Στο προηγούµενο Κείµενο Εργασίας του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άµυνας (Ι.Α.Α.Α.), οι αναλυτές του ιδρύµατος υποστήριξαν ότι µετά την ισραηλινή επιχείρηση στα ανοιχτά της Γάζας, στο πλοίο «Μαβί Μαρµαρά», τα δεδοµένα στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου έχουν αλλάξει οριστικά και η νέα κατάσταση παρουσιάζει κινδύνους και ευκαιρίες για την ελληνική διπλωµατία. Το παρόν Κείµενο Εργασίας φιλοδοξεί να οικοδοµήσει πάνω στο σκεπτικό του προηγουµένου προβάλλοντας ένα κοµβικό επιχείρηµα:
Η Ελλάδα, για συγκεκριµένους λόγους που θα αναλυθούν, φαίνεται πως θα χάσει την ευκαιρία καίριας παρέµβασης στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και θεαµατικής αναβάθµισης των σχέσεών της µε τον αραβικό κόσµο. Η συγκυρία είναι απολύτως ευνοϊκή διότι συντρέχει ένας λόγος ο οποίος δεν έχει γίνει αντιληπτός επαρκώς στην Ελλάδα: στην παρούσα συγκυρία παρουσιάζεται σύµπλευση συµφερόντων Αράβων και Ισραηλινών, λόγω της απειλής που αµφότεροι αντιλαµβάνονται λόγω των πυρηνικών φιλοδοξιών του Ιράν. Τα επιχειρήµατα είναι ωστόσο περισσότερα, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια.
Στη προηγούµενο Κείµενο Εργασίας, κεντρικό επιχείρηµα ήταν ότι η Ελλάδα έχει κάθε συµφέρον να επιδιώξει την ουσιαστική αναβάθµιση των σχέσεών της µε το κράτος τους Ισραήλ. Επισηµαινόταν ωστόσο, ότι η απόπειρα προσέγγισης δεν θα πρέπει να γίνει σε βάρος των σχέσεων της Ελλάδας µε τον αραβικό κόσµο, µε το ακόλουθο βασικό επιχείρηµα: οι παραδοσιακές σχέσεις φιλίας Ελλάδας-Αράβων, αποτελούν ένα από τα σηµαντικότερα όπλα της ελληνικής διπλωµατίας στην προσπάθεια ανάπτυξης των σχέσεων µε το Ισραήλ. Ένας µόνο από τους λόγους που καθιστούν την Αθήνα χρήσιµη στο Τελ Αβίβ είναι και η σχέση εµπιστοσύνης που έχει αναπτύξει µε τον Αραβικό κόσµο, παρά τη διπλωµατική απραξία και την απουσία στρατηγικού σχεδιασµού που χαρακτηρίζει την Ελλάδα. Κι αυτό διότι η Τουρκία που στο πρόσφατο παρελθόν επιχείρησε να παίξει διαµεσολαβητικό ρόλο στις ειρηνευτικές διεργασίες στη Μέση Ανατολή, µε τη στάση της απέδειξε ακόµη και στους πλέον δύσπιστους και θετικά διακείµενους προς αυτήν Ισραηλινούς, ότι απλώς δεν αντιπροσωπεύει έναν ειλικρινή διαµεσολαβητή («honest broker»), ένα αµερόληπτο τρίτο µέρος του οποίου η εµπλοκή στοχεύει ειλικρινά στην εξεύρεση λύσης σε ένα από τα δυσκολότερα, και κατά πολλούς µη επιδεχόµενα λύσης, προβλήµατα της διεθνούς διπλωµατίας, το Παλαιστινιακό.
Η στάση της Τουρκίας όµως, έχει δηµιουργήσει τριβές ακόµη και µε τον αραβικό κόσµο τον οποίο τα ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ παρουσιάζουν ότι βρίσκεται σύσσωµος δίπλα στον Ερντογάν.
Ασφαλώς και υπάρχουν άνθρωποι που έδωσαν στα παιδιά τους το όνοµα του Τούρκου ηγέτη, ασφαλώς υπήρχαν και οµάδες που ανάρτησαν τουρκικές σηµαίες στα µπαλκόνια τους. Όπως είναι γνωστό, οι εικόνες που προβάλλονται από τα διεθνή ΜΜΕ είναι αυτές που συνιστούν υπερβολή, αυτές που δίνουν κάτι νέο στην ειδησεογραφία. Άρα, διέξοδο στα ΜΜΕ έχουν συνήθως οι υπερβολικές αντιδράσεις, κάτι που ισχύει για όλες τις χώρες του κόσµου. Όσο πιο πολύ φωνασκείς τόσο πιο εύκολο είναι να ακουστείς και να έλξεις τα φώτα της δηµοσιότητας πάνω σου. Αυτό ισχύει και στην Ελλάδα µε κάθε είδους «µειονότητα» που φωνασκεί, είτε έχει δίκιο είτε άδικο, είτε δεν παρεκκλίνει από τα αποδεκτά κοινωνικά πρότυπα είτε υιοθετεί «αποκλίνουσα» ¬σύµφωνα µε την κοινωνιολογία-συµπεριφορά. Άλλο είναι όµως το να καταγράφονται οι ηχηρές αντιδράσεις και άλλο οι εικόνες να οδηγούν σε απλουστευτικές και διαστρεβλωτικές της πραγµατικότητας γενικεύσεις-συµπεράσµατα, ότι το σύνολο του αραβικού έθνους είναι στο πλευρό του Ερντογάν.
Είναι βέβαιο ότι η πρώτη ψυχολογική αντίδραση του µέσου Άραβα απέναντι σε έναν ηγέτη που «ορθώνει το ανάστηµά του» απέναντι στον «Ισραηλινό εχθρό» είναι θετική. Από τη στιγµή όµως που οι Άραβες ουδέποτε κατόρθωσαν να αρθρώσουν ενιαία φωνή, φυσιολογικό είναι ο εθνικισµός που ενδηµεί και στις δικές τους κοινωνίες, να αφορά κάθε ξεχωριστό αραβικό κράτος (π.χ. Συρία, Αίγυπτος κλπ) λόγω του ότι κάθε κράτος ξεχωριστά, διεκδικούσε παραδοσιακά για τον εαυτό του το ρόλο του «ηγέτη των Αράβων». Αυτό τον εθνικισµό τον χρησιµοποίησαν και τα καθεστώτα, σε µια προσπάθεια να κερδίσουν την υποστήριξη του λαού τους.
Επί του προκειµένου, η εµπλοκή της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή αντιµετωπίζεται µε καχυποψία από τα αραβικά κράτη για δυο λόγους: αφενός διότι εισέρχεται βιαίως στον ανταγωνισµό των αραβικών κρατών για το ποιος είναι ο γνησιότερος εκφραστής των συµφερόντων του Αραβικού έθνους και αφετέρου διότι µπορεί να ενισχύσει τµήµατα στις κοινωνίες των κρατών τους τα οποία ρέπουν προς τη ριζοσπαστικοποίηση, κάτι που θα απειλήσει την καθεστωτική σταθερότητα.
Υπάρχει όµως και ένας τρίτος λόγος που ελάχιστοι παραδέχονται δηµοσίως: ότι η επιθετική αυτή προσέγγιση διακινδυνεύει τη λεπτή ισορροπία που έχει επιτευχθεί στις σχέσεις των Αράβων µε το Ισραήλ, η οποία έχει αποτρέψει τον πόλεµο ανάµεσα στο εβραϊκό κράτος και χώρα/χώρες του Αραβικού κόσµου. Οι συγκρούσεις που έχουν καταγραφεί εµπλέκουν µη κρατικούς δρώντες («non state actors») του µεσανατολικού παιγνίου, όπως η ισλαµική – σουνιτική Χαµάς στη Λωρίδα της Γάζας και η σιιτική Χεζµπολάχ στο Λίβανο. Ο αποσταθεροποιητικός ρόλος των δύο οργανώσεων έχει οδηγήσει στη µερική έστω σταθεροποίηση των σχέσεων Αράβων-Ισραηλινών διότι αµφότερες λειτουργούν ως «µακρύ χέρι» του Ιράν στην περιοχή, µια χώρα που µε την αξιοποίησή τους επιχειρεί να ενισχύσει την αποτροπή του απέναντι στο Ισραήλ: το απειλεί µε το άνοιγµα δύο επιπρόσθετων πολεµικών µετώπων σε περίπτωση που δεχθεί επίθεση µε στόχο την εξουδετέρωση των πυρηνικών του εγκαταστάσεων.
Οι πυρηνικές φιλοδοξίες του σιιτικού Ιράν και ο τρόµος που προκαλεί στα σουνιτικά αραβικά καθεστώτα είναι ένας από τους σηµαντικότερους λόγους που έχει οδηγήσει στη συνεννόηση Αράβων-Ισραηλινών. Η Τεχεράνη θεωρείται και από τις δυο πλευρές ως θανάσιµη απειλή στην αντιµετώπιση της οποίας αποδίδεται απόλυτη προτεραιότητα. Το ενδιαφέρον σε αυτή την εξίσωση είναι ότι και η Τεχεράνη έχει λόγους να είναι ενοχληµένη από την τουρκική εµπλοκή στην περιοχή: Η προβολή της Άγκυρας ως του παράγοντα που προασπίζει τα συµφέροντα των Αράβων στην περιοχή, απαξιώνει σταδιακά την επένδυση που έχει κάνει το Ιράν στη Χαµάς και τη Χεζµπολάχ (κυρίως την πρώτη), η οποία σκοπό έχει να ενισχύσει την εικόνα της Τεχεράνης, ώστε να µπορούν οι Ιρανοί να χειραγωγήσουν τις Χεζµπολάχ και Χαµάς σε περίπτωση σύγκρουσης µε το Ισραήλ.
Η ελληνική αδυναµία εκµετάλλευσης της συγκυρίας
Αντί να αδράξει την ευκαιρία η ελληνική διπλωµατία, ακολουθεί την παραδοσιακή «χαµηλών τόνων» πολιτική που επί της ουσίας µεταφράζεται σε κάποιες αποσπασµατικές ενέργειες που αποτελούν προϊόν πληµµελούς σχεδιασµού και όχι οργανωµένης στρατηγικής σύλληψης που προβλέπει συγκεκριµένες ενέργειες και πρωτοβουλίες. Βασική αιτία αυτής της αναιµικής και άνευρης προσέγγισης είναι η αποπροσανατολιστική περιστροφή γύρω από την Τουρκία και ο ψυχολογικός µηχανισµός που οδηγεί στο να κρίνονται όλες οι προτεινόµενες ενέργειες υπό το πρίσµα του να µη γίνει κάτι που θα «ερεθίσει» την Άγκυρα. Κατά συνέπεια, η ελληνική διπλωµατία δεν τολµάει να κινηθεί επιθετικά προς την πλευρά των Ισραηλινών όπου µπορεί να θέσει σωρεία θεµάτων, ούτε προς την πλευρά των Αράβων όπου θα εκφραστεί η σύµπλευση απόψεων και η απόρριψη κάθε ενέργειας που κλιµακώνει την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, διότι εάν ενοχληθεί η Άγκυρα µπορεί να προκύψουν ανεπιθύµητες καταστάσεις στο Αιγαίο.
Η Ελλάδα έχει πέσει θύµα του πάγιου ψυχολογικού εκβιασµού της Τουρκίας η διπλωµατία της οποίας, έχοντας κατανοήσει το ελληνικό σύµπλεγµα, γνωρίζει ότι µια απλή προειδοποίηση για σκλήρυνση της στάσης της στα ελληνοτουρκικά, αρκεί για να αδρανοποιήσει την Αθήνα. Κι όλα αυτά, διότι η ελληνική διπλωµατία, πάντα υπό τις σαφέστατες οδηγίες της πολιτικής ηγεσίας, εξακολουθεί να πιστεύει ότι είναι εφικτή η επίλυση των «προβληµάτων» µε την Τουρκία στο Αιγαίο, αρνούµενη ωστόσο να διευκρινίσει, έναντι ποιων ανταλλαγµάτων, τα οποία αφορούν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώµατα, αφού όπως τα έχει καταφέρει η Αθήνα (διότι περί κατορθώµατος πρόκειται), µόνον αυτά βρίσκονται πλέον υπό συζήτηση.
Πιστεύει η Αθήνα, ότι είναι ποτέ δυνατόν να αλλάξει τη θέση της η Τουρκία στο ότι για παράδειγµα τα νησιά του Αιγαίου ΕΧΟΥΝ υφαλοκρηπίδα, ή ότι θα αφήσει ποτέ η Τουρκία την Ελλάδα να διενεργήσει έρευνες για την αξιοποίηση των όποιων αποθεµάτων υδρογονανθράκων βρίσκονται στο Αιγαίο; Και αντί να οικοδοµήσει τις κατάλληλες περιφερειακές και διεθνείς συµµαχίες ώστε να αυξήσει το κόστος για την Άγκυρα, η ελληνική διπλωµατία περιορίζεται να κατευνάζει συστηµατικά τον τουρκικό... θυµό, αδρανοποιώντας κάθε δυνατότητα εισαγωγής νέων παραγόντων που θα επηρέαζαν καθοριστικά τόσο την ελληνοτουρκική εξίσωση, όσο και το µέλλον της χώρας ακόµη και στο πεδίο της οικονοµίας.
Η παρούσα κατάσταση είναι απαράδεκτη και δυστυχώς η Αθήνα δεν δείχνει διάθεση αφύπνισης και ενεργού εµπλοκής στα γεωστρατηγικά δρώµενα της ευρύτερης περιοχής και την αποκατάσταση ουσιώδους επικοινωνίας µε τον αραβικό κόσµο, µε στόχο την υπεράσπιση των εθνικών συµφερόντων.
Αποτέλεσµα, είναι η δηµοσιοποίηση µελετών όπως η πρόσφατη του ινστιτούτου STRATFOR, η οποία διαφηµίζει σε όλα τα µήκη και τα πλάτη της υφηλίου τη γεωπολιτική απαξίωση της χώρας. Η συγκεκριµένη µελέτη, ωστόσο, έχει τις δικές της ιδιαίτερες πτυχές, οι οποίες θα αποτελέσουν αντικείµενο του επόµενου Κειµένου Εργασίας του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άµυνας.
ΠΗΓΗ
Η Ελλάδα, για συγκεκριµένους λόγους που θα αναλυθούν, φαίνεται πως θα χάσει την ευκαιρία καίριας παρέµβασης στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και θεαµατικής αναβάθµισης των σχέσεών της µε τον αραβικό κόσµο. Η συγκυρία είναι απολύτως ευνοϊκή διότι συντρέχει ένας λόγος ο οποίος δεν έχει γίνει αντιληπτός επαρκώς στην Ελλάδα: στην παρούσα συγκυρία παρουσιάζεται σύµπλευση συµφερόντων Αράβων και Ισραηλινών, λόγω της απειλής που αµφότεροι αντιλαµβάνονται λόγω των πυρηνικών φιλοδοξιών του Ιράν. Τα επιχειρήµατα είναι ωστόσο περισσότερα, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια.
Στη προηγούµενο Κείµενο Εργασίας, κεντρικό επιχείρηµα ήταν ότι η Ελλάδα έχει κάθε συµφέρον να επιδιώξει την ουσιαστική αναβάθµιση των σχέσεών της µε το κράτος τους Ισραήλ. Επισηµαινόταν ωστόσο, ότι η απόπειρα προσέγγισης δεν θα πρέπει να γίνει σε βάρος των σχέσεων της Ελλάδας µε τον αραβικό κόσµο, µε το ακόλουθο βασικό επιχείρηµα: οι παραδοσιακές σχέσεις φιλίας Ελλάδας-Αράβων, αποτελούν ένα από τα σηµαντικότερα όπλα της ελληνικής διπλωµατίας στην προσπάθεια ανάπτυξης των σχέσεων µε το Ισραήλ. Ένας µόνο από τους λόγους που καθιστούν την Αθήνα χρήσιµη στο Τελ Αβίβ είναι και η σχέση εµπιστοσύνης που έχει αναπτύξει µε τον Αραβικό κόσµο, παρά τη διπλωµατική απραξία και την απουσία στρατηγικού σχεδιασµού που χαρακτηρίζει την Ελλάδα. Κι αυτό διότι η Τουρκία που στο πρόσφατο παρελθόν επιχείρησε να παίξει διαµεσολαβητικό ρόλο στις ειρηνευτικές διεργασίες στη Μέση Ανατολή, µε τη στάση της απέδειξε ακόµη και στους πλέον δύσπιστους και θετικά διακείµενους προς αυτήν Ισραηλινούς, ότι απλώς δεν αντιπροσωπεύει έναν ειλικρινή διαµεσολαβητή («honest broker»), ένα αµερόληπτο τρίτο µέρος του οποίου η εµπλοκή στοχεύει ειλικρινά στην εξεύρεση λύσης σε ένα από τα δυσκολότερα, και κατά πολλούς µη επιδεχόµενα λύσης, προβλήµατα της διεθνούς διπλωµατίας, το Παλαιστινιακό.
Η στάση της Τουρκίας όµως, έχει δηµιουργήσει τριβές ακόµη και µε τον αραβικό κόσµο τον οποίο τα ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ παρουσιάζουν ότι βρίσκεται σύσσωµος δίπλα στον Ερντογάν.
Ασφαλώς και υπάρχουν άνθρωποι που έδωσαν στα παιδιά τους το όνοµα του Τούρκου ηγέτη, ασφαλώς υπήρχαν και οµάδες που ανάρτησαν τουρκικές σηµαίες στα µπαλκόνια τους. Όπως είναι γνωστό, οι εικόνες που προβάλλονται από τα διεθνή ΜΜΕ είναι αυτές που συνιστούν υπερβολή, αυτές που δίνουν κάτι νέο στην ειδησεογραφία. Άρα, διέξοδο στα ΜΜΕ έχουν συνήθως οι υπερβολικές αντιδράσεις, κάτι που ισχύει για όλες τις χώρες του κόσµου. Όσο πιο πολύ φωνασκείς τόσο πιο εύκολο είναι να ακουστείς και να έλξεις τα φώτα της δηµοσιότητας πάνω σου. Αυτό ισχύει και στην Ελλάδα µε κάθε είδους «µειονότητα» που φωνασκεί, είτε έχει δίκιο είτε άδικο, είτε δεν παρεκκλίνει από τα αποδεκτά κοινωνικά πρότυπα είτε υιοθετεί «αποκλίνουσα» ¬σύµφωνα µε την κοινωνιολογία-συµπεριφορά. Άλλο είναι όµως το να καταγράφονται οι ηχηρές αντιδράσεις και άλλο οι εικόνες να οδηγούν σε απλουστευτικές και διαστρεβλωτικές της πραγµατικότητας γενικεύσεις-συµπεράσµατα, ότι το σύνολο του αραβικού έθνους είναι στο πλευρό του Ερντογάν.
Είναι βέβαιο ότι η πρώτη ψυχολογική αντίδραση του µέσου Άραβα απέναντι σε έναν ηγέτη που «ορθώνει το ανάστηµά του» απέναντι στον «Ισραηλινό εχθρό» είναι θετική. Από τη στιγµή όµως που οι Άραβες ουδέποτε κατόρθωσαν να αρθρώσουν ενιαία φωνή, φυσιολογικό είναι ο εθνικισµός που ενδηµεί και στις δικές τους κοινωνίες, να αφορά κάθε ξεχωριστό αραβικό κράτος (π.χ. Συρία, Αίγυπτος κλπ) λόγω του ότι κάθε κράτος ξεχωριστά, διεκδικούσε παραδοσιακά για τον εαυτό του το ρόλο του «ηγέτη των Αράβων». Αυτό τον εθνικισµό τον χρησιµοποίησαν και τα καθεστώτα, σε µια προσπάθεια να κερδίσουν την υποστήριξη του λαού τους.
Επί του προκειµένου, η εµπλοκή της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή αντιµετωπίζεται µε καχυποψία από τα αραβικά κράτη για δυο λόγους: αφενός διότι εισέρχεται βιαίως στον ανταγωνισµό των αραβικών κρατών για το ποιος είναι ο γνησιότερος εκφραστής των συµφερόντων του Αραβικού έθνους και αφετέρου διότι µπορεί να ενισχύσει τµήµατα στις κοινωνίες των κρατών τους τα οποία ρέπουν προς τη ριζοσπαστικοποίηση, κάτι που θα απειλήσει την καθεστωτική σταθερότητα.
Υπάρχει όµως και ένας τρίτος λόγος που ελάχιστοι παραδέχονται δηµοσίως: ότι η επιθετική αυτή προσέγγιση διακινδυνεύει τη λεπτή ισορροπία που έχει επιτευχθεί στις σχέσεις των Αράβων µε το Ισραήλ, η οποία έχει αποτρέψει τον πόλεµο ανάµεσα στο εβραϊκό κράτος και χώρα/χώρες του Αραβικού κόσµου. Οι συγκρούσεις που έχουν καταγραφεί εµπλέκουν µη κρατικούς δρώντες («non state actors») του µεσανατολικού παιγνίου, όπως η ισλαµική – σουνιτική Χαµάς στη Λωρίδα της Γάζας και η σιιτική Χεζµπολάχ στο Λίβανο. Ο αποσταθεροποιητικός ρόλος των δύο οργανώσεων έχει οδηγήσει στη µερική έστω σταθεροποίηση των σχέσεων Αράβων-Ισραηλινών διότι αµφότερες λειτουργούν ως «µακρύ χέρι» του Ιράν στην περιοχή, µια χώρα που µε την αξιοποίησή τους επιχειρεί να ενισχύσει την αποτροπή του απέναντι στο Ισραήλ: το απειλεί µε το άνοιγµα δύο επιπρόσθετων πολεµικών µετώπων σε περίπτωση που δεχθεί επίθεση µε στόχο την εξουδετέρωση των πυρηνικών του εγκαταστάσεων.
Οι πυρηνικές φιλοδοξίες του σιιτικού Ιράν και ο τρόµος που προκαλεί στα σουνιτικά αραβικά καθεστώτα είναι ένας από τους σηµαντικότερους λόγους που έχει οδηγήσει στη συνεννόηση Αράβων-Ισραηλινών. Η Τεχεράνη θεωρείται και από τις δυο πλευρές ως θανάσιµη απειλή στην αντιµετώπιση της οποίας αποδίδεται απόλυτη προτεραιότητα. Το ενδιαφέρον σε αυτή την εξίσωση είναι ότι και η Τεχεράνη έχει λόγους να είναι ενοχληµένη από την τουρκική εµπλοκή στην περιοχή: Η προβολή της Άγκυρας ως του παράγοντα που προασπίζει τα συµφέροντα των Αράβων στην περιοχή, απαξιώνει σταδιακά την επένδυση που έχει κάνει το Ιράν στη Χαµάς και τη Χεζµπολάχ (κυρίως την πρώτη), η οποία σκοπό έχει να ενισχύσει την εικόνα της Τεχεράνης, ώστε να µπορούν οι Ιρανοί να χειραγωγήσουν τις Χεζµπολάχ και Χαµάς σε περίπτωση σύγκρουσης µε το Ισραήλ.
Η ελληνική αδυναµία εκµετάλλευσης της συγκυρίας
Αντί να αδράξει την ευκαιρία η ελληνική διπλωµατία, ακολουθεί την παραδοσιακή «χαµηλών τόνων» πολιτική που επί της ουσίας µεταφράζεται σε κάποιες αποσπασµατικές ενέργειες που αποτελούν προϊόν πληµµελούς σχεδιασµού και όχι οργανωµένης στρατηγικής σύλληψης που προβλέπει συγκεκριµένες ενέργειες και πρωτοβουλίες. Βασική αιτία αυτής της αναιµικής και άνευρης προσέγγισης είναι η αποπροσανατολιστική περιστροφή γύρω από την Τουρκία και ο ψυχολογικός µηχανισµός που οδηγεί στο να κρίνονται όλες οι προτεινόµενες ενέργειες υπό το πρίσµα του να µη γίνει κάτι που θα «ερεθίσει» την Άγκυρα. Κατά συνέπεια, η ελληνική διπλωµατία δεν τολµάει να κινηθεί επιθετικά προς την πλευρά των Ισραηλινών όπου µπορεί να θέσει σωρεία θεµάτων, ούτε προς την πλευρά των Αράβων όπου θα εκφραστεί η σύµπλευση απόψεων και η απόρριψη κάθε ενέργειας που κλιµακώνει την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, διότι εάν ενοχληθεί η Άγκυρα µπορεί να προκύψουν ανεπιθύµητες καταστάσεις στο Αιγαίο.
Η Ελλάδα έχει πέσει θύµα του πάγιου ψυχολογικού εκβιασµού της Τουρκίας η διπλωµατία της οποίας, έχοντας κατανοήσει το ελληνικό σύµπλεγµα, γνωρίζει ότι µια απλή προειδοποίηση για σκλήρυνση της στάσης της στα ελληνοτουρκικά, αρκεί για να αδρανοποιήσει την Αθήνα. Κι όλα αυτά, διότι η ελληνική διπλωµατία, πάντα υπό τις σαφέστατες οδηγίες της πολιτικής ηγεσίας, εξακολουθεί να πιστεύει ότι είναι εφικτή η επίλυση των «προβληµάτων» µε την Τουρκία στο Αιγαίο, αρνούµενη ωστόσο να διευκρινίσει, έναντι ποιων ανταλλαγµάτων, τα οποία αφορούν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώµατα, αφού όπως τα έχει καταφέρει η Αθήνα (διότι περί κατορθώµατος πρόκειται), µόνον αυτά βρίσκονται πλέον υπό συζήτηση.
Πιστεύει η Αθήνα, ότι είναι ποτέ δυνατόν να αλλάξει τη θέση της η Τουρκία στο ότι για παράδειγµα τα νησιά του Αιγαίου ΕΧΟΥΝ υφαλοκρηπίδα, ή ότι θα αφήσει ποτέ η Τουρκία την Ελλάδα να διενεργήσει έρευνες για την αξιοποίηση των όποιων αποθεµάτων υδρογονανθράκων βρίσκονται στο Αιγαίο; Και αντί να οικοδοµήσει τις κατάλληλες περιφερειακές και διεθνείς συµµαχίες ώστε να αυξήσει το κόστος για την Άγκυρα, η ελληνική διπλωµατία περιορίζεται να κατευνάζει συστηµατικά τον τουρκικό... θυµό, αδρανοποιώντας κάθε δυνατότητα εισαγωγής νέων παραγόντων που θα επηρέαζαν καθοριστικά τόσο την ελληνοτουρκική εξίσωση, όσο και το µέλλον της χώρας ακόµη και στο πεδίο της οικονοµίας.
Η παρούσα κατάσταση είναι απαράδεκτη και δυστυχώς η Αθήνα δεν δείχνει διάθεση αφύπνισης και ενεργού εµπλοκής στα γεωστρατηγικά δρώµενα της ευρύτερης περιοχής και την αποκατάσταση ουσιώδους επικοινωνίας µε τον αραβικό κόσµο, µε στόχο την υπεράσπιση των εθνικών συµφερόντων.
Αποτέλεσµα, είναι η δηµοσιοποίηση µελετών όπως η πρόσφατη του ινστιτούτου STRATFOR, η οποία διαφηµίζει σε όλα τα µήκη και τα πλάτη της υφηλίου τη γεωπολιτική απαξίωση της χώρας. Η συγκεκριµένη µελέτη, ωστόσο, έχει τις δικές της ιδιαίτερες πτυχές, οι οποίες θα αποτελέσουν αντικείµενο του επόµενου Κειµένου Εργασίας του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άµυνας.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου