ΣΕ ΤΡΕΙΣ ημέρες από σήμερα θα γιορτάσουμε μία ακόμη επέτειο του ιστορικού «Οχι». Ετσι παρέμεινε, με μία μόνο λέξη, στη συλλογική μας μνήμη η ηρωική αντίσταση του λαού μας στη σαρωτική επέλαση των δυνάμεων του Αξονα που αιματοκύλισε την Ευρώπη, στοιχίζοντας τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους. Επίσημα, το τέλος του πολέμου τοποθετείται τον Μάιο του 1945. Στη χώρα μας όμως η ειρήνη καθυστέρησε άλλα τέσσερα χρόνια.....
Ο ελληνικός Εμφύλιος που ξέσπασε αμέσως μετά οδήγησε τη χώρα στο χείλος της αβύσσου. Το αίμα που έρευσε και η φυγάδευση χιλιάδων ελλήνων, κυρίως νέων, του πληθυσμού της. Περίπου 60.000 ήταν οι μαχητές του Δημοκρατικού στρατού που μετά την ήττα τους κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και 25.000 τα παιδιά που μεταφέρθηκαν εκεί. Το γνωστό έκτοτε ως «παιδομάζωμα»,μια φρικτή λέξη που είχε στοιχειώσει την εθνική μας μνήμη από την περίοδο του οθωμανικού ζυγού, αναβίωνε,με χειρότερους όρους αυτή τη φορά.
Θέμα ταμπού στην ελληνική ιστοριογραφία, αφού η ανάμνηση και μόνο της τραυματικής εκείνης εμπειρίας προκαλεί βαθιά οδύνη, έχει ελάχιστα θιγεί συγκριτικά με άλλες όψεις της περιόδου του πολέμου τόσο από κύκλους ακαδημαϊκούς όσο και δημοσιογραφικούς. Πρόσφατα μόλις ξεκίνησε ένας διάλογος για τη δημόσια Ιστορία, την ιστορία εκείνη που ξεφεύγει από τα όρια της διδασκαλίας της μέσα σε ακαδημαϊκές αίθουσες και τολμά να διαλέγεται κρίσιμα πολιτικά και εθνικά ζητήματα, μύθους και ταμπού που συχνά θεωρούνται αναγκαίοι για την επούλωση πληγών, με στόχο την εσωτερική συνοχή της κοινωνίας. Κύλησε όμως πολύς χρόνος έκτοτε. Πολλά πράγματα άλλαξαν. Επήλθε εθνική συμφιλίωση. Με την πτώση της χούντας της 21ης Απριλίου θεωρητικά και πρακτικά έληξε η μακρά περίοδος της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Αλλά και στην Ευρώπη, όλα άλλαξαν μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Εκατομμύρια απόρρητοι φάκελοι των κρατικών υπηρεσιών των πρώην κομμουνιστικών κρατών βγήκαν στο φως, αλλάζοντας την εικόνα που είχαμε για το παρελθόν. Αποδείχτηκε, δηλαδή, ότι το παρελθόν δεν παραμένει αμετάβλητο, αλλά μπορεί και αυτό να αλλάζει με τα νέα ερωτήματα που θέτει, ή ερμηνείες που αναζητεί, η ίδια η κοινωνία. Η ζοφερή εκείνη περίοδος της Ιστορίας μας γράφτηκε με υπερβολές ή λάθη και από τις δύο πλευρές· και αυτό είναι κατανοητό ως ένα βαθμό, εφόσον αποσκοπούσε στην κατασκευή ενός λιγότερο προβληματικού εθνικού παρελθόντος. Ζητούμενο, πάντως, παραμένει η ψυχρή ανάγνωση των γεγονότων μέσα από τις ίδιες τις πηγές. Στο άρθρο αυτό, η ανάγνωση θα επιχειρηθεί μονομερώς, μέσα από τα επίσημα έγγραφα των διπλωματικών και προξενικών μας αρχών στο εξωτερικό. Είναι όμως σε κάθε περίπτωση, και παρά τη μονομέρειά της, η συγκεκριμένη έρευνα μια καλή αρχή.
Ούτε έναν, ούτε δύο ή δέκα, αλλά 85 φακέλους μόνο της Κεντρικής Υπηρεσίας- περιόδου 1948- 1952- εντόπισε με τη χρήση της λέξης-«κλειδί» «παιδομάζωμα» το πρόγραμμα ηλεκτρονικής διαχείρισης αρχείων που εφαρμόζει το ΥΠΕΞ. Δύσκολο να μεταφερθεί στον περιορισμένο χώρο ενός άρθρου ακόμα και η περιγραφή της ιστορικής πληροφόρησης των πολύτιμων σε περιεχόμενο ιστορικών φακέλων. Κάθε άνοιγμα ενός νέου φακέλου και μία έκπληξη: γράμματα με ακανόνιστο παιδικό χαρακτήρα ή ορθογραφικά λάθη παιδιών (αετόπουλα) που ζητούσαν από τον « πατέρα » Μάρκο (Βαφειάδη) να γυρίσουν στην Ελλάδα όταν ελευθερωθεί, σπαρακτικές αιτήσεις γονέων οι οποίοι αναζητούσαν τα παιδιά τους που είχαν μεταφερθεί «για ασφάλεια» έξω από τις ζώνες των εμφυλιακών συρράξεων. Διπλωματικές ενέργειες της χώρας, με προεξάρχοντες τους πρεσβευτές Κύρου και Δενδραμή, προς τον ΟΗΕ, αλλά και προς τις κυβερνήσεις των Συμμάχων για διαμεσο λάβησή τους στον Στάλιν, προκειμένου να δοθεί τέλος στη νέα μορφή που έπαιρνε η εθνική αιμορραγία της χώρας. Εντυπα, φωτογραφικό υλικό, ανταποκρίσεις από όλο τον κόσμο για την ημέρα πένθους της Ελλάδας, την 29η Δεκεμβρίου του 1949, που υπομνήστηκε ευλαβικά σε όλες τις πρωτεύουσες του γνωστού τότε ως «ελεύθερου κόσμου», κτλ.
Σύμφωνα με έκθεση του προέδρου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού προς τη Βαλκανική Επιτροπή που ερευνούσε τις συνοριακές τριβές της Ελλάδας με τους βόρειους γείτονές της, «...η εν ευρεία κλίμακι εκτέλεσις του αδικήματος της φυλοκτονίας ήρχισεν από των τελευταίων μηνών του 1947 και καθ΄ όλον το 1948 », αφορούσε δε « μικρούς Ελληνόπαιδας από ηλικίας 5 ετών και άνω ». Ο συνολικός αριθμός των παιδιών, σύμφωνα με στοιχεία της Ligue des Societes de la Croix Rouge, την 1η Δεκεμβρίου του 1948 ανήρχετο σε 24.696 και ήταν κατανεμημένος ως εξής: 2.000 σε στρατόπεδα της Αλβανίας, 2.650 στη Βουλγαρία, 3.000 στην Ουγγαρία, 3.801 στη Ρουμανία, 2.235 στην Τσεχοσλοβακία και 11.000 στη Γιουγκοσλαβία.
Στις 27 Νοεμβρίου του 1948, κατόπιν ενεργειών της ελληνικής κυβέρνησης, η Γ΄ Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ που συνεδρίασε στο Παρίσι αποφάσισε « όπως συστήση τον επαναπατρισμόν των εκτός των εστιών αυτών ευρισκομένων Ελληνοπαίδων εφ΄ όσον ήθελον ζητήση τούτο τα παιδία ταύτα, οι γονείς των, ή τούτων μη υπαρχόντων,οι πλησιέστεροι συγγενείς
των ». Η επιμέλεια για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού και της αποκαταστάσεως της επαφής μεταξύ της Ελλάδας και των «δορυφόρων κρατών της» ανετέθη από τον ΟΗΕ στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό (ΙCRC) και στην προαναφερθείσα Ενωση (Ligue) των Εθνικών Ερυθρών Σταυρών. Πράγματι, αντιπρόσωποι των δύο αυτών διεθνών οργανώσεων επισκέφθηκαν την Ελλάδα, αλλά δεν έγιναν αρχικά δεκτοί από κανένα κομμουνιστικό κράτος. Μόνο η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Τσεχοσλοβακία φάνηκαν πρόθυμες, μετά μικρή παρέλευση χρόνου, να επιτρέψουν την είσοδο στο έδαφός τους στους ξένους εκπροσώπους, αλλά και αυτών η θέληση ερμηνεύτηκε ως « πολιτικός ελιγμός, αποβλέπων εις την επ΄ αόριστον παρέλκυσιν του τόσου τραγικού δια την Ελλάδα,τα παιδιά και τους γονείς τους ζητήματος ». Στο μεταξύ, μία μετά την άλλη έφθαναν οι εκθέσεις των πρεσβειών μας για τον τρόπο διαβίωσης των παιδιών στα στρατόπεδα- όπως περιήρχοντο από αυτόπτες μάρτυρες που τύχαινε να έχουν για κάποιο λόγο επαφή με τα παιδιά αυτά. Ολες οι εκθέσεις πάντως έκαναν λίγο ως πολύ λόγο για καλές σχετικά συνθήκες υγιεινής και διαίτησης των παιδιών, που τελούσαν πάντοτε υπό ιατρική επίβλεψη και παρακολουθούσαν κανονικά τα μαθήματά τους σε τάξεις της ηλικίας τους, ή οι μεγαλύτεροι σε επαγγελματικές τεχνικές σχολές. «Τα παιδιά μας ζουν ευτυχισμένα στις Λαϊκές Δημοκρατίες» ήταν ο τίτλος τετρασέλιδης ανακοίνωσης του υπουργού Παιδείας της Κυβέρνησης του Βουνού, καθηγητή-ιατρού Πέτρου Κόκκαλη (ΑΠ 1/4/56/511/217), όπως παρουσιάζεται σε οικείο φάκελο του έτους 1949. Καλύτερες, πάντως, ήσαν οι συνθήκες στα στρατόπεδα της Ουγγαρίας. Σε σημείωμα του διοικητικού υπαλλήλου Γ. Βενετσιάνου από τη Βουδαπέστη, που διαβίβαζε ο επιτετραμμένος Α. Ι. Παππάς από την Πράγα (ΑΠ 426, 15 Μαρτίου του 1949) και περιέγραφε τις πράγματι καλές συνθήκες διαβιώσεως των εκεί συγκεντρωθέντων Ελληνοπαίδων αναφέρει σχετικά: «...τελευταίως εβελτιώθη ο ιματισμός των παρασχεθέντος εις έκαστον παιδίον ενός επανωφορίου και μιας καινουργής ενδυμασίας. Ωστόσο δεν εξέλιπεν από τα ατυχή ταύτα παιδία η ζωηρά νοσταλγία της πατρίδος και ο πόθος επιστροφής εις αυτήν, εκδηλούμενος εκάστοτε διαφοροτρόπως όπως π.χ. απόκρυψις της χορηγηθείσης καινουργής ενδυμασίας, ίνα μη καταστραφή εδώ και την μεταφέρουν καινουργή όταν επιστρέψουν στην Ελλάδα...».
Θα ακολουθήσουν δύο ακόμα αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, το 1949 και το 1950. Ωστόσο, οι αιτήσεις γονέων ή συγγενών προς τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό θα φθάσουν μόλις τις 6.000, « αριθμός δυσαναλόγως μικρός σχετικώς με τον συνολικόν αριθμόν απαχθέντων παιδιών » (πρεσβευτής Φ. Φίλων από Βέρνη, ΑΠ 43621, 12 Αυγ. του 1949). Ανάμεσα σε αυτές και 15 μουσουλμάνων από την περιοχή Διδυμοτείχου. Ως αιτία σε άλλο σημείωμα αναφερόταν ο αναλφαβητισμός και οι κακές καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα και εμπόδιζαν την ενημέρωση των πολιτών.
Πλην του ΟΗΕ, το θέμα θα λάβει, όπως αναμενόταν άλλωστε, εξαιρετικές διαστάσεις στον Τύπο, θα προκαλέσει το ενδιαφέρον του Πάπα, ο οποίος θ΄ αποστείλει σχετική επιστολή-έκκληση στον αμερικανό ΥΠΕΞ Ατσεσον και θ΄ αποτελέσει αντικείμενο οξύτατης συζήτησης στο βρετανικό Κοινοβούλιο. Ψηφίσματα θα εκδοθούν από πλήθος οργανώσεων εντός και εκτός Ελλάδος και η 29η Δεκεμβρίου του 1949 θα τιμηθεί ως ημέρα πένθους για την Ελλάδα διεθνώς. Η φράση του ηγέτη της νίκης των Συμμάχων Γουίνστον Τσόρτσιλ « πολέμησαν γενναία, πολέμησαν ωραίοι ως Ελληνες » αφορούσε όλους εκείνους τους ήρωες που αγωνίστηκαν για μια ανεξάρτητη και ελεύθερη πατρίδα. Η τραγωδία που ακολούθησε ήταν ό,τι πιο άδικο άξιζε όχι μόνο για τους ίδιους αλλά και για τον τόπο μας.
Ο ελληνικός Εμφύλιος που ξέσπασε αμέσως μετά οδήγησε τη χώρα στο χείλος της αβύσσου. Το αίμα που έρευσε και η φυγάδευση χιλιάδων ελλήνων, κυρίως νέων, του πληθυσμού της. Περίπου 60.000 ήταν οι μαχητές του Δημοκρατικού στρατού που μετά την ήττα τους κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και 25.000 τα παιδιά που μεταφέρθηκαν εκεί. Το γνωστό έκτοτε ως «παιδομάζωμα»,μια φρικτή λέξη που είχε στοιχειώσει την εθνική μας μνήμη από την περίοδο του οθωμανικού ζυγού, αναβίωνε,με χειρότερους όρους αυτή τη φορά.
Θέμα ταμπού στην ελληνική ιστοριογραφία, αφού η ανάμνηση και μόνο της τραυματικής εκείνης εμπειρίας προκαλεί βαθιά οδύνη, έχει ελάχιστα θιγεί συγκριτικά με άλλες όψεις της περιόδου του πολέμου τόσο από κύκλους ακαδημαϊκούς όσο και δημοσιογραφικούς. Πρόσφατα μόλις ξεκίνησε ένας διάλογος για τη δημόσια Ιστορία, την ιστορία εκείνη που ξεφεύγει από τα όρια της διδασκαλίας της μέσα σε ακαδημαϊκές αίθουσες και τολμά να διαλέγεται κρίσιμα πολιτικά και εθνικά ζητήματα, μύθους και ταμπού που συχνά θεωρούνται αναγκαίοι για την επούλωση πληγών, με στόχο την εσωτερική συνοχή της κοινωνίας. Κύλησε όμως πολύς χρόνος έκτοτε. Πολλά πράγματα άλλαξαν. Επήλθε εθνική συμφιλίωση. Με την πτώση της χούντας της 21ης Απριλίου θεωρητικά και πρακτικά έληξε η μακρά περίοδος της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Αλλά και στην Ευρώπη, όλα άλλαξαν μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Εκατομμύρια απόρρητοι φάκελοι των κρατικών υπηρεσιών των πρώην κομμουνιστικών κρατών βγήκαν στο φως, αλλάζοντας την εικόνα που είχαμε για το παρελθόν. Αποδείχτηκε, δηλαδή, ότι το παρελθόν δεν παραμένει αμετάβλητο, αλλά μπορεί και αυτό να αλλάζει με τα νέα ερωτήματα που θέτει, ή ερμηνείες που αναζητεί, η ίδια η κοινωνία. Η ζοφερή εκείνη περίοδος της Ιστορίας μας γράφτηκε με υπερβολές ή λάθη και από τις δύο πλευρές· και αυτό είναι κατανοητό ως ένα βαθμό, εφόσον αποσκοπούσε στην κατασκευή ενός λιγότερο προβληματικού εθνικού παρελθόντος. Ζητούμενο, πάντως, παραμένει η ψυχρή ανάγνωση των γεγονότων μέσα από τις ίδιες τις πηγές. Στο άρθρο αυτό, η ανάγνωση θα επιχειρηθεί μονομερώς, μέσα από τα επίσημα έγγραφα των διπλωματικών και προξενικών μας αρχών στο εξωτερικό. Είναι όμως σε κάθε περίπτωση, και παρά τη μονομέρειά της, η συγκεκριμένη έρευνα μια καλή αρχή.
Ούτε έναν, ούτε δύο ή δέκα, αλλά 85 φακέλους μόνο της Κεντρικής Υπηρεσίας- περιόδου 1948- 1952- εντόπισε με τη χρήση της λέξης-«κλειδί» «παιδομάζωμα» το πρόγραμμα ηλεκτρονικής διαχείρισης αρχείων που εφαρμόζει το ΥΠΕΞ. Δύσκολο να μεταφερθεί στον περιορισμένο χώρο ενός άρθρου ακόμα και η περιγραφή της ιστορικής πληροφόρησης των πολύτιμων σε περιεχόμενο ιστορικών φακέλων. Κάθε άνοιγμα ενός νέου φακέλου και μία έκπληξη: γράμματα με ακανόνιστο παιδικό χαρακτήρα ή ορθογραφικά λάθη παιδιών (αετόπουλα) που ζητούσαν από τον « πατέρα » Μάρκο (Βαφειάδη) να γυρίσουν στην Ελλάδα όταν ελευθερωθεί, σπαρακτικές αιτήσεις γονέων οι οποίοι αναζητούσαν τα παιδιά τους που είχαν μεταφερθεί «για ασφάλεια» έξω από τις ζώνες των εμφυλιακών συρράξεων. Διπλωματικές ενέργειες της χώρας, με προεξάρχοντες τους πρεσβευτές Κύρου και Δενδραμή, προς τον ΟΗΕ, αλλά και προς τις κυβερνήσεις των Συμμάχων για διαμεσο λάβησή τους στον Στάλιν, προκειμένου να δοθεί τέλος στη νέα μορφή που έπαιρνε η εθνική αιμορραγία της χώρας. Εντυπα, φωτογραφικό υλικό, ανταποκρίσεις από όλο τον κόσμο για την ημέρα πένθους της Ελλάδας, την 29η Δεκεμβρίου του 1949, που υπομνήστηκε ευλαβικά σε όλες τις πρωτεύουσες του γνωστού τότε ως «ελεύθερου κόσμου», κτλ.
Σύμφωνα με έκθεση του προέδρου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού προς τη Βαλκανική Επιτροπή που ερευνούσε τις συνοριακές τριβές της Ελλάδας με τους βόρειους γείτονές της, «...η εν ευρεία κλίμακι εκτέλεσις του αδικήματος της φυλοκτονίας ήρχισεν από των τελευταίων μηνών του 1947 και καθ΄ όλον το 1948 », αφορούσε δε « μικρούς Ελληνόπαιδας από ηλικίας 5 ετών και άνω ». Ο συνολικός αριθμός των παιδιών, σύμφωνα με στοιχεία της Ligue des Societes de la Croix Rouge, την 1η Δεκεμβρίου του 1948 ανήρχετο σε 24.696 και ήταν κατανεμημένος ως εξής: 2.000 σε στρατόπεδα της Αλβανίας, 2.650 στη Βουλγαρία, 3.000 στην Ουγγαρία, 3.801 στη Ρουμανία, 2.235 στην Τσεχοσλοβακία και 11.000 στη Γιουγκοσλαβία.
Στις 27 Νοεμβρίου του 1948, κατόπιν ενεργειών της ελληνικής κυβέρνησης, η Γ΄ Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ που συνεδρίασε στο Παρίσι αποφάσισε « όπως συστήση τον επαναπατρισμόν των εκτός των εστιών αυτών ευρισκομένων Ελληνοπαίδων εφ΄ όσον ήθελον ζητήση τούτο τα παιδία ταύτα, οι γονείς των, ή τούτων μη υπαρχόντων,οι πλησιέστεροι συγγενείς
των ». Η επιμέλεια για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού και της αποκαταστάσεως της επαφής μεταξύ της Ελλάδας και των «δορυφόρων κρατών της» ανετέθη από τον ΟΗΕ στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό (ΙCRC) και στην προαναφερθείσα Ενωση (Ligue) των Εθνικών Ερυθρών Σταυρών. Πράγματι, αντιπρόσωποι των δύο αυτών διεθνών οργανώσεων επισκέφθηκαν την Ελλάδα, αλλά δεν έγιναν αρχικά δεκτοί από κανένα κομμουνιστικό κράτος. Μόνο η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Τσεχοσλοβακία φάνηκαν πρόθυμες, μετά μικρή παρέλευση χρόνου, να επιτρέψουν την είσοδο στο έδαφός τους στους ξένους εκπροσώπους, αλλά και αυτών η θέληση ερμηνεύτηκε ως « πολιτικός ελιγμός, αποβλέπων εις την επ΄ αόριστον παρέλκυσιν του τόσου τραγικού δια την Ελλάδα,τα παιδιά και τους γονείς τους ζητήματος ». Στο μεταξύ, μία μετά την άλλη έφθαναν οι εκθέσεις των πρεσβειών μας για τον τρόπο διαβίωσης των παιδιών στα στρατόπεδα- όπως περιήρχοντο από αυτόπτες μάρτυρες που τύχαινε να έχουν για κάποιο λόγο επαφή με τα παιδιά αυτά. Ολες οι εκθέσεις πάντως έκαναν λίγο ως πολύ λόγο για καλές σχετικά συνθήκες υγιεινής και διαίτησης των παιδιών, που τελούσαν πάντοτε υπό ιατρική επίβλεψη και παρακολουθούσαν κανονικά τα μαθήματά τους σε τάξεις της ηλικίας τους, ή οι μεγαλύτεροι σε επαγγελματικές τεχνικές σχολές. «Τα παιδιά μας ζουν ευτυχισμένα στις Λαϊκές Δημοκρατίες» ήταν ο τίτλος τετρασέλιδης ανακοίνωσης του υπουργού Παιδείας της Κυβέρνησης του Βουνού, καθηγητή-ιατρού Πέτρου Κόκκαλη (ΑΠ 1/4/56/511/217), όπως παρουσιάζεται σε οικείο φάκελο του έτους 1949. Καλύτερες, πάντως, ήσαν οι συνθήκες στα στρατόπεδα της Ουγγαρίας. Σε σημείωμα του διοικητικού υπαλλήλου Γ. Βενετσιάνου από τη Βουδαπέστη, που διαβίβαζε ο επιτετραμμένος Α. Ι. Παππάς από την Πράγα (ΑΠ 426, 15 Μαρτίου του 1949) και περιέγραφε τις πράγματι καλές συνθήκες διαβιώσεως των εκεί συγκεντρωθέντων Ελληνοπαίδων αναφέρει σχετικά: «...τελευταίως εβελτιώθη ο ιματισμός των παρασχεθέντος εις έκαστον παιδίον ενός επανωφορίου και μιας καινουργής ενδυμασίας. Ωστόσο δεν εξέλιπεν από τα ατυχή ταύτα παιδία η ζωηρά νοσταλγία της πατρίδος και ο πόθος επιστροφής εις αυτήν, εκδηλούμενος εκάστοτε διαφοροτρόπως όπως π.χ. απόκρυψις της χορηγηθείσης καινουργής ενδυμασίας, ίνα μη καταστραφή εδώ και την μεταφέρουν καινουργή όταν επιστρέψουν στην Ελλάδα...».
Θα ακολουθήσουν δύο ακόμα αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, το 1949 και το 1950. Ωστόσο, οι αιτήσεις γονέων ή συγγενών προς τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό θα φθάσουν μόλις τις 6.000, « αριθμός δυσαναλόγως μικρός σχετικώς με τον συνολικόν αριθμόν απαχθέντων παιδιών » (πρεσβευτής Φ. Φίλων από Βέρνη, ΑΠ 43621, 12 Αυγ. του 1949). Ανάμεσα σε αυτές και 15 μουσουλμάνων από την περιοχή Διδυμοτείχου. Ως αιτία σε άλλο σημείωμα αναφερόταν ο αναλφαβητισμός και οι κακές καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα και εμπόδιζαν την ενημέρωση των πολιτών.
Πλην του ΟΗΕ, το θέμα θα λάβει, όπως αναμενόταν άλλωστε, εξαιρετικές διαστάσεις στον Τύπο, θα προκαλέσει το ενδιαφέρον του Πάπα, ο οποίος θ΄ αποστείλει σχετική επιστολή-έκκληση στον αμερικανό ΥΠΕΞ Ατσεσον και θ΄ αποτελέσει αντικείμενο οξύτατης συζήτησης στο βρετανικό Κοινοβούλιο. Ψηφίσματα θα εκδοθούν από πλήθος οργανώσεων εντός και εκτός Ελλάδος και η 29η Δεκεμβρίου του 1949 θα τιμηθεί ως ημέρα πένθους για την Ελλάδα διεθνώς. Η φράση του ηγέτη της νίκης των Συμμάχων Γουίνστον Τσόρτσιλ « πολέμησαν γενναία, πολέμησαν ωραίοι ως Ελληνες » αφορούσε όλους εκείνους τους ήρωες που αγωνίστηκαν για μια ανεξάρτητη και ελεύθερη πατρίδα. Η τραγωδία που ακολούθησε ήταν ό,τι πιο άδικο άξιζε όχι μόνο για τους ίδιους αλλά και για τον τόπο μας.
Δημοσίευση σχολίου