Του Βύρωνα Θεοδωρόπουλου
Πριν από μερικά χρόνια σε ένα διεθνές συνέδριο στην Αττάλεια είχα εκφράσει την απορία μου, γιατί η Τουρκία αναλίσκεται σε σειρά επιθετικών εκδηλώσεων κατά της Ελλάδος, τη στιγμή που έχει τόσα άλλα προβλήματα, εσωτερικά και εξωτερικά. Εχει να κάνει με «δύσκολους» γείτονες, όπως το Ιράν και η Συρία, την ανωμαλία στο Ιράκ (που τότε μόλις άρχιζε), κλειστά σύνορα με την Αρμενία, βαθμιαία επανεμφάνιση της Ρωσίας στον Καύκασο. Και εσωτερικά με το μέγιστο θέμα των Κούρδων, την ταχύτατη αύξηση του πληθυσμού, την τεράστια διαφορά στάθμης ζωής ανάμεσα στη Βορειοδυτική και στη Νοτιοανατολική Τουρκία.
Υπό τις συνθήκες αυτές διερωτόμουν γιατί η Τουρκία επέλεξε τον δρόμο της αντιπαράθεσης με την Ελλάδα, που στο κάτω κάτω έδειξε πως θα τη βοηθούσε και στην ευρωπαϊκή της πορεία. Ο τούρκος ομιλητής, παλαιός συνάδελφος διπλωμάτης, που με διαδέχθηκε στο βήμα, με κατακεραύνωσε: «Ποιος είσαι εσύ που θα μας πεις ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής;». Σε μια τέτοια στάση, τι μπορείς να αντιτάξεις;
Αυτή τη σκηνή θα μπορούσα να την είχα περιλάβει στο βιβλίο που είχα γράψει, «Το Παράλογο στις Διεθνείς Σχέσεις». Ξεκινώντας από τα πολλά δείγματα ανθρώπινου παραλογισμού στην Ιστορία, από την παλαιότατη ως τη σύγχρονη, το βιβλίο παρουσιάζει τις πολλές και ποικιλόμορφες εκδηλώσεις του ανθρώπινου παραλογισμού που οδήγησε τόσο συχνά – και οδηγεί ακόμη – το διεθνές σύστημα σε συγκρούσεις, συμφορές, αίμα.
Οταν με ρωτούν τώρα αν η χώρα μας έχει λόγους να φοβάται την Τουρκία, η πρώτη μου απάντηση εξακολουθεί να είναι «Οχι». Γιατί λογικά δεν θα μπορούσε κανείς να βρει εύλογες αιτίες και κίνητρα που θα οδηγούσαν την Τουρκία σε μια επιθετική ενέργεια κατά της Ελλάδος. Μήπως εδαφική επέκταση; Μια χώρα πολλαπλάσια σε έκταση από την Ελλάδα δεν θα είχε λόγο να αναζητεί «ζωτικό χώρο» με την απόκτηση και άλλου εδάφους. Κυριαρχία στο Αιγαίο; Σε μια έκταση θαλάσσια και εναέρια, αναγκαστικά ανοιχτή στις διεθνείς επικοινωνίες, τι είδους συγκεκριμένα πλεονεκτήματα θα προσέφερε; Πρόληψη ελληνικής επιθετικότητας που θα ξεκινούσε από τα νησιά μας για να καταλάβει τα τουρκικά παράλια; Ούτε γι’ αστείο. Με καμία λογική προσπέλαση δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί η συνεχιζόμενη υπό διάφορες μορφές τουρκική απειλή.
Μα τότε; Αναγκαστικά για να εξηγήσουμε κάπως αυτή τη στάση της Τουρκίας (στάση που μπορεί να είναι παράλογη, αλλά είναι μια πολιτική πραγματικότητα) πρέπει να αναζητήσουμε κίνητρα που ανάγονται στην ψυχολογία που έχει διαμορφώσει η Ιστορία. Γιατί πράγματι τόσο το ιστορικό παρελθόν των ελληνοτουρκικών σχέσεων όσο και μερικά μόνιμα χαρακτηριστικά της τουρκικής ψυχολογίας μπορούν, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, να εξηγήσουν πώς αντιμετωπίζει η Τουρκία την Ελλάδα ή – καλύτερα – ο Τούρκος τον Ελληνα. Γιατί, μην ξεχνάμε, ο Τούρκος είδε τον «ραγιά» να αποκτά μόρφωση και πλούτο ως υπήκοος της Αυτοκρατορίας, τον είδε να κάνει την αρχή της έξωσης των Οθωμανών από τις ευρωπαϊκές του κτήσεις, να επεκτείνεται επανειλημμένως εδαφικά, αλλά τον είδε και να εκστρατεύει απειλητικά ως την καρδιά του τουρκικού έθνους. Είδε κατόπιν ως απειλή μια επέκταση του ελληνικού χώρου στα νότια παράλια της Τουρκίας, επέκταση που μόνο με την απειλή βίας και αργότερα ακόμη και με χρήση βίας μπόρεσε να αποτρέψει. Είδε ύστερα την Ελλάδα να γίνεται μέλος της Ευρώπης και, τέλος, να βάζει ακόμη και την Κύπρο, έστω και κολοβωμένη, στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την ώρα που η Τουρκία συναντά από απροθυμία ως άρνηση στην ευρωπαϊκή της πορεία.
Τέτοιο ιστορικό υπόβαθρο δημιουργεί την ψυχολογία που υποθάλπει την επιθετικότητα. Και για έναν λαό που είναι υπερήφανος μέχρις αλαζονείας και βίαιος μέχρις ωριμότητας μια τέτοια αντίδραση απέναντι στην Ελλάδα δεν πρέπει να μας ξενίζει. Αλλά βεβαίως ούτε και να μας φοβίζει. Μπορεί η ΕΕ να μην εγγυάται τα σύνορά μας με κάποια στρατιωτική δύναμη, αλλά αποτελεί πάντως υπολογίσιμο ανασχετικό. Ενώ ταυτόχρονα περισπασμοί όπως στο Ιράκ, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, η στάση της Τεχεράνης καθώς και η όλη ρευστότητα στη Μέση Ανατολή αποτελούν εστίες προβλημάτων πιο ανησυχητικών για την Τουρκία.
Ξαναγυρίζουμε στη σκέψη ότι λογικά μεν δεν θα έπρεπε να ανησυχούμε για το ενδεχόμενο να εκδηλωθεί η τουρκική επιθετικότητα εναντίον μας. Αλλά, πάλι, ας μην ξεχνάμε πως το στοιχείο του παραλόγου παίζει πολύ συχνά τον ρόλο του στο διεθνές σύστημα. Την επίδραση του στοιχείου αυτού στην τουρκική σκέψη και στάση δεν μπορούμε να την ελέγξουμε. Μπορούμε όμως να ρυθμίζουμε ανάλογα τη δική μας στάση. Ανάμεσα στον φόβο και στον εφησυχασμό πρέπει να υπάρχει η αυτοπεποίθηση. Ούτε το φάντασμα του «προαιώνιου εχθρού» ούτε οι εναγκαλισμοί σε στιγμές ευφορίας για την «εγκάρδια συνεννόηση». Η διατήρηση της σωστής αμυντικής ισορροπίας συνοδευμένη από τη διαρκή και κατάλληλη κινητικότητα στο διεθνές πεδίο και με σαφή οριοθέτηση των θέσεών μας παράλληλα με ανοιχτή διάθεση για συνεργασία είναι στοιχεία απαραίτητα.
Πριν από μερικά χρόνια σε ένα διεθνές συνέδριο στην Αττάλεια είχα εκφράσει την απορία μου, γιατί η Τουρκία αναλίσκεται σε σειρά επιθετικών εκδηλώσεων κατά της Ελλάδος, τη στιγμή που έχει τόσα άλλα προβλήματα, εσωτερικά και εξωτερικά. Εχει να κάνει με «δύσκολους» γείτονες, όπως το Ιράν και η Συρία, την ανωμαλία στο Ιράκ (που τότε μόλις άρχιζε), κλειστά σύνορα με την Αρμενία, βαθμιαία επανεμφάνιση της Ρωσίας στον Καύκασο. Και εσωτερικά με το μέγιστο θέμα των Κούρδων, την ταχύτατη αύξηση του πληθυσμού, την τεράστια διαφορά στάθμης ζωής ανάμεσα στη Βορειοδυτική και στη Νοτιοανατολική Τουρκία.
Υπό τις συνθήκες αυτές διερωτόμουν γιατί η Τουρκία επέλεξε τον δρόμο της αντιπαράθεσης με την Ελλάδα, που στο κάτω κάτω έδειξε πως θα τη βοηθούσε και στην ευρωπαϊκή της πορεία. Ο τούρκος ομιλητής, παλαιός συνάδελφος διπλωμάτης, που με διαδέχθηκε στο βήμα, με κατακεραύνωσε: «Ποιος είσαι εσύ που θα μας πεις ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής;». Σε μια τέτοια στάση, τι μπορείς να αντιτάξεις;
Αυτή τη σκηνή θα μπορούσα να την είχα περιλάβει στο βιβλίο που είχα γράψει, «Το Παράλογο στις Διεθνείς Σχέσεις». Ξεκινώντας από τα πολλά δείγματα ανθρώπινου παραλογισμού στην Ιστορία, από την παλαιότατη ως τη σύγχρονη, το βιβλίο παρουσιάζει τις πολλές και ποικιλόμορφες εκδηλώσεις του ανθρώπινου παραλογισμού που οδήγησε τόσο συχνά – και οδηγεί ακόμη – το διεθνές σύστημα σε συγκρούσεις, συμφορές, αίμα.
Οταν με ρωτούν τώρα αν η χώρα μας έχει λόγους να φοβάται την Τουρκία, η πρώτη μου απάντηση εξακολουθεί να είναι «Οχι». Γιατί λογικά δεν θα μπορούσε κανείς να βρει εύλογες αιτίες και κίνητρα που θα οδηγούσαν την Τουρκία σε μια επιθετική ενέργεια κατά της Ελλάδος. Μήπως εδαφική επέκταση; Μια χώρα πολλαπλάσια σε έκταση από την Ελλάδα δεν θα είχε λόγο να αναζητεί «ζωτικό χώρο» με την απόκτηση και άλλου εδάφους. Κυριαρχία στο Αιγαίο; Σε μια έκταση θαλάσσια και εναέρια, αναγκαστικά ανοιχτή στις διεθνείς επικοινωνίες, τι είδους συγκεκριμένα πλεονεκτήματα θα προσέφερε; Πρόληψη ελληνικής επιθετικότητας που θα ξεκινούσε από τα νησιά μας για να καταλάβει τα τουρκικά παράλια; Ούτε γι’ αστείο. Με καμία λογική προσπέλαση δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί η συνεχιζόμενη υπό διάφορες μορφές τουρκική απειλή.
Μα τότε; Αναγκαστικά για να εξηγήσουμε κάπως αυτή τη στάση της Τουρκίας (στάση που μπορεί να είναι παράλογη, αλλά είναι μια πολιτική πραγματικότητα) πρέπει να αναζητήσουμε κίνητρα που ανάγονται στην ψυχολογία που έχει διαμορφώσει η Ιστορία. Γιατί πράγματι τόσο το ιστορικό παρελθόν των ελληνοτουρκικών σχέσεων όσο και μερικά μόνιμα χαρακτηριστικά της τουρκικής ψυχολογίας μπορούν, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, να εξηγήσουν πώς αντιμετωπίζει η Τουρκία την Ελλάδα ή – καλύτερα – ο Τούρκος τον Ελληνα. Γιατί, μην ξεχνάμε, ο Τούρκος είδε τον «ραγιά» να αποκτά μόρφωση και πλούτο ως υπήκοος της Αυτοκρατορίας, τον είδε να κάνει την αρχή της έξωσης των Οθωμανών από τις ευρωπαϊκές του κτήσεις, να επεκτείνεται επανειλημμένως εδαφικά, αλλά τον είδε και να εκστρατεύει απειλητικά ως την καρδιά του τουρκικού έθνους. Είδε κατόπιν ως απειλή μια επέκταση του ελληνικού χώρου στα νότια παράλια της Τουρκίας, επέκταση που μόνο με την απειλή βίας και αργότερα ακόμη και με χρήση βίας μπόρεσε να αποτρέψει. Είδε ύστερα την Ελλάδα να γίνεται μέλος της Ευρώπης και, τέλος, να βάζει ακόμη και την Κύπρο, έστω και κολοβωμένη, στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την ώρα που η Τουρκία συναντά από απροθυμία ως άρνηση στην ευρωπαϊκή της πορεία.
Τέτοιο ιστορικό υπόβαθρο δημιουργεί την ψυχολογία που υποθάλπει την επιθετικότητα. Και για έναν λαό που είναι υπερήφανος μέχρις αλαζονείας και βίαιος μέχρις ωριμότητας μια τέτοια αντίδραση απέναντι στην Ελλάδα δεν πρέπει να μας ξενίζει. Αλλά βεβαίως ούτε και να μας φοβίζει. Μπορεί η ΕΕ να μην εγγυάται τα σύνορά μας με κάποια στρατιωτική δύναμη, αλλά αποτελεί πάντως υπολογίσιμο ανασχετικό. Ενώ ταυτόχρονα περισπασμοί όπως στο Ιράκ, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, η στάση της Τεχεράνης καθώς και η όλη ρευστότητα στη Μέση Ανατολή αποτελούν εστίες προβλημάτων πιο ανησυχητικών για την Τουρκία.
Ξαναγυρίζουμε στη σκέψη ότι λογικά μεν δεν θα έπρεπε να ανησυχούμε για το ενδεχόμενο να εκδηλωθεί η τουρκική επιθετικότητα εναντίον μας. Αλλά, πάλι, ας μην ξεχνάμε πως το στοιχείο του παραλόγου παίζει πολύ συχνά τον ρόλο του στο διεθνές σύστημα. Την επίδραση του στοιχείου αυτού στην τουρκική σκέψη και στάση δεν μπορούμε να την ελέγξουμε. Μπορούμε όμως να ρυθμίζουμε ανάλογα τη δική μας στάση. Ανάμεσα στον φόβο και στον εφησυχασμό πρέπει να υπάρχει η αυτοπεποίθηση. Ούτε το φάντασμα του «προαιώνιου εχθρού» ούτε οι εναγκαλισμοί σε στιγμές ευφορίας για την «εγκάρδια συνεννόηση». Η διατήρηση της σωστής αμυντικής ισορροπίας συνοδευμένη από τη διαρκή και κατάλληλη κινητικότητα στο διεθνές πεδίο και με σαφή οριοθέτηση των θέσεών μας παράλληλα με ανοιχτή διάθεση για συνεργασία είναι στοιχεία απαραίτητα.
Δημοσίευση σχολίου