Tου Σωτήρη Σιδέρη
Η Δύση χρησιμοποιεί τον ελληνοτουρκικό διάλογο για την επαναπροσέγγιση της Άγκυρας με τη Δύση. Aυτό δεν συζητείται στην Αθήνα, αλλά όλα δείχνουν η προσέγγιση των δύο χωρών ευνοεί ένα δυτικό σχέδιο που περιλαμβάνει και την ραγδαία ανάπτυξη των σχέσεων Τουρκίας -ΕΕ χωρίς καν να λαμβάνονται υπόψη οι ελληνικές ανησυχίες. Πράγμα που σημαίνει πως η Αθήνα έχει έναν λόγο παραπάνω να θέσει κόκκινες γραμμές σε αυτόν τον διάλογο για να διασφαλίσει τα εθνικά συμφέροντα της χώρας και όχι της Δύσης.
Το Βασιλικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων , το Chatham House , είναι μια βρετανική δεξαμενή σκέψης με έδρα το Λονδίνο που συνέταξε μια ανάλυση με θέμα «η ΕΕ πρέπει να υποστηρίξει το ξεπάγωμα των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας» και υπότιτλο «Οι καλύτερες σχέσεις είναι μια ευκαιρία για την ΕΕ να βελτιώσει τη συνεργασία με έναν σημαντικό γεωπολιτικό παράγοντα» δηλαδή την Τουρκία. Το think tank εισηγείται πρωτοφανή πράγματα, όπως δομημένο διάλογο Άγκυρας -ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας και πρόσκληση της Τουρκίας σε συμβούλια υπουργών. Σίγουρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη τα γνωρίζει όλα αυτά, αλλά δεν φαίνεται να έχει διάθεση αλλαγής στάσης έναντι της Δύσης, ακόμη και αν η χώρα μας χρησιμοποιείται ως πιόνι στην μεγάλη σκακιέρα των δυτικών συμφερόντων.
Γεωπολιτική ωμότητα και το κλίμα στην Αθήνα
Η εμφανής φιλοτουρκική προσέγγιση, πρέπει να ανησυχήσει την ελληνική πλευρά, καθώς η στρατηγική της Δύσης, υπερτερεί των ελληνικών ευαισθησιών.
Η ανάλυση επισημαίνει ότι “η προσπάθεια αξιοποίησης της ελληνοτουρκικής προσέγγισης και αντιμετώπισης της κρίσης στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στη μελλοντική διαμόρφωση των ευρύτερων σχέσεων της Άγκυρας με τη Δύση” . Γεωπολιτική ωμότητα, αλλά στην Αθήνα πως την προσεγγίζουν;
Η ανάλυση είναι η αποθέωση του δυτικού κυνισμού , όπως τον διαπιστώνουμε στην Ουκρανία, τη Γάζα, την Αφρική και αλλού. Προς απόδειξη αυτού, η ανάλυση αναφέρει ότι:
“ η καλύτερη διαχείριση των διαφορών μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας είναι ζωτικής σημασίας για να τεθούν οι βάσεις για μια πιο συνεργατική και όχι ανταγωνιστική γεωπολιτική σχέση μεταξύ της Τουρκίας και της Δύσης στην κοινή τους γειτονιά – και για να αποφευχθεί η ενδοσυμμαχική ρήξη και η ένταση εντός του ΝΑΤΟ”. Στην Ελλάδα έχει υποχωρήσει δραματικά η ανάλυση αυτών των παραμέτρων και το σύνολο του πολιτικού συστήματος αφιερώνει όλον τον χρόνο στην μικροπολιτική αντιπαράθεση και στα επί μέρους ζητήματα χάνοντας τον προσανατολισμό του και την μεγάλη εικόνα για το τι διακυβεύεται.
Αν όμως υπάρξει μια συζήτηση αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί υπέρ των εθνικών συμφερόντων. Το συγκεκριμένο think tank προφανώς έχει φιλοτουρκική προσέγγιση, αλλά η Ελλάδα μπορεί να την αξιοποιήσει υπέρ της , αν η Δύση καίγεται τόσο πολύ για να προσεγγίσει την Τουρκία.
Τα βασικά σημεία της ανάλυσης :
“Ο Τούρκος Πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου χαιρέτισε μια νέα εποχή φιλίας με την Αθήνα και μίλησε για τη μετατροπή του Αιγαίου σε θάλασσα ειρήνης. Ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ήταν εξίσου διαχυτικός και φιλόξενος, τονίζοντας την κοινή ιστορική ευθύνη των δύο πλευρών για αποκατάσταση των σχέσεων.
Σε εξωτερικούς παρατηρητές, αυτή η γλώσσα μπορεί να φανεί ως απλή διπλωματική αβρότητα. Ωστόσο, το πλαίσιο έχει σημασία: μόλις πριν από λίγα χρόνια οι δύο χώρες αντάλλασσαν συστηματικά απειλές και η έκρηξη μιας σύγκρουσης θεωρούνταν εντός του πεδίου του δυνατού.
Το «ξεπάγωμα» των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι ευπρόσδεκτη είδηση σε διμερές επίπεδο, αλλά και θετική για την ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία σήμερα καθορίζεται από τον πόλεμο Χαμάς-Ισραήλ, τις ανεπίλυτες συγκρούσεις στη Συρία και τη Λιβύη και την παγιωμένη κρίση στην Κύπρο.
Υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις για οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη βελτίωση των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, οι οποίες είναι γεμάτες από ακανθώδη ζητήματα, αλλά η ΕΕ θα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να στηρίξει το «ξεπάγωμα» των σχέσεων.
Θα πρέπει επίσης να βασιστεί σε αυτό, ξεκινώντας έναν δομημένο διάλογο για την ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική με την Τουρκία, ενισχύοντας την ευρωπαϊκή ασφάλεια και βελτιώνοντας τη συνεργασία με έναν σημαντικό γεωπολιτικό παίκτη και εταίρο του ΝΑΤΟ.
Η κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο
Οι προσδοκίες για τη βελτίωση των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας πρέπει να παραμείνουν συγκρατημένες. Η σχέση χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο αλληλένδετων διαφορών, συνυφασμένων με τις αντιλήψεις των δύο χωρών για την κυριαρχία τους, όπου οποιοσδήποτε συμβιβασμός είναι δύσκολος και πολιτικά επικίνδυνος.
Οι χώρες διαφωνούν σχετικά με τα όρια των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών τους (θαλάσσια σύνορα) στην Ανατολική Μεσόγειο, το μήκος των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο, (όπου η Άγκυρα αμφισβητεί επίσης το καθεστώς ορισμένων νησιών και νησίδων), και είναι πικρά διχασμένες από τη μακροχρόνια κυπριακή κρίση.
Ένα χαρακτηριστικό του σημερινού «ξεπαγώματος» είναι ότι επικεντρώνεται στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις και όχι στην τριμερή σχέση Τουρκίας-Ελλάδας και Κύπρου.
Οι απόψεις της Άγκυρας και της Αθήνας για το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να αντιμετωπιστεί το Κυπριακό ζήτημα αποκλίνουν η μία από την άλλη: Η Τουρκία οδεύει προς τη λύση δύο κρατών, ενώ η Αθήνα και η Λευκωσία εμμένουν στο ομοσπονδιακό πλαίσιο.
Προηγουμένως οι διαφωνίες αυτές είχαν λάβει σε μεγάλο βαθμό τη μορφή «παγιωμένων» συγκρούσεων, αλλά οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας τις μετέτρεψαν σε ενεργές κρίσεις.
Σε περιφερειακό επίπεδο, οι ανακαλύψεις φυσικού αερίου από το Ισραήλ (2009-10), την Κύπρο (2011) και την Αίγυπτο (2015) ενθάρρυναν την Τουρκία να στείλει γεωτρύπανα στην Ανατολική Μεσόγειο, μετατρέποντας τις διαφωνίες για τα θαλάσσια σύνορα σε ενεργή κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Λιβύη άνοιξε περαιτέρω διαχωρισμούς μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας. Η Άγκυρα στήριξε την υποστηριζόμενη από τον ΟΗΕ κυβέρνηση της Τρίπολης, ενώ χώρες όπως η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Γαλλία στήριξαν τις δυνάμεις του στρατάρχη Khalifa Haftar. Ως αντίδραση στην πολιτική της Τουρκίας υπέρ της Τρίπολης, η Αθήνα υποστήριξε αργότερα τον Haftar και οι τρεις τελευταίες χώρες υποστήριξαν την Ελλάδα στη διαμάχη της με την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Άγκυρα υπέγραψε συμφωνία για τα θαλάσσια σύνορα με την κυβέρνηση της Τρίπολης το 2019, η οποία ερχόταν σε σύγκρουση με την άποψη της Ελλάδας για τα θαλάσσια σύνορά της. Σε απάντηση, η Αθήνα υπέγραψε μια παρόμοια συμφωνία με το Κάιρο το 2020, η οποία ερχόταν σε σύγκρουση με τα δηλωμένα θαλάσσια σύνορα της Άγκυρας.
Σε ένα ευρύτερο επίπεδο, η αντίθεση στην Αραβική Άνοιξη και η πολιτική της Άγκυρας υπέρ της Αραβικής Άνοιξης οδήγησαν αραβικά κράτη όπως η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία και εν μέρει το Ισραήλ πιο κοντά στην Ελλάδα και δημιούργησαν μια γεωπολιτική ρήξη με την Τουρκία.
Σε συστημικό επίπεδο, δύο ζητήματα επιδείνωσαν την κρίση: η αντίληψη της μείωσης του αμερικανικού αποτυπώματος στην περιοχή και η εξαφάνιση του πλαισίου της ΕΕ στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και τα δύο ενίσχυσαν τους περιφερειακούς ανταγωνισμούς και αποδιοργάνωσαν τις σχέσεις.
Επιπτώσεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια
Παρά τις περιορισμένες προοπτικές για πρόοδο σε αυτό το βασικό σύνολο κρίσεων, το «ξεπάγωμα» των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι εξαιρετικά σημαντικό και αξίζει την πλήρη υποστήριξη της ΕΕ, όχι μόνο για την ενίσχυση της δικής της ασφάλειας.
Η Τουρκία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο σε όλους σχεδόν τους βασικούς τομείς της ευρωπαϊκής γειτονίας: στην Ουκρανία και τη Μαύρη Θάλασσα, την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια και τον Νότιο Καύκασο – και δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Η Ελλάδα και η Γαλλία είναι μέλη της ΕΕ και η Τουρκία είναι επίσημα υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ. Όλοι είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Οι εντάσεις μεταξύ τους αναπόφευκτα επιβαρύνουν την εσωτερική συνοχή του ΝΑΤΟ και επηρεάζουν αρνητικά την ευρωπαϊκή ασφάλεια ευρύτερα.
Η Άγκυρα εξοργίστηκε από ένα ελληνογαλλικό αμυντικό σύμφωνο που υπογράφηκε το 2021, θεωρώντας ότι στρέφεται κατά της Τουρκίας, καθώς καλύπτει όχι μόνο απειλές που προέρχονται εκτός του ΝΑΤΟ αλλά και εντός της συμμαχίας. Μια δήλωση προθέσεων Τουρκίας-Ηνωμένου Βασιλείου για αμυντική συνεργασία, που υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 2023, προκάλεσε αναστάτωση στην Αθήνα – αν και είναι ποιοτικά διαφορετική από το ελληνογαλλικό σύμφωνο, καθώς δεν έχει δεσμεύσεις ασφαλείας.
Η καλύτερη διαχείριση των διαφορών μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας είναι ζωτικής σημασίας για να τεθούν οι βάσεις για μια πιο συνεργατική και όχι ανταγωνιστική γεωπολιτική σχέση μεταξύ της Τουρκίας και της Δύσης στην κοινή τους γειτονιά – και για να αποφευχθεί η ενδοσυμμαχική ρήξη και η ένταση εντός του ΝΑΤΟ.
Σχέσεις Τουρκίας-Δύσης και γεωπολιτική
Η προσπάθεια αξιοποίησης της ελληνοτουρκικής προσέγγισης και αντιμετώπισης της κρίσης στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στη μελλοντική διαμόρφωση των ευρύτερων σχέσεων της Άγκυρας με τη Δύση.
Το πρώτο βήμα θα πρέπει να είναι η έναρξη ενός δομημένου διαλόγου μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας. Παρά την καθυστέρηση της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας στην ΕΕ, ένας τέτοιος διάλογος είναι ζωτικής σημασίας.
Σε μια εποχή ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων, κατά την οποία η ευρωπαϊκή ασφάλεια αμφισβητείται θεμελιωδώς από τη Ρωσία, και σημαντικές γεωπολιτικές αναδιαρθρώσεις λαμβάνουν χώρα στις κοινές γειτονιές της Τουρκίας και της ΕΕ, ο διάλογος θα είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη θετικών αποτελεσμάτων σε τρεις βασικούς παράγοντες που θα διαμορφώσουν το μέλλον των σχέσεων Τουρκίας-Δύσης.
Το πρώτο είναι το πώς οι δύο πλευρές τοποθετούνται σε σχέση με τη Ρωσία και την Κίνα.
Δεύτερον, πώς η Τουρκία θα εμφανιστεί στην προσπάθεια της Δύσης να μειώσει την εξάρτησή της από την Κίνα στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού – γεγονός που με τη σειρά του θα επηρεάσει σε ποιο βαθμό η τουρκική οικονομία θα παραμείνει δομικά αγκυροβολημένη στο δυτικό οικονομικό οικοσύστημα.
Τρίτον, αν η Τουρκία και η ΕΕ μπορούν να είναι εταίροι ή αντίπαλοι στη γειτονιά τους.
Ένας διάλογος για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας μεταξύ της Άγκυρας και των Βρυξελλών μπορεί ενδεχομένως να θέσει τα θεμέλια για περισσότερο συντονισμό και σύγκλιση και καλύτερη διαχείριση των διαφορών τους.
Ένας διάλογος για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας μεταξύ της Άγκυρας και των Βρυξελλών μπορεί ενδεχομένως να θέσει τα θεμέλια για περισσότερο συντονισμό και σύγκλιση και καλύτερη διαχείριση των διαφορών τους.
Η ΕΕ θα πρέπει να ξεκινήσει προσκαλώντας τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών στις συναντήσεις Gymnich, τις άτυπες συναντήσεις των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ που πραγματοποιούνται κάθε έξι μήνες, και να προσπαθήσει να καθορίσει έναν πιθανό τουρκικό ρόλο στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) της ΕΕ.
Η τουρκική εκπροσώπηση θα αποτελούσε σημαντική αναγνώριση του γεγονότος ότι δεν μπορεί να δημιουργηθεί βιώσιμη ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας χωρίς τον σαφή καθορισμό του ρόλου της Τουρκίας”.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου