Του Άγγελου Μ. Συρίγου*
Μετά την επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα και τον εμβολισμό του λιμενικού πλοίου «Γαύδος», οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε βαρύ χειμώνα. Θα μπορούσε η απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών να τις βελτιώσει;
Ενδεχομένως. Το 1999, οι διμερείς σχέσεις είχαν «παγώσει» μετά τη σύλληψη του Κούρδου αρχηγού του ΠΚΚ, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, στην Κένυα έξω από την ελληνική πρεσβεία. Επί μήνες η μοναδική επικοινωνία των δύο πλευρών ήταν τυπική διά μέσου των εκατέρωθεν διπλωματικών αντιπροσωπειών. Η ελληνική πλευρά κατέστρωσε νέα στρατηγική έναντι της Τουρκίας. Αφορμή για την εκτύλιξή της απετέλεσε το κύμα συμπάθειας που κατέκλυσε την ελληνική κοινωνία μετά τον πολύνεκρο σεισμό του Αυγούστου του 1999 στην Τουρκία. Ακολούθησε η προσέγγιση που ξεκίνησε από αυτό που έκτοτε αποκαλείται «διπλωματία των σεισμών». Γεγονότα που δεν συνδέονται με την καρδιά των προβλημάτων μπορούν να μετατραπούν σε αφορμές προσεγγίσεως.
Η προσέγγιση που γίνεται απλώς και μόνον για την προσέγγιση δεν είναι κάτι κακό. Δεδομένου του όγκου και της εντάσεως των ελληνοτουρκικών προβλημάτων όμως, απαιτείται να υπάρχει ολοκληρωμένο σχέδιο. Το 1999 είχε επιδιωχθεί συνολική επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων που περιελάμβανε και το Κυπριακό. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε και το Σχέδιο Ανάν. Ασχέτως των εξαιρετικά σοβαρών ενστάσεων για πολλές από τις επιλογές που έγιναν τότε, υπήρχε μία συγκροτημένη στρατηγική. Είχε ως άξονα την «εξημέρωση του θηρίου» μέσα από τη μετεξέλιξη της Τουρκίας σε (σχετικώς) σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.
Η Τουρκία σήμερα δεν πιστεύει στην ένταξή της στην Ε.Ε. Ενδιαφέρεται, όμως, να αποκαταστήσει την επαφή με την Ευρώπη, ως αντίβαρο στις άθλιες σχέσεις με τις ΗΠΑ. Δεν είναι διόλου βέβαιον το μακροπρόθεσμο της τουρκικής επιλογής. Ο Ερντογάν κρατιέται κοντά στη Δύση διότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Εάν, όμως, επιδιώξει βελτίωση των ευρωτουρκικών σχέσεων, η Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει χώρα-κλειδί.
Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται να εκπονήσουμε ένα νέο σχεδιασμό, όπως κάναμε και στο Κυπριακό. Λόγω της ελληνικής παρεμβάσεως ετέθη για πρώτη φορά θέμα καταργήσεως των παρωχημένων εγγυήσεων. Κατά τα λοιπά, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δείχνουν ότι συνεχίζουν να κινούνται στον αυτόματο πιλότο του 1999: υποστηρίζουμε γενικώς την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Το γεγονός ότι η Τουρκία δεν ενδιαφέρεται να ενταχθεί στην Ε.Ε. ή ότι το Brexit έχει κλείσει οριστικά αυτή την πιθανότητα, περνά απαρατήρητο. Με τα υπάρχοντα δεδομένα, ο νέος σχεδιασμός δείχνει ότι πρέπει να κινηθεί γύρω από την ειδική σχέση Ε.Ε.-Τουρκίας που είναι ατύπως υπό διαμόρφωση.
Ολα αυτά πρέπει να γίνουν ασχέτως της απελευθερώσεως των δύο Ελλήνων στρατιωτικών. Υπάρχει βεβαίως και η αμείλικτη πραγματικότητα. Συνομιλητής μας είναι ο Ερντογάν. Εδώ και χρόνια το ενδιαφέρον του εντοπίζεται στον μελλοντικό μας ρόλο δίπλα στη νέα οθωμανική Τουρκία. Στη χειρότερη περίπτωση διεκδικεί αλλαγή συνόρων. Στην καλύτερη μάς αντιμετωπίζει ως μετεξέλιξη του εγκλωβισμένου στα σύνορα της Μελούνας ελληνικού βασιλείου: υπαρκτό για να ενοχλεί αλλά πολύ μικρό για να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα.
Επιπλέον, τους επόμενους μήνες οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα δοκιμαστούν πολύ στην Ανατολική Μεσόγειο. Τυχόν ανακάλυψη νέων υδρογονανθράκων απειλεί μακροχρόνιες επιλογές της Τουρκίας ως προς την Κύπρο αλλά και τη μεταφορά αερίου προς την Ευρώπη. Η Αγκυρα σίγουρα θα αντιδράσει. Τέλος, οι σημαντικές εξελίξεις που θα καθορίσουν την επόμενη ημέρα στην περιοχή (και τη μελλοντική στρατηγική μας) συνδέονται με τις σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας. Το θέμα είναι ακόμη εκκρεμές.
* Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου