή της τσαρικής περιόδου στη Ρωσία. Ήταν μια δασώδης περιοχή. Χιόνιζε και είχαν ντυθεί το άσπρο τους νυφικό οι οξιές και τα πεύκα. «Ποιος είναι ο πιο μακροχρόνια φυλακισμένος εδώ», ρώτησα τον διευθυντή της φυλακής. «Κάποιος που είναι εδώ σαράντα χρόνια», μου απάντησε, «τον αφήνουμε ελεύθερο, αλλά δεν φεύγει. Και ακόμα και αν φύγει, επιστρέφει πίσω».
Τα λόγια που μου ψιθυρίστηκαν στο αφτί κουδουνίζουν μέσα στο κεφάλι μου. Άσε τα όμορφα λόγια και πες μου πώς θα σωθούμε. Ιδού η εικόνα:
Ήρθαν ως σωτήρες. Και τα έκαναν σκατά στη χώρα. Θα συνεχίζουμε να τρώμε αυτά τα σκατά; Για να σωθεί κάποιος πρέπει πρώτα να αποφασίσει να σωθεί. Δεν πιστεύω ότι έχει ληφθεί ακόμα αυτή η απόφαση εδώ.
Ένας συγγραφέας στη Ρωσία μπορεί να είναι ελπίδα της Ρωσίας, αλλά στην Κύπρο δεν μπορεί να είναι. Δεν διαφέρουμε σε τίποτα από τον φυλακισμένο που συνήθισε τη φυλακή. Συνηθίσαμε τη μάντρα. Αν θέλαμε να σωθούμε, μήπως θα ήταν δύσκολο να γκρεμίσουμε τις πόρτες αυτής της μάντρας;
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου