Του Μιχάλη Διακαντώνη*
Ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία που έχει ταυτιστεί με την έννοια του χρέους. Οι άνθρωποι δανειζόνται για να αγοράσουν σπίτι, αυτοκίνητο, για να ιδρύσουν ή για να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους ή ακόμη και για να κερδοσκοπήσουν στο χρηματιστήριο. Ο υπερδανεισμός αποτελεί, όμως, χαρακτηριστικό όχι μόνο των ιδιωτών αλλά και των κρατών.
Το ποσοστό δημοσίου χρέους που έχει συγκεντρωθεί παγκοσμίως, φθάνει πλέον σε επίπεδα που δεν έχουν παρατηρηθεί ποτέ ξανά σε περίοδο ειρήνης. Πώς εξηγείται το φαινόμενο αυτό και ποιους κινδύνους εγκυμονεί η συγκεκριμένη κατάσταση για το μέλλον της παγκόσμιας κοινότητας;
Πόσο υψηλό είναι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος;
Πρόσφατη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αναφέρει ότι κατά μέσο όρο, το δημόσιο χρέος στις αναπτυγμένες οικονομίες έχει υπερβεί τα επίπεδα που επικρατούσαν κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης (δεκαετία του 1930) και αρχίζει να προσεγγίζει τα επίπεδα που προέκυψαν μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στις ΗΠΑ, το δημόσιο χρέος το 2016 αναμένεται να φθάσει στο 107,5% του ΑΕΠ, στην Ευρωζώνη στο 92,5%, στη Μεγάλη Βρετανία στο 89,1%, στον Καναδά στο 92,3%, ενώ παγκόσμια πρωταθλήτρια αναδεικνύεται η Ιαπωνία που προσεγγίζει το 250%.
Οι αναδυόμενες οικονομίες μαζί με τις χώρες μεσαίου εισοδήματος διαθέτουν πολύ μικρότερα ποσοστά χρέους σε σχέση με τις αναπτυγμένες οικονομίες (47,5% έναντι 107,6%), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εφησυχάζουν. Η Κίνα π.χ. έχει δημόσιο χρέος ίσο μόνο με το 46,8% του ΑΕΠ της, αλλά διαθέτει υψηλότατο ιδιωτικό και εταιρικό χρέος, που συνδυαστικά με το δημόσιο χρέος της ξεπερνούν το 250% του ΑΕΠ. Η Ρωσία έχει δημόσιο χρέος 18,4% του ΑΕΠ αλλά αντιμετωπίζει έναν ασταθή τραπεζικό και ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα που έχει πληγεί σοβαρά απ’ τις χαμηλές ενεργειακές τιμές και τις διεθνείς οικονομικές κυρώσεις. Συνεπώς, το πρόβλημα του υψηλού δημόσιου χρέους είναι διεθνές, καθώς εκδηλώνεται ταυτόχρονα σε πολλά κράτη, ενώ επηρεάζει την παγκόσμια οικονομία μέσα από διαφορετικά κανάλια, εξαιτίας της μεγάλης διασύνδεσης και αλληλεξάρτησης που υπάρχει μεταξύ των εθνικών οικονομιών.
Χάρτης με ποσοστά χρέους ανά χώρα
Πηγή: cartodb.com
Γιατί τα δημόσια χρέη είναι υψηλά σε παγκόσμιο επίπεδο;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Διαχρονικά, τα δημόσια χρέη τείνουν να εκτοξεύονται για τα κράτη που συμμετέχουν σε πολεμικές συγκρούσεις. Ένας άλλος σοβαρός παράγοντας είναι το υψηλό ποσοστό αμυντικών δαπανών το οποίο διατηρούν πολλές χώρες (π.χ. οι ΗΠΑ μόνο για τις επιχειρήσεις σε ΗΠΑ και Αφγανιστάν δαπάνησαν περίπου 3 τρις δολάρια). Ένας τρίτος παράγοντας, είναι ο διευρυμένος δημόσιος τομέας των σύγχρονων αστικών κρατών, που συνεπάγεται αυξημένες δαπάνες υγείας, εκπαίδευσης, συνταξιοδότησης και δημόσιων υποδομών. Τέταρτον, η καθήλωση των πραγματικών μισθών στις ΗΠΑ και σ’ άλλες χώρες στα επίπεδα του τέλους της δεκαετίας του 1970 σε συνδυασμό με τις υψηλές εισοδηματικές ανισότητες, ανάγκασε τα νοικοκυριά να καταφύγουν στον ιδιωτικό δανεισμό προκειμένου να καταφέρουν να διατηρήσουν σταθερό το βιοτικό τους επίπεδο.
Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί με την αρωγή των διεθνών οίκων αξιολόγησης, ενθάρρυναν την πίστωση μέσω της υψηλής μόχλευσης, αλλά και μέσα από τη δημιουργία πολύπλοκων χρηματοπιστωτικών εργαλείων, προκαλώντας τελικά «φούσκες» στον τομέα των ακινήτων και του χρηματιστηρίου. Όταν οι «φούσκες» αυτές τελικά έσκασαν, οι δανειολήπτες εμφάνισαν αδυναμία αποπληρωμών των χρεών τους και για να διασωθούν τα μεγάλα τραπεζικά ιδρύματα, κατέφυγαν στην κρατική χρηματοδότηση. Με τον τρόπο αυτό, τα βάρη μεταφέρθηκαν στις πλάτες των φορολογουμένων, γεγονός που εκτόξευσε τα ποσοστά του δημοσίου χρέους σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Έτσι, μετά την οικονομική κρίση του 2008, το παγκόσμιο χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) έχει αυξηθεί κατά 50 τρις δολάρια -εξαιρουμένου του χρηματοπιστωτικού τομέα- φθάνοντας σ’ επίπεδα που μπορούν να συγκριθούν μόνο με μεταπολεμικές περιόδους.
Η εξέλιξη του παγκόσμιου χρέους μετά το 2007
Γιατί τα δημόσια χρέη είναι επικίνδυνα και πώς αντιμετωπίζονται συνήθως;
Τα υψηλά δημόσια χρέη εμποδίζουν τα κράτη να επιτύχουν σημαντικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό συμβαίνει γιατί μια χώρα με υψηλό δημόσιο χρέος, είναι αναγκασμένη να περιορίσει τις δημόσιες δαπάνες της, αλλά και να αυξήσει τους φόρους της, ώστε να κατορθώσει μελλοντικά να αποπληρώσει τα χρέη της. Συνεπώς, η διατήρηση υψηλού δημόσιου χρέους λειτουργεί ως αντικίνητρο για τις δημόσιες επενδύσεις, ενώ αποθαρρύνει και την ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα. Αν υπάρχουν ταυτόχρονα πολλά κράτη με υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους, οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης προκαλούν μείωση της ζήτησης, περιορισμό του διεθνούς εμπορίου και τελικά διεθνή ύφεση.
Παραδοσιακά, υπάρχουν τρεις τρόποι να αντιμετωπιστεί ένα υψηλό δημόσιο χρέος. Ο πρώτος –και ιδανικότερος- τρόπος είναι η επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης που θα επιτρέψει σ’ ένα κράτος να αποπληρώσει σταδιακά το χρέος του μέσα απ’ τα αυξημένα έσοδα που θα επιτύχει. Ο δεύτερος, είναι μέσω του πληθωρισμού. Ένας ετήσιος πληθωρισμός από 3 έως 5% για μια πενταετία, μειώνει αυτομάτως το δημόσιο χρέος κατά 20 και πλέον μονάδες του ΑΕΠ. Ο πληθωρισμός όμως ανακατανέμει άνισα τον πλούτο, πλήττοντας τα άτομα με σταθερά χρηματικά εισοδήματα (π.χ. συνταξιούχους και μισθωτούς) ενώ ωφελεί τους δανειζόμενους έναντι των δανειστών. Ο τρίτος τρόπος, είναι η μερική ή ολική αθέτηση της αποπληρωμής του χρέους που πλήττει τόσο τον πιστωτή που χάνει μέρος των χρημάτων του, όσο και τον χρεώστη που καθίσταται αφερέγγυος και συνεπώς χάνει τη δυνατότητα δανεισμού για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, όταν μιλάμε για κράτη, η αθέτηση πληρωμών μπορεί να πλήξει τη διεθνή οικονομία μέσω και των ζημιών που επιφέρει στους φορολογούμενους, στα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αλλά και στις επιχειρήσεις των κρατών που έχουν δανείσει χρήματα.
Γιατί η σημερινή κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη;
Η διατήρηση υψηλών δημοσίων χρεών προκαλεί διεθνή ανησυχία, για μια σειρά από λόγους:
- Είναι φαινόμενο που πλήττει ταυτόχρονα όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη, γεγονός που εγείρει κινδύνους πρόκλησης μιας νέας συστημικής οικονομικής κρίσης.
- Συνοδεύεται από χαμηλά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και πληθωρισμού, πράγμα που σημαίνει ότι τα δύο απ’ τα τρία «όπλα» καταπολέμησης του δημοσίου χρέους είναι επί του παρόντος αχρηστευμένα και μένει μόνο αυτό της αθέτησης πληρωμών, που επίσης θα έχει σοβαρές επιπτώσεις αν εφαρμοστεί.
- Συμβαδίζει με την κρίσιμη οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι αναδυόμενες οικονομίες, τόσο λόγω των χαμηλών τιμών ενέργειας και πρώτων υλών που επικρατούν διεθνώς, όσο και λόγω των πιέσεων που αναμένεται να δεχθούν τα εθνικά τους νομίσματα εξαιτίας των εκροών κεφαλαίων που παρατηρούνται προς τις αναπτυγμένες οικονομίες.
- Τα υψηλά δημόσια χρέη, συμπίπτουν με μία περίοδο σοβαρών γεωπολιτικών ανακατατάξεων (προσπάθεια ανάδυσης της Κίνας ως ηγεμονικής δύναμης, αστάθεια στη Μέση Ανατολή, ένταση στην Κριμαία, μεγάλες μεταναστευτικές ροές, αναζωπύρωση εθνικισμών και θρησκευτικού εξτρεμισμού) που μπορούν να λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστικός παράγοντας διεθνούς πολιτικο-οικονομικής έντασης.
Πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί όμως μια διεθνής κρίση δημοσίου χρέους; Η αφετηρία θα μπορούσε να γίνει απ’ την Ευρωζώνη. Η διατήρηση υψηλών δημοσίων χρεών και αναιμικών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης σε συνδυασμό με το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού, θα επέβαλλε την εφαρμογή ακραίων δημοσιονομικών μέτρων. Αν δεν επικρατούσε αλληλεγγύη στα πλαίσια της Ένωσης, κάποια κράτη θα αναγκάζονταν να προβούν σε αθέτηση πληρωμών, γεγονός που θα δημιουργούσε τριγμούς στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Σε μια τέτοια κατάσταση, οι χώρες του Νότου θα ήταν οι πρώτες που θα εξωθούνταν τελικά εκτός Ευρώ προκειμένου να αντισταθμίσουν μέρος των οικονομικών τους απωλειών μέσω των εθνικών τους νομισμάτων. Η γενικευμένη αστάθεια θα οδηγούσε τελικά στη διάλυση της Ευρωζώνης, αναγκάζοντας τα ευρωπαϊκά κράτη να καταφύγουν στον προστατευτισμό. Βραχυπρόθεσμα, αυτό ίσως ευνοούσε τις ΗΠΑ, που θα έβλεπαν τα διεθνή κεφάλαια να στρέφονται προς την αμερικανική ήπειρο, αλλά μακροπρόθεσμα θα έπληττε και τις ίδιες, καθώς θα μείωνε τη ζήτηση για αμερικανικά προϊόντα και θα περιόριζε σημαντικά τον όγκο του διεθνούς εμπορίου. Σταδιακά, ακόμη και οι ΗΠΑ θα δυσκολεύονταν να χρηματοδοτήσουν πλήρως το δικό τους δημόσιο χρέος και θα αναγκάζονταν να περιορίσουν τις δημόσιες δαπάνες και να αυξήσουν τη φορολογία και τα επιτόκια δανεισμού τους, βαθαίνοντας ακόμα περισσότερο τη διεθνή οικονομική κρίση.
Στην Ασία, Κίνα και Ιαπωνία που αποτελούν ισχυρούς χρηματοδότες του αμερικανικού δημοσίου χρέους, ίσως αποφάσιζαν να αποσύρουν μέρος των κεφαλαίων τους προκειμένου να ενισχύσουν τις εγχώριες οικονομίες τους, ασκώντας υποτιμητικές πιέσεις στο δολάριο. Τελικά, όλη αυτή η διαδικασία θα οδηγούσε σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων και σε διεθνή οικονομικό προστατευτισμό, που σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές εντάσεις, θα μπορούσε κάλλιστα να αναβιώσει τις καταστάσεις της δεκαετίας του 30’, προκαλώντας μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη.
Μόνος τρόπος για να αποφευχθεί μια τέτοια εξέλιξη, είναι η επίτευξη υψηλών και σταθερών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης σε διεθνές επίπεδο. Στις αναπτυγμένες οικονομίες, η αύξηση της παραγωγικότητας θα απαιτήσει ένα ισχυρό κύμα δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων -ιδιαίτερα στους τομείς της έρευνας και ανάπτυξης- που θα προωθήσουν την καινοτόμο επιχειρηματικότητα. Η Κίνα, θα πρέπει να ενισχύσει την εσωτερική της κατανάλωση, ενώ οι οικονομίες που βασίζονται στις εξαγωγές πρώτων υλών οφείλουν να διαφοροποιήσουν την παραγωγική τους βάση.
Οι αναδυόμενες οικονομίες και οι χώρες μεσαίου εισοδήματος, πρέπει να επενδύσουν στην ενίσχυση των συστημάτων εκπαίδευσης και υγείας, στη συγκρότηση ισχυρού θεσμικού πλαισίου, αλλά και στη δημιουργία καναλιών που θα επιτρέψουν τη μεταφορά και υιοθέτηση τεχνολογιών απ’ τις αναπτυγμένες χώρες. Η μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, αλλά και η αξιοποίηση των μεταναστευτικών ρευμάτων αποτελούν επίσης σημαντικές προκλήσεις για όλα τα κράτη.
Τελικά, η τόλμη και η αποφασιστικότητα που θα επιδείξουν οι κυβερνήσεις στην εφαρμογή πολιτικών που προωθούν την ανάπτυξη, θα είναι κρίσιμος παράγοντας όχι μόνο για την επίτευξη οικονομικής ευημερίας αλλά και για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης.
*Ο κ. Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος/διεθνολόγος
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου