Σήμερα, Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011, συνεχίσθηκε, για τελευταία μέρα, η ακροαματική διαδικασία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, μετά από την προσφυγή των Σκοπίων κατά της Ελλάδας.
Πρώτη η Μαρία Τελαλιάν έθεσε την κεντρική γραμμή των αγορεύσεων των συνηγόρων τής χώρας μας: ότι, πρώτον, τα Σκόπια, προσπάθησαν να λήξουν τη διαφορά για το όνομα εκτός της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και, δεύτερον, ότι προσπαθούν τώρα να καταδικασθεί η Ελλάδα για να χρησιμοποιήσουν αυτήν την καταδίκη στην υπόθεση της διαπραγμάτευσης για το όνομα.
Υποστήριξε και υπενθύμισε ότι για πολλά χρόνια τα Σκόπια προσπάθησαν να υποσκάψουν την Ενδιάμεση Συμφωνία και την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, παραβιάζοντας ταυτοχρόνως την ενδιάμεση Συμφωνία. Αυτό αποδεικνύεται από χάρτες, εγκυκλοπαίδειες, δημοσιεύματα, δηλώσεις, με σαφές αλυτρωτικό περιεχόμενο, που θέτει σε κίνδυνο την περιφερειακή ειρήνη και τη σταθερότητα.
Ο Καθηγητής Riesman υποστήριξε ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία πρέπει να ερμηνεύεται στο σύνολό της και όχι κατά τμήματα και όπως επιθυμούν τα Σκόπια. Αποκάλυψε τη δικαστική στρατηγική των Σκοπίων: να αποφασίσει το Δικαστήριο για το θέμα της ένταξης στο ΝΑΤΟ, σαν να ήταν αποκομένο από την υπόθεση του ονόματος και, στη συνέχεια, να μη διαπραγματευτούν στο θέμα του ονόματος. Επέμεινε στην κακή πίστη (bad faith) των Σκοπίων κατά την εφαρμογή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και υπογράμμισε ότι η συμπεριφορά αυτή ήταν αντίθετη προς την Απόφαση 817 του Συμβουλίου Ασφαλείας, την οποία άλλωστε τα Σκόπια έφτασαν στο σημείο να αμφισβητήσουν το 2005.
Επέμεινε στο ότι η απόφαση του ΝΑΤΟ ήταν συλλογική και με consensus (όχι με ψηφοφορία), ενώ απέρριψε την εκφρασθείσα από τα Σκόπια άποψη ότι η υπό εκδίκαση υπόθεση δεν αφορά το ΝΑΤΟ. Μάλιστα ρώτησε: πώς θα αποφασίσει το Δικαστήριο χωρίς εν τέλει να κρίνει το ΝΑΤΟ;
Τρίτος αγορητής ήταν ο Καθηγητής του Cambridge, James Crawford, ο οποίος υποστήριξε ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία είναι μία συμφωνία status quo. Δηλαδή ότι τα κράτη συμφώνησαν τα πράγματα να παραμείνουν ως έχουν, χωρίς το ένα ή το άλλο να υποσκάπτει τη συμφωνία.
Για την απροσδόκητη περίπτωση που το Δικαστήριο δεν θα κάνει δεκτή την ένσταση της Ελλάδας ως προς την αναρμοδιότητά του και φθάσει να δεχθεί ότι η Ελλάδα παρεμπόδισε τα Σκόπια να μπουν στο ΝΑΤΟ, ο Καθηγητής υπογράμμισε ότι αν το ένα μέρος παραβιάζει τη συμφωνία, τούτο συνεπάγεται ότι και το άλλο δικαιούται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις να τροποποιεί τη συμπεριφορά του, χωρίς να συνεπάγεται ότι καταγγέλλει τη συμφωνία.
Επιπλέον, ανέπτυξε το επιχείρημα ότι πουθενά στο σχετικό με τις διεθνείς συμφωνίες δίκαιο δεν είναι γραμμένο ότι οι υποχρεώσεις της μίας πλευράς ερμηνεύονται ευρέως (της Ελλάδας), ενώ της άλλης πλευράς στενά και γραμματικά (των Σκοπίων).
Απέρριψε το επιχείρημα των Σκοπίων ότι το ΝΑΤΟ δεν έχει ή δεν είχε κριτήρια στη διαδικασία ένταξης των Σκοπίων, ενώ με έξυπνο τρόπο καυτηρίασε την τακτική των δικηγόρων των Σκοπίων να αποστασιοποιούνται (semi-detached), να αγνοούν, δηλαδή, τα αποδεικτικά στοιχεία.
ΠΗΓΗ
Πρώτη η Μαρία Τελαλιάν έθεσε την κεντρική γραμμή των αγορεύσεων των συνηγόρων τής χώρας μας: ότι, πρώτον, τα Σκόπια, προσπάθησαν να λήξουν τη διαφορά για το όνομα εκτός της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και, δεύτερον, ότι προσπαθούν τώρα να καταδικασθεί η Ελλάδα για να χρησιμοποιήσουν αυτήν την καταδίκη στην υπόθεση της διαπραγμάτευσης για το όνομα.
Υποστήριξε και υπενθύμισε ότι για πολλά χρόνια τα Σκόπια προσπάθησαν να υποσκάψουν την Ενδιάμεση Συμφωνία και την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, παραβιάζοντας ταυτοχρόνως την ενδιάμεση Συμφωνία. Αυτό αποδεικνύεται από χάρτες, εγκυκλοπαίδειες, δημοσιεύματα, δηλώσεις, με σαφές αλυτρωτικό περιεχόμενο, που θέτει σε κίνδυνο την περιφερειακή ειρήνη και τη σταθερότητα.
Ο Καθηγητής Riesman υποστήριξε ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία πρέπει να ερμηνεύεται στο σύνολό της και όχι κατά τμήματα και όπως επιθυμούν τα Σκόπια. Αποκάλυψε τη δικαστική στρατηγική των Σκοπίων: να αποφασίσει το Δικαστήριο για το θέμα της ένταξης στο ΝΑΤΟ, σαν να ήταν αποκομένο από την υπόθεση του ονόματος και, στη συνέχεια, να μη διαπραγματευτούν στο θέμα του ονόματος. Επέμεινε στην κακή πίστη (bad faith) των Σκοπίων κατά την εφαρμογή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και υπογράμμισε ότι η συμπεριφορά αυτή ήταν αντίθετη προς την Απόφαση 817 του Συμβουλίου Ασφαλείας, την οποία άλλωστε τα Σκόπια έφτασαν στο σημείο να αμφισβητήσουν το 2005.
Επέμεινε στο ότι η απόφαση του ΝΑΤΟ ήταν συλλογική και με consensus (όχι με ψηφοφορία), ενώ απέρριψε την εκφρασθείσα από τα Σκόπια άποψη ότι η υπό εκδίκαση υπόθεση δεν αφορά το ΝΑΤΟ. Μάλιστα ρώτησε: πώς θα αποφασίσει το Δικαστήριο χωρίς εν τέλει να κρίνει το ΝΑΤΟ;
Τρίτος αγορητής ήταν ο Καθηγητής του Cambridge, James Crawford, ο οποίος υποστήριξε ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία είναι μία συμφωνία status quo. Δηλαδή ότι τα κράτη συμφώνησαν τα πράγματα να παραμείνουν ως έχουν, χωρίς το ένα ή το άλλο να υποσκάπτει τη συμφωνία.
Για την απροσδόκητη περίπτωση που το Δικαστήριο δεν θα κάνει δεκτή την ένσταση της Ελλάδας ως προς την αναρμοδιότητά του και φθάσει να δεχθεί ότι η Ελλάδα παρεμπόδισε τα Σκόπια να μπουν στο ΝΑΤΟ, ο Καθηγητής υπογράμμισε ότι αν το ένα μέρος παραβιάζει τη συμφωνία, τούτο συνεπάγεται ότι και το άλλο δικαιούται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις να τροποποιεί τη συμπεριφορά του, χωρίς να συνεπάγεται ότι καταγγέλλει τη συμφωνία.
Επιπλέον, ανέπτυξε το επιχείρημα ότι πουθενά στο σχετικό με τις διεθνείς συμφωνίες δίκαιο δεν είναι γραμμένο ότι οι υποχρεώσεις της μίας πλευράς ερμηνεύονται ευρέως (της Ελλάδας), ενώ της άλλης πλευράς στενά και γραμματικά (των Σκοπίων).
Απέρριψε το επιχείρημα των Σκοπίων ότι το ΝΑΤΟ δεν έχει ή δεν είχε κριτήρια στη διαδικασία ένταξης των Σκοπίων, ενώ με έξυπνο τρόπο καυτηρίασε την τακτική των δικηγόρων των Σκοπίων να αποστασιοποιούνται (semi-detached), να αγνοούν, δηλαδή, τα αποδεικτικά στοιχεία.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου