Οι εκλογές ολοκληρώθηκαν, μαζί με όσα κόμισαν στον πολιτικό βίο της χώρας. Παρούσα παντού, όπως άλλωστε συνηθίζεται, η πόλωση. Μαύρο-άσπρο, καλοί-κακοί, όλοι σχεδόν δεν βρήκαν μια θετική κουβέντα για να πουν, όλοι σχεδόν (υποστηρίζουν πως) αδικήθηκαν, όλοι όμως επίσης, οφείλουν να σκεφτούν πολύ σοβαρά την επόμενη ημέρα…
Του ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Η Νέα Δημοκρατία μετρά σαφέστατες απώλειες, με το τελικό ποσοστό να ξεπερνά το όριο του 3% που είχε ατύπως τεθεί από κυβερνητικούς κύκλους ως όριο «διαχειρίσημης ήττας». Σε μεγάλο βαθμό είναι κατανοητό. Άλλες εποχές, τα μέτρα που έλαβε θα σήμαιναν την εκτόξευση του αντιπάλου και τη σχεδόν βέβαιη απόσπαση ποσοστών που θα οδηγούσαν σε αυτοδυναμία.
Ο πρωθυπουργός δεν μπορούσε παρά να εμφανιστεί ότι έλαβε το μήνυμα της κάλπης και πως θα προβεί στη διορθωτική πορεία που του επιβάλλει το αποτέλεσμα της κάλπης. Οι προοπτικές όμως παραμένουν απαισιόδοξες. Τον κόσμο, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα όπως αποδείχθηκε, τον έχει τσακίσει η βαρύτατη σε όρια παραλογισμού φορολογία, που έρχεται μάλιστα να προστεθεί στα αγρίως πετσοκομμένα εισοδήματα. Η εσωτερική υπονόμευση είναι επίσης ένα σοβαρότατο πρόβλημα, για το οποίο ουδείς γνωρίζει εάν μπορεί να υπάρξει λύση.
Μπορεί να αντιστρέψει ο Αντώνης Σαμαράς την κατάσταση, δεδομένων των δεσμεύσεων στο εξωτερικών και την αδυναμία επιβίωσης χωρίς την έξωθεν στήριξη; Λυπούμαστε, αλλά αυτό είναι πλέον αδιάφορο για τον μέσο ψηφοφόρο. Ο κόσμος που υποφέρει δεν ασχολείται και τόσο με το ποιο είναι το περιβάλλον περιορισμών στο οποίο καλείται να λειτουργήσει η ελληνική κυβέρνηση, αφού τα δικά του όρια ξεπεράστηκαν προ πολλού.
Κι εάν δεν συμφωνεί η κυρία Μέρκελ, αυτό είναι επίσης αδιάφορο από ένα σημείο και μετά για τον απλό καθημερινό πολίτη, αφού υπάρχει και η αντίστροφη ανάγνωση: Όσο εξακολουθείς να σφίγγεις το ζωνάρι, τόσο ο «νοικοκύρης» πιστωτής σου θα συνεχίσει να πιέζει, θεωρώντας ότι υπάρχει περιθώριο. Κατά συνέπεια, αυτό και τίποτε άλλο δεν περιμένει ο ψηφοφόρος που υποφέρει. Τα υπόλοιπα είναι θεωρίες.
Όταν όλες σχεδόν οι οικογένειες καλούνται να στηρίξουν αριθμό ανέργων μελών τους, η πολύ φιλοσοφία για τις διαθέσεις των πιστωτών αναπόφευκτα υποχωρεί σε σημασία. Όσο και να θεωρεί κανείς αυτοκαταστροφική διαφορετικά την πορεία, το κίνητρο στον απλό κόσμο να δοκιμάσει οτιδήποτε άλλο είναι πανίσχυρο, ακόμα κι αν κατά βάθος πιστεύει ότι είναι μακράν της πραγματικότητας και του εφικτού. Άρα, για την κυβέρνηση όλα θα κριθούν στην τσέπη των πολιτών – εκλογέων, που θα οδηγήσει σε μερική τουλάχιστον ανάκτηση ηθικού…
Όσον αφορά την αντιπολίτευση, η διαφορά επιτρέπει αισιοδοξία, αν και η αχρείαστη τοποθέτηση του «πήχη» στην υπερκέραση του αθροίσματος των ποσοστών των κυβερνητικών εταίρων, ρίχνει σκιά στις εντυπώσεις. Το επιχείρημα «αν γινόντουσαν αύριο εθνικές εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κέρδιζε 135 έδρες», έχει αντίλογο…Το πρώτο είναι με ποιον θα έκανε κυβέρνηση, από τη στιγμή που έχει εξ υπαρχής αποκλείσει την «Ελιά» και το «Ποτάμι», ενώ η Δημοκρατική Αριστερά κυριολεκτικά εξαερώθηκε εκλογικά, πληρώνοντας τις επιλογές της κατά τα άλλα συμπαθέστατης ηγεσίας της, η οποία όμως οφείλει να μάθει και να αποχωρεί για να διατηρήσει την υστεροφημία της ή/και να αξιοποιηθεί ενδεχομένως αργότερα.
Αυτή η παρατήρηση, αποτελεί ταυτόχρονα το πρώτο στοιχείο που παραπέμπει σε τραγικά παλαιοκομματικές νοοτροπίες από έναν πολιτικό σχηματισμό που παραμένει διχασμένος εσωτερικά, αφού το δεξί του άκρο έχει πολλά περισσότερα κοινά στις απόψεις με το αριστερό άκρο της κυβέρνησης συνασπισμού (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), παρά με το αριστερό άκρο εντός του κόμματος.
Αυτό το άκρο που ασφαλώς δεν εγκατέλειψε ποτέ ούτε τις απόψεις κατά του ευρώ κατά του ευρώ, ούτε κάτι γραφικές συνιστώσες την εθνομηδενιστική τους ρητορική, η οποία βρίσκει ακόμα και τον θεωρούμενο ως επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας, Παναγιώτη Λαφαζάνη, απολύτως αντίθετο.
Το δεύτερο στοιχείο, είναι αναμφισβήτητα το ότι οι 135 έδρες θα ήταν το αποτέλεσμα ενός συστήματος το οποίο μέχρι πρόσφατα αποκαλούνταν «ληστρικό» και πλέον το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο μπορεί το αποφεύγει ώστε να προλάβει να γευτεί «τους καρπούς του», όσο διατηρείται μία δυναμική που θα μπορούσε να φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Τίθεται ένα – δευτερεύων είναι η αλήθεια – ζήτημα ανακολουθίας.
Τέλος, η αδυναμία να κατακτήσει το ψυχολογικό όριο του 30%, σε συνδυασμό με τις νέες δυνάμεις στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς, εγείρουν σημαντικά εμπόδια στον δρόμο για την εξουσία, ασχέτως των προσπαθειών που έγιναν από την ηγεσία να παρουσιαστεί το εκλογικό αποτέλεσμα ως μια σαρωτική νίκη.
Όσον αφορά την «Ελιά», θα μπορούσε κανείς να αποδώσει την «υποφερτή επίδοση» στην αρνητική δημοσιότητα των τελευταίων μηνών και τη δημιουργία κλίματος που είχε δημιουργήσει την πεποίθηση σε πολλούς, ότι ο πάλαι ποτέ κραταιός πολιτικός σχηματισμός, έβαινε νομοτελειακά σε πολιτική εξαφάνιση. Αυτό ωφέλησε το ΠΑΣΟΚ και τον Ευάγγελο Βενιζέλο, αφού αντί να χρεωθεί τη μείωση του ποσοστού από την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση, του πιστώθηκε η αποτροπή του χειροτέρου σεναρίου!
Για το «Ποτάμι» την άποψή μας την έχουμε διατυπώσει. Το σύνθημα «θέλουμε να τα αλλάξουμε όλα, χωρίς όμως να γκρεμίσουμε τη χώρα», μαζί με την πρόθεση αναζήτησης συμμάχων σε αυτή την προσπάθεια, τη στιγμή που όλοι ξεκινούν δηλώνοντας με ποιους ΔΕΝ συνεργάζονται, δεν μπορεί παρά να είναι εξαιρετικά θελκτικό προς κάθε πολίτη με στοιχειώδη συναίσθηση των περιθωρίων κινήσεων της Ελλάδας, χωρίς να μπει σε μεγάλες περιπέτειες με αβέβαια έκβαση.
Ωστόσο, η δυναμική του θα κριθεί τους επόμενους μήνες, αφού από μόνη της η προσωπικότητα ενός τηλεοπτικού αστέρα και μια δυο ωραίες και καθαρές ιδέες, προφανώς δεν επαρκούν για να συντηρήσουν τη δυναμική.
Η Χρυσή Αυγή αύξησε τα ποσοστά της, δείχνει σημαντική δυναμική με πιθανότητες περαιτέρω ανόδου όσο εξακολουθούν να υφίστανται οι συνθήκες που ευνόησαν την ανάδυσή της στην κεντρική πολιτική σκηνή, δηλαδή η οικονομική κρίση και τη χαζοχαρούμενη αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η λαθρομετανάστευση, είτε σε επίπεδο πολιτικής πράξης είτε σε επίπεδο πολιτικής διακήρυξης.
Τελευταίος παράγοντας διαμόρφωσης των εξελίξεων είναι το κύμα ευρωσκεπτικισμού, αλλά ακόμα και αντιευρωπαϊσμού που επικρατεί πλέον και επίσημα στην Ευρώπη, το οποίο δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε συνολικότερες αλλαγές, αφού η αυτιστική συμπεριφορά των προβληματικών ηγετών της Ευρωζώνης, των Γερμανών, οδηγούν το ευρωπαϊκό εγχείρημα στην καταστροφή.
Οι άνθρωποι αυτοί δείχνουν να μην έχουν συναίσθηση του μέτρου και επιδεικνύουν αναλγησία (σχεδόν βαρβαρότητα) στην αντιμετώπιση των ασθενέστερων μελών της Ευρωζώνης, αδιαφορώντας ή ενδεχομένως αδυνατώντας να συνειδητοποιήσουν την έκταση του δράματος των κοινωνιών του ευρωπαϊκού νότου, ιδιαίτερα της Ελλάδας.Ταυτόχρονα όμως, επιδεικνύουν και παροιμιώδη στρατηγική μυωπία, εκτός από τη συνήθη πολιτική ακαμψία, η οποία θεωρητικά δεν συνάδει με τον ρόλο του ηγέτη. Κατά συνέπεια, οι φωνές που θέτουν ζήτημα απουσίας ικανής ηγεσίας στην Ευρώπη αυξάνονται διαρκώς, ενώ αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο πρόθυμο ακροατήριο.
Το πρόβλημα βέβαια για την ελληνική πλευρά είναι μεγάλο, εφόσον ο βασικός στόχος είναι περαιτέρω «κούρεμα» του χρέους, αφού σε όλα τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, έρχεται να προστεθεί και η πλήρης – κατανοητή σε έναν βαθμό – απροθυμία να σηκώσουν το βάρος αυτό άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί.
Οπότε, δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε, ότι και η ελληνική στάση δεν μπορεί να είναι και υπέρ του δέοντος «επιθετική», αφού αυτό θα μπορούσε να κινητοποιήσει εναντίον μας ευρωπαϊκούς λαούς, ενισχύοντας από δικό μας κακό χειρισμό τις μυωπικές ηγεσίες.
Ας ελπίσουμε, ότι η διαφαινόμενη τάση μετεκλογικής απόπειρας συνένωσης κομμάτων, με κίνητρο προφανώς την πολιτική επιβίωση, θα οδηγήσει σε αλλαγή της ρητορικής προς κατευθύνσεις που αφήνουν περιθώρια συνεργασίας ανάμεσα σε πολιτικές δυνάμεις, αφού ο τόπος πρέπει να κυβερνηθεί.
Υπ’ αυτή την έννοια, η ανάληψη της Περιφέρειας Αττικής από την Ρένα Δούρου του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια πολύ θετική εξέλιξη, αφού θα δώσει μια πρώτη γεύση από το κόμμα στα θέματα της διαχείρισης της εξουσίας, όπου τόσο έχει αμφισβητηθεί και θα έχει την ευκαιρία να αναστρέψει τις αρνητικές πεποιθήσεις. Το δε καλό κλίμα ανάμεσα στον νικητή Γιώργο Καμίνη και τον φιναλίστ Γαβριήλ Σακελλαρίδη, ίσως δημιουργήσει τις προϋποθέσεις συνεννόησης και υπέρβασης των ταμπού ανάμεσα στην «Ελιά» και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Επαναλαμβάνουμε, ότι ο τόπος, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πρέπει να έχει κυβέρνηση και δεν είναι δυνατόν όσοι υπερθεμάτιζαν επί χρόνια υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας και να μην βρίσκουν εταίρο να συνεργαστούν έχοντας αποκλείσει τους πάντες προκαταβολικά και να ξεχνούν με τόση ευκολία την απλή αναλογική επειδή πλέον βολεύει
πηγή
Δημοσίευση σχολίου