Οι ελληνορωσικές σχέσεις
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στις ελληνορωσικές σχέσεις της συγκεκριμένης περιόδου. Η επίσκεψη του προέδρου Γιέλτσιν τον Ιούλιο του 1993 στην Αθήνα έγινε σε μια χρονική συγκυρία που η Ελλάδα αναζητούσε απεγνωσμένα συμμάχους στη διένεξη της με την ΠΓΔΜ. Παρόλα ταύτα, το Κρεμλίνο τήρησε πολιτική ίσων αποστάσεων έναντι Αθηνών και Σκοπίων, όπως φανερώνει η ταχύτητα με την οποία αναγνώρισε τη γειτονική χώρα με το συνταγματικό της όνομα στις 5 Αυγούστου του 1992.
Η ελληνορωσική προσέγγιση, αν και περιορισμένη σε εύρος, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο ιδεολόγημα της πανορθόδοξης ενότητας. Η λοξοδρόμηση της ελληνικής διπλωματίας προς τέτοιου είδους ανορθολογικές επιλογές ουσιαστικά απέρρεε από την αυξημένη ανασφάλεια που βίωνε η ελληνική κοινωνία στην πρώιμη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Οι διενέξεις που ξέσπασαν ανάμεσα στην Ελλάδα κα σε γειτονικές χώρες ενίσχυσαν το σύνδρομο πολιορκίας που κατατρέχει την ελληνική κοινωνία. Επιπρόσθετα, η στρατηγική διείσδυσης που υιοθέτησε η Άγκυρα στα νότια Βαλκάνια, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τροφοδότησε ένα κλίμα έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με αποτέλεσμα η Αθήνα να επιδιώξει τη δημιουργία ενός εξισορροπητικού άξονα Αθήνας-Βελιγραδίου-Μόσχας. Κατά αυτόν τον τρόπο, η ελληνική πολιτική ελίτ εγκλωβίστηκε σε μία φιλοσερβική πολιτική, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990, που τελικά τις απέφερε αμφίβολα οφέλη και περιθωριοποίησε τη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η κυβέρνηση Σημίτη δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περαιτέρω βελτίωση των ελληνορωσικών σχέσεων, με μοναδική ίσως εξαίρεση τον τομέα της ενέργειας.[18]
Η δεύτερη περίοδος της ρωσικής βαλκανικής πολιτικής
Η άνοδος στην εξουσία του Βλαντιμίρ Πούτιν οδήγησε σταδιακά στην επανοριοθέτηση της ρωσική βαλκανικής πολιτικής. Ο νέος πρόεδρος αντιλήφθηκε εξαρχής τις δομικές αδυναμίες της ρωσικής διπλωματίας που έπασχε από ανεπάρκεια πόρων και έλλειψη ξεκάθαρων στόχων. Η δεινή οικονομική κατάσταση που είχε περιέλθει η χώρα αναζωπύρωσε τις πολιτικές αντιπαραθέσεις στο ρωσικό πολιτικό σύστημα. Ταυτόχρονα, το Κρεμλίνο επικέντρωσε την προσοχή του στον Βόρειο Καύκασο μετά την εισβολή Τσετσένων Ισλαμιστών στο γειτονικό Ντεγκεστάν το καλοκαίρι του 1999. Η είσοδος ομοσπονδιακών στρατευμάτων στην Τσετσενία τον Ιανουάριο του 2000 έθεσε ξανά την αποσχισμένη δημοκρατία υπό τον έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης. Την περίοδο 2000-2002, επίσης, με αφορμή φήμες περί παρουσίας Τσετσένων ανταρτών στο φαράγγι του Πανκίσι στη βόρεια Γεωργία, σημειώθηκε ραγδαία επιδείνωση των ρωσογεωργιανών σχέσεων. Ο Βόρειος Καύκασος, που συνιστά το μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας, άρχισε να μονοπωλεί το ενδιαφέρον του νέου ένοικου του Κρεμλίνου.[19] Εν κατακλείδι, η περιοχή των Βαλκανίων δεν ήταν αρχικά ψηλά στις προτεραιότητες του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Το ζήτημα του Κοσόβου
Η αποχώρηση των ρωσικών ειρηνευτικών δυνάμεων από τη Βοσνία τον Ιούνιο του 2003 και από το Κόσοβο ένα μήνα αργότερα φανέρωσε την αδυναμία του Κρεμλίνου να διατηρήσει έστω μία συμβολική στρατιωτική παρουσία στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Εντούτοις, η Ρωσία παρέμεινε σημαίνον μέλος της Ομάδας Επαφής για τη διευθέτηση του καθεστώτος του Κοσόβου.[20] Η κυβέρνηση Πούτιν ουσιαστικά αυτοαναγορεύτηκε σε υπερασπιστή της διεθνούς έννομης τάξης και υποστήριξε με θέρμη την εδαφική ακεραιότητα της Σερβίας. Τον Νοέμβριο του 2005, ως μέλος της Ομάδας Επαφής, η Ρωσία συναίνεσε σε ορισμένες κατευθυντήριες αρχές για την επίλυση του κοσοβάρικου ζητήματος, που περιλάμβαναν και τη δέσμευση ότι η περιοχή δεν θα επιστρέψει στην προγενέστερη κατάσταση (status quo ante) και δεν θα διαμελιστεί μεταξύ Αλβανών και Σέρβων. Επίσης, η Ομάδα Επαφής εξέφρασε την αντίθεση της σε μονομερείς ενέργειες για την επίλυση του προβλήματος. Με άλλα λόγια, η Μόσχα αναγνώρισε με έμμεσο τρόπο τα τετελεσμένα που δημιούργησε η Νατοϊκή επέμβαση το 1999 με την προϋπόθεση ότι η συναίνεση του Βελιγραδίου είναι απαραίτητη για τη διευθέτηση του τελικού καθεστώτος του Κοσόβου.
Η έναρξη των διαπραγματεύσεων για την οριστική επίλυση του προβλήματος του Κοσόβου, τον Φεβρουάριο του 2006, συμπίπτει χρονικά με μία περίοδο έντασης στις αμερικανορωσικές σχέσεις. Τα τραγικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 δημιούργησαν αρχικά τις προϋποθέσεις για μία νέα αμερικανoρωσική προσέγγιση γύρω από το ζήτημα της ισλαμικής τρομοκρατίας. Η αμερικανική διείσδυση στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, με αφορμή τον λεγόμενο πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία, όμως προκάλεσε τριβές μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον.
Η δημιουργία αμερικανικών βάσεων στο Ουζμπεκιστάν και το Κιργιστάν φάνηκε προς στιγμή να παγιώνει την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στον πρώην σοβιετικό Νότο και να υπονομεύει τη ρωσική επιρροή στην περιοχή. Παράλληλα, η ένταξη πρώην κομμουνιστικών χωρών στο ΝΑΤΟ το 1999 και το 2004 (σε συνδυασμό με την εγκαθίδρυση φιλοαμερικανικών καθεστώτων στην Ουκρανία και τη Γεωργία) έγινε κατανοητή από τη Μόσχα ως μια προσπάθεια περικύκλωσης της Ρωσίας από φιλοαμερικανικά κράτη. Δεν είναι τυχαίο, ότι το νέο στρατιωτικού δόγμα που υιοθέτησε η κυβέρνηση Πούτιν το 2000 κάνει ρητή αναφορά στην απειλή της Νατοϊκής διείσδυσης στην πρώην ΕΣΣΔ.[21] Μετά το 2005, λοιπόν, το Κρεμλίνο συνέδεσε το ζήτημα του Κοσόβου με τις προτεραιότητες της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, που δεν είναι άλλες από την ενίσχυση της πολυπολικότητας και η διατήρηση της ρωσικής επιρροής στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η περίφημη ομιλία του Πούτιν στη Διάσκεψη του Μονάχου, τον Οκτώβριο του 2007, κατέστησε σαφείς τις ρωσικές προθέσεις αναφορικά με τη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας. Για τη ρωσική πλευρά, οι μονομερείς ανθρωπιστικές επεμβάσεις τύπου Κοσόβου θέτουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα στην Ευρώπη και αποτελούν μόνο το πρόσχημα για τη διείσδυση των ΗΠΑ στην περιοχή.
Μετά την απόρριψη του Σχεδίου Αχτισάρι από τη σερβική πλευρά το 2007 ήταν πλέον φανερό ότι η Ουάσινγκτον προσανατολιζόταν προς τη μονομερή αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου. Παρόλα ταύτα, η Μόσχα συνέχιζε να υποστηρίζει την εδαφική ακεραιότητα της Σερβίας κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον, η ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου παραβιάζει τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, άρα κατά επέκταση θέτει εν αμφιβόλω την αρχή του απαραβίαστου των συνόρων στην Ευρώπη, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη ρωσική ασφάλεια. Δεύτερον, η περίπτωση του Κοσόβου δεν είναι μοναδική, όπως διατείνονται πολλές Δυτικές κυβερνήσεις, αλλά συνιστά για τη Μόσχα μόνο την απαρχή γενικότερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων που πιθανόν να προβούν επιζήμιες για τα ρωσικά συμφέροντα.
Από την άλλη, η διπλωματική αναγνώριση του Κοσόβου από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους το Φεβρουάριο του 2008 δημιούργησε νέες ευκαιρίες για τη ρωσική διπλωματία, που επιδιώκει συστηματικά την επανένταξη των ανεξάρτητων δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας στη ρωσική σφαίρα επιρροής. Η ρωσική επέμβαση στη Νότια Οσσετία τον Αύγουστο του 2008 και η συνακόλουθη διπλωματική αναγνώριση της νότιο-οσσετικής και αμπχαζικής ανεξαρτησίας ήρθαν να επιβεβαιώσουν με δραματικό τρόπο τις προειδοποιήσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν για μια πιθανή διασύνδεση της περίπτωσης του Κοσόβου με εκείνων των αποσχισμένων δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας.[22]
Η ενεργειακή διπλωματία της Μόσχας στα Βαλκάνια
Ο έλεγχος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου αποτελεί πλέον έναν από τους σημαντικότερους συντελεστές ισχύος στο εξελισσόμενο διεθνές σύστημα· η άντληση και εξαγωγή μεγάλων ποσοτήτων υδρογονανθράκων μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην ανακατανομή ισχύος ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Ταυτόχρονα, ένα σκληρό γεωπολιτικό «πόκερ» παίζεται πολλά χρόνια μεταξύ πετρελαιοεξαγωγικών και καταναλωτριών χωρών για την τιμή του «μαύρου χρυσού», με απρόβλεπτες πολιτικές και οικονομικές συνέπειες. Η Ρωσία διαδραματίζει αναπόφευκτα κεντρικό ρόλο στις ενεργειακές εξελίξεις. Τα αποθέματα της χώρας σε πετρέλαιο φτάνουν τα 80 δις βαρέλια, ενώ εκείνα του φυσικού αερίου πλησιάζουν τα 48 τρις κυβικά μέτρα.[23] Επιπλέον, ένα μεγάλο κομμάτι της ρωσικής επικράτειας παραμένει ανεξερεύνητο λόγω των δύσκολων κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα.
Η κυβέρνηση Πούτιν επιδίωξε εξαρχής την αξιοποίηση των ρωσικών ενεργειακών αποθεμάτων για την προώθηση και προστασία των εθνικών συμφερόντων στο εξωτερικό. Μετά τη μετωπική σύγκρουση την περίοδο 2000-2003 με τους περίφημους Ολιγάρχες, οι οποίοι νέμονταν τον πετρελαϊκό πλούτο της χώρας, το Κρεμλίνο επαναχάραξε την ενεργειακή του στρατηγική. Ρωσικοί κολοσσοί όπως η Gazprom και η Lukoil ενθαρρύνθηκαν ανοικτά να επενδύσουν στις βαλκανικές ενεργειακές αγορές προκειμένου να ισχυροποιηθεί ο ρόλος της Μόσχας στην περιοχή.[24] Εντούτοις, η αμερικανική διείσδυση στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας ανέτρεψε άρδην τους υφιστάμενους συσχετισμούς ισχύος εις βάρος της ρωσικής πλευράς. Η Πορτοκαλί Επανάσταση στην Ουκρανία το 2005 και η συνεπακόλουθη εκλογή του φιλοδυτικού Βίκτωρ Γιουσένκο στη θέση του προέδρου δημιούργησαν τριγμούς στις ουκρανορωσικές σχέσεις, που χαρακτηρίζονται έκτοτε από μία αμοιβαία καχυποψία. Η ένταση που επικρατεί ανάμεσα στις δύο χώρες αναφορικά με την τιμή πώλησης του ρωσικού φυσικού αερίου, τα διαμετακομιστικά τέλη και το ουκρανικό χρέος, θέτει συνεχώς σε κίνδυνο τις ρωσικές εξαγωγές προς τις ευρωπαϊκές αγορές μέσω του ουκρανικού δικτύου.[25] Η γεωγραφική πραγματικότητα αναγκάζει λοιπόν τη Μόσχα να στραφεί προς τη Βαλκανική Χερσόνησο. Η περιοχή ουσιαστικά συνιστά μία χερσαία γέφυρα μεταξύ των καταναλώτριων χωρών της Δυτικής/Κεντρικής Ευρώπης και των ενεργοφόρων περιοχών της πρώην ΕΣΣΔ.
Τον Ιούνιο του 2007 Κρεμλίνο ανακοίνωσε την πρόθεση κατασκευής ενός υποθαλάσσιου αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από τη νότια Ρωσία μέχρι τις ακτές της Βουλγαρίας. Ο αγωγός South Stream θα έχει σύμφωνα με τους ρωσικούς σχεδιασμούς δύο παρακλάδια: ένα μέσω Ελλάδας που θα καταλήγει στην Ιταλία και ένα μέσω Σερβίας που θα καταλήγει πιθανότατα στην Αυστρία. Κατά αυτόν τον τρόπο, η Μόσχα θα μπορέσει να παρακάμψει το ουκρανικό έδαφος και να συνδεθεί απευθείας με τις βαλκανικές χώρες και από εκεί με την Κεντρική Ευρώπη.
Η Μόσχα επίσης επανέφερε στο προσκήνιο την ιδέα κατασκευής ενός ελληνοβουλγαρικού αγωγού που θα μεταφέρει ρωσικό πετρέλαιο και θα παρακάμπτει τα Στενά του Βοσπόρου. Η υπογραφή της συμφωνίας για την κατασκευή του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης τον Μάρτιο του 2007 ήρθε να επιβεβαιώσει την πρόθεση της Μόσχας να καταστήσει την Ελλάδα σημαντικό κόμβο για τη διοχέτευση του ρωσικού «μαύρου χρυσού» στην ευρωπαϊκή αγορά. Η επιμονή της Μόσχας να αποκτήσουν οι ρωσικές εταιρείες το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της κοινοπραξίας, που θα διαχειρίζεται τον αγωγό, ερμηνεύεται ως μια προσπάθεια να διασφαλιστεί η χρήση του αποκλειστικά για τη μεταφορά του ρωσικού πετρελαίου.
Η συνεργασία στον ενεργειακό τομέα έχει μία σχεδόν ανεξάντλητη δυναμική που ενδέχεται να επηρεάσει καθοριστικά τη διαμόρφωση των διακρατικών σχέσεων στην περιοχή. Η πρόσφατη προσέγγιση που παρατηρείται μεταξύ Αθήνας και Μόσχας, για παράδειγμα, οφείλεται κυρίως στη σύγκλιση των ενεργειακών τους συμφερόντων. Η προοπτική κατασκευής των αγωγών Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και South Stream έχει ενθαρρύνει και τη διμερή συνεργασία στον αμυντικό τομέα, όπως καταδεικνύει η αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.[26]
Συμπεράσματα
Με αφετηρία τη μετασοβιετική Μολδαβία, η Μόσχα επέδειξε αυξημένο ενδιαφέρον για τις εθνοτικές συγκρούσεις που ξέσπασαν στα Βαλκάνια. Η ρωσική βαλκανική πολιτική κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ήταν καθαρά σερβοκεντρική. Ως εκ τούτου, η ρωσική διπλωματία δεν εκδήλωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη των σχέσεων με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Αλβανία και την Ελλάδα. Ωστόσο, η σύμπλευση ρωσικών και σερβικών συμφερόντων στις εθνοτικές συγκρούσεις της πρώην Γιουγκοσλαβίας κρίνεται συγκυριακή· η Μόσχα χρησιμοποίησε την ειδική σχέση που ανέπτυξε με το Βελιγράδι για να εξισορροπήσει την αμερικανική επιρροή στα Βαλκάνια και να αποσπάσει πολιτικά και οικονομικά ανταλλάγματα.
Η ρωσική βαλκανική πολιτική την περίοδο 2000-2008 επικεντρώθηκε στο Κοσοβαρικό που εξελίχθηκε σε μείζον περιφερειακό ζήτημα. Η Μόσχα έχει εναντιωθεί στην ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου, αλλά δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει τη συγκεκριμένη περίπτωση για να δικαιολογήσει την επέμβαση της στη Νότια Οσσετία τον Αύγουστο του 2008. Παράλληλα, η Μόσχα επιδιώκει συστηματικά να αξιοποιήσει τα τεράστια αποθέματα υδρογονανθράκων που βρίσκονται στην επικράτεια της για να επανακάμψει πολιτικά στα Βαλκάνια.
Συμπερασματικά, η ρωσική εξωτερική πολιτική στα μετακομμουνιστικά Βαλκάνια χαρακτηρίζεται συνολικά από έλλειψη μακροχρόνιου σχεδιασμού και ευκρίνεια στόχων. Η Μόσχα αντιμετωπίζει τα Βαλκάνια ως ένα ενδιάμεσο χώρο μεταξύ της Δύσης και της πρώην ΕΣΣΔ, όπου διακυβεύεται το κύρος της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης. Εντούτοις, η ενσωμάτωση των περισσοτέρων βαλκανικών χωρών στις ευρωατλαντικές δομές στερεί πλέον από το Κρεμλίνο τη δυνατότητα καθοριστικής παρέμβασης στο βαλκανικό γίγνεσθαι.
Μάνος ΚαραγιάννηςΕπίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
1. Στην ανάλυση που ακολουθεί ο όρος Βαλκάνια νοείται ως ο χώρος που περιλαμβάνει την Ελλάδα, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την πρώην Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία. Η Τουρκία, αν και είναι αναπόσπαστο κομμάτι της περιοχής, θα εξαιρεθεί χάριν οικονομίας χώρου.
2. Βλέπε για παράδειγμα F. Stephen Larrabee ,«Washington, Moscow and the Balkans: Strategic Retreat or Reengagement?», στο F. Stephen Larrabee, The Volatile Powder King: Balkan Security after the Cold War, Washington, DC, American University Press, 1994. John Norris Collision Course: NATO, Russia and Kosovo, London, Praeger, 2005. Mark Smith, Kosovo’s Status: Russian Policy on Unrecognised States, Watchfield, Conflict Studies Research Center, 2006. Johanna Deimel, «Back to the Future: Russia’s Balkan Policy», στο Jahanna Deimel ‒ Wim van Meurs (επιμ.), The Balkan Prism: A Retrospective by Policy-Makers and Analysts, Munchen, Otto Sagner, 2007.
3. Βλ. π.χ. Γιώργος Καπόπουλος, «Ρωσία και Βαλκάνια: Μύθοι και Πραγματικότητα», στο Θάνος Ντόκος ‒ Φίλιππος Πιέρρος, Τα Βαλκάνια μετά τον Πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο, Αθήνα, Σιδέρης, 2000, σσ. 177-181.
4. Βλ. P. G. H Holdich , «A Policy of Percentages? British Policy and the Balkans after the Moscow Conference of October 1944», The International History Review (February 1987).
5. Βλ. Peter Stavrakis, Moscow and Greek Communism, 1944-1949, Ithaca, NY: Cornell University Press, 1989.
6. Για μία ενδελεχή ανάλυση της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια βλ. Χαράλαμπος Τσαρδανίδης, «Η Πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης στα Βαλκάνια», στο Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης ‒ Στέλιος Αλειφαντής, Τα Βαλκάνια στο Σταυροδρόμι των Εξελίξεων, Αθήνα, Εκδόσεις Ροές, 1988.
7. Θάνος Βερέμης, Βαλκάνια: Από το Διπολισμό στη Νέα Εποχή, Αθήνα, Εκδόσεις Γνώση, 1994, σσ. 642.
8. Βερέμης, ό.π., σ. 363
9. Για τις δύο σχολές σκέψεις στη ρωσική εξωτερική πολιτική στις αρχές της δεκαετίας του 1990 βλ. Shireen Hunter, The Transcaucasus in Transition: Nation-Building and Conflict, Washington, DC: The Centre for Strategic and International Studies, 1994, σσ. 146-157.
10. Για τον τρόπο με τον οποίο ο δημόσιος διάλογος για τη ρωσική κουλτούρα επηρεάζει την εξωτερική πολιτική της χώρας βλέπε Lo Bobo, Russian Foreign Policy in the Post-Soviet Era, London, PalgraveMacmillan, 2002, σσ. 14-15.
11. Βλ. International Institute for Security Studies, Military Balance 2008, London, IISS, 2008.
12. Anneli Gabanyi, «Moldova – A Test Case in EU-Russian Relations», στο J. Deimel ‒ W. V. Meurs (επιμ.), The Balkan Prism: A Retrospective by Policy-Makers and Analysts, Munchen, Otto Sagner, 2007, σ. 501
13. Βλ. Radio Rossii, February 16, 1994 στο FBIS-SOV, February 17, 1994.
14. Norris, ό.π. (σημ. 1), σ. 33.
15. Christopher Cviic, Remaking the Balkans, London, The Royal Institute of International Affairs, 1995, σσ. 97-98
16. Βλ. Michael Gordon, «Russia is Seeking More Western Aid for Financial Ills», New York Times, 27 November 1997.
17. Για τη Νατοϊκή επιχειρηματολογία αναφορικά με την επέμβαση στο Κόσοβο βλ. Ken Booth (επιμ.), The Kosovo Tragedy: The Human Rights Dimension, London, Frank Cass, 2001, σ. 158.
18. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 1997 ο Κώστας Σημίτης μαζί με την Υπουργό Ανάπτυξης Βάσω Παπανδρέου συνάντησαν στην Αθήνα το Ρώσο Υπουργό Ενέργειας P. Rodionov και το πρόεδρο της Gazprom R. Vyakhirev.
19. Για τη ρωσική πολιτική στον Καύκασο βλ. Pavel Baev, «Russia’s Policies in the Southern Caucasus and the Caspian Area», Europea Security, 10/2 (2001).
20.Τα υπόλοιπα μέλη της Ομάδας Επαφής ήταν οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία.
21. Rossiskaya gazeta, 21 Απριλίου 2000.
25. Για τη γεωπολιτική του φυσικού αερίου βλ. Stephen Glain, «The Great Gas Game», Newsweek, Δεκέμβριος 2006.
26. Γιώργος Τσακίρης, «Εξοπλισμοί από τη Ρωσία», Ελευθεροτυπία, 7.12.2006.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου