GuidePedia

0

Τα μέτωπα είναι πολλά και ανοιχτά και οι προκλήσεις, περισσότερο από ποτέ ορατές, για τη διεθνή ασφάλεια, καθώς και την ίδια την ελληνική εξωτερική- αμυντική πολιτική, αλλά και την εθνική στρατηγική

Δημοσθένης Γκαβέας

Οι διεθνείς εξελίξεις ήταν διαρκείς και έντονες μέχρι και την εκπνοή του 2018 και αναποφεύκτα θα καθορίσουν την ένταση και τη βαρύτητα των εξελίξεων που θα ακολουθήσουν το 2019. Τίποτα δεν είναι αποσπασματικό και κάθε τι που συμβαίνει στον πλανήτη αφορά και επηρεάζει και την πατρίδας μας.

Τα μέτωπα είναι πολλά και ανοιχτά και οι προκλήσεις, περισσότερο από ποτέ ορατές, για τη διεθνή ασφάλεια, καθώς και την ίδια την ελληνική εξωτερική- αμυντική πολιτική, αλλά και την εθνική στρατηγική.

Η HuffPost Greece με τη βοήθεια του Δρ. Νικόλαου Παπαναστασόπουλου, μεταδιδακτορικού συνεργάτη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ), όπου είναι επικεφαλής της ομάδας της Αμερικανικής Πολιτικής και βοηθός επικεφαλής της ομάδας Διαχείρισης Κρίσεων, προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τη σύγχρονη διεθνή και διακρατική πραγματικότητα και να καταλάβει, όσο αυτό είναι εφικτό τις κινήσεις στη «μεγάλη σκακιέρα».

Ας ξεκινήσουμε με τις τελευταίες εξελίξεις στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή. Στο δικό σας πρίσμα πως μπορούμε να ερμηνεύσουμε την απόφαση του Τραμπ για απαγκίστρωση του έστω και μικρού αριθμού αμερικανικών στρατευμάτων; Τι σηματοδοτεί για τις γεωπολιτικές, γεωστρατηγικές και γεωοικονομικές εξελίξεις στην Ευρασία;

Η απόφαση Τραμπ δεν είναι κάτι που έπεσε κεραυνός εν αιθρία, σε αντίθεση με τους - για άλλη μια φορά- πολύπαθους Κούρδους. Η αποκρυπτογράφηση του ‘λειτουργικού κώδικα’ του Τραμπ που ήδη έχει γίνει στο ΙΔΙΣ, καταδεικνύει τον ορθολογισμό που χαρακτηρίζει τον Αμερικανό πρόεδρο από τη μια και από την άλλη την πλουραλιστική διαπάλη, εντός των ιθυνόντων, στους κόλπους της αμερικανικής διοίκησης. Σε αυτό το πλαίσιο, είτε για λόγους εσωτερικής πολιτικής και των σχέσεων του με τη Ρωσία, πράγμα που θα σηκώσει πολλή σκόνη την επόμενη περίοδο από τους Δημοκρατικούς και κυρίως του κινδύνου που λέγεται Κίνα, ο Τραμπ βρίσκεται σε συνδιαλλαγή με τους Ρώσους. Σκόπιμα λοιπόν τους αφήνει το πεδίο στα όποια μέτωπα επιθυμεί η Ρωσία να έχει ουσιαστικό ρόλο, καθώς ο υπαρκτός κίνδυνος λέγεται Κίνα. Αν μου επιτραπεί μια μεταφορά, θεωρώ ότι ο Τραμπ έχει επιλέξει μια νέου τύπου ‘τριγωνική διπλωματία’, όπου αυτός που στοχοποιείται τώρα είναι η Κίνα. Ή για να το πω διαφορετικά, επιδιώκει να μην απομονωθεί από ένα ενδεχόμενο αντιαμερικανικού μετώπου, μέσα από μια οιονεί στρατηγική συνεργασία, μεταξύ Ρωσίας και Κίνας και Ιράν, που θα είχε άδηλες συνέπειες για τις ΗΠΑ.

Πάντα στη στρατηγική αυτό που μαθαίναμε για την Ευρασία αφορούσε τον κίνδυνο που σηματοδοτεί για τις ΗΠΑ ο έλεγχος της Ευρασίας από μια άλλη δύναμη. Από τη στιγμή που ζούμε σε έναν πολυπολικό κόσμο, όπου οι ΗΠΑ είναι η κυρίαρχη δύναμη, αυτό που φοβούνται είναι η σύμπτυξη ενός συνεταιρικού έλεγχου της Ευρασίας από τους αντιπάλους της και προς τούτο η Αμερική δημιουργεί έναν αντίθετο, εντός ή εκτός εισαγωγικών άξονα, ορίζοντας έναν στρατηγικό ‘μαγεμένο κύκλο’, μέσες άκρες, από την την παλαιά επικράτεια του Ιράκ έως και τις χώρες του Αραβικού Κόλπου. Η ενεργειακή αυτάρκεια των ΗΠΑ, σε συγκεκριμένες πηγές, επιτρέπει την όποια ευελιξία ή αυτή τη φαινομενική στρατηγική παραδοξότητα.

Αυτή για μένα είναι η γεωπολιτική ανάγνωση της απόφασης Τραμπ. Η καθαρά πολιτική μένει να ιδωθεί ή να επιβεβαιωθεί, μέσα από την πολεμική που θα αναπτύξουν οι Δημοκρατικοί την επόμενη περίοδο.

Όσον αφορά στην Τουρκία και τα οφέλη που φαίνεται να αποκομίζει από την πρόσφατη απόφαση του Τραμπ, μπορούμε να τα δούμε στη συνέχεια της συζήτησής μας. Πάντως προεξαγγελτικά, για τη θέση της Τουρκίας, η ανάγνωση που κάνει ο Ερντογάν για τους φόβους των ΗΠΑ επιτρέπει τα χοροπηδήματα με Ρωσία και Ιράν.

Με την Ουκρανία και τις σχέσεις Ρωσίας και Δύσης ποιες είναι οι εκτιμήσεις σας; Έχουμε μπει σε ένα μεταψυχροπολεμικό σκηνικό με άδηλες εξελίξεις ή θεωρείτε ότι πρόκειται για ένα σκηνοθετημένο σκηνικό από όλες τις πλευρές, καθώς το διακύβευμα είναι άλλο;

Η περίπτωση της Ουκρανίας κατευθείαν μου φέρνει στη μνήμη το πολύ σημαντικό βιβλίο του Zbigniew Brzezinski «Η μεγάλη σκακιέρα». Σε αυτό, ο συγκεκριμένος στοχαστής έθεσε το πλαίσιο της πολιτικής των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία, όσον αφορά στην Ουκρανία. Ωστόσο, αντίθετα από αυτά, που έλεγε ο Brzezinski, ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκαν την Ουκρανία, την ‘τσίμπλα στο μάτι της Ρωσίας’ (για να θυμηθούμε αντίστοιχη φράση του Περικλή για την Αίγινα την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου), προκάλεσε την αντίδραση της Ρωσίας που θεωρεί την Ουκρανία ζωτικό της πεδίο. Και προς τούτο η Ρωσία το πάει μέχρι τέλους, επιδιώκοντας τον στραγγαλισμό της Ουκρανίας, αλλά και τον έλεγχο ενός μέρους της Ουκρανικής επικράτειας. Από την άλλη, η πολιτική της Δύσης (και δη των ΗΠΑ), ερμηνεύεται σαφώς, υπό το πρίσμα που ανέφερα προηγουμένως, καθώς δεν δείχνει να θέλει να αντιπαρατεθεί απέναντι στη Ρωσία με γενεσιουργό αιτία την Ουκρανία. Αυτό σαφώς πλήττει την αξιοπιστία του ευρωατλαντικού άξονα, ως προς το αποτρεπτικό πλέγμα ανάσχεσης της ρωσικής απειλής, αλλά, όπως είπα, τα διακυβεύματα για τις ΗΠΑ είναι στρατηγικά υπέρτερα και επέκεινα της Ουκρανίας.

Και αν ξεφύγουμε από την Ευρασία και πάμε στα Ευρασιατικά Βαλκάνια, πως πιστεύετε ότι θα εξελιχθούν τα πράγματα στην περιοχή και ποιες ταλαντώσεις έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική εξωτερική πολιτική;

Η ελληνική εξωτερική πολιτική, επί ΣΥΡΙΖΑ, απέκτησε έναν πραγματισμό ή καλύτερα μετάφερε τον πραγματισμό της προσαρμογής στα μνημόνια, ως πραγματισμό στις σταθερές προκείμενες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και του στρατηγικού μας προσανατολισμού. Η πρόσδεση, περισσότερο από ποτέ, στο άρμα των ΗΠΑ, αποτέλεσε το αδήριτο κέλυφος για τις επιδιώξεις της χώρας, αφενός απέναντι στις πιέσεις της Γερμανίας και αφετέρου στην πρόταξη της χώρας, ως νησίδας σταθερότητας στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, ο παθολογικός έρωτας με τις ΗΠΑ, που πρώτα ήταν μίσος (και έτσι γίνεται στις ερωτικές σχέσεις) για τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, μένει να αποδειχθεί τι αντικειμενικά οφέλη φέρνει για την ελληνική πλευρά.

Αναντίρρητα, η πυξίδα στην οποία κατευθύνεται στρατηγικά στην εξωτερική μας πολιτική η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι σωστή, ωστόσο, φοβάμαι ότι η συμφωνία με τα Σκόπια έγινε με γαλαντόμους όρους προς την άλλη πλευρά. Και ευτυχώς που και η ανάλογη προσπάθεια για συμφωνία με την Αλβανία, κόλλησε. Θα ήταν αφελές να συνεχίσουμε μια τέτοια προσπάθεια, όταν η γειτονική χώρα δείχνει μια τέτοια εμπάθεια απέναντι στη δική μας. Η Αλβανία θέλει να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δείχνει να εχθρεύεταιμια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τόνισα να εχθρεύεται και όχι να έχει απλώς ζητήματα που θέλει να επιλύσει.

Όσον αφορά στα Σκόπια, είναι άλλης τάξης η ανάγκη για μια συμφωνία, ως ανάχωμα στον στρατηγικό προσηλυτισμό που επιχειρεί η Τουρκία στα Βαλκάνια και άλλο να υπογράφεις κάτι που θα σταθεί θνησιγενές, ως προς την επίτευξη των εθνικών σου στόχων. Η γειτονική χώρα των Σκοπίων οφείλει να κατανοήσει ότι η Ελλάδα είναι γείτονας και φυσικός της φίλος και όχι οι όποιοι επιτήδειοι εκμεταλλευτές. Φυσικά στη συνάρτηση αυτή φρόνιμο είναι να μην αμελήσουμε να επισημάνουμε τον ρόλο της Γερμανίας (έρχεται και η κ. Μέρκελ για να τονίσει τα γερμανικά συμφέροντα για την επίτευξη της συμφωνίας). Η ανάγνωση της σχέσης ΗΠΑ-Γερμανίας, με όρους στρατηγικού συμφέροντος και όχι μικροπολιτικού στρατηγήματος, είναι κάτι προς το οποίο οι κύριοι Τσίπρας και Μητσοτάκης οφείλουν να κατευθυνθούν. Αλλά και πάλι φοβάμαι ότι οι εθνικές εκλογές θα καταστήσουν κάτι τέτοιο ατελέσφορο, καθώς είναι ίδιον του ελληνικού πολιτικού συστήματος οι λεονταρισμοί εντός έδρας και ο κουτσαβακισμός εκτός έδρας.

Κατεξοχήν, η ευρωατλαντική προοπτική για τα Ευρασιατικά Βαλκάνια είναι μονόδρομος. Αρκεί βέβαια να μιλάμε ακόμα για Ευρωπαϊκή Ένωση και αργότερα για ισχυρό ΝΑΤΟ.

Να σας μεταφέρω από τα Βαλκάνια στη Μέση Ανατολή και στο Παλαιστινιακό. Μεταξύ άλλων φαίνεται ότι η αναγνώριση από πλευράς των ΗΠΑ της Ιερουσαλήμ για πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ να μην έχει προκαλέσει τόσες αντιδράσεις. Θεωρείτε ότι εντάσσεται ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου που έχουν εκπονήσει οι ΗΠΑ για την περιοχή;

Σαφέστατα οι ΗΠΑ είναι αποφασισμένες σε πιο ριζικές λύσεις διευθέτησης του ακανθώδους αυτού ζητήματος. Ήδη η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ, όπως είπατε, δείχνει την κατεύθυνση που έχουν επιλέξει ή ωθούν οι ΗΠΑ. Όπως πληροφορούμαστε από την έγκυρη Καθημερινή: ‘σύμφωνα με δηλώσεις (της μέχρι πρότινος) πρεσβευτή των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Ν. Χέιλι, η κυβέρνηση Τραμπ δεν αναγνωρίζει στα πέντε εκατομμύρια των Παλαιστινίων που ζουν σε προσφυγικούς καταυλισμούς –στη Γάζα, στη Δυτική Όχθη, στον Λίβανο, στην Ιορδανία και στη Συρία– καθεστώς πρόσφυγα, καθώς στη μεγάλη τους πλειονότητα πρόκειται για παιδιά και εγγόνια προσφύγων του πολέμου του 1948. Μόνο όσοι βρίσκονταν στην Παλαιστίνη προ του 1948 –δηλαδή οι άνω των 70 ετών– δικαιούνται αυτό το καθεστώς, επομένως η ίδια η UNRWA δεν έχει λόγο ύπαρξης’. Οπότε, κατ’ εμέ, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε ότι το δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων καρκινοβατεί. Σε συνδυασμό με την πλήρη νομιμοποίηση, από πλευράς ΗΠΑ, των ισραηλινών εποικισμών στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και στη Δυτική Όχθη φαίνεται ότι η παλαιστινιακή ανεξαρτησία μετατίθεται για πολύ αργότερα.

Στη βάση αυτής της ανάλυσης που υιοθετώ και ο ίδιος, πηγαίνω ένα βήμα πιο πέρα. Οι ΗΠΑ με τον Τραμπ φαίνονται να λειτουργούν τελείως μακιαβελικά ή αλά Ρισελιέ (συμβουλεύεται άλλωστε τον γηραλέο Kissinger). Δεν θα προέβαιναν σε μια τέτοια κίνηση, χωρίς να έχουν διασφαλίσει τους όποιους κραδασμούς στο ‘εκρηκτικό οδόστρωμα’ της Μέσης Ανατολής. Η διαίσθηση μου για σιωπηλή συμφωνία των ΗΠΑ με Ρωσία και Ιράν που έθεσα εξαρχής, ως το κύριο πρίσμα ερμηνείας των τεκταινόμενων στην Ευρασία, μένει μελλοντικά να αποδειχθεί στην ορθότητά της. Αλλά έτσι και αλλιώς στις διαισθητικές ματιές ελλοχεύουν είτε το λάθος είτε η ματαιότητα της επιβεβαίωσης.

Να πάμε στα δικά μας μέτωπα, τα εθνικά; Πως βλέπετε την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και τα αντίστοιχα τρίγωνα συνεργασίας που διαμορφώνει η χώρα μας; Και ποιες θα είναι οι αντιδράσεις από πλευράς Τουρκίας; Ποια πρέπει να είναι η ουσία του στρατηγικού διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ;

Η συνεργασία με Κύπρο, Αίγυπτο και Ισραήλ συνιστά μια διακομματική επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπου ο τονισμός της ανάγκης για συνεργασία στην περιοχή και για τιθάσευση των δύστροπων γειτόνων καθιστά το μέτρο, ώστε να μην κλυδωνιστούν οι παραδοσιακές μας σχέσεις με τις χώρες της Μέσης Ανατολής.

Από τη στιγμή, που γεννήθηκε το εγχείρημα, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, την περίοδο των μνημονίων, το ακολούθησαν πιστά, καθώς διάβασαν με ευθυκρισία την πραγματικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν και δεν είμαι υποστηρικτής (και σε προσωπικό επίπεδο!) των ασφυκτικών εναγκαλισμών, αλλά της αμφίδρομης σχέσης μεταξύ σοβαρών διαλεκτικά εταίρων, φρονώ ότι τα τρίγωνα στρατηγικής συνεργασίας προσδίδουν σφρίγος στις εθνικές επιδιώξεις. Αρκεί βέβαια να μην καθίστανται ανελαστικά, απέναντι στις συνεχείς περιδινήσεις της διακρατικής πραγματικότητας. Τι θέλω να πω με αυτό; Ότι πάντα οφείλουμε ως χώρα να βλέπουμε και να αξιοποιούμε τις όποιες ευκαιρίες, αλλά να ήμαστε σε θέση να μετασχηματίζουμε τις όποιες κρίσεις και αναταράξεις της πραγματικότητας. Στην παρούσα συγκυρία τα αντίστοιχα στρατηγικά σχήματα για την ενέργεια καθίστανται αναγκαία. Ευχής έργο θα ήταν να αποκτήσουν και χαρακτήρα στρατηγικής-στρατιωτικής αμυντικής βοήθειας και συνεργασίας σε περίπτωση απειλής ενάντια σε μια χώρα που συμμετέχει σε αυτά τα σχήματα (κατά κύριο λόγο της Κύπρου).

Η μακιαβελική χαρτογράφηση της πραγματικότητας, όπου επιδέξια η Τουρκία να μην αποκόπτεται από τη δυνητική συμμετοχή σε αυτά, κάτω από ένα νεορεαλιστικής υφής (με δεσπόζουσες τις ΗΠΑ στο εποικοδόμημα) ‘καθεστώς ασφάλειας’ στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου συνιστά για μένα τη δέουσα προοπτική. Η ανάγκη της επίλυσης του Κυπριακού και της πρόσδεσης της Μεγαλονήσου, στο δεύτερο σκέλος της ευρωατλαντικής συνάρτησης, είναι το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Οι πρόσφατες δηλώσεις της Ρωσίας για την Κύπρο, μάλλον δείχνουν ότι η Ρωσία δεν έχει καταλάβει ότι από τη στιγμή που η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ και διατηρεί παρανόμως στρατεύματα στην Κύπρο, έχοντας καταλάβει εξίσου -κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου- τμήμα της Μεγαλονήσου καθιστούν τη Δύση ένα γήπεδο που η Κύπρος πρέπει να κάνει το παιχνίδι της. Η συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση της παρείχε αυτό το γήπεδο, ο τρόπος παιχνιδιού είναι κάτι που το ΝΑΤΟ μπορεί να προσδώσει στην ενοποιημένη Κύπρο.

Το τελευταίο σκέλος, θεωρώ, ότι μπορεί να αποτελέσει την ουσία του στρατηγικού διαλόγου με τις ΗΠΑ. Πιο φιλοσοφικά, μιλώντας, ως Ελληνισμός, ανήκουμε στη Δύση, αλλά έχουμε και τα εθνικά μας συμφέροντα. Ως γενέτειρα της άμεσης δημοκρατίας και πάντα, χωρίς δεύτερες σκέψεις, ήμασταν και ήμαστε εταίροι της Δύσης, διατηρώντας, ωστόσο, την εθνική μας ετερότητα και ιδιοπροσωπία. Το να ανήκεις κάπου ιδεολογικά και υπαρξιακά, καθιστά αυτό το ανήκειν πολύ πιο ισχυρό απέναντι σε όποιον άλλο επιτήδειο που ανθρωπολογικά και αξιακά αφίσταται του Δυτικού πλαισίου αναφοράς και της αντίστοιχης κοσμοθεωρίας. Συνάμα, η ίδια σου η σοβαρότητα ως κράτος, στη σύγχρονη πολιτειακή του μορφή, κάνει και τους άλλους να σε βλέπουν ανάλογα.

Και θέλω να σας ρωτήσω και για ένα άλλο θέμα -πιο προσωπικού ενδιαφέροντος- που έχει να κάνει με τον ρόλο της Ορθοδοξίας στην ίδια μας τη χώρα και στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον και κατά πόσο θα μπορούσε ο παράγοντας αυτός να καταστεί εργαλείο διπλωματίας και σίγουρα δικλείδα ειρήνευσης στην περιοχή μας;

Αγγίζεις για άλλη μια φορά -ίδιον του ατομικού σου mentality- ένα ευαίσθητο και συνάμα καίριο ζήτημα που αφορά την ξεχωριστή εθνική- πολιτειακή μας μορφή και ιδιοπροσωπία, αλλά και άπτεται ευρύτερων και όχι μόνο γεωπολιτικών παραμέτρων. Ακριβώς επειδή είμαι των διαλεκτικών σχημάτων και λύσεων και όχι των διχαστικών, μπορώ διττά να διατηρώ το επιστημονικό μου προφίλ, χωρίς να απαγκιστρώνομαι από τα θρησκευτικά μου πιστεύω και τις μεταφυσικές μου ανησυχίες. Είναι ο συγκερασμός ή για άλλους, το διφυές του Έλληνα ή κάποιων, των περισσότερων Ελλήνων, όπου η Ορθοδοξία κατέχει περίοπτη θέση. Για να το πω πολύ πιο γλαφυρά, μπορείς να δεις τον Έλληνα στην οδήγηση να κατεβάζει όποια αθυροστομία και βλαστήμια και από την άλλη να πηγαίνει στην εκκλησία. Και αυτή η κοινωνιολογική διαπίστωση δηλοί πολλά και φρόνιμο είναι να κατευθύνει την πολιτική μας ηγεσία στους όποιους σχεδιασμούς της.

Η πολιτειακή μας ιδιοπροσωπία συνιστά εγγύηση για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Άρα είμαι υπέρ της όποιας διακριτότητας, αλλά όχι του διαχωρισμού. Ο σοφός και πνευματώδης συνταγματικός νομοθέτης το αποτύπωσε στο αντίστοιχο άρθρο του καταστατικού χάρτη της Ελληνικής πολιτείας. Τρέφω επίσης σεβασμό στο πρόσωπο του Έλληνα αρχιεπισκόπου, που παρά τις όποιες επικρίσεις δέχτηκε, αποτελεί και αυτός με τη σειρά του εγγύηση για τις όποιες εξελίξεις. Το άγαρμπο, ωστόσο, δεν πρέπει να πιστωθεί σε αυτόν, αλλά στην κυβερνητική πλευρά που έμεινε στο μισθολογικό φαίνεσθαι και όχι στην ουσία. Επομένως, η σύνεση και η σοφία στον διάλογο των δύο πλευρών συνιστά αναγκαία συνθήκη στο εν λόγω ζήτημα.

Θεωρώ όμως ότι υπαινίσσεσαι στο ερώτημα σου και πολλά περισσότερα. Και επίτρεψε με να προεκτείνω την απορηματική σου σκέψη. Νευραλγική μεταβλητή στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το πρόσωπο του Πατριάρχη (ο οποίος με τίμησε σε παλαιότερη ομιλία του με βιβλιογραφική αναφορά σε ένα σύγγραμμα μου), αν μη τι άλλο επιδαψιλεύει στον τρόπο που με λιγότερο ή περισσότερο θρησκευτική ή γεωπολιτική ματιά οφείλουμε να βλέπουμε την πραγματικότητα. Και να μην παραγνωρίζουμε ούτε σε δογματικό ούτε σε τυπικό πλαίσιο. Το να είσαι στην Κωνσταντινούπολη, στο σταυροδρόμι Δύσης και Ανατολής και να έχεις, συν τοις άλλοις, να συνομιλήσεις (ήπιος όρος!) είτε με τον Τούρκο πρόεδρο είτε να απαντήσεις στην πολεμική του Ρώσου προέδρου καθιστά νοητικά μειράκια όσους τολμούν να δουν, με δοκησίσοφο τρόπο και επικριτικά, τη συμπεριφορά του Οικουμενικού Πατριάρχη. Επομένως, ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όλων των Ορθόδοξων Πατριαρχείων προσδίδει όχι μόνο θρησκευτικό περιεχόμενο στην ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά, κατά κύριο λόγο, συμβάλλει στη γαλήνια τιθάσευση των ανθρώπινων και διακρατικών διενέξεων και παραμυθία στον ανθρώπινο πόνο (εμφατικά, με ευαισθητοποίησε πρόσφατα ένα εξαιρετικό αφιέρωμα της ΕΡΤ για το έργο που επιτελεί στην ανήμπορη Αφρική ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας).

Και πάλι σεβόμενος τον ρόλο του Ρώσου προέδρου, τα επιθετικά λόγια του για τον Οικουμενικό Πατριάρχη, για όσους ασπάζονται την ορθοδοξία ηχούν παράδοξα, πολύ περισσότερο, όταν τον βλέπουν να εναγκαλίζεται τον Τούρκο πρόεδρο και να μην στρέφεται τόσο επικριτικά ούτε στην περίπτωση της κατάρριψης του ρωσικού αεροσκάφους από την Τουρκία.

Ο διάλογος θρησκειών και πολιτισμών στην πολύπλοκη και μεταμοντέρνα μας εποχή αποτελεί το όχημα και το μόνο όπλο απέναντι στη μισαλλοδοξία και σε καθετί που αντιμάχεται την ειρήνη, την πρόοδο και τη συνεργασία μεταξύ των ανθρώπινων κοινωνιών. Αρκεί βέβαια ο καθένας να τηρεί ευλαβικά τον ρόλο του και να μην υποκύπτει σε σκοπιμότητες που απάδουν είτε του ρόλου του είτε της αποστολής του. Κατεξοχήν, η Ορθοδοξία, ειδικά στην Ανατολή, στην Ευρασία και εν γένει στην υφήλιο κατέχει μια σεπτή θέση με τις ανάλογες ευαγείς απολήξεις.

Και κάτι τελευταίο βλέπετε το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό να επηρεάζει την ελληνική εξωτερική πολιτική και την εθνική μας στρατηγική; Και αναφέρομαι στις επιλογές της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης και το αν αυτές έχουν θετικό πρόσημο και πρόκριμα ή βαρίδιο για τις επιλογές της όποιας μελλοντικής και διαφορετικής κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας;

Νομίζω ότι έχουμε μπει σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, όπου τα πάντα στην ελληνική δημόσια σφαίρα είτε ατονούν είτε νεκρώνουν. Για παράδειγμα, η πρωτοβουλία του απερχόμενου Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών για τη σύσταση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας – αδήριτη θεσμική αναγκαιότητα – φαίνεται ότι παραπέμπεται στις καλένδες. Η επίσης κυβερνητική επιλογή για τη Συμφωνία των Πρεσπών αιωρείται ως προς την εφαρμογή της, καθώς ο μαγικός αριθμός για την υπερψήφισή της παραμένει αίολος. Πάντως, βλέποντας όλα αυτά και αν ήμουν ο Αλέξης Τσίπρας (είναι ίδιον άλλωστε του κάθε Έλληνα να θέλει να γίνει έστω και για μια μέρα πρωθυπουργός), θα τον συμβούλευα να πάει σε εθνικές εκλογές για λόγους εθνικού ζητήματος και δη της Συμφωνίας των Πρεσπών. Με αυτό τον τρόπο, αφήνει στον κυρίαρχο Ελληνικό λαό την τελική επιλογή (κατεξοχήν αριστερή ιδεολογική διακήρυξη!) και συνάμα παραδίδει τη σκυτάλη στην τωρινή αξιωματική αντιπολίτευση (αν δεχτούμε την εγκυρότητα των δημοσκοπήσεων) να αποδείξει την αξιοπιστία των λόγων της. Οι δηλώσεις όμως του Έλληνα πρωθυπουργού ότι θα εξαντλήσει μέχρι τέλους, σε υστερία είτε δική του είτε της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τη θητεία του, μάλλον συνηγορούν σε αδιέξοδα ή αντεγκλήσεις που δεν προσφέρουν στο εθνικό raison d’ etat.

Μια διακομματική συμφωνία, η οποία, πέρα από τις όποιες διαφορές, θα ορίζει τον υπερκομματικό οδικό χάρτη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι κάτι περισσότερο από επιβεβλημένη εθνική επιταγή. Αλλά για την ελληνική πολιτική και στρατηγική κουλτούρα μια τέτοια αξίωση φαντάζει ουτοπική.

Το 2018 ήταν πλούσιο σε διεθνή γεγονότα και απειλές. Τολμάτε μια εκτίμηση για το 2019;

Δεν θα σταθώ στη διάχυτη διεθνή παθολογία. Και από πρόσφατη προσωπική εμπειρία, θεωρώ ότι είναι δύσκολο στην ανθρώπινη ζωή κάποιος να πετύχει ή να ευτυχήσει σε αυτά που θέλει. Οι όμορφες στιγμές, αλλά και οι κίνδυνοι, το αβέβαιο, το κουλό (που λένε οι νεότεροι σε ηλικία) είναι πάντα εκεί και καραδοκούν. Αλλά αυτό το οξύμωρο συνιστά καθρέπτη της ανθρωπινότητας μας. Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Ό,τι κάνουμε σε προσωπικό επίπεδο πρέπει να το μοιραζόμαστε και να το χαρίζουμε στους ανθρώπους μας. Για ό,τι αγωνιζόμαστε στο κοινωνικό-πολιτικό πεδίο, οφείλουμε να έχει εθνικό πρόσημο και να πηγαίνει την Ελλάδα πιο μπροστά. Καλή χρονιά με υγεία σε όλους!

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top