IISS
του Erik Jones
Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων στην Ευρώπη διεξήγαν μια έκτακτη σύνοδο κορυφής την ίδια σχεδόν ώρα που ο πρόεδρος της Κομισιόν, Jean-Claude Juncker δημοσιοποιούσε μια έκθεση που είχε συνταχθεί με την υποστήριξη των προέδρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Eurogroup, για την "ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης της Ευρώπης”. Αυτή η αντιπαράθεση είναι εν μέρει μόνο τυχαία. Οι "πέντε πρόεδροι” εργάστηκαν για αυτή την έκθεση διότι η συνεχιζόμενη κρίση στην Ελλάδα καθιστά σαφές σε όλους ότι υπάρχουν ακόμη σημαντικά κενά στην αρχιτεκτονική του ενιαίου νομίσματος. Η Ελλάδα ωστόσο, δεν είναι ο μόνος λόγος που πολλοί θεωρούν πως περαιτέρω μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων για μακροοικονομική διακυβέρνηση, είναι αναπόφευκτη.
Η επανεξέταση των θεσμικών απαιτήσεων για μια σταθερή νομισματική ένωση ξεκίνησε εκ νέου τον Οκτώβριο με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να εκφράζει ανησυχίες για την ανάγκη δράσης κατά μήκος πολλαπλών μετώπων, προκειμένου να προαχθεί η ανάπτυξη και η απασχόληση. Κέρδισε momentum με την αναγνώριση μεταξύ των μελών της ευρωζώνης ότι "ο στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών είναι απαραίτητος για να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης”. Έγινε επίσημο μέρος της ατζέντας της ευρωπαϊκής πολιτικής, όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε την έκθεση τον περασμένο Δεκέμβριο, και ξεκίνησε να παίρνει σχήμα με την μορφή αναλυτικού σημειώματος, παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Φεβρουάριο, διαγιγνώσκοντας την προέλευση της ευρωπαϊκής κρίσης. Έχει τελικά εξελιχθεί σε μια διαδικασία δύο σταδίων για την ολοκλήρωση των αλληλένδετων οικονομικών, χρηματοοικονομικών, δημοσιονομικών και πολιτικών ενώσεων.
Η κρίση στην Ελλάδα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς μια απεικόνιση των προβλημάτων που προκύπτουν από μια ατελή νομισματική ένωση. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα είναι ο φακός μέσω του οποίου πολλοί Ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής κατανοούν και αντιλαμβάνονται την ευρωπαϊκή κρίση. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να δοθεί προσοχή στο τι θα πρέπει να μάθουμε και τι να μην μάθουμε από την ελληνική κρίση καθώς οι Ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής προετοιμάζονται να προβούν σε μια ολοκληρωμένη ατζέντα θεσμικών μεταρρυθμίσεων.
Το πρώτο -και πιο σημαντικό- μάθημα από την Ελλάδα είναι ότι οι τράπεζες δεν θα πρέπει να εξαρτώνται υπερβολικά από το κεφάλαιο και στα collateral που εγγυώνται από τις εθνικές κυβερνήσεις. Οι συστημικά σημαντικές ελληνικές τράπεζες, επιβίωσαν όλες "της ολοκληρωμένης αξιολόγησης” την οποία διεξήγε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το 2014. Με άλλα λόγια, είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες για να παραμείνουν φερέγγυες ακόμη και υπό αντίξοες συνθήκες. Είχαν επίσης επαρκές collateral για να έχουν πρόσβαση στη ρευστότητα. Δυστυχώς ωστόσο, αυτοί οι παράγοντες διήρκησαν μόνο όσο η ελληνική κυβέρνηση παρέμεινε φερέγγυα και εντός του προγράμματος διάσωσης.
Μόλις έγινε σαφές ότι η ελληνική κυβέρνηση θα εγκατέλειπε το πρόγραμμα τον Φεβρουάριο, η ΕΚΤ ήρε το waiver που καθιστούσε τα υποστηριζόμενα από την ελληνική κυβέρνηση assets, επιλέξιμα ως collateral για τη συμμετοχή στις πράξεις παροχής ρευστότητας. Αυτή η απόφαση είναι που οδήγησε τις ελληνικές τράπεζες στην εξάρτησή τους από τον ELA. Προχωρώντας στο σήμερα, αυτή η ίδια απόφαση είναι που έχει κορυφώσει την κρίση. Για σειρά λόγων, οι τράπεζες είναι πιθανό να μην έχουν πλέον πρόσβαση στον ELA, προτού η ελληνική κυβέρνηση στην πραγματικότητα αθετήσει υποχρεώσεις της. Οι ελληνικές τράπεζες θα ήταν ασφαλείς εάν είχαν διαφορετικό κεφάλαιο και διαφορετικά collatelar. Όπως έχουν τα πράγματα, είναι τα καναρίνια στο ανθρακωρυχείο. Και το ενιαίο νόμισμα είναι το ίδιο το ανθρακωρυχείο.
Η οικονομική και νομισματική ένωση της Ευρώπης, χρειάζεται μια νέα χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική. Η έκθεση των πέντε προέδρων για την επίλυση της χρηματοδότησης και ένα ευρωπαϊκό σχήμα εγγύησης καταθέσεων, θα είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη στο να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις ελληνικές τράπεζες. Παρόλα αυτά, αυτές οι προτάσεις δεν θα εξαλείψουν την έκθεση των ελληνικών τραπεζών σε κεφάλαια και collateral που υποστηρίζονται από την ελληνική κυβέρνηση. Ως εκ τούτου η έκθεση θα πρέπει να πηγαίνει και πιο μακριά -και πηγαίνει. Στο πλαίσιο αυτής της αρχιτεκτονικής, το ενιαίο νόμισμα χρειάζεται ένα συγκεντρωτικό σύστημα για τη διαχείριση του δημοσίου χρέους για να δημιουργήσει ισχυρά assets τα οποία οι τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιούν ως collateral για τις πράξεις τους. Η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού υπουργείου, όπως προτάθηκε από τους πέντε προέδρους, θα ήταν ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Δυστυχώς, οι πέντε πρόεδροι αναγνωρίζουν το σωστό μέσος για λάθος λόγους. Η έκθεσή τους υποστηρίζει πως η Ευρώπη χρειάζεται "περισσότερες κοινές αποφάσεις για τη δημοσιονομική πολιτική”. Ένα ευρωπαϊκό υπουργείο θα έδινε ένα κομβικό σημείο για την άσκηση της πολιτικής εξουσίας μέσω συλλογικής λήψης αποφάσεων. Το δεύτερο μάθημα από την ελληνική κρίση ωστόσο, είναι ότι οι Ευρωπαίοι δεν θέλουν συλλογική λήψη αποφάσεων για τη δημοσιονομική πολιτική. Αντίθετα, θέλουν να έχουν αυτονομία σχετικά με το ποιον φορολογούν και πώς ξοδεύουν. Θέλουν επίσης αυτονομία αναφορικά με τα δικαιώματα και τα κίνητρα. Πάνω από όλα, θα διατηρήσουν αυτή την αυτονομία ακόμη και με μεγάλο κίνδυνο. Για παράδειγμα, οι Γερμανοί πολιτικοί αρνούνται να "εκβιαστούν” στην διάσωση του ελληνικού δημοσίου (υποστηρίζοντας ελληνικές συντάξεις ή επιδοτώντας την απασχόληση στο ελληνικό δημόσιο), ακόμη και με το ρίσκο μιας ελληνικής χρεοκοπίας που θα προκαλέσει μια ανθρωπιστική κρίση και θα ακολουθηθεί από μια έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Οι Έλληνες πολιτικοί αρνούνται να υποχωρήσουν στις συντάξεις, στις ιδιωτικοποιήσεις ή σε άλλους δημοσιονομικούς στόχους, αν και μπορεί τελικά να ξεμείνουν από ρευστό.
Τέτοιες διαφωνίες για τα δημοσιονομικά θέματα, δεν είναι ασυνήθιστες. Μπορείτε να βρείτε τέτοιες σημαντικές αποκλίσεις σε δημοσιονομικές πρακτικές, κατά μήκος των κυβερνήσεων των αμερικανικών πολιτειών, όπως σε εκείνες της Μασαχουσέτης και του New Hampshire. Μπορείτε επίσης να βρείτε πολλά παράδειγμα αποσχιστικών κινημάτων, των οποίων τα αίτια έχουν τις ρίζες τους στις απαιτήσεις για μεγαλύτερη δημοσιονομική αυτονομία: όπως στο Βέλγιο, στην Ιταλία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η συλλογική λήψη αποφάσεων σχετικά με δημοσιονομικά θέματα, απαιτεί έναν υψηλό βαθμό αλληλεγγύης. Αυτό που αποκαλύπτει η Ελλάδα είναι ότι τέτοια αλληλεγγύη είναι ανύπαρκτη σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι μελλοντικές γενιές να είναι σε θέση να λαμβάνουν περισσότερες αποφάσεις από κοινού, αλλά δείχνει ότι αυτό το μέλλον, δεν είναι τώρα.
Η διακριτική πολιτική δεν αφορά μόνο το ποιος πληρώνει και ποιος επωφελείται. Αφορά επίσης και τους στόχους της μακροοικονομικής διακυβέρνησης -μεταξύ των οποίων και η συνολική διαχείριση της ζήτησης. Οι πέντε πρόεδροι φαίνεται να πιστεύουν ότι η Ελλάδα και άλλες περιφερειακές χώρες θα είναι καλύτερα εάν υπήρχε ένας δημοσιονομικός μηχανισμός για συνολική διαχείριση της ζήτησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Για αυτό οι πέντε πρόεδροι ζητούν ένα ευρωπαϊκό υπουργείο. Αξίζει να παραταθεί ολόκληρο:
"Υπάρχουν πολλοί τρόποι για μια νομισματική ένωση να προχωρήσει προς μια δημοσιονομική ένωση. Ωστόσο, ενώ ο βαθμός στον οποίο οι νομισματικές ενώσεις έχουν κοινά δημοσιονομικά εργαλεία διαφέρει, όλες οι ώριμες νομισματικές ενώσεις έχουν θεσπίσει μια κοινή λειτουργία μακροοικονομικής σταθεροποίησης για να αντιμετωπίζει καλύτερα τις κρίσεις που δεν μπορούν να διαχειριστούν σε εθνικό επίπεδο”.
Υπάρχουν τουλάχιστον τρία λάθη σε αυτή την δήλωση. Πρώτον, δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι ένα ευρωπαϊκό υπουργείο θα είχε κάνει πολλά για να υποστηρίξει την οικονομική δραστηριότητα στην ευρωπαϊκή περιφέρεια ή στην Ελλάδα συγκεκριμένα. Εάν κοιτάξει κανείς κάποιες περιοχές εντός χωρών -όπως το mezzogiorno στην Ιταλία ή την Ανδαλουσία στην Ισπανία- είναι εύκολο να καταλάβει την αισιοδοξία μου. Όπως έχω υποστηρίξει και αλλού, η χρήση των δημοσιονομικών εργαλείων για μακροοικονομική σταθεροποίηση, αποδίδει καλύτερα όσο περνάει ο καιρός και όχι κατά μήκος του γεωγραφικού χώρου. Οι μόνες εξαιρέσεις είναι αυτά τα συστήματα όπως το Finanzausgleich στην Γερμανία, το οποίο στοχεύει άμεσα τις διαπεριφερειακές διαφορές. Αλλά αυτά τα συστήματα εξαρτώνται από έναν μεγάλο βαθμό από την διαπεριφερειακή αλληλεγγύη που δεν υπάρχει στις περισσότερες περιοχές- ακόμη και μεγάλες ομοσπονδιακές διευθετήσεις όπως οι ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, τα υποθετικά οφέλη των ομοσπονδιακών δημοσιονομικών συστημάτων είναι σε μεγάλο βαθμό υπερτιμημένα, καθώς το πολιτικό κόστος των ενιαίων δημοσιονομικών θεσμικών οργάνων, απειλεί την ενότητα των χωρών που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Η συνεχιζόμενη εκστρατεία των δεξιών Ρεπουμπλικάνων να "defund” την αμερικανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, είναι ένα πρόσθετο παράδειγμα.
Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι να διαπιστωθεί ποιες "ώριμες νομισματικές ενώσεις” οι πέντε πρόεδροι έχουν κατά νου. Η οικονομική και νομισματική ένωση Βελγίου-Λουξεμβούργου δεν είχε ένα κοινό υπουργείο για την πολιτική μακροοικονομικής σταθεροποίησης. Επιπλέον, οι προσπάθειες του Βελγίου να συμμετάσχει στη σταθεροποίηση της συνολικής ζήτησης στη δεκαετία του 1980, έπαιξε έναν μεγάλο ρόλο στο να δημιουργήσει ενθουσιασμό μεταξύ των πολιτών του Λουξεμβούργου, για να χτίσουν τη δική τους κεντρική τράπεζα και να ενταχθούν σε ένα διαφορετικό "κοινό νόμισμα” -που σημαίνει ένα νόμισμα στο οποίο το Βέλγιο δεν θα είναι πλέον πρώτο μεταξύ ίσων. Στόχος τους ήταν να δημιουργήσουν σταθερά εργαλεία για τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών. Σε αυτόν τον στόχο, δέχθηκαν βοήθεια και υποκινήθηκε από τις τράπεζες που επεδίωξαν να βγάλουν κέρδη από την παροχή χρηματοδότησης στις κρατικές αρχές. . Με την πάροδο του χρόνου, οι τράπεζες και τα κράτη ανέπτυξαν μια συμβιωτική σχέση με τα εργαλεία κρατικού χρέους να εξελίσσονται σε ένα διεθνώς αναγνωρισμένο "risk free” asset που θα χρησιμοποιείται σε πράξεις.
Το κοινό asset μηδενικού κινδύνου είναι ό,τι λείπει αυτή τη στιγμή από την ευρωζώνη, και αυτό που θα πρέπει να αντικαταστήσουν οι πέντε πρόεδροι. Σε διαφορετική περίπτωση, τα εγχώρια τραπεζικά συστήματα θα συνεχίσουν να παραμένουν δεσμευμένα στις τοπικές κρατικές αρχές, όσο και οι ελληνικές τράπεζες είναι δεσμευμένες από το ελληνικό δημόσιο. Ο δεσμός τράπεζας-κράτους, αναδεικνύει το τρίτο πρόβλημα με την ανακοίνωση στη έκθεση των πέντε προέδρων. Δηλώνουν ότι "ο βαθμός στον οποίο οι νομισματικές ενώσεις έχουν κοινά δημοσιονομικά μέσα, διαφέρει”. Αυτό είναι αναμφισβήτητο, δεδομένης της μεγάλης ποικιλίας εργαλείων που είναι διαθέσιμα για την κυβερνητική χρηματοδότηση. Παρόλα αυτά, υπάρχει ένα σημείο κοινού επίσης. Αυτό το κοινό χαρακτηριστικό είναι η προτίμηση ότι όσοι συμμετέχουν στις αγορές έχουν ένα εργαλείο μέσα σε κάθε νομισματική ένωση έναντι όλων των υπολοίπων, όταν εμπλέκονται σε μια πορεία προς την ρευστότητα ή προς την ασφάλεια.
Αυτή η σειρά προτίμησης ισχύει επίσης και για την ευρωζώνη. Το πρόβλημα είναι ότι τα εργαλεία που προτιμώνται περισσότερο από τους χρηματοοικονομικούς παράγοντες σε στιγμές καταπόνησης, είναι τα γερμανικά ομόλογα, τα οποία εκδίδονται από την χώρα με την μεγάλη συμβολή. Αυτό είναι το τρίτο μάθημα από την ελληνική κρίση. Είναι δύσκολο να σκεφτούμε άλλη "ώριμη νομισματική ένωση” που να έχει μια παρόμοια διάταξη. Και είναι εύκολο να δούμε πως μια τέτοια διάταξη θα μπορούσε να είναι ασταθής, ιδιαίτερα εάν υπάρχει μικρότερη προσφορά αυτού του εργαλείου εντός της νομισματικής ένωσης, από ό,τι ζήτηση για ρευστότητα και ασφάλεια. Εάν οι ελληνικές τράπεζες είχαν στην κατοχή τους "ευρωομόλογα” ή κάποια άλλα κοινά assets μηδενικού ρίσκου, δεν θα υπήρχε τραπεζική κρίση στην Ελλάδα σήμερα και δεν θα υπήρχε κίνδυνος μια χρεοκοπία της ελληνικής κυβέρνησης να υποχρέωνε την Ελλάδα σε έξοδο από το ευρώ -περισσότερο από ό,τι ασκήθηκε στο Ντιτρόιτ (ή στην Καλιφόρνια) για να βγει από το δολάριο.
Η απλή αναφορά της λέξης ευρωομόλογα είναι πιθανό να διώξει κάποιους αναγνώστες, οι οποίοι τρίβουν τα μάτια τους για την πολιτική αδυναμία δημιουργίας εργαλείων αμοιβαιοποιημένου κρατικού χρέους. Αυτοί οι ίδιοι αναγνώστες, έχουν όλοι στα πορτοφόλια τους Visa ή MasterCard, και έχουν πρόσβαση σε αμοιβαιοποιημένα εργαλεία καταναλωτικής πίστης που εκδίδονται από τις τράπεζες και μοιράζονται από τους ανθρώπους ανά τον κόσμο. Πιθανώς εργάζονται σε επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν Visa και MasterCArd στην πληρωμή, τουλάχιστον για ένα μέρος των δραστηριοτήτων τους. Και συνεχίζουν να χρησιμοποιούν πιστωτικές κάρτες παρά το γεγονός ότι ξέρουν -ή τουλάχιστον έχουν ακούσει- ανθρώπους που αντιμετώπισαν πρόβλημα για το πολύ μεγάλο χρέος πιστωτικών καρτών. Με κάποιον τρόπο η ύπαρξη αυτής της τεχνολογίας δεν προσφέρει κάτι για να τους πείσει ότι τα κράτη θα μπορούσαν να λειτουργούν μέσα σε ένα παρόμοιο δίκτυο που συνδύαζε τόσο τα όρια στο δανεισμό ως ποσοστό επί του διαθεσίμου εισοδήματος και αλλά και τις εν εξελίξει αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας εντός της οποίας η χρεοκοπίας ενός μέλους δεν θα προκαλέσει την κατάρρευση ολόκληρου του συστήματος. Είναι ευκολότερο να προσποιηθούμε ότι το πρόβλημα βρίσκεται αλλού από το να σκεφτούμε απλώς ότι γνωστά χρηματοδοτικά μέσα θα μπορούσαν να επιλύσουν σύνθετα προβλήματα δημόσια πολιτικής. Η τραγωδία είναι ότι ως αποτέλεσμα, πολλοί Έλληνες μπορεί να χάσουν πρόσβαση στα δίκτυα Visa και MasterCArd.
Άλλος ένας τρόπος για να δει κανείς την ελληνική κρίση είναι μέσω των διπλών φακών της "ανταγωνιστικότητας” και της δημοσιονομικής ευθύνης. Αυτά είναι μακρά και πολύπλοκα επιχειρήματα για τα οποία οι πέντε πρόεδροι έχουν δύο θεσμικές λύσεις. Η μία είναι η δημιουργία εθνικών ανταγωνιστικών αρχών σαν αυτούς που υπάρχουν στο Βέλγιο και την Ολλανδία για να ελέγχουν το σχετικό μισθολογικό κόστος και τις μεταρρυθμίσεις για την αγορά. Η άλλη είναι να δημιουργηθεί ένα "συμβουλευτικό ευρωπαϊκό δημοσιονομικό συμβούλιο” για να παρέχει επιπλέον εποπτεία στις εθνικές διαδικασίες της δημοσιονομικής ενοποίησης.
Υπάρχει κάτι ειρωνικό σε αυτές τις δύο προτάσεις. Οι βελγικές και ολλανδικές αρχές ανταγωνισμού, προέκυψαν από τις μακροοικονομικές στρατηγικές που σχεδιάστηκαν να μετατοπίσουν από τις Κάτω Χώρες στη Γερμανία και στη Γαλλία. Είχε αποτέλεσμα, αλλά μόνο επειδή το Βέλγιο και η Ολλανδία είναι σχετικά μικρές χώρες. Τέτοια μέτρα επίσης δημιούργησαν τις στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας. Ίσως αυτό είναι ένα μικρό τίμημα που πρέπει να καταβληθεί για να βοηθήσει να αποτραπεί το ενδεχόμενο μικρές χώρες να βγουν από την ευρωζώνη. Παρόλα αυτά, δεν είναι πανάκεια. Μια προσεκτική ματιά στα στοιχεία υποδηλώνει ότι η Ελλάδα δεν υπέφερε εξαιτίας της έλλειψης ανταγωνιστικότητας -ούτε και η Ιρλανδία ή η Ιταλία. (η Ισπανία και η Πορτογαλία ταιριάζουν με το επιχείρημα της ανταγωνιστικότητας πιο στενά. Ακόμη και εκεί όμως, είναι ασαφές ότι περισσότερο ¨ανταγωνιστικές” αγορές εργασίας θα ήταν αρκετές για να αποτρέψουν τα προβλήματα που ανέκυψαν γύρω από τις cajas στην Ισπανία ή τα κυβερνητικά δημοσιονομικά στην Πορτογαλία).
Όσον αφορά το συμβουλευτικό ευρωπαϊκό δημοσιονομικό συμβούλιο, η ανάλυση συγχέει τα αίτια και το αποτέλεσμα. Εδώ το τέταρτο και τελευταίο μάθημα από την Ελλάδα είναι σημαντικό. Το πρόβλημα είναι ότι η υπόλοιπη Ευρώπη δεν μπορεί να επιτρέψει στην ελληνική κυβέρνηση να χρεοκοπήσει. Επιπλέον, όσοι συμμετέχουν στην αγορά έχουν εδώ και καιρό αναγνωρίσει αυτό το γεγονός. Αυτό εξηγεί γιατί τα spreads μεταξύ των ελληνικών και γερμανικών assets ήταν τόσο στενά στο μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξης του ενιαίου νομίσματος. Και πάλι, η εξήγηση οδηγεί πίσω στην σχέση ελληνικών κρατικών δημοσιονομικών και της σταθερότητας των ελληνικών τραπεζών. Εάν αυτός ο δεσμός κοπεί, τότε οι Έλληνες φορείς χάραξης πολιτικής θα βρεθούν αντιμέτωποι με την πειθαρχία της αγοράς.
Η πειθαρχία της αγοράς σε ό,τι αφορά τον δημόσιο δανεισμό δεν είναι τέλεια και οι Έλληνες ίσως να αντιμετώπιζαν προβλήματα έτσι κι αλλιώς. Η διαφορά σε έναν κόσμο με ευρωομόλογα ή κάποιου είδους κοινού asset μηδενικού ρίσκου, θα ήταν ότι οι Έλληνες φορείς χάραξης πολιτικής δεν θα κρατούσαν όμηρο τις τράπεζες και επίσης δεν θα είχαν λόγο να βγουν από το ευρώ. Τα δύο worst case σενάρια -capital controls και έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ- θα εξαλειφόταν όχι λόγω της συμβουλής ενός ευρωπαϊκού δημοσιονομικού συμβούλου, αλλά από την κυκλοφορία ενός κοινού asset μηδενικού ρίσκου για χρήση σε όλη τη νομισματική ένωση.
Δημοσίευση σχολίου