Σαρακινός Βαγγέλης
Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν έφυγε ποτέ από την πολιτική. Η ζωή του άλλωστε ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στη μουσική και την πολιτική δράση, αλλά και στον ακτιβισμό για την υπεράσπιση των ανθρώπινων αξιών. Εξάλλου η παρουσία του και μόνον κάπου έφτανε για να στείλει πολιτικά μηνύματα.
Ταυτισμένος με την πολιτική, στρατευμένος στην Αριστερά, έζησε για πολλές δεκαετίες, κυριολεκτικά στο πετσί του, την ελληνική πολιτική ιστορία. Νικητής της Αντίστασης, ηττημένος του Εμφυλίου, πολίτης Β’ κατηγορίας στην μεταπολεμική μετεμφυλιακή Ελλάδα, ο Μίκης ήταν πάντα παρών στους αγώνες για ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη. Πάντα όμως, μέσα από το πρίσμα ενός αριστερού, διεθνιστικού και αλληλέγγυου πατριωτισμού, όπως ο ίδιος τον αντιλαμβανόταν.
Ήδη από την εφηβεία του, η οποία λόγω των συχνών μετακινήσεων του υπαλλήλου πατέρα του τον βρήκε στην Τρίπολη, όπου σε ηλικία 17 ετών έδωσε την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του Κασσιανή, παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου του 1943 συλλαμβάνεται, για πρώτη φορά, από τους Ιταλούς και βασανίζεται. Στη συνέχεια, διαφεύγει στην Αθήνα, όπου οργανώνεται στο ΕΑΜ και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών, ενώ σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών.
Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν έφυγε ποτέ από την πολιτική. Η ζωή του άλλωστε ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στη μουσική και την πολιτική δράση, αλλά και στον ακτιβισμό για την υπεράσπιση των ανθρώπινων αξιών. Εξάλλου η παρουσία του και μόνον κάπου έφτανε για να στείλει πολιτικά μηνύματα.
Ταυτισμένος με την πολιτική, στρατευμένος στην Αριστερά, έζησε για πολλές δεκαετίες, κυριολεκτικά στο πετσί του, την ελληνική πολιτική ιστορία. Νικητής της Αντίστασης, ηττημένος του Εμφυλίου, πολίτης Β’ κατηγορίας στην μεταπολεμική μετεμφυλιακή Ελλάδα, ο Μίκης ήταν πάντα παρών στους αγώνες για ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη. Πάντα όμως, μέσα από το πρίσμα ενός αριστερού, διεθνιστικού και αλληλέγγυου πατριωτισμού, όπως ο ίδιος τον αντιλαμβανόταν.
Ήδη από την εφηβεία του, η οποία λόγω των συχνών μετακινήσεων του υπαλλήλου πατέρα του τον βρήκε στην Τρίπολη, όπου σε ηλικία 17 ετών έδωσε την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του Κασσιανή, παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου του 1943 συλλαμβάνεται, για πρώτη φορά, από τους Ιταλούς και βασανίζεται. Στη συνέχεια, διαφεύγει στην Αθήνα, όπου οργανώνεται στο ΕΑΜ και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών, ενώ σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών.
Πως γεννήθηκε ο πολιτικός Μίκης
Ο ΕΠΟΝίτης Μίκης γίνεται μαχητής στα Δεκεμβριανά και καταλήγει Μακρονησιώτης. Πορεία προδιαγεγραμμένη στο πολιτικό κλίμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή για χιλιάδες στρατευμένους αγωνιστές της Αριστεράς και ειδικότερα για δυναμικές, πολυσχιδείς και πολλά υποσχόμενες προσωπικότητες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης. Η ενεργή στράτευσή του στην Αριστερά στιγμάτισε άλλωστε και τον μουσικό προσανατολισμό του. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που η πολιτική του δράση δεν επέτρεψε να φανεί ο, πολλές φορές, άκρατος λυρισμός του.
Με αυτόν τον πολιτικό προσανατολισμό και με μια καλλιτεχνική διάθεση που προσομοιάζει με το κίνημα του ρομαντισμού, δεν είναι τυχαίο που η εμφάνισή του στο μουσικό προσκήνιο, στη δεκαετία του 1960 γίνεται με τον “Επιτάφιο” του Γιάννη Ρίτσου. Είναι η στιγμή που ο αξεπέραστος ομοιοκατάληκτος δεκαπεντασύλλαβος του Γιάννη Ρίτσου ντύνεται με μπουζούκια που κλαίνε, για να συνοδεύσουν το μοιρολόι της μάνας που θρηνεί τον νεκρό από τις σφαίρες της δικτατορίας του Μεταξά γιο της, στην ματωμένη διαδήλωση των καπνεργατών, την Πρωτομαγιά του 36, στη Θεσσαλονίκη.
Έκτοτε ο Μίκης είχε μια μουσική πορεία που είναι γνωστή σε όλους. Είναι εκείνη η πορεία, στο πλαίσιο της οποίας όλοι οι μεγάλοι Έλληνες ποιητές βγήκαν από τις σκονισμένες βιβλιοθήκες και μια δεκαετία αργότερα, με αποκορύφωμα την Μεταπολίτευση, έφτασαν, χάρη στον Μίκη, στα πέρατα του κόσμου αλλά και στο πιο μικρό γήπεδο του πιο απομακρυσμένου ελληνικού χωριού. Είχε όμως και μια πολιτική πορεία με περιοδείες στην Ελλάδα. Το 1963, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ιδρύεται η “Νεολαία Λαμπράκη”, της οποίας ο Μίκης εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται και βουλευτής της ΕΔΑ.
Χούντα και Μεταπολίτευση
Η Χούντα δεν επιφύλαξε κάτι διαφορετικό για τον Μίκη Θεοδωράκη. Μετά την σύλληψή του, τον Αύγουστο του 1967, ακολουθεί η γνωστή διαδρομή: Μπουμπουλίνας, φυλακές Αβέρωφ, μεγάλη απεργία πείνας, νοσοκομείο, αποφυλάκιση και κατ’ οίκον περιορισμός. Και επειδή “δεν συνεμορφώθην”, οικογενειακός εκτοπισμός στη Ζάτουνα Αρκαδίας και στο τέλος στο στρατόπεδο του Ωρωπού.
Στη Μεταπολίτευση, με διασπασμένη πλέον την Αριστερά, ο Μίκης Θεοδωράκης υποστηρίζει την «ενότητα», πάντα με μια δική του προσωπική εκδοχή, αλλά θα βρεθεί συνοδοιπόρος με το ΚΚΕ, κατεβαίνοντας ως υποψήφιος για τον Δήμο Αθηναίων το 1978 και ως βουλευτής Επικρατείας στις εκλογές του 1985 και του 1989. Οι εκπλήξεις έρχονται αργότερα, στην μετά ΠΑΣΟΚ εποχή, όταν ο Μίκης ξαφνιάζει τους πάντες με την συνεργασία του με τη ΝΔ και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Είναι η εποχή που πολλοί εκτιμούν ότι ο Θεοδωράκης έχει πάρει οριστικό διαζύγιο με την Αριστερά. Ωστόσο είναι και η εποχή που πέφτουν διεθνώς τα τείχη, ενώ και στην Ελλάδα, τόσο στον κόσμο της Αριστεράς όσο και σε σημαντικό τμήμα της μετριοπαθούς δεξιάς αρχίζει να εμπεδώνεται η ιδέα ότι δεν χρειάζονται τόσο βαθιές «διαχωριστικές γραμμές». Παραλλήλως προωθείται η γραμμή της «Εθνικής Συμφιλίωσης», υπόστρωμα της οποίας ήταν οι αλλαγές στον δημόσιο βίο που είχαν φέρει νωρίτερα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και κυρίως ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ο Μίκης πάντως βρίσκεται και πάλι στο μάτι του κυκλώνα, αυτή τη φορά με βολές από πρώην συντρόφους, αλλά και γενικώς συνοδοιπόρους του λεγόμενου προοδευτικού χώρου. Οι σχέσεις άλλωστε του Μίκη, με την ηγεσία της Αριστεράς, δεν ήταν πάντα εύκολες. Ο εκρηκτικός χαρακτήρας του, σε συνδυασμό με την τάση του να κινείται αυτόνομα και πέρα από γραμμές, τον οδηγούσε συχνά σε πολιτικές και στρατηγικές μεταπτώσεις, γεγονός που δημιουργούσε καχυποψία και ενίσχυε τον χαρακτηρισμό του «ανεμοδούρα» που του είχαν προσάψει αρκετοί.
Η Χούντα δεν επιφύλαξε κάτι διαφορετικό για τον Μίκη Θεοδωράκη. Μετά την σύλληψή του, τον Αύγουστο του 1967, ακολουθεί η γνωστή διαδρομή: Μπουμπουλίνας, φυλακές Αβέρωφ, μεγάλη απεργία πείνας, νοσοκομείο, αποφυλάκιση και κατ’ οίκον περιορισμός. Και επειδή “δεν συνεμορφώθην”, οικογενειακός εκτοπισμός στη Ζάτουνα Αρκαδίας και στο τέλος στο στρατόπεδο του Ωρωπού.
Στη Μεταπολίτευση, με διασπασμένη πλέον την Αριστερά, ο Μίκης Θεοδωράκης υποστηρίζει την «ενότητα», πάντα με μια δική του προσωπική εκδοχή, αλλά θα βρεθεί συνοδοιπόρος με το ΚΚΕ, κατεβαίνοντας ως υποψήφιος για τον Δήμο Αθηναίων το 1978 και ως βουλευτής Επικρατείας στις εκλογές του 1985 και του 1989. Οι εκπλήξεις έρχονται αργότερα, στην μετά ΠΑΣΟΚ εποχή, όταν ο Μίκης ξαφνιάζει τους πάντες με την συνεργασία του με τη ΝΔ και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Είναι η εποχή που πολλοί εκτιμούν ότι ο Θεοδωράκης έχει πάρει οριστικό διαζύγιο με την Αριστερά. Ωστόσο είναι και η εποχή που πέφτουν διεθνώς τα τείχη, ενώ και στην Ελλάδα, τόσο στον κόσμο της Αριστεράς όσο και σε σημαντικό τμήμα της μετριοπαθούς δεξιάς αρχίζει να εμπεδώνεται η ιδέα ότι δεν χρειάζονται τόσο βαθιές «διαχωριστικές γραμμές». Παραλλήλως προωθείται η γραμμή της «Εθνικής Συμφιλίωσης», υπόστρωμα της οποίας ήταν οι αλλαγές στον δημόσιο βίο που είχαν φέρει νωρίτερα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και κυρίως ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ο Μίκης πάντως βρίσκεται και πάλι στο μάτι του κυκλώνα, αυτή τη φορά με βολές από πρώην συντρόφους, αλλά και γενικώς συνοδοιπόρους του λεγόμενου προοδευτικού χώρου. Οι σχέσεις άλλωστε του Μίκη, με την ηγεσία της Αριστεράς, δεν ήταν πάντα εύκολες. Ο εκρηκτικός χαρακτήρας του, σε συνδυασμό με την τάση του να κινείται αυτόνομα και πέρα από γραμμές, τον οδηγούσε συχνά σε πολιτικές και στρατηγικές μεταπτώσεις, γεγονός που δημιουργούσε καχυποψία και ενίσχυε τον χαρακτηρισμό του «ανεμοδούρα» που του είχαν προσάψει αρκετοί.
Ο αιρετικός Μίκης
Η στάση του Μίκη δεν είχε ωστόσο καμία σχέση με αυτό που αποκαλούμε συνήθως πολιτική συναλλαγή. Επρόκειτο απλώς για μια προσωπική στάση, συχνά αντιφατική ως προς την έκφρασή της, αλλά ποτέ μακριά από την αριστερή προσέγγιση και ιδωμένη πάντα μέσα από ένα πνεύμα πατριωτισμού, που δεν καταργεί τον διεθνισμό και την αλληλεγγύη. Αυτήν την πατριωτική οπτική, η οποία είναι εκ των πραγμάτων μια απαραίτητη προϋπόθεση για την δημιουργία ενός ευρύτερου κοινού, ο Μίκης την έδειξε και στον καιρό των μνημονίων.
Η “Σπίθα” μπορεί να μην έγινε πυρκαγιά κοινωνικής έκρηξης και να μην οδήγησε στη δημιουργία ενός μεγάλου ενωτικού πατριωτικού κινήματος που θα επεδίωκε μια νέα ανεξαρτησία, όπως σίγουρα οραματιζόταν ο Μίκης. Συνέβαλε, ωστόσο, στη δημιουργία εκείνου του αντιμνημονιακού κύματος που έφερε τελικά τον Τσίπρα στην εξουσία, με τον Μίκη να υποστηρίζει αργότερα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τήρησε την συμφωνία.
Η τελευταία δυναμική πολιτική παρέμβαση του Μίκη, η οποία μάλιστα προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, ήταν η συμμετοχή του στο συλλαλητήριο της Αθήνας κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών. Τότε, ο Μίκης κατηγορήθηκε ότι υιοθετεί πλήρως την “εθνικιστική” ρητορική για το Μακεδονικό, εξαιτίας της παρουσίας ακροδεξιών, συμπεριλαμβανομένης της Χρυσής Αυγής, στην συγκέντρωση.
Κατηγορήθηκε επίσης ότι ερχόταν σε σύγκρουση με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία υλοποιούσε την θέση και τις απόψεις της Αριστεράς για το θέμα. Ο Μίκης ήταν ωστόσο εκεί στο πλαίσιο της δικής του πατριωτικής εκδοχής, η οποία τον συνόδευε από τα πρώτα βήματά του και τον ανέδεξε ως “φωνή της Ρωμιοσύνης”. Και ήταν μάλλον εκεί περισσότερο ως «σαλός θεού», όπως πολύ εύστοχα τον περιγράφει ο Μίμης Ανδρουλάκης, παρά ως «ανεμοδούρα».
Δημοσίευση σχολίου