Την έχουν αποκαλέσει προφήτη της αρχιτεκτονικής. Η Ζάχα Χαντίντ ανακαλύπτει νέα τοπία γιατί διαθέτει το βλέμμα του δημιουργού. Ξεπερνά το κοινότοπο με τρόπο μαγικό και αφήνει τη σκέψη ελεύθερη να πλανηθεί στον σύγχρονο αρχιτεκτονικό ρεαλισμό
Διαφάνεια, πρωτοποριακός σχεδιασμός, αντισυμβατικότητα και φουτουρισμός είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά του έργου τής πιο αμφιλεγόμενης και ιδιοσυγκρασιακής αρχιτεκτόνισσας των τελευταίων δεκαετιών. Ωστόσο το έργο της συνεχίζει να αμφισβητείται. Το ίδιο και η δράση της αφού για πολλά χρόνια δεν παρουσίασε παρά μόνο σχέδια, κερδίζοντας όμως βραβεία και κριτικές. Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει τις δομές της «unbuildable», δηλαδή μη οικοδομήσιμες. Ανάμεσα σε αυτές το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο Σινσινάτι, ένα αρχιτεκτονικό επίτευγμα που οι New York Times χαρακτήρισαν «το πιο σημαντικό νέο κτίριο που χτίστηκε στην Αμερική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο», το Κέντρο Επιστημών στο Βόλφσμπουργκ στη Γερμανία και το κεντρικό κτίριο των νέων εγκαταστάσεων της BMW στη Λειψία.
Σήμερα το όνομα της Χαντίντ έχει καθιερωθεί στην ελίτ της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής και τα φουτουριστικά της σχέδια έχουν αποκτήσει διεθνή φήμη. Η Χαντίντ, κόρη οικονομικού και πολιτικού παράγοντα του Ιράκ, γεννήθηκε στη Βαγδάτη το 1950. Το 1972 έφτασε στο Λονδίνο για να σπουδάσει στη ριζοσπαστική σχολή Architectural Association με καθηγητές τον Ολλανδό Ρεμ Κούλχας και τον σημαντικό Eλληνα Ηλία Ζέγγελη, με τους οποίους συνεργάστηκε μετά την αποφοίτησή της. Ο Κούλχας είχε πει για αυτήν ότι πλέον «ο πλανήτης βρίσκεται στη δική της τροχιά» διευκρινίζοντας ότι η Χαντίντ έχει φέρει τη δική της επανάσταση στην αρχιτεκτονική, με τα μοναδικά σκίτσα και σχέδιά της. Η αλήθεια είναι ότι από νωρίς η Χαντίντ έφτιαξε τη δική της πρωτόγνωρη σχεδιαστική γλώσσα. Κάτι που και σήμερα θεωρείται δυσνόητη τόσο από το κοινό όσο και από πολλούς συναδέλφους της. Η ίδια έχει πει ότι «πρέπει να ξεπεράσουμε την ιδέα των κουτιών και τις γωνίες των 90 μοιρών στην αρχιτεκτονική»....
Το πρώτο της σχέδιο αφορούσε ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο. Αφού δίδαξε κι αυτή στην Αrchitecture Association, υπήρξε καθηγήτρια σε κορυφαία πανεπιστήμια όπως το Χάρβαρντ και για χρόνια οι αμοιβές της προέρχονταν από τη διδασκαλία. Είναι η μοναδική γυναίκα αρχιτέκτονας που έχει βραβευτεί με το Βραβείο Pritzker (πρόκειται για το Νόμπελ της Αρχιτεκτονικής) από το 1979, που έχει θεσμοθετηθεί, παραμένοντας αντισυμβατική και αμιφιλεγόμενη. Οταν το κέρδισε, το 2004, δήλωσε στους New York Times: «Φοβάμαι ότι αυτό είναι ένα σημάδι ότι από δύσκολος άνθρωπος γίνομαι μέρος του κατεστημένου».
Βέβαια, αν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι το 1999 μόνον ένα από τα σχέδιά της είχε χτιστεί (ο πυροσβεστικός σταθμός της Vitra, ο οποίος χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος) εύκολα κατανοεί και τις κριτικές των έργων της που έλεγαν ότι αν και εντυπωσιακά στην όψη, δύσκολα μπορούν να οικοδομηθούν.
Ο λόρδος Τζέικομπ Ρότσιλντ, πρόεδρος της επιτροπής Pritzker, δήλωσε ότι «είναι τόσο μεγάλος ο συντηρητισμός που υπάρχει ακόμα ώστε πρέπει να ταξιδέψεις πολύ για να δεις ένα από τα έργα της». Iσως και να είναι αυτός ο σκοπός του έργου της. Eνα έργο που μοιάζει να αψηφά τη βαρύτητα, που υπηρετεί τους εικαστικούς κανόνες, που γοητεύεται από τη ρευστότητα των πολυπρισματικών σχημάτων της. Στοιχεία που κάνουν δύσκολη τη μεταφορά τους στην οικοδομική πραγματικότητα.
Πρόσφατα οι εκδόσεις Taschen παρουσίασαν το πρώτο μεγάλο τους λεύκωμα αφιερωμένο στο έργο της με τίτλο «Hadid, the complete works 1979-2009». Ανάμεσα στα έργα της ξεχωρίζουν το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο Σινσινάτι, μια εντυπωσιακή πλατφόρμα για άλματα σκι στην Αυστρία και το London Aquatics Center για τους Ολυμπιακούς του 2012. Κάτι που διακρίνει κανείς στα πρόσφατα σχέδιά της είναι το γεγονός ότι όσο αινιγματικό κι αν φαίνεται ένα κτίριο στην εξωτερική του όψη τόσο λειτουργικό παραμένει το εσωτερικό του. Κι ενώ οι αιχμηρές γωνίες φαίνεται ότι έχουν δώσει πλέον τη θέση τους σε πιο κυρτές γραμμές στα σχέδιά της, η ρευστή δυναμική που αποπνέουν τα κτίριά της αλλά και τα ελικοειδή design προϊόντα της συνοψίζουν τις αρχές της συνθετικής της ικανότητας. Μια μοναδική αρετή ενός ανθρώπου που αντιμετωπίζει τη γήινη επιφάνεια σαν ένα σεντόνι όπου πάνω του μπορείς να παίζεις για πάντα, και υποστηρίζει ότι το αδιανόητο για πολλούς μπορεί να είναι δυνατό αρκεί να το πιστεύει ο ίδιος ο δημιουργός.
Διαφάνεια, πρωτοποριακός σχεδιασμός, αντισυμβατικότητα και φουτουρισμός είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά του έργου τής πιο αμφιλεγόμενης και ιδιοσυγκρασιακής αρχιτεκτόνισσας των τελευταίων δεκαετιών. Ωστόσο το έργο της συνεχίζει να αμφισβητείται. Το ίδιο και η δράση της αφού για πολλά χρόνια δεν παρουσίασε παρά μόνο σχέδια, κερδίζοντας όμως βραβεία και κριτικές. Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει τις δομές της «unbuildable», δηλαδή μη οικοδομήσιμες. Ανάμεσα σε αυτές το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο Σινσινάτι, ένα αρχιτεκτονικό επίτευγμα που οι New York Times χαρακτήρισαν «το πιο σημαντικό νέο κτίριο που χτίστηκε στην Αμερική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο», το Κέντρο Επιστημών στο Βόλφσμπουργκ στη Γερμανία και το κεντρικό κτίριο των νέων εγκαταστάσεων της BMW στη Λειψία.
Σήμερα το όνομα της Χαντίντ έχει καθιερωθεί στην ελίτ της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής και τα φουτουριστικά της σχέδια έχουν αποκτήσει διεθνή φήμη. Η Χαντίντ, κόρη οικονομικού και πολιτικού παράγοντα του Ιράκ, γεννήθηκε στη Βαγδάτη το 1950. Το 1972 έφτασε στο Λονδίνο για να σπουδάσει στη ριζοσπαστική σχολή Architectural Association με καθηγητές τον Ολλανδό Ρεμ Κούλχας και τον σημαντικό Eλληνα Ηλία Ζέγγελη, με τους οποίους συνεργάστηκε μετά την αποφοίτησή της. Ο Κούλχας είχε πει για αυτήν ότι πλέον «ο πλανήτης βρίσκεται στη δική της τροχιά» διευκρινίζοντας ότι η Χαντίντ έχει φέρει τη δική της επανάσταση στην αρχιτεκτονική, με τα μοναδικά σκίτσα και σχέδιά της. Η αλήθεια είναι ότι από νωρίς η Χαντίντ έφτιαξε τη δική της πρωτόγνωρη σχεδιαστική γλώσσα. Κάτι που και σήμερα θεωρείται δυσνόητη τόσο από το κοινό όσο και από πολλούς συναδέλφους της. Η ίδια έχει πει ότι «πρέπει να ξεπεράσουμε την ιδέα των κουτιών και τις γωνίες των 90 μοιρών στην αρχιτεκτονική»....
Το πρώτο της σχέδιο αφορούσε ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο. Αφού δίδαξε κι αυτή στην Αrchitecture Association, υπήρξε καθηγήτρια σε κορυφαία πανεπιστήμια όπως το Χάρβαρντ και για χρόνια οι αμοιβές της προέρχονταν από τη διδασκαλία. Είναι η μοναδική γυναίκα αρχιτέκτονας που έχει βραβευτεί με το Βραβείο Pritzker (πρόκειται για το Νόμπελ της Αρχιτεκτονικής) από το 1979, που έχει θεσμοθετηθεί, παραμένοντας αντισυμβατική και αμιφιλεγόμενη. Οταν το κέρδισε, το 2004, δήλωσε στους New York Times: «Φοβάμαι ότι αυτό είναι ένα σημάδι ότι από δύσκολος άνθρωπος γίνομαι μέρος του κατεστημένου».
Βέβαια, αν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι το 1999 μόνον ένα από τα σχέδιά της είχε χτιστεί (ο πυροσβεστικός σταθμός της Vitra, ο οποίος χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος) εύκολα κατανοεί και τις κριτικές των έργων της που έλεγαν ότι αν και εντυπωσιακά στην όψη, δύσκολα μπορούν να οικοδομηθούν.
Ο λόρδος Τζέικομπ Ρότσιλντ, πρόεδρος της επιτροπής Pritzker, δήλωσε ότι «είναι τόσο μεγάλος ο συντηρητισμός που υπάρχει ακόμα ώστε πρέπει να ταξιδέψεις πολύ για να δεις ένα από τα έργα της». Iσως και να είναι αυτός ο σκοπός του έργου της. Eνα έργο που μοιάζει να αψηφά τη βαρύτητα, που υπηρετεί τους εικαστικούς κανόνες, που γοητεύεται από τη ρευστότητα των πολυπρισματικών σχημάτων της. Στοιχεία που κάνουν δύσκολη τη μεταφορά τους στην οικοδομική πραγματικότητα.
Πρόσφατα οι εκδόσεις Taschen παρουσίασαν το πρώτο μεγάλο τους λεύκωμα αφιερωμένο στο έργο της με τίτλο «Hadid, the complete works 1979-2009». Ανάμεσα στα έργα της ξεχωρίζουν το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο Σινσινάτι, μια εντυπωσιακή πλατφόρμα για άλματα σκι στην Αυστρία και το London Aquatics Center για τους Ολυμπιακούς του 2012. Κάτι που διακρίνει κανείς στα πρόσφατα σχέδιά της είναι το γεγονός ότι όσο αινιγματικό κι αν φαίνεται ένα κτίριο στην εξωτερική του όψη τόσο λειτουργικό παραμένει το εσωτερικό του. Κι ενώ οι αιχμηρές γωνίες φαίνεται ότι έχουν δώσει πλέον τη θέση τους σε πιο κυρτές γραμμές στα σχέδιά της, η ρευστή δυναμική που αποπνέουν τα κτίριά της αλλά και τα ελικοειδή design προϊόντα της συνοψίζουν τις αρχές της συνθετικής της ικανότητας. Μια μοναδική αρετή ενός ανθρώπου που αντιμετωπίζει τη γήινη επιφάνεια σαν ένα σεντόνι όπου πάνω του μπορείς να παίζεις για πάντα, και υποστηρίζει ότι το αδιανόητο για πολλούς μπορεί να είναι δυνατό αρκεί να το πιστεύει ο ίδιος ο δημιουργός.
Δημοσίευση σχολίου