LE MONDE
Στις τουρκικές εκλογές της Κυριακής το Κόµµα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), το οποίο βρίσκεται στην εξουσία από το 2002, αναµένεται ότι θα καταγάγει και πάλι ευρεία εκλογική νίκη. Αυτό που παραµένει άγνωστο είναι το µέγεθος της νίκης αυτής και οι συνέπειές της. Η διακοπή της εναλλαγής των κοµµάτων στην εξουσία, σε ένα πλαίσιο αυξανόµενων περιφερειακών εντάσεων, δηµιουργεί ορισµένα ερωτηµατικά για το µέλλον του τουρκικού καθεστώτος.
Αλλη µία φορά, στην προεκλογική εκστρατεία κυριάρχησε η προσωπικότητα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο πρωθυπουργός αντλεί από τις κάλπες µια νοµιµότητα που δεν είναι αυτονόητη. Η δηµιουργία του κόµµατός του, το 2001, ήταν η αρχή µιας επιτυχηµένης πορείας την οποία ουδείς προέβλεπε. Η επικράτηση του AKP το 2002 άνοιξε µια περίοδο παράδοξης πολιτικής συνέχειας: η κυριαρχία ενός κόµµατος επέτρεψε την εφαρµογή µεταρρυθµίσεων κάθε είδους, η οποία συνοδεύτηκε από βαθιά αµφισβήτηση των κοινωνικοπολιτικών σηµείων αναφοράς που κληροδότησε ο Μουσταφά Κεµάλ Ατατούρκ.
Με ισλαµικές καταβολές, το AKP δεν µπορεί να ενταχθεί στις κλασικές ιδεολογικές ταξινοµήσεις. Ξαφνιάζοντας τους παρατηρητές, άρχισε δραστηριοποιούµενο µε στόχο την ευρωπαϊκή προοπτική και αποπειράται να εξαλείψει τα εµπόδια που φρέναραν την ένταξη της Τουρκίας στην κοινότητα των µεγάλων δυτικών χωρών. Για να ενισχύσει το εκλογικό σώµα του, το AKP έπρεπε να γίνει χρήσιµο σε όλους και αυτός ο υπολογισµένος πραγµατισµός επέτρεψε µείζονες δηµοκρατικές αλλαγές: τέλος των επεµβάσεων του στρατού στην πολιτική ζωή, άνοιγµα του κουρδικού ζητήµατος, αρχή της συνειδητοποίησης του αρµενικού ζητήµατος. Αυτές οι τολµηρές ενέργειες αποπροσανατόλισαν την αντιπολίτευση. Μπροστά σε αυτά τα κόµµατα που γερνούν, το AKP επιβλήθηκε αρχικά ως ενσάρκωση του εκσυγχρονισµού, συνδυάζοντας επαγγελµατισµό και αποτελεσµατικότητα. Σήµερα εξακολουθεί να αντιµετωπίζει αυτές τις ίδιες πολιτικές δυνάµεις, τους ψηφοφόρους των οποίων έχει καταφέρει να κερδίσει εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια. Ωστόσο ο τρόπος που ασκεί την εξουσία του έχει εξελιχθεί πολύ: η δυναµική του έχει µειωθεί και αποσαφηνίζεται µια τάση ηγεµονίας. Η παλιά φρουρά των υποστηρικτών του λαϊκού χαρακτήρα του κράτους οπισθοχωρεί σήµερα µπροστά στην προφανή πλειοψηφία: η τουρκική κοινωνία είναι ακόµη σε µεγάλο βαθµό εµποτισµένη από τη θρησκεία και αυτή η επιστροφή του Ισλάµ ικανοποιεί επίσης µια παρόρµηση για ενίσχυση της ταυτότητας, ιδιαίτερα απέναντι σε µια Ευρώπη που σνοµπάρει πλέον τους Τούρκους. Η ισλαµική ταυτότητα που είχε χρησιµοποιηθεί ως ενοποιητικό στοιχείο από τον ίδιο τον Ατατούρκ, σβήνει και πάλι τη θρησκευτική, εθνοτική, πολιτιστική ποικιλία της χώρας: η ταυτότητα των Κούρδων, οι οποίοι δεν υπήρχαν στο κεµαλικό σύστηµα (όλοι Τούρκοι), εξακολουθεί να πλήττεται από το AKP (όλοι µουσουλµάνοι). Σήµερα ορισµένοι δείκτες µπορεί να προαναγγέλλουν ενίσχυση του καθεστώτος. Το πρότυπο του κυρίαρχου κόµµατος επανέρχεται: οι χρόνιες αδυναµίες του παλιού κεµαλικού κόµµατος CHP (Cumhuriyet Halk Partisi), τόσο σε επίπεδο οργάνωσης όσο και σε επίπεδο ιδεών, αποµακρύνουν κάθε προοπτική εναλλαγής των κοµµάτων στην εξουσία. Στις συνθήκες αυτές, ο πρωθυπουργός µοιάζει να οιστρηλατείται από µια ηγεµονική τάση. Πολλές φορές έχει ανακοινώσει την πρόθεσή του να µεταρρυθµίσει το καθεστώς προς µια προεδρική κατεύθυνση για να εδραιώσει οριστικά την εξουσία του. Ανελέητος απέναντι στους επικριτές, υιοθετεί ένα στυλ όλο και πιο αυταρχικό: έπειτα από µερικές θεαµατικές συλλήψεις δηµοσιογράφων της αντιπολίτευσης που κατηγορήθηκαν ότι συνωµοτούν εναντίον του κράτους, κλίµα αυτολογοκρισίας επικράτησε στη χώρα.
Η Τουρκία επιβάλλεται στον περίγυρό της – Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Καύκασος – ως soft power (ήπια δύναµη), µια δύναµη αγαθοεργή, ικανή να ηγηθεί στα πιο δύσκολα ζητήµατα: οι Τούρκοι υποστηρίζουν τη διπλωµατική οδό όσον αφορά το ιρανικό ζήτηµα και αντιτίθενται στο ΙΣραήλ όσον αφορά το παλαιστινιακό. Αµερικανοί και Ευρωπαίοι ανησυχούν γι’ αυτές τις επιλογές. Αντίθετα, η διεθνής θέση της χώρας τους καθησυχάζει τους Τούρκους. Η συζήτηση για ένα ενδεχόµενο «τουρκικό µοντέλο» στις αραβικές επαναστάσεις τούς δίνει αξία, αλλά µε τρόπο αµφίσηµο καθώς τους στέλνει έµµεσα στο ανατολικό στρατόπεδο.
Το τουρκικό µοντέλο όµως άλλους γοητεύει στη Μέση Ανατολή και άλλους απωθεί. Για µερικούς, η Τουρκία είναι ένα υπόδειγµα λαϊκής δηµοκρατικής µετάβασης, για άλλους επέτρεψε τη δηµιουργία ενός διαρκούς µοντέλου ισλαµικής διαχείρισης. Εγκειται στην επόµενη τουρκική κυβέρνηση να διαλύσει αυτή την αµφισηµία, σταθεροποιώντας ένα πολιτικό µοντέλο που είναι ακόµη αβέβαιο, υπό το προσεκτικό βλέµµα των συµµάχων της.
Η ντοροτέ Σµιντ είναι διδάκτωρ Πολιτικών Επιστηµών, υπεύθυνη του προγράµµατος «Σύγχρονη Τουρκία» στο Γαλλικό Ινστιτούτο ∆ιεθνών Σχέσεων (IFRI). Αυτή τη στιγµή διευθύνει ένα συλλογικό έργο για τον ρόλο της Τουρκίας στον αραβικό κόσµο, το οποίο θα εκδοθεί το φθινόπωρο (Εκδ. CNRS). ΤΗΣ DOROTHEE SCHMID
ΠΗΓΗ
Στις τουρκικές εκλογές της Κυριακής το Κόµµα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), το οποίο βρίσκεται στην εξουσία από το 2002, αναµένεται ότι θα καταγάγει και πάλι ευρεία εκλογική νίκη. Αυτό που παραµένει άγνωστο είναι το µέγεθος της νίκης αυτής και οι συνέπειές της. Η διακοπή της εναλλαγής των κοµµάτων στην εξουσία, σε ένα πλαίσιο αυξανόµενων περιφερειακών εντάσεων, δηµιουργεί ορισµένα ερωτηµατικά για το µέλλον του τουρκικού καθεστώτος.
Αλλη µία φορά, στην προεκλογική εκστρατεία κυριάρχησε η προσωπικότητα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο πρωθυπουργός αντλεί από τις κάλπες µια νοµιµότητα που δεν είναι αυτονόητη. Η δηµιουργία του κόµµατός του, το 2001, ήταν η αρχή µιας επιτυχηµένης πορείας την οποία ουδείς προέβλεπε. Η επικράτηση του AKP το 2002 άνοιξε µια περίοδο παράδοξης πολιτικής συνέχειας: η κυριαρχία ενός κόµµατος επέτρεψε την εφαρµογή µεταρρυθµίσεων κάθε είδους, η οποία συνοδεύτηκε από βαθιά αµφισβήτηση των κοινωνικοπολιτικών σηµείων αναφοράς που κληροδότησε ο Μουσταφά Κεµάλ Ατατούρκ.
Με ισλαµικές καταβολές, το AKP δεν µπορεί να ενταχθεί στις κλασικές ιδεολογικές ταξινοµήσεις. Ξαφνιάζοντας τους παρατηρητές, άρχισε δραστηριοποιούµενο µε στόχο την ευρωπαϊκή προοπτική και αποπειράται να εξαλείψει τα εµπόδια που φρέναραν την ένταξη της Τουρκίας στην κοινότητα των µεγάλων δυτικών χωρών. Για να ενισχύσει το εκλογικό σώµα του, το AKP έπρεπε να γίνει χρήσιµο σε όλους και αυτός ο υπολογισµένος πραγµατισµός επέτρεψε µείζονες δηµοκρατικές αλλαγές: τέλος των επεµβάσεων του στρατού στην πολιτική ζωή, άνοιγµα του κουρδικού ζητήµατος, αρχή της συνειδητοποίησης του αρµενικού ζητήµατος. Αυτές οι τολµηρές ενέργειες αποπροσανατόλισαν την αντιπολίτευση. Μπροστά σε αυτά τα κόµµατα που γερνούν, το AKP επιβλήθηκε αρχικά ως ενσάρκωση του εκσυγχρονισµού, συνδυάζοντας επαγγελµατισµό και αποτελεσµατικότητα. Σήµερα εξακολουθεί να αντιµετωπίζει αυτές τις ίδιες πολιτικές δυνάµεις, τους ψηφοφόρους των οποίων έχει καταφέρει να κερδίσει εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια. Ωστόσο ο τρόπος που ασκεί την εξουσία του έχει εξελιχθεί πολύ: η δυναµική του έχει µειωθεί και αποσαφηνίζεται µια τάση ηγεµονίας. Η παλιά φρουρά των υποστηρικτών του λαϊκού χαρακτήρα του κράτους οπισθοχωρεί σήµερα µπροστά στην προφανή πλειοψηφία: η τουρκική κοινωνία είναι ακόµη σε µεγάλο βαθµό εµποτισµένη από τη θρησκεία και αυτή η επιστροφή του Ισλάµ ικανοποιεί επίσης µια παρόρµηση για ενίσχυση της ταυτότητας, ιδιαίτερα απέναντι σε µια Ευρώπη που σνοµπάρει πλέον τους Τούρκους. Η ισλαµική ταυτότητα που είχε χρησιµοποιηθεί ως ενοποιητικό στοιχείο από τον ίδιο τον Ατατούρκ, σβήνει και πάλι τη θρησκευτική, εθνοτική, πολιτιστική ποικιλία της χώρας: η ταυτότητα των Κούρδων, οι οποίοι δεν υπήρχαν στο κεµαλικό σύστηµα (όλοι Τούρκοι), εξακολουθεί να πλήττεται από το AKP (όλοι µουσουλµάνοι). Σήµερα ορισµένοι δείκτες µπορεί να προαναγγέλλουν ενίσχυση του καθεστώτος. Το πρότυπο του κυρίαρχου κόµµατος επανέρχεται: οι χρόνιες αδυναµίες του παλιού κεµαλικού κόµµατος CHP (Cumhuriyet Halk Partisi), τόσο σε επίπεδο οργάνωσης όσο και σε επίπεδο ιδεών, αποµακρύνουν κάθε προοπτική εναλλαγής των κοµµάτων στην εξουσία. Στις συνθήκες αυτές, ο πρωθυπουργός µοιάζει να οιστρηλατείται από µια ηγεµονική τάση. Πολλές φορές έχει ανακοινώσει την πρόθεσή του να µεταρρυθµίσει το καθεστώς προς µια προεδρική κατεύθυνση για να εδραιώσει οριστικά την εξουσία του. Ανελέητος απέναντι στους επικριτές, υιοθετεί ένα στυλ όλο και πιο αυταρχικό: έπειτα από µερικές θεαµατικές συλλήψεις δηµοσιογράφων της αντιπολίτευσης που κατηγορήθηκαν ότι συνωµοτούν εναντίον του κράτους, κλίµα αυτολογοκρισίας επικράτησε στη χώρα.
Η Τουρκία επιβάλλεται στον περίγυρό της – Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Καύκασος – ως soft power (ήπια δύναµη), µια δύναµη αγαθοεργή, ικανή να ηγηθεί στα πιο δύσκολα ζητήµατα: οι Τούρκοι υποστηρίζουν τη διπλωµατική οδό όσον αφορά το ιρανικό ζήτηµα και αντιτίθενται στο ΙΣραήλ όσον αφορά το παλαιστινιακό. Αµερικανοί και Ευρωπαίοι ανησυχούν γι’ αυτές τις επιλογές. Αντίθετα, η διεθνής θέση της χώρας τους καθησυχάζει τους Τούρκους. Η συζήτηση για ένα ενδεχόµενο «τουρκικό µοντέλο» στις αραβικές επαναστάσεις τούς δίνει αξία, αλλά µε τρόπο αµφίσηµο καθώς τους στέλνει έµµεσα στο ανατολικό στρατόπεδο.
Το τουρκικό µοντέλο όµως άλλους γοητεύει στη Μέση Ανατολή και άλλους απωθεί. Για µερικούς, η Τουρκία είναι ένα υπόδειγµα λαϊκής δηµοκρατικής µετάβασης, για άλλους επέτρεψε τη δηµιουργία ενός διαρκούς µοντέλου ισλαµικής διαχείρισης. Εγκειται στην επόµενη τουρκική κυβέρνηση να διαλύσει αυτή την αµφισηµία, σταθεροποιώντας ένα πολιτικό µοντέλο που είναι ακόµη αβέβαιο, υπό το προσεκτικό βλέµµα των συµµάχων της.
Η ντοροτέ Σµιντ είναι διδάκτωρ Πολιτικών Επιστηµών, υπεύθυνη του προγράµµατος «Σύγχρονη Τουρκία» στο Γαλλικό Ινστιτούτο ∆ιεθνών Σχέσεων (IFRI). Αυτή τη στιγµή διευθύνει ένα συλλογικό έργο για τον ρόλο της Τουρκίας στον αραβικό κόσµο, το οποίο θα εκδοθεί το φθινόπωρο (Εκδ. CNRS). ΤΗΣ DOROTHEE SCHMID
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου