Χιλάδες κόσμου βρίσκονταν εδώ, με Αρμενικές και Λιβανέζικες σημαίες, πολλοί ντυμένοι στα μαύρα και σχεδόν όλοι φορώντας κόκκινα μαντήλια στο λαιμό και στους βραχίονες – εις ανάμνηση του αίματος που χύθηκε σε όλη τη Μικρά Ασία.
Μαζί με το πένθος για τη Μεγάλη Συμφορά, εξέφραζαν και την οργή τους προς το τουρκικό κράτος. «Δεν είναι μόνο ότι μας έκλεψαν τη χώρα μας, τα μνημεία, την ιστορία μας, και κατέσφαξαν τον πληθυσμό μας, το αρνούνται κιόλας» διαμαρτύρεται μία μεσήλικη γυναίκα. «95 χρόνια ατιμωρησίας» γράφουν τα χιλιάδες αυτοκόλλητα που βλέπεις να έχουν τοιχοκολληθεί σε όλη τη Βηρυτό και ιδίως στις ανατολικές – αμιγώς Χριστιανικές – γειτονιές της. Τεράστια μαύρα πανώ, Αρμενικές σημαίες και οι κατακόκκινες σημαίες του επαναστατικού Αρμενικού κόμματος Τασνακσουτιούν έχουν κατακλύσει τον αρμενικό τομέα της λιβανικής πρωτεύουσας, τις γειτονιές Μπορζ Χαμούντ και Μαρ Μιχαέλ.
Σημαιοστολισμοί, πένθος και οργή και στα αρμενικά χωριά της κοιλάδας Μπεκάα, το Αάνζαρ και το Χαρμέλ. Κάποτε ζούσαν 200.000 Αρμένιοι στο Λίβανο, «τα παιδιά της Γενοκτονίας», που κατέληξαν στη μοναδική περιοχή με ακραιφνή – τότε ακόμη – Χριστιανική πλειοψηφία. Παρά τα 15 χρόνια του εμφυλίου, που οδήγησαν χιλιάδες Αρμενίους να εγκαταλείψουν το Λίβανο, η κοινότητα παραμένει ακμαία στο πολύπολοκο εθνοτικό και θρησκευτικό μωσαϊκό της χώρας.
Αυτή η οργή, το μίσος που εξέφραζαν οι στριγγιές φωνές στο στάδιο, είναι που διακρίνουν τις Αρμενικές εκδηλώσεις μνήμης από εκείνες για το ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης. «Οι Γερμανοί ζήτησαν συγγνώμη και εξέφρασαν μετάνοια για τα εγκλήματα των Ναζί μέχρι να γίνουν μπλε. Οι κοινωνίες που συνεργάσθηκαν μαζί τους πέρασαν την αυτοκριτική τους. Σε μας καμμία τέτοια συγγνώμη δεν έχει έλθει. Αντίθετα, οι Τούρκοι μας προκαλούν με τη στάση της΄άρνησης, και φθάνουν μέχρι το σημείο να λένε πως εμείς τους σφάξαμε και όχι αυτοί εμάς. Πώς θα ήταν δυνατό λοιπόν να μην αισθανόμαστε μίσος και οργή;» μου λέει ο Βαρτάν, αρχηγός μιας από τις ομάδες προσκόπων που έχουν κατακλύσει το στάδιο.
Στο Χαλέπι, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας, οι Αρμένιοι αποτελούν μεγάλη κοινότητα, Πολλοί ζούσαν στην πόλη αυτή του εμπορίου από το μεσαίωνα, αλλά οι περισσότεροι έφθασαν εδώ από τις ερημιές της Συριακής ερήμου, όπου κατέληξαν τα τα καραβάνια του θανάτου. Τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί μετνάστευσαν στην ίδια την Αρμενία, άλλοι στις ΗΠΑ και τη Νότια Αμερική. Σε 50.000 - 70.000 υπολογίζονται όσοι παραμένουν στο Χαλέπι. Δίπλα στην εκκλησία των Σαράντα Μαρτύρων, την Αρμενική αρχιεπισκοπή της πόλης, Βρίσκεται το αρμενικό μουσείο. Εδώ εκτίθενται σταυροί και εικόνες από την Μάρντιν, το Ντιγάρμπακιρ, την Ούρφα, την Αντέπ, ολόκληρη τη Μικρά Ασία. «Μια ολόκληρη κουλτούρα, μια ολόκληρη χώρα στην εξορία. Αυτές είναι οι μνήμες που διασώσαμε» μου εξηγεί η ξεναγός του μουσείου. Εγγονή διασωθέντων της Γενοκτονίας, δε θέλει να ακούσει καν για την Τουρκία. Ακόμη και το γεγονός ότι ζω στην Πόλη τη δυσαρεστεί. «Την έχετε επισκεφθεί;» ρωτώ. «Όχι, και ούτε πρόκειται» απαντά.
Τη δύσκολη θέση του να είσαι ένας «αιρετικός Τούρκος», που αμφισβητείς την κρατική προπαγάνδα και πενθείς για την αρμενική τραγωδία, περιέγραψε στο εξαιρετικό βιβλίο της «Το βάθος του Αραράτ» η Ετζέ Τεμέλκουραν, μία από τις πολλά υποσχόμενες νεαρές δημοσιογράφους και συγγραφείς της Τουρκίας. Με ανθρωπιστική, ευαίσθητη ματιά γεμάτη ενσυναίσθηση, η ατρόμητη Τεμέλκουραν περιηγήθηκε την Αρμενία, αλλά και την Αρμενική διασπορά από τη Βηρυτό ως την Καλιφόρνια και από το Παρίσι ως τον Καναδά. Θέλησε να μάθει πώς βλέπουν οι Αρμένιοι τη Μεγάλη Συμφορά, πώς αισθάνονται την απώλεια της ιστορικής τους κοιτίδας στην ανατολική Μικρά Ασία και ποιο ρόλο παίζει η Γενοκτονία, ανάμεσα στις άλλες συνιστασμένες, στην οικοδόμηση της συλλογικής τους ταυτότητας.
Δεν ήταν λίγες φορές που απλά και μόνο η απάντησή της στην ερώτηση «από πού είσαι;» προκάλεσε τη φρίκη των ερωτούντων. «Και τι γυρεύεις εδώ; Σάμπως και συ Τουρκάλα δεν είσαι; Από εκείνους δεν είσαι;» Ο Τσεγκίζ Τσαντάρ, έτερος φιλελεύθερος δημοσιογράφος, μιλά για τη χαλεπή θέση των ομοϊδεατών του, που στην Τουρκία πολλοί τους θέτουν την ετικέττα του προδότη, ενώ πολλοί Αρμένιοι τους αντιμετωπίζουν ως τέρατα, υπάγοντάς τους στη γενική ετικέττα του «Τούρκου».
Οι νέοι Τούρκοι που δεν είναι δέσμιοι της προπαγάνδας του κράτους τους, πώς άραγε αισθάνονται όταν έρχονται, στο εξωτερικό, σε επαφή με Αρμενίους έτοιμους να τους χιμήξουν; «Δεν τους κατηγορώ, καταλαβαίνω πως αισθάνονται. Αλλά, από την άλλη, δε δέχομαι να μου φορτώσουν ουδεμία ενοχή για τη Γενοκτονία. Καταδικάζω τις σφαγές με τον πιο έντονο τρόπο, και κάθε φορά που βλέπω τις φωτογραφίες κλαίω. Αλλά δεν έχω καμμία ευθύνη για το τι έγινε. Γι’ αυτό φταίνε οι προπάπποι μας, και εμείς για τις σφαγές δεν μπορούμε να νιώσουμε ενοχή, αλλά μόνο ντροπή» λέει η Μπασάκ, Τουρκάλα τουρίστρια που συναντάμε αργότερα. Είχε κι αυτή τρυπώσει στο στάδιο, φροντίζοντας να κρατήσει την ταυτότητά της κρυφή.
Πολλοί και στις δύο πλευρές του «συνόρου μίσους» σημειώνουν πως στη διατήρησή του σημαντικό ρόλο παίζει η έλλειψη επαφής και επικοινωνίας με την «άλλη πλευρά». Σε αυτή την άγνοια και «δαιμονοποίηση», που βάζει όλα τα μέλη της κοινότητας των «άλλων» στο ίδιο καλάθι, αποδίδει ο συγγραφέας και αρθρογράφος Μουράτ Μπελγκέ την επίθεση που δέχθηκε από κάποιον Αρμένιο στο Εριβάν, όπου είχε παρευρεθεί πριν λίγα χρόνια για να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις μνήμης. Το αστείο της υποθέσεως είναι ότι ο Μπελγκέ αγωνίζεται εδώ και χρόνια ώστε να ανακηρυχθεί η 24η Απριλίου ημέρα μνήμης των θυμάτων του 1915 και αίτησης συγχώρεσης από τους Αρμενίους.
Οι «συνήθεις ύποπτοι», απόστρατοι αξιωματικοί, πρώην πρέσβεις και στελέχη των ακροδεξιών – φασιστικών κομμάτων, προσπάθησαν να επιτεθούν και να προπηλακίσουν τους διαδηλωτές. Ωστόσο, η τουρκική αστυνομία τους κράτησε μακριά. Κατά τη συνήθη επωδό, κατηγόρησαν τους ακτιβιστές ότι είναι προδότες και πράκτορες της δύσης. Για τη δημιουργία μάλιστα εντυπώσεων, στις 25 Απριλίου οπαδοί του Κόμματος Μεγάλης Ενότητας – που συνδυάζει τις φασιστικές με ισλαμιστικές αποχρώσεις – συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Τάξιμ και έξαψαν την αρμενική σημαία.
Ο Τζιχάν πάλι αναρωτιέται, τι ακριβώς εννοούν οι Αρμένιοι όταν εκτός της συγγνώμης ζητούν «αποκατάσταση». «Είναι χυδαίο να ζητείται χρηματική αποζημίωση για τις σφαγές, καθώς η ανθρώπινη ζωή δεν μπορεί να αποτιμηθεί χρηματικά. Αυτό που οφείλεται είναι η αναγνώρισή τους και η προώθηση της αρμενικής ιστορίας και κουλτούρας από την Τουρκία - η συντήρηση των μνημείων, η διοργάνωση εκθέσεων και η παραίτηση από τις ψευδείς θέσεις».
Όσο γίνονταν όλα αυτά, αναητούσαμε ένα ταξί για να επιστρέψουμε στο κέντρο της Βηρυτού. Στη στάση, οι οδηγοί μιλούσαν μεταξύ τους τουρκικά. Ο Τζιχάν δαγκώθηκε, σχεδόν δάκρυσε. Πρόκειται για παλιά, επαρχιώτικια τούρκικα, στην άλλοτε προφορά των Αδάνων, της Αντέπ, της Κιλίς, του Σις, του Ντιγιάρμπακιρ, γεμάτα λέξεις που δε χρησιμοποιούμε πια. Όπως οι Σεφαρδίτες της Ισπανίας, που για αιώνες μιλούσαν μία μεσαιωνική ισπανική διάλεκτο, οι Αρμένιοι που γλίτωσαν το ολοκαύτωμα στη Μικρά Ασία μιλούν ακόμη τη «γλώσσα των διωκτών». «Αυτή μιλούσαμε για αιώνες στις πόλεις και τα χωριά μας στη Δυτική Αρμενία, και μας έμεινε» μου λένε δυο γιαγιάδες στη στάση. «Από πού είστε;» ρωτά ο οδηγός. «Από την Πόλη, αλλά είμαστε Ρωμηοί» λέει ο Τζιχάν, πριν προλάβω να του απευθύνω το γνωστό πανικόβλητο βλέμμα.
Δεδομένου ότι συνήθως είναι αγύριστο κεφάλι, το ότι για μια φορά είπε ένα «λευκό ψέμμα» προς διευκόλυνσή μας μου προκαλεί ευγνομωσύνη. Όση και η υπερηφάνεια και ο θαυμασμός που αισθάνομαι για τους φιλελεύθερους διαδηλωτές που πένθησαν στην Πόλη. Θέλει τόλμη και πολύ ανθρωπισμό να αντιμετωπίσεις ένα τόσο μελανό παρελθόν και να τιμήσεις μία τέτοια επέτειο, όταν είσαι «από το στρατόπεδο των εκτελεστών», όπως τους κατηγορούν οι ακραίοι Αρμένιοι της διασποράς. Δεν μπορώ να μη σκεφθώ πως πολλοί Έλληνες θα ένιωθαν μεγάλη αποστροφή προς όποιον «βγάζει στο φως» τα ατοπήματα της πρόσφατης «δικής μας» ιστορίας, όπως οι αγριότητες που ενίοτε διέπραξε ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία ή τα αίσχη του εμφυλίου. Κάθε πλευρά, δυστυχώς, πασχίζει να κρύψει τα δικά της.
NEWSTIME
Δημοσίευση σχολίου
Click to see the code!
To insert emoticon you must added at least one space before the code.