Μαργαρίτης Γιώργος
Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Βρετανία βρέθηκε στο στρατόπεδο των νικητών. Οι ταλαντεύσεις των ΗΠΑ και τελικά η άρνησή τους να αναλάβουν παγκόσμιο ρόλο άφησε το Λονδίνο μόνο κυρίαρχο των θαλασσών και ως εκ τούτου θεματοφύλακα της τάξης του κόσμου. Η αποικιακή αυτοκρατορία κλονίστηκε στα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου, λόγω των πιέσεων που επέβαλε η Μητρόπολη για να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του πολέμου.
Παρόλα αυτά όχι μόνο βγήκε αλώβητη από την δοκιμασία, αλλά και απλώθηκε ακόμα περισσότερο, εδαφικά και στρατηγικά, την επαύριο του πολέμου. Η μεγάλη προσθήκη ήταν η αποικιοποίηση της οθωμανικής Μέσης Ανατολής, εκεί όπου το πετρέλαιο ανάβλυζε και ο έλεγχός του έδινε πραγματική ισχύ σε όποιον το κατείχε. Εάν η έννοια της παγκόσμιας κυριαρχίας μπορούσε να εφαρμοστεί στη μέγιστη κλίμακα, τότε, ιστορικά, η Μεγάλη Βρετανία του 1920 θα μπορούσε να αποτελέσει το παράδειγμα γι’ αυτό.
Ξαφνικά, περίπου απρόσμενα για τον ανυποψίαστο εξωτερικό παρατηρητή η βρετανική παγκόσμια κυριαρχία έπαψε να είναι αυτή που έδειχνε ότι ήταν. Στη Συνθήκη της Ουάσιγκτον (Φεβρουάριος 1922), η Βρετανία έπαψε μονομιάς να “κυβερνά τα κύματα” όπως επέμενε ο εθνικός της ύμνος. Η κυριαρχία μοιράστηκε ως εξής: 5 η Βρετανία, 5 οι ΗΠΑ, 3 η Ιαπωνία και από 1,75 η Γαλλία και Ιταλία. Η κυριαρχία των θαλασσών θα ήταν πλέον συλλογική υπόθεση.
Θα ήταν δύσκολο να αναλύσουμε τις αιτίες ετούτης της απίστευτης ανατροπής στο πλαίσιο ενός “δημοσιογραφικού” άρθρου. Ας σημειώσουμε ότι ο κόσμος του 1922 ήταν αισθητά διαφορετικός από τον αντίστοιχο του 1913. Δύο ανεπιθύμητες στους ισχυρούς επαναστάσεις βρίσκονταν στα πρόθυρα νίκης: η κοινωνική επανάσταση των Μπολσεβίκων στην Ρωσία και η Επανάσταση των Εθνικιστών του Κεμάλ στην Τουρκία.
Από τις ακτές του Ατλαντικού ως την Ερυθρά θάλασσα, ο μουσουλμανικός κόσμος ήταν στα όπλα ενάντια στην αποικιοκρατία Ισπανών, Γάλλων, Ιταλών και Βρετανών. Στα 1922, για να εξευμενιστεί ο αραβικός εθνικισμός, Αίγυπτος και Ιράκ έγιναν κατ’ όνομα ανεξάρτητα βασίλεια. Στη δε –στρατηγικά σημαντική για την Αγγλία– Ιρλανδία έγινε το ίδιο πράγμα, πιο ουσιαστικά όμως. Με λίγα λόγια η νικήτρια αυτοκρατορία δεν ήταν πλέον παντοδύναμη.
Η βρετανική βάση της Σιγκαπούρης
Η παραίτηση της Βρετανίας από την δεσπόζουσα θέση της δημιούργησε ανησυχίες σε όσους βασίζονταν σε αυτήν για την διατήρηση της τάξης στον κόσμο. Η εμφάνιση της επίσης νικήτριας στον πόλεμο Ιαπωνίας στον Κεντρικό Ειρηνικό (με την εκχώρηση σε αυτήν των γερμανικών νησιωτικών αποικιών) προκάλεσε έντονες ανησυχίες στις βρετανικές κτήσεις στην περιοχή. Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Βιρμανία και Ινδία είδαν με ανήσυχο μάτι την γειτνίαση με την φιλόδοξη Ιαπωνία.
Το Λονδίνο κλήθηκε να αμβλύνει τις ανησυχίες αυτές. Το ζήτημα δεν μπορούσε πλέον να αντιμετωπιστεί με την διαρκή παρουσία ισχυρής μοίρας του βρετανικού στόλου στον Ινδικό και τον Ειρηνικό. Τα “βασιλικά πλοία” δεν αρκούσαν. Η ιδέα λοιπόν που κυριάρχησε ήταν η κατασκευή μιας ναυτικής βάσης, στην οποία θα μπορούσε να ελλιμενιστεί ένας μεγάλος στόλος, όταν υπήρχε ανάγκη.
Η βρετανική βάση της Σιγκαπούρης αναγγέλθηκε για πρώτη φορά στα 1923, την επαύριον της Συνθήκης της Ουάσιγκτον. Η κατασκευή της επιταχύνθηκε μετά το “επεισόδιο της Μαντζουρίας” στα 1931 και ολοκληρώθηκε στα 1938. Το κόστος της βάσης ήταν μυθικό για την εποχή: 60.000.000 στερλίνες, 2,5-3 δισ. σημερινής αξίας στερλίνες. Επρόκειτο για τη λιγότερο αποδοτική επένδυση που έγινε ποτέ. Η τρομερή αυτή βάση, με τα πυροβόλα των 15 ιντσών(!) για να την προφυλάσσουν από την θάλασσα, φιλοξένησε μια μόνο φορά την παρουσία ενός ναυτικού σχηματισμού που έμοιαζε με στόλο. Τον Δεκέμβριο 1941 τα πολεμικά “Πρίγκηψ της Ουαλίας” και “Ρήπωλς” πέρασαν από εκεί για λίγες ημέρες.
Τις πρώτες κιόλας ημέρες του πολέμου στον Ειρηνικό υπέκυψαν και τα δύο στην ιαπωνική αεροπορική υπεροχή. Η Σιγκαπούρη και η βάση της καταλήφθηκαν λίγο αργότερα από ιαπωνικά στρατεύματα που ήρθαν από την στεριά, όχι από την θάλασσα. Οι δε πανάκριβες εγκαταστάσεις της χρησίμευσαν στο ιαπωνικό Ναυτικό, το οποίο πάλι δεν βρήκε επαρκή στόλο για να τιμήσει την τόσο μεγάλη βάση. Οι Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, τις οποίες θα κάλυπτε από κινδύνους η βάση, στράφηκαν προς τις ΗΠΑ για την ασφάλειά τους. Τουλάχιστον οι Αμερικανοί στα 1942 είχαν στόλους να επιδείξουν, όχι μόνο βάσεις και εξορκισμούς.
Νέοι ναυτικοί ανταγωνισμοί
Δύσκολα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι βρισκόμαστε σήμερα στα προεόρτια ενός μεγάλου, παγκόσμιου πολέμου. Προς το παρόν η κυρίαρχη τάση στις πιο πολεμόχαρες ζώνες –εκεί όπου μπορούν να συμβούν “κλασσικοί” πόλεμοι– βρίσκεται μάλλον στον αφοπλισμό. Βρετανία, Γερμανία και Γαλλία θεωρούν υπερβολικό βάρος τα περίπου διακόσια(!) άρματα μάχης που η καθεμία διατηρεί ετοιμοπόλεμα. Μόνο για την μείωσή τους συζητούν. Με διάμεση ηλικία του πληθυσμού στα 47,8 έτη (Γερμανία) ουδείς μπορεί να σκεφτεί γενικευμένο πόλεμο ειδικά στην Ευρώπη. Στις θάλασσες, όμως, κάνει την εμφάνισή του ένας νέος ναυτικός ανταγωνισμός.
Το 2020 και 2021, το Πολεμικό Ναυτικό της Κίνας πρόσθεσε στην δύναμή του δύο πυρηνικά υποβρύχια και ένα κλασσικό. Πρόσθεσε επίσης έξι(!) αντιτορπιλικά 13.000 τόνων (Τ. 055) και άλλα δέκα(!) 7.500 τόνων (Τ. 052D). Πρόσθεσε επίσης 24(!) κορβέτες 1.500 τόνων (Τ. 056Α), δύο πλοία αμφιβίου πολέμου (ελικοπτεροφόρα) 40.000 τόνων (Τ. 076) και ένα πλοίο εφοδιασμού 25.000 τόνων. Συνολικά το εκτόπισμά τους είναι περίπου 360.000 τόνοι.
Την ίδια περίοδο το Ναυτικό των ΗΠΑ πρόσθεσε δύο πυρηνικά υποβρύχια 10.400 τόνων (Βιρτζίνια), δύο αντιτορπιλικά 9.700 τόνων (Arleigh Burke), τέσσερα πλοία “παράκτιου πολέμου” 3.400 τόνων, ένα πλοίο αμφιβίου πολέμου 45.000 τόνων και δύο ακόμα “πλωτές βάσεις” (Expeditionary Mobile Base) 60.000 τόνων εκάστη. Αν αφαιρέσουμε τις –άγνωστης χρησιμότητας– “πλωτές βάσεις”, το εκτόπισμα πολεμικών πλοίων που προστέθηκε στο Ναυτικό των ΗΠΑ είναι μικρότερο των 100.000 τόνων και αν συμπεριλάβουμε τις “βάσεις” 220.000 τόνοι. Προφανώς αρχίζει και δημιουργείται πρόβλημα ισορροπιών στη ναυτική ισχύ, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το Ναυτικό της Κίνας πρέπει να περιμένει μερικά χρόνια ακόμα για να αποκτήσει την εμπειρία και την παράδοση που συντελούν στο αξιόμαχο ενός Πολεμικού Ναυτικού.
Η πολιτική των ΗΠΑ δείχνει αμήχανη και αναποφάσιστη. Η πρόσφατη σύγκρουση του Προέδρου Μπάϊντεν και του Κογκρέσου σχετικά με τις παραγγελίες νέων πολεμικών πλοίων το 2022, αντικατοπτρίζει την αμηχανία. Η διαφορά είναι οκτώ ή 13 πλοία, πολύ μακριά από την εκφρασμένη πρόθεση για αύξηση του στόλου από τα 296 στα 355 πολεμικά. Σε ένα μεγάλο ποσοστό το αμερικανικό Ναυτικού στηρίζεται ακόμα σε πλοία της εποχής του Ψυχρού Πολέμου (πέντε από τα έντεκα αεροπλανοφόρα) με ηλικία μεγαλύτερη των 35 χρόνων, με αποτέλεσμα η αντικατάστασή τους να γίνεται επιτακτική.
Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ
Η αντίδραση των ΗΠΑ στο προβληματικό αδιέξοδο που δημιουργείται είναι πολλών μορφών και επιπέδων. Ένα είναι η πίεση σε συμμάχους να ενισχύσουν τη ναυτική τους παρουσία, ώστε να δημιουργηθεί μια συλλογική ισχύς απέναντι στην κινεζική –και όχι μόνο– απειλή. Οι πλέον απειλούμενοι και, ως εκ τούτου, πλέον πρόθυμοι έσπευσαν να ανταποκριθούν, επωφελούμενοι από τις ευκαιρίες και τα ανταλλάγματα που η αμερικανική πλευρά προσφέρει.
Στην περίπτωση της Αυστραλίας η τεχνολογία των πυρηνικών υποβρυχίων διαχέεται για πρώτη φορά εκτός των βασικών πυρηνικών δυνάμεων. Στην περίπτωση της Ιαπωνίας οι απαγορεύσεις του 1945 και του Συντάγματός της ξεπεράστηκαν. Ο νέος αμυντικός προϋπολογισμός της ανήλθε στα 52 δισ. δολάρια, προσανατολισμένος σε παραγγελίες πολεμικών πλοίων κυρίως, αεροπλανοφόρων μεταξύ άλλων.
Μια δεύτερη “λύση” είναι ο πολλαπλασιασμός των βάσεων ειδικά στις ευαίσθητες περιοχές. Αυτή η συνταγή ακολουθεί –τηρουμένων των αναλογιών– την βρετανική πεπατημένη του Μεσοπολέμου: το “Σύνδρομο της Σιγκαπούρης” αν ονομάσουμε έτσι το φαινόμενο. Το πλήθος των αμερικανικών βάσεων είναι εκκωφαντικά δυσανάλογο με τον αριθμό των τριακοσίων πολεμικών πλοίων που το αμερικανικό Ναυτικό διαθέτει.
Αμερικανικές βάσεις και Ελλάδα
Και τα δύο αυτά ενδιαφέρουν την Ελλάδα και την –υποτιθέμενα υπάρχουσα– εξωτερική της πολιτική. Οι αμερικανικές βάσεις καλύπτουν την Ελλάδα από κάθε είδους εχθρό όσο κάλυψε η βάση της Σιγκαπούρης την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία στα δύσκολα. Χτίζονται με την προοπτική της συγκέντρωσης των –ανεπαρκών πλέον για οικουμενική παρουσία– δυνάμεων των ΗΠΑ σε θερμές ζώνες, σε θερμές εποχές.
Η προσδοκώμενη θερμότητα στην περιοχή μας αφορά την Ρωσία ή το Ιράν σήμερα, ή όποιον αντίστοιχο αύριο. Παρά τις επίσημες προσδοκίες η εγκατάστασή τους σε ελληνικό έδαφος εκθέτει την Ελλάδα, χωρίς να επιλύει το δικό της πρόβλημα: την τουρκική επιθετικότητα. Το αντίθετο μάλιστα. Καθώς οι βάσεις αυτές –ειδικά η Σούδα και η Αλεξανδρούπολη– χρησιμοποιούνται εντατικά για προκλητικές πιέσεις κατά της Ρωσίας, η Ελλάδα απομονώνεται από την μόνη δύναμη που μπορεί να μετριάσει τις τουρκικές επιδιώξεις. Αλλά γι’ αυτό έχουν μιλήσει άλλοι πολλοί.
Το δεύτερο είναι ότι η Ελλάδα πιέζεται σταθερά και ασφυκτικά από τις ΗΠΑ για να συμβάλει στη συλλογική αντίδραση –υπό την αιγίδα των ΗΠΑ– στους νέους ανταγωνισμούς. Αυτό σημαίνει ότι κανένα επίπεδο εξοπλισμών δεν ικανοποιεί τις ΗΠΑ. Θα ζητούν και –σε αδύναμες κυβερνήσεις, όπως οι ελληνικές– θα επιβάλουν εξοπλισμούς αναντίστοιχους με το αμυντικό πρόβλημα της χώρας. Αντίστοιχους, όμως, με τα σχέδια των ΗΠΑ στην περιοχή. Οι ελληνικοί “Πάτριοτ” δεν βρίσκονται στην Σαουδική Αραβία για να καλύψουν το Αιγαίο ή την Κύπρο, αλλά για να καλύψουν την μεταφορά των αντίστοιχων αμερικανικών μονάδων σε πιο θερμά σημεία.
Οι δε πιέσεις για F-35, πλοία “παράκτιου πολέμου” και τα τοιαύτα δεν τελείωσαν. Με την παρούσα πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα θα δούμε ίσως να αγοράζονται κι αυτά. Σε άλλες εποχές θα κρινόταν ίσως σοφότερο να μην εκτίθεται η Ελλάδα σε οικουμενικές διαμάχες μεταξύ μεγάλων δυνάμεων. Μόνο σε βάρος της μπορεί να γυρίσει αυτό. Το σοφόν όμως δεν είναι διακριτό χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής ελίτ και των κοινωνικών ομάδων που την στηρίζουν. Έχει χαθεί η μπάλα προ πολλού…
Δημοσίευση σχολίου