Της Άννας Γριμάνη
Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;
Και τα δύο. Αίσθημα γιατί υπάρχουν οι μνήμες από την παιδική ηλικία, την εφηβεία και τα νεανικά χρόνια όπως και οι αισθητικές μνήμες της Ελλάδας, δηλαδή το φως, οι σκιές, το ελληνικό τοπίο, η απεραντοσύνη της θάλασσας. Συνείδηση γιατί το ελληνικό πνεύμα σού «δίνεται» μ’ ένα μαθησιακό τρόπο και σε καθορίζει για πάντα. Αν και ο χαρακτήρας μου είναι αρκετά ήπιος σχετικά με ό,τι λέμε «ελληνικός χαρακτήρας», τη συνείδησή μου σφράγισε βαθιά το γεγονός ότι φέρω μέσα μου αυτό τον τόπο σαν ευλογία και συνάμα σαν τραύμα.
Μια διττή εντύπωση της Ελλάδας: ηλιόκαυτη και πληγωμένη. Η συνείδηση της γενιάς μου διαμορφώθηκε από τις εμπειρίες της ιστορίας που ήταν βιωματικές – έζησα μικρός το τέλος του Εμφυλίου ενώ ύστερα η εμπειρία της δικτατορίας καταγράφηκε στη Γαλλία, γιατί δεν μπορούσα να επιστρέψω στην Ελλάδα.
-Tι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.
Ένας καφές κοντά στη θάλασσα, το ηλιοβασίλεμα… το πιο μικρό είναι και το πιο μεγάλο στην Ελλάδα! Αγάπησα τις λεπτομέρειες από ασήμαντα ελληνικά πράγματα, σε μέρη απίθανης ομορφιάς που μπορεί ο καθένας απλώς να τα ζήσει.
-Η υπέροχη εκδοχή του Έλληνα.
Όταν τον χαρακτηρίζει η διαρκής αναζήτηση και η απόλυτη θέλησή του για ελευθερία, που βέβαια στην κακή της εκδοχή γίνεται ασυδοσία, ενώ στην καλή της ανεξαρτησία. Την υπέροχη εικόνα του Έλληνα θα την έπαιρνα από τη μυθολογία και είναι η μορφή του Ορφέα. Γιατί ο Ορφέας με την έκφρασή του έκανε τη φύση να τον «ακολουθεί» – τα δέντρα, τα ζώα- και είχε τη χάρη να αγαπήσει κάποια με τρόπο ολοκληρωτικό, που εμπεριέχει την καταστροφή αλλά και τη μεγαλειώδη ένταση αγάπης. Ο Ορφέας δεν αντέχει τελικά να μην κοιτάξει την Ευρυδίκη κι εκείνη χάνεται όπως και ο ίδιος, παρότι το κεφάλι του συνεχίζει να κυλάει στο ποτάμι…Το τραγικό τέλος τους είναι συνδεδεμένο με την ελληνική ιστορία και με την έκφραση από την αρχαιότητα της ελληνικής σκέψης.
-Αυτό που με χαλάει.
Η αλλοίωση κάθε δημοκρατικής έννοιας στη σχέση της πολιτείας με τον πολίτη και η ψευδαίσθηση ότι η εξουσία ανήκει και στον λαό. Η διαφθορά, που έχει διεισδύσει σε όλες τις κοινωνικές λειτουργίες κι έχει δηλητηριάσει την ελληνική δημοκρατία.
-Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Έλληνας σήμερα;
Θεωρώ ότι είναι μόνο πλεονέκτημα, ενώ το δυσμενές παρόν με κάνει να νιώθω ακόμη πιο Έλληνας. Δεν μπορώ ν’ αποδεχτώ την κατακερματισμένη εικόνα της Ελλάδας που απαράδεκτα προβάλλει ο ξένος Τύπος. Τόσο Έλληνας πάλι, αισθανόμουν στη δικτατορία.
-Παράγει πολιτισμό ο Έλληνας της νέας εποχής ή μένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;
Φυσικά παράγει και νομίζω ότι όλες οι τέχνες έχουν σοβαρούς αντιπροσώπους στη νέα γενιά. Σε αντίθεση με τη δυσφήμηση που μας κάνουν, η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει τα πρωτοσέλιδα στον διεθνή Τύπο για την πνευματική δύναμή της. Όμως ταυτόχρονα πιστεύω ότι υπάρχει ένα είδος εμφύλιου πολέμου μεταξύ των πνευματικών ομάδων, γιατί ο χώρος είναι περιορισμένος και, για να επιβιώσουν, βρίσκονται σε συνεχή σύγκρουση – το σημαντικό θα ήταν να βρουν μια έκφραση ανάλογη με τις δυνατότητές τους.
-Με ποια ταυτότητα οι Έλληνες περιέρχονται τον σύγχρονο κόσμο;
Μέχρι τις αρχές του 2010, με την ταυτότητα του λαού που προέρχεται από μια χώρα η οποία έδωσε το πνεύμα στην Ευρώπη. Ωστόσο, η Ελλάδα των δύο τελευταίων αιώνων είναι απούσα ιστορικά, λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά, με ελάχιστα στοιχεία της διεθνώς γνωστά·κι αυτό είναι ένα έλλειμμα, όχι τόσο για την Ελλάδα, όσο για το εξωτερικό. Οι Έλληνες επιστήμονες, και κυρίως οι οικονομολόγοι, έχουν πολλά να καταθέσουν ώστε να γίνουν γνωστοί όχι μόνο επικοινωνιακά, αλλά και να επιβάλουν τη σύγχρονη ελληνική σκέψη που είναι ζωντανή και παρούσα.
-Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.
Γιατί η Ελλάδα, που έχει τεράστιες πνευματικές δυνάμεις, έχει υποτιμηθεί;
Πέταξα ό,τι είναι εξωτερικά καθωσπρεπιστικό και κράτησα ό,τι είναι βαθιά έντιμο.
-Ο Έλληνας ποιητής σας.
Ο Ρίτσος – αλλά είναι δύσκολο να παραλείψω τον Σεφέρη, τον Ελύτη ή τον Σαχτούρη, που μ’ έχουν τόσο συντροφέψει. Στην ποίηση του Ρίτσου, όμως, υπάρχει πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους μια αίσθηση που με φέρνει κοντά: αυτή η ταύτιση του μυθολογικού και του καθημερινού. Όσο για τον Σεφέρη, έτυχε ν’ ανεβάσω πριν από δύο χρόνια στη Σκάλα του Μιλάνου το «Φονικό στην εκκλησιά» του Έλιοτ, όπως εκείνος το μεταφράζει και είναι μια ιταλική όπερα του Πιτσέτι. Ξαναδιαβάζοντας τη μετάφραση, είδα τι σημαίνει πραγματικά – το βάθος και την ακρίβεια ενός ποιητή.
-Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.
Η ανθρώπινη φιγούρα στον κόσμο – ο άνθρωπος στην ολοκληρωμένη του μορφή είναι το κέντρο του κόσμου, κατά Σοφοκλή.
-Η οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη – ορίστε την.
Στενόδρομος, αλλά με πικροδάφνες.
* Ο Γιάννης Κόκκος είναι σκηνοθέτης, σκηνογράφος και ενδυματολόγος και ζει μόνιμα στο Παρίσι. |
Δημοσίευση σχολίου