«Aνοίξτε την πόλη μου, άφησα εκεί μέσα την ψυχή μου»
Του Δρα Βάσου Θ. ΟικονόμουH επίσκεψη για δεύτερη φορά στην παραθαλάσσια περιοχή της κατεχόμενης Αμμοχώστου και η συμμετοχή μου στις κοινές εκδηλώσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στους εορτασμούς του κατακλυσμού, σημάδευσε και αυτή τη φορά την ψυχή μου. Ισχυρίζομαι με άνεση ότι η φετινή μου παρουσία ήταν πιο τραυματική και περισσότερο ψυχοφθόρα από αυτή της προηγούμενης χρονιάς.
Και τούτο γιατί το κλίμα την περυσινή χρονιά ήταν καλύτερο, πιο ευχάριστο και πιο αισιόδοξο. Όσο περνούν τα χρόνια και δυστυχώς οι οπαδοί διαχωρισμού το γνωρίζουν πολύ καλά και το χειρίζονται άριστα, τα πράγματα οδηγούνται στην οριστική και αμετάκλητη de facto και σε κάποιο στάδιο και στην αποδοχή της ως de jure διχοτόμηση.
Είδα και από τις δύο πλευρές πολλά πρόσωπα με εμφανή τα σημάδια της κούρασης και της απογοήτευσης. Δεν διέκρινα την ίδια διάθεση και τον ίδιο αυθορμητισμό που είδα πριν από ένα χρόνο. Ναι, κάθε χρόνος αφήνει τα σημάδια του. Τα τριάντα ένα μέχρι σήμερα συνολικά χρόνια, άφησαν τόσα σημάδια, που χάραξαν ανεξίτηλα τα πρόσωπα και τις ψυχές μας.
Διάβασα στα μάτια και τις ψυχές των Αμμοχωστιανών ένα ξεκάθαρο μήνυμα:
Φτάνει πια πανηγύρια, τραγούδια και χοροί!
Κουραστήκαμε από υποσχέσεις και θα…θα…θα.Μας κούρασαν τα συνθήματα όπως όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια
και όλοι οι έποικοι να φύγουν.
Λύση τώρα!!! Χωρίς θα, χωρίς άλλες φαμφάρες και εύηχα συνθήματα, χωρίς άλλες ομιλίες και άλλα πανηγύρια.
Το πιο θλιβερό σημείο της πανέμορφης παραλίας και της χρυσής αμμουδιάς, είναι το σημείο που υπάρχει το συρματόπλεγμα, που ξεκινά από το πάλαι ποτέ λαμπρό εστιατόριο «Φάληρο» και σβήνει στη θάλασσα. Στο συρματόπλεγμα αυτό διάβασα μερικά μηνύματα γραμμένα τα περισσότερα στο χέρι, που τοποθετήθηκαν από
δυστυχισμένους Αμμοχωστιανούς που αγνάντευαν με πόνο ψυχής, απόγνωση, θυμό και δέος την κατεχόμενη, ερειπωμένη αλλά πάντοτε πανέμορφη πόλη τους από το θλιβερό αυτό σημείο.
Κάθε μήνυμα που διάβασα, ήταν και μια μαχαιριά στη καρδιά μου.
Κράτησα με τεράστια προσπάθεια τα δάκριά μου και ένιωθα την καρδιά μου να προσπαθεί να σπάσει τα δικά της δεσμά, το στήθος μου και να πεταχτεί έξω από το στέρνο μου.
Ένα πανίσχυρο μήνυμα έσπασε το τελευταίο χαράκωμα αντίστασης και άμυνάς μου να φανώ «άνδρας» και πλημμύρισαν τα μάτια μου με δάκρυα. Όπως το ‘χει συνήθειό του ο Θεός άρχισε να υποχωρεί το φως της ημέρας και να απλώνεται το σκοτάδι της νύκτας, όπως μέσα στην ψυχή μου, αλλά συνέχισα να φορώ τα γυαλιά του ήλιου. Ήθελα να συνεχίσω να δακρύζω, ακόμη και να κλάψω, γιατί αισθάνθηκα ανακούφιση, όταν δάκρυσα.
Το μήνυμα έγραφε :
«Aνοίξτε την πόλη μου, άφησα εκεί μέσα την ψυχή μου».
Από το μυαλό μου πέρασε μια σκηνή που είδα στην παντοδύναμη τηλεόραση. Μερικοί πιστοί σε διάφορες χώρες του κόσμου για να αισθανθούν τον πόνο και τα βάσανα του εσταυρωμένου Χριστού, αυτομαστιγώνονται μέχρι να ματώσει η σάρκα τους.
Όση ώρα διάβαζα τα απλά, σύντομα και πανίσχυρα μηνύματα, μαστίγωνα την ψυχή μου πάνω στη χρυσή άμμο της πιο όμορφης παραλίας στον κόσμο. Τα δάκρυα μου δεν ήταν δάκρυα σωματικού πόνου. Ήταν δάκρυα ψυχικού πόνου, από το ανηλεές μαστίγωμα της ψυχής.
Προχώρησα προς το χώρο των εκδηλώσεων και συνάντησα μερικά γνωστά απογοητευμένα, χαρακωμένα και γερασμένα πρόσωπα της Αμμοχώστου. Είδα και άλλα δακρυσμένα μάτια, όσο και αν προσπαθούσαν να το κρύψουν.
Συνάντησα έναν πολύ γνωστό Αμμοχωστιανό που εγκατέλειψε την πόλη του σε νεαρή ηλικία και τώρα ζει στη Λάρνακα.
Αξιόλογος άνθρωπος, μορφωμένος, φιλομαθής και πολύ επιτυχημένος επαγγελματίας και οικογενειάρχης. Είχαμε
πολλά κοινά σε απόψεις και προσεγγίσεις αναφορικά με την κατεχόμενη πόλη μας και τη λύση του Κυπριακού.
Βρεθήκαμε και συζητήσαμε μπροστά ακριβώς από το χτυπημένο και έκτοτε κατεστραμμένο από πύραυλο ξενοδοχείο, από τον τρίτο όροφο του οποίου κρεμότανε το πτώμα ενός νεαρού υπάλληλου το 1974 και η τραγική φωτογραφία του κυκλοφόρησε σε όλο τον κόσμο.
Του είπα μεταξύ άλλων ότι :«Η κατάληψη της πόλης της Αμμοχώστου και κυρίως η συνέχισή της και η μετατροπή της σε πόλη φάντασμα, αποτελεί το μεγαλύτερο έγκλημα της Τουρκίας και τη μεγαλύτερη βλακεία των εκάστοτε κυπριακών Κυβερνήσεων».Εκεί που ως τυπικός νεοκύπριος, είχα τη βεβαιότητα ότι όλα τα ξέρω και ότι οι απόψεις μου είναι τέλειες και ως τέτοιες δεν σηκώνουν καμιά βελτίωση, μου αντέταξε τη δική του ενδιαφέρουσα και τολμώ να ισχυριστώ πιο σωστή θεωρία:
«Η κατάληψη της πόλης της Αμμοχώστου και κυρίως η συνέχισή της και η μετατροπή της σε πόλη φάντασμα,
αποτελεί το μεγαλύτερο έγκλημα των εκάστοτε κυπριακών Κυβερνήσεων και τη μεγαλύτερη βλακεία της Τουρκίας».
Είμαι βέβαιος ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα καταγράψει με απόλυτη σαφήνεια, ότι η κατάληψη αλλά κυρίως η
συνέχιση της κατοχής της περιφραγμένης πόλης της Αμμοχώστου και η μετατροπή της σε πόλη φάντασμα
αποτελεί το μεγαλύτερο έγκλημα που διαπράχθηκε σε βάρος όχι μόνο των Αμμοχωστιανών, όχι μόνο των Κυπρίων,
αλλά ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Η Αμμόχωστος είναι η εξέταση που έδωσαν όλες οι χώρες, κυρίως η Τουρκία η Κύπρος, η Ελλάδα, η Αγγλία, η Αμερική και οι χώρες-μέλη της Ε.Ε. στο μάθημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που τόσο πολύ όλοι αγάπησαν και σεβάστηκαν και πήραν όλοι κάτω από το μηδέν.Η κλειστή πόλη της Αμμοχώστου με τα οξειδωμένα βαρέλια
και αντικείμενα πάσης χρήσης, φύσης και προέλευσης, Εμπλουτισμένα και διανθισμένα συρματοπλέγματα, με τα
αμέτρητα άγρια ζώα και ερπετά που περιφέρονται για 31 χρόνια στους έρημους και χορταριασμένους δρόμους της,
που κάποτε έσφυζαν από ζωή και πολιτισμό, αποτελεί ντροπή για όλο τον κόσμο και κυρίως γι’ αυτούς που
έχουν ευθύνη για το απαράδεκτο, απάνθρωπο και αχρείαστο αυτό γεγονός και αποτελεί αδιαμφισβήτητα το μεγαλύτερο έγκλημα και συγχρόνως τη μεγαλύτερη βλακεία του σύγχρονου «πολιτισμένου» κόσμου.
Σίγουρα θα ήταν ευχής έργο αν οι ενέργειες για την άρση της απαράδεκτης αυτής κατάστασης, προέρχονταν
κυρίως από την Κυβέρνηση.
Δεν έχω κανένα δισταγμό να ισχυριστώ ότι η χειρότερη μορφή της απάνθρωπης εισβολής των τουρκικών στρατευμάτων είναι η θλιβερή εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η κλειστή πόλη της Αμμοχώστου.
Ο εγκλωβισμός της πανέμορφης πόλης του Ευαγόρα που αργοπεθαίνει περιτριγυρισμένη από οξειδωμένα βαρέλια,
συρματοπλέγματα και πάσης φύσεως παλιά αντικείμενα και έπιπλα, είναι το αποκορύφωμα της αναξιοπρέπειας, της
εγκληματικότητας και της ανοησίας.
Είναι δυνατό και πιθανό να δεχθεί κανείς όταν οι πληγές, σωματικές και ψυχικές είναι νωπές ύστερα από μια αχρείαστη σφαγή, όπως αχρείαστες είναι όλες οι σφαγές μεταξύ λαών κοινοτήτων, ομάδων ή προσώπων, ότι μπορούν να συμβούν
πράγματα παράλογα και απάνθρωπα. Πράγματα απαράδεκτα που ένας λογικός και φυσιολογικός άνθρωπος υπό κανονικές συνθήκες δεν μπορεί να ανεχθεί, όταν επικρατήσουν το μίσος, ο ρατσιστικός και ο φανατισμός, μπορεί να τα ανεχθεί, μπορεί να τα δικαιολογήσει, μπορεί να τα επικροτήσει, μπορεί ακόμη και να τα κάνει. Ο «άνθρωπος» που βρίσκεται σε αυτή την απάνθρωπη κατάσταση δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν αισθάνεται, δεν σκέφτεται. Απλώς μισεί και είναι πεπεισμένος ότι όλες οι βιαιότητες κατά των μισητών αντιπάλων του είναι σωστές και πρέπουσες και κάθε του εγκληματική και απάνθρωπη πράξη του καλύπτεται με το μανδύα του ηρωισμού και της εκπλήρωσης του καθήκοντος προς την πατρίδα. Πολλοί εγκληματίες τιμήθηκαν και δοξάστηκαν και πολύ λιγότεροι τιμωρήθηκαν για ειδεχθή εγκλήματα πολέμου.
Αν σε καιρό ειρήνης δολοφονήσει κανείς έναν υπερήλικα με κλονισμένη υγεία, η σύγχρονη ευνομούμενη ανθρώπινη
κοινωνία θα τον τιμωρήσει με πολύχρονη φυλάκιση.
Αν όμως κατά τη διάρκεια πολέμου ή συγκρούσεων μεταξύ λαών ή κοινοτήτων, φυλών ή ομάδων, δολοφονήσει εν
ψυχρώ και το απολαύσει, ανυπεράσπιστα και αθώα γυναικόπαιδα ή άνδρες αιχμαλώτους τότε δεν τιμωρείται,
τότε τιμάται.Αν οι δολοφονίες αγγίζουν ή ξεπερνούν το όριο της γενοκτονίας, τότε υπάρχει η πιθανότητα να τοποθετηθεί η φωτογραφία του δολοφόνου στα κυβερνητικά και δημόσια κτίρια και φυσικά εσαεί και στα σχολεία που είναι και θα παραμείνουν τα φυτώρια των ηρώων. Αν λοιπόν ανεχθούμε ότι οι νικητές του πολέμου του ‘74, αν μπορεί να τον αποκαλέσει κανείς πόλεμο, για λόγους εκδίκησης και μίσους αφ’ ενός και για να χρησιμοποιήσουν την επιστροφή της κλειστής πόλης ως διαπραγματευτικό χαρτί με σκοπό να ζητήσουν ανταλλάγματα τα πρώτα χρόνια μετά την τραγωδία αφ’ ετέρου, σε καμιά περίπτωση κανένας νοήμων άνθρωπος δεν μπορεί και δεν πρέπει να ανεχθεί τη σημερινή κατάσταση.
Να παραμένει κλειστή η πόλη και να αργοπεθαίνει και το χειρότερο να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο με ανείπωτο
πόνο ψυχής οι ανά το παγκύπριο και παγκόσμιο διασκορπισμένοι δύστυχοι Βαρωσιώτες που άφησαν μέσα εκεί τη ψυχή τους.
Ανοίξτε την πόλη!
Αφήσαμε μέσα την ψυχή μας!
Δημοσίευση σχολίου