Του ΦΟΙΒΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ
Στις 6 Ιουνίου 1944, τις πρωινές ώρες, άρχισε μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις των Συμμάχων που συνέβαλε αποφασιστικά στην ήττα της Γερμανίας στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: Η απόβαση στη Νορμανδία.
Η απόβαση είχε οριστεί για τις 5 Ιουνίου αλλά οι καιρικές συνθήκες ήταν κακές. Οι ειδικοί μετεωρολόγοι έδωσαν ελπίδες ότι κατά τις πρωινές ώρες της 6ης Ιουνίου θα υπήρχε μια προσωρινή καλυτέρευση του καιρού.
Και ο αμερικανός στρατηγός Αϊζενχάουερ, επικεφαλής της αποβατικής εκστρατείας, άδραξε την ευκαιρία για ν' αρχίσει μια κολοσσιαία επιχείρηση, που έφερε την κωδική ονομασία, «επιχείρηση Οβερλορντ».
Οπως αναφέρει ο βρετανός πρωθυπουργός Τσόρτσιλ, «η μεγαλύτερη αρμάδα» που είχε ξεκινήσει ποτέ από τις βρετανικές νήσους άρχισε να κινείται προς τις γαλλικές ακτές της Νορμανδίας, με τη συμπαράσταση της συμμαχικής αεροπορίας. Οι κύριες δυνάμεις των Συμμάχων αποτελούνταν από αμερικανικά και βρετανικά στρατεύματα.
Το βράδυ της 5ης προς την 6η Ιουνίου 6.697 πλοία σήκωσαν άγκυρα στα βρετανικά λιμάνια για να φέρουν σε αίσιο πέρας την «επιχείρηση Οβερλορντ». Από την πρώτη μέρα της αποβατικής επιχείρησης όλα έδειχναν να προχωρούν θετικά για τους Συμμάχους.
Η «επιχείρηση Οβερλορντ» δεν ήταν της απόλυτης αρεσκείας του Τσόρτσιλ, που έδωσε «μάχη» με τον Ρούσβελτ και τον Στάλιν για μια μεγάλη συμμαχική επιχείρηση που θα ξεκινούσε από τα Βαλκάνια και κατά πρώτο λόγο από την Ελλάδα, στην οποία καλούσε και την Τουρκία να πάρει μέρος. Στο σχέδιό του συμπεριλαμβανόταν και η κατάληψη της Ρόδου, που βέβαια τότε δεν ανήκε στην Ελλάδα. Η αποβατική επιχείρηση στη νοτιοανατολική Μεσόγειο στόχευε στη διασφάλιση των συμφερόντων της Βρετανίας σ' αυτή την περιοχή. Στις θέσεις της Βρετανίας αντιτάχτηκαν τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Σοβιετική Ενωση.
Η «επιχείρηση Οβερλορντ» καθόρισε έμμεσα την εδαφική επικράτεια της μεταπολεμικής Ελλάδας, κυρίως στην περιοχή των Δωδεκανήσων. Η συγκέντρωση σημαντικών συμμαχικών δυνάμεων για την απόβαση στη Νορμανδία απέκλεισε μια μεγάλη αποβατική επιχείρηση των Συμμάχων στην περιοχή των Βαλκανίων με πιθανή συμμετοχή της Τουρκίας, που για να εγκαταλείψει την ουδετερότητά της θα έπρεπε να κερδίσει δελεαστικά ανταλλάγματα.
Ο στρατηγός Ντε Γκολ, με τη σειρά του, αντιτάχθηκε στα σχέδια του Τσόρτσιλ και τάχθηκε υπέρ της απόβασης στη Νορμανδία. Οπως αναφέρει ο Ντε Γκολ στις αναμνήσεις του, το Σεπτέμβριο του 1943 «οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πλευρά τους, αισθάνονταν ικανές να επιχειρήσουν τη μάχη της Ευρώπης, περνώντας από το πιο κοντινό σημείο, μ' άλλα λόγια από τη Γαλλία. Να πατήσουν στη Νορμανδία κι από εκεί να προωθηθούν προς το Παρίσι, να αποβιβαστούν στην Προβηγκία και ύστερα να τραβήξουν για την κοιλάδα του Ροδανού...». Η εκστρατεία της Ιταλίας, που είχε ξεκινήσει τον Ιούλιο του 1943 με την απόβαση στη Σικελία, ήταν για τους Αμερικανικούς μια διάσπαση των δυνάμεων που δεν έπρεπε ν' αποβεί εις βάρος του κύριου στόχου.
«Οι Βρετανοί», συνεχίζει ο Ντε Γκολ, «και πρώτ' απ' όλους ο Τσόρτσιλ έβλεπαν τα πράγματα διαφορετικά. Στα μάτια τους το αμερικανικό σχέδιο προοριζόταν να χτυπήσει τον εχθρό εκεί που ήταν πιο δυνατός, να πιαστεί δηλαδή ο ταύρος από τα κέρατα. Αλλά καλύτερα θα ήταν να σημαδέψουν στα μαλακά, να χτυπήσουν το θηρίο στην κοιλιά. Κατά τους Αγγλους ήταν καλύτερα να στραφούν προς την παραδουνάβια Ευρώπη, μέσω της Ιταλίας και των Βαλκανίων. Η μεγάλη συμμαχική προσπάθεια θα συνίστατο στο να προωθηθούν από την ιταλική χερσόνησο προς την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία και πετυχαίνοντας ταυτόχρονα την επέμβαση των Τούρκων, να περάσουν κατόπιν στην Αυστρία, τη Βοημία και την Ουγγαρία.
»Καθώς ήταν φυσικό, αυτό το στρατηγικό σχέδιο συμφωνούσε με την πολιτική του Λονδίνου που απέβλεπε στην καθιέρωση της βρετανικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο και που πάνω απ' όλα φοβόταν μήπως ξαφνικά οι Ρώσοι καταφθάσουν εκεί και πάρουν τη θέση των Γερμανών».
Ετσι, από την εποχή των διασκέψεων του Καΐρου και της Τεχεράνης, στο τέλος του 1943, ο Τσόρτσιλ προσπαθούσε να πείσει τον πρόεδρο Ρούσβελτ ώστε να στραφεί υπέρ του δικού του σχεδίου, χωρίς όμως επιτυχία. Ο Ντε Γκολ χωρίς να παραγνωρίζει «τις γοητευτικές πλευρές» του αγγλικού σχεδίου δεν μπορούσε να συμφωνήσει με αυτό.
«Η Ελλάδα, χωρίς αμφιβολία, ήταν ευπρόσιτη» για μια μεγάλη απόβαση αλλά στα βόρεια «τι τεράστια εμπόδια» περίμεναν τις συμμαχικές δυνάμεις στα βουνά των Βαλκανίων... Τα αμερικανικά και τα βρετανικά στρατεύματα ήταν πιο πολύ εκπαιδευμένα για να δρουν στις πεδιάδες, με μεγάλη μηχανοκίνητη ενίσχυση, και να συντηρούνται χωρίς πολλές στερήσεις χάρη στις άριστα συγκροτημένες και τακτικές εφοδιοπομπές τους. Το ανώμαλο έδαφος της βαλκανικής χερσονήσου δεν προσφερόταν για την προέλαση των συμμαχικών στρατευμάτων σε μια περιοχή με κακό οδικό και αργό σιδηροδρομικό δίκτυο και χωρίς άνετα λιμάνια για να εξυπηρετούνται οι βάσεις τους. Αντίθετα, η Γαλλία πρόσφερε έδαφος ευνοϊκό για γρήγορες επιχειρήσεις.
Αλλά ο Τσόρτσιλ δεν παραιτείτο εύκολα από την ιδέα τους. Επανειλημμένα έθεσε το ζήτημα του Αιγαίου και της Ελλάδας προς τον Στάλιν και τον Ρούσβελτ στη διάσκεψη της Τεχεράνης (28.11-1.12.1943).
Σε μία από τις συναντήσεις αυτής της διάσκεψης ο Τσόρτσιλ γράφει σχετικά στο κλασικό βιβλίο του για το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: «... Τότε έστρεψα τη συζήτηση και πάλι προς την Τουρκία. Είχαμε συμφωνήσει να την πιέσουμε να εισέλθει στον πόλεμο κατά το τέλος του χρόνου. Αν το έκανε, οι μόνες στρατιωτικές επιχειρήσεις που θα απαιτούνταν θα ήταν η εγκατάσταση των αεροπλάνων μας στα τουρκικά αεροδρόμια της Ανατολίας και η κατάληψη της νήσου Ρόδου. Μια μεραρχία εφόδου και μερικές φρουρές θα αρκούσαν. Αφού θα κατείχαμε τη Ρόδο και τις τουρκικές αεροπορικές βάσεις θα μπορούσαμε να καταλάβουμε τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου με την άνεσή μας».
Αλλά ο Ρούσβελτ και ο Στάλιν δεν συμφωνούσαν. Σε εκείνη τη συνάντηση ο αρχηγός της ΕΣΣΔ είπε ότι η σοβιετική κυβέρνηση ενδιαφερόταν «ζωτικά» για την ημερομηνία της «επιχείρησης Οβερλορντ» ώστε να συντονιστούν οι δύο επιθέσεις στο δυτικό και το ανατολικό μέτωπο εναντίον των Γερμανών. Ενώ η συνάντηση έφτανε στο τέλος της, ο Στάλιν κοίταξε «κατά μήκος του τραπεζιού» προς τον Τσόρτσιλ και είπε: «Θα επιθυμούσα να θέσω ένα άμεσο ερώτημα προς τον πρωθυπουργό σχετικά με την επιχείρηση Οβερλορντ. Ο πρωθυπουργός και το Βρετανικό Επιτελείο πιστεύουν πραγματικά στην "επιχείρηση Οβερλορντ";».
Ο Τσόρτσιλ απάντησε κάπως αφηρημένα, τονίζοντας ότι θα ήταν σύμφωνος με την επιχείρηση εφόσον θα υπήρχαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιτυχία της. Τελικά η βρετανική ηγεσία υποχώρησε.
Η «επιχείρηση Οβερλορντ» καθόρισε έμμεσα τις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Αν είχε συμβεί διαφορετικά; Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε με ποια ανταλλάγματα θα έμπαιναν οι Τούρκοι στον πόλεμο, αν σκεφτούμε ότι τα Δωδεκάνησα ήταν τότε ιταλικές κτήσεις. Και αν τα τουρκικά στρατεύματα χρησιμοποιούνταν κατά της αξονικής Βουλγαρίας, θα μπορούσαν να εισέλθουν και στην ελληνική Θράκη; Αλλά η Ιστορία δεν γράφεται με «αν». Αυτό όμως δεν μας απαγορεύει να προσεγγίσουμε τα σχέδια και τις προθέσεις του Τσόρτσιλ, που τελικά δεν υλοποιήθηκαν.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΙΝΦΟΓΝΩΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
Στις 6 Ιουνίου 1944, τις πρωινές ώρες, άρχισε μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις των Συμμάχων που συνέβαλε αποφασιστικά στην ήττα της Γερμανίας στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: Η απόβαση στη Νορμανδία.
Η απόβαση είχε οριστεί για τις 5 Ιουνίου αλλά οι καιρικές συνθήκες ήταν κακές. Οι ειδικοί μετεωρολόγοι έδωσαν ελπίδες ότι κατά τις πρωινές ώρες της 6ης Ιουνίου θα υπήρχε μια προσωρινή καλυτέρευση του καιρού.
Και ο αμερικανός στρατηγός Αϊζενχάουερ, επικεφαλής της αποβατικής εκστρατείας, άδραξε την ευκαιρία για ν' αρχίσει μια κολοσσιαία επιχείρηση, που έφερε την κωδική ονομασία, «επιχείρηση Οβερλορντ».
Οπως αναφέρει ο βρετανός πρωθυπουργός Τσόρτσιλ, «η μεγαλύτερη αρμάδα» που είχε ξεκινήσει ποτέ από τις βρετανικές νήσους άρχισε να κινείται προς τις γαλλικές ακτές της Νορμανδίας, με τη συμπαράσταση της συμμαχικής αεροπορίας. Οι κύριες δυνάμεις των Συμμάχων αποτελούνταν από αμερικανικά και βρετανικά στρατεύματα.
Το βράδυ της 5ης προς την 6η Ιουνίου 6.697 πλοία σήκωσαν άγκυρα στα βρετανικά λιμάνια για να φέρουν σε αίσιο πέρας την «επιχείρηση Οβερλορντ». Από την πρώτη μέρα της αποβατικής επιχείρησης όλα έδειχναν να προχωρούν θετικά για τους Συμμάχους.
Η «επιχείρηση Οβερλορντ» δεν ήταν της απόλυτης αρεσκείας του Τσόρτσιλ, που έδωσε «μάχη» με τον Ρούσβελτ και τον Στάλιν για μια μεγάλη συμμαχική επιχείρηση που θα ξεκινούσε από τα Βαλκάνια και κατά πρώτο λόγο από την Ελλάδα, στην οποία καλούσε και την Τουρκία να πάρει μέρος. Στο σχέδιό του συμπεριλαμβανόταν και η κατάληψη της Ρόδου, που βέβαια τότε δεν ανήκε στην Ελλάδα. Η αποβατική επιχείρηση στη νοτιοανατολική Μεσόγειο στόχευε στη διασφάλιση των συμφερόντων της Βρετανίας σ' αυτή την περιοχή. Στις θέσεις της Βρετανίας αντιτάχτηκαν τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Σοβιετική Ενωση.
Η «επιχείρηση Οβερλορντ» καθόρισε έμμεσα την εδαφική επικράτεια της μεταπολεμικής Ελλάδας, κυρίως στην περιοχή των Δωδεκανήσων. Η συγκέντρωση σημαντικών συμμαχικών δυνάμεων για την απόβαση στη Νορμανδία απέκλεισε μια μεγάλη αποβατική επιχείρηση των Συμμάχων στην περιοχή των Βαλκανίων με πιθανή συμμετοχή της Τουρκίας, που για να εγκαταλείψει την ουδετερότητά της θα έπρεπε να κερδίσει δελεαστικά ανταλλάγματα.
Ο στρατηγός Ντε Γκολ, με τη σειρά του, αντιτάχθηκε στα σχέδια του Τσόρτσιλ και τάχθηκε υπέρ της απόβασης στη Νορμανδία. Οπως αναφέρει ο Ντε Γκολ στις αναμνήσεις του, το Σεπτέμβριο του 1943 «οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πλευρά τους, αισθάνονταν ικανές να επιχειρήσουν τη μάχη της Ευρώπης, περνώντας από το πιο κοντινό σημείο, μ' άλλα λόγια από τη Γαλλία. Να πατήσουν στη Νορμανδία κι από εκεί να προωθηθούν προς το Παρίσι, να αποβιβαστούν στην Προβηγκία και ύστερα να τραβήξουν για την κοιλάδα του Ροδανού...». Η εκστρατεία της Ιταλίας, που είχε ξεκινήσει τον Ιούλιο του 1943 με την απόβαση στη Σικελία, ήταν για τους Αμερικανικούς μια διάσπαση των δυνάμεων που δεν έπρεπε ν' αποβεί εις βάρος του κύριου στόχου.
«Οι Βρετανοί», συνεχίζει ο Ντε Γκολ, «και πρώτ' απ' όλους ο Τσόρτσιλ έβλεπαν τα πράγματα διαφορετικά. Στα μάτια τους το αμερικανικό σχέδιο προοριζόταν να χτυπήσει τον εχθρό εκεί που ήταν πιο δυνατός, να πιαστεί δηλαδή ο ταύρος από τα κέρατα. Αλλά καλύτερα θα ήταν να σημαδέψουν στα μαλακά, να χτυπήσουν το θηρίο στην κοιλιά. Κατά τους Αγγλους ήταν καλύτερα να στραφούν προς την παραδουνάβια Ευρώπη, μέσω της Ιταλίας και των Βαλκανίων. Η μεγάλη συμμαχική προσπάθεια θα συνίστατο στο να προωθηθούν από την ιταλική χερσόνησο προς την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία και πετυχαίνοντας ταυτόχρονα την επέμβαση των Τούρκων, να περάσουν κατόπιν στην Αυστρία, τη Βοημία και την Ουγγαρία.
»Καθώς ήταν φυσικό, αυτό το στρατηγικό σχέδιο συμφωνούσε με την πολιτική του Λονδίνου που απέβλεπε στην καθιέρωση της βρετανικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο και που πάνω απ' όλα φοβόταν μήπως ξαφνικά οι Ρώσοι καταφθάσουν εκεί και πάρουν τη θέση των Γερμανών».
Ετσι, από την εποχή των διασκέψεων του Καΐρου και της Τεχεράνης, στο τέλος του 1943, ο Τσόρτσιλ προσπαθούσε να πείσει τον πρόεδρο Ρούσβελτ ώστε να στραφεί υπέρ του δικού του σχεδίου, χωρίς όμως επιτυχία. Ο Ντε Γκολ χωρίς να παραγνωρίζει «τις γοητευτικές πλευρές» του αγγλικού σχεδίου δεν μπορούσε να συμφωνήσει με αυτό.
«Η Ελλάδα, χωρίς αμφιβολία, ήταν ευπρόσιτη» για μια μεγάλη απόβαση αλλά στα βόρεια «τι τεράστια εμπόδια» περίμεναν τις συμμαχικές δυνάμεις στα βουνά των Βαλκανίων... Τα αμερικανικά και τα βρετανικά στρατεύματα ήταν πιο πολύ εκπαιδευμένα για να δρουν στις πεδιάδες, με μεγάλη μηχανοκίνητη ενίσχυση, και να συντηρούνται χωρίς πολλές στερήσεις χάρη στις άριστα συγκροτημένες και τακτικές εφοδιοπομπές τους. Το ανώμαλο έδαφος της βαλκανικής χερσονήσου δεν προσφερόταν για την προέλαση των συμμαχικών στρατευμάτων σε μια περιοχή με κακό οδικό και αργό σιδηροδρομικό δίκτυο και χωρίς άνετα λιμάνια για να εξυπηρετούνται οι βάσεις τους. Αντίθετα, η Γαλλία πρόσφερε έδαφος ευνοϊκό για γρήγορες επιχειρήσεις.
Αλλά ο Τσόρτσιλ δεν παραιτείτο εύκολα από την ιδέα τους. Επανειλημμένα έθεσε το ζήτημα του Αιγαίου και της Ελλάδας προς τον Στάλιν και τον Ρούσβελτ στη διάσκεψη της Τεχεράνης (28.11-1.12.1943).
Σε μία από τις συναντήσεις αυτής της διάσκεψης ο Τσόρτσιλ γράφει σχετικά στο κλασικό βιβλίο του για το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: «... Τότε έστρεψα τη συζήτηση και πάλι προς την Τουρκία. Είχαμε συμφωνήσει να την πιέσουμε να εισέλθει στον πόλεμο κατά το τέλος του χρόνου. Αν το έκανε, οι μόνες στρατιωτικές επιχειρήσεις που θα απαιτούνταν θα ήταν η εγκατάσταση των αεροπλάνων μας στα τουρκικά αεροδρόμια της Ανατολίας και η κατάληψη της νήσου Ρόδου. Μια μεραρχία εφόδου και μερικές φρουρές θα αρκούσαν. Αφού θα κατείχαμε τη Ρόδο και τις τουρκικές αεροπορικές βάσεις θα μπορούσαμε να καταλάβουμε τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου με την άνεσή μας».
Αλλά ο Ρούσβελτ και ο Στάλιν δεν συμφωνούσαν. Σε εκείνη τη συνάντηση ο αρχηγός της ΕΣΣΔ είπε ότι η σοβιετική κυβέρνηση ενδιαφερόταν «ζωτικά» για την ημερομηνία της «επιχείρησης Οβερλορντ» ώστε να συντονιστούν οι δύο επιθέσεις στο δυτικό και το ανατολικό μέτωπο εναντίον των Γερμανών. Ενώ η συνάντηση έφτανε στο τέλος της, ο Στάλιν κοίταξε «κατά μήκος του τραπεζιού» προς τον Τσόρτσιλ και είπε: «Θα επιθυμούσα να θέσω ένα άμεσο ερώτημα προς τον πρωθυπουργό σχετικά με την επιχείρηση Οβερλορντ. Ο πρωθυπουργός και το Βρετανικό Επιτελείο πιστεύουν πραγματικά στην "επιχείρηση Οβερλορντ";».
Ο Τσόρτσιλ απάντησε κάπως αφηρημένα, τονίζοντας ότι θα ήταν σύμφωνος με την επιχείρηση εφόσον θα υπήρχαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιτυχία της. Τελικά η βρετανική ηγεσία υποχώρησε.
Η «επιχείρηση Οβερλορντ» καθόρισε έμμεσα τις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Αν είχε συμβεί διαφορετικά; Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε με ποια ανταλλάγματα θα έμπαιναν οι Τούρκοι στον πόλεμο, αν σκεφτούμε ότι τα Δωδεκάνησα ήταν τότε ιταλικές κτήσεις. Και αν τα τουρκικά στρατεύματα χρησιμοποιούνταν κατά της αξονικής Βουλγαρίας, θα μπορούσαν να εισέλθουν και στην ελληνική Θράκη; Αλλά η Ιστορία δεν γράφεται με «αν». Αυτό όμως δεν μας απαγορεύει να προσεγγίσουμε τα σχέδια και τις προθέσεις του Τσόρτσιλ, που τελικά δεν υλοποιήθηκαν.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΙΝΦΟΓΝΩΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
Δημοσίευση σχολίου