GuidePedia

0

Είναι θέμα κύρους της Οθωμανικού τύπου εξουσίας του Ερντογάν σε μια περίοδο που δέχεται μεγάλες πιέσεις από παντού. Η Τουρκία δεν μπορεί να αντέξει πιέσεις ταυτόχρονα στο κουρδικό και την ανατολική Μεσόγειο. Οι δηλώσεις αρμοδίων πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων κατά τις τελευταίες μέρες, αλλά και η απόφαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της γειτονικής χώρας στις 31 Οκτωβρίου ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να παρακολουθεί τις έρευνες για να προασπίσει τα συμφέροντα της, όλα αυτά  δείχνουν ότι η Τουρκία θα επιλέξει την τακτική κλιμάκωσης και της πίεσης , επιδιώκοντας να ελέγξει και να κατευθύνει τις έρευνες και την εξόρυξη. Για να αποχωρήσει θα συνεχίσει να ζητά παύση των ερευνών εκ μέρους της Κυπριακής πλευράς. Η κυπριακή πλευρά με το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος της καλείται να αντέξει στη μεγάλη πίεση. ‘Ήδη οι συζητήσεις για τον κυπριακό έχουν παγώσει. Αλλά η κλιμάκωση εμπεριέχει πολλούς και μεγάλους κινδύνους».
Αυτό είναι ένα από τα συμπεράσματα της ανάλυσης που παρουσίασε η κ. Μαριλένα Κοππά, Επικ.Καθηγήτρια στο Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και περιφερειακών Σπουδών, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, τ.Ευρωβουλευτής, σε Ημερίδα του Ι.ΔΙ.Σ. με θέμα:  »Οι προτεραιότητες της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής στο νέο Ευρωπαϊκό περιβάλλον», με ομιλητές επίσης την κ. Ινώ Αφεντούλη, τον κ. Κώστα Ήσυχο, και τον κ. Γιώργο Κουμουτσάκο, στις 13 Νοεμβρίου 2014.
Κάνει όμως η κ. Κοππά και μια διαπίστωση που μόνο ανησυχία προκαλεί :Ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει μια αφήγηση για τις προτεραιότητες και τους στόχους της (ελληνικής) εξωτερικής πολιτικής, όπως και ότι η συζήτηση για την θέση της χώρας στην ευρύτερη περιοχή και φυσικά στην ΕΕ τα επόμενα 20 ή 30 χρόνια είναι επιτακτική και δεν μπορεί να περιμένει. Και απαιτεί αρχικά – υπογραμμίζει – διάλογο, ανοιχτό πνεύμα και προσπάθεια εύρεσης κοινών τόπων. Δυστυχώς- καταλήγει- το εσωτερικό κλίμα δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας».
Όλη η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ομιλία της κ Κοππά: 
»Α. Αρχικά ας προσδιορίσουμε τι χαρακτηρίζει το νέο ευρωπαϊκό περιβάλλον :
- η βαθιά οικονομική κρίση που εξελίχτηκε σε κοινωνική, πολιτική, αξιακή και, πέραν όλων των άλλων δραματικών συνεπειών,  έπληξε όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, τους αμυντικούς προϋπολογισμούς της Ένωσης αναγκάζοντας τα κράτη-μέλη να κάνουν περισσότερα με λιγότερους πόρους.
- Πολλαπλασιασμός των κινδύνων και απειλών που προέρχονται
από μη Κρατικούς δρώντες
- Μια Ρωσία που είναι πιο αυταρχική εσωτερικά και πιο επιθετική εξωτερικά σε σχέση με όλα τα προηγούμενα χρόνια, τουλάχιστον μετά το 1989.
- Η Ουκρανική κρίση που έριξε όλες τις μάσκες, τόσο για τα όρια
ανοχής της Ρωσίας όσο και για την ανερμάτιστη πολιτική της ΕΕ στην
περιοχή. Αλλά κυρίως για το σπάσιμο του ταμπού της μη αλλαγής συνόρων.
- Η στροφή των ΗΠΑ προς τον Ειρηνικό (asian pivot), άρα η έμμεση έκκληση προς τους Ευρωπαίους συμμάχους εντός του ΝΑΤΟ να αναλάβουν τα της γειτονιάς τους.
- Η μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας εξέλιξη της Κίνας  που θα επηρεάσει καθοριστικά το παγκόσμιο σύστημα κανόνων και πολιτικών.
- Οι αναδυόμενες οικονομικές υπερδυνάμεις ,  όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία, και η Νότια Αφρική,  που αποκτούν ολοένα μεγαλύτερη επιρροή, μαζί με τις άλλες ισχυρές χώρες,  όπως ο Καναδάς ,  η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Ν. Κορέα.
- Μια πραγματικότητα αδύναμων,  αποτυχημένων ή υπό κατάρρευση κρατών σε όλη την ευρύτερη γειτονιά της ΕΕ.
Β.  Αυτό είναι το περιβάλλον που έχει σήμερα να αντιμετωπίσει η Ευρώπη. Ουσιαστικά, σε μια εποχή που η Ένωση κινείται μονοθεματικά, επικεντρωμένη στην μεγάλη οικονομική κρίση, οφείλουμε να συζητήσουμε τι ρόλο επιθυμεί για τον εαυτό της στον κόσμο: Μια μεγάλη αγορά ή ένας διεθνής δρων με ακτινοβολία και λόγο σε όλα τα θέματα;  Θεωρώ ότι για την ΕΕ υπάρχει μια μόνο επιλογή: να προχωρήσει μπροστά.
Προς μεγαλύτερη ολοκλήρωση, με αυξημένες συνεργασίες και συνέργειες, με οικοδόμηση και εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης με τους εταίρους, σε μια εποχή που είναι σαφές ότι κανείς, ούτε ο πλέον ισχυρός, δεν μπορεί μόνος του. Με κοινές δράσεις κι αποφυγή αλληλοεπικαλύψεων σε στρατιωτικό επίπεδο, που έχουν κοστίσει πολύ και δεν επιτρέπουν την πλήρη ανάπτυξη του δυναμικού της ΕΕ.
Άρα, με κοινή χρήση πόρων και υποδομών και έμφαση στην έρευνα και καινοτομία, κάτι που φυσικά για την Ελλάδα φαντάζει ένας πολύ μακρινός στόχος.
Σε μια περίοδο μεγάλης ρευστότητας σε όλα τα επίπεδα, υπάρχουν σήμερα, στην περιφέρεια της ΕΕ, τρεις μεγάλες εστίες έντασης:
1. Στη Μέση Ανατολή,  με την παρουσία και την προέλαση του ISIS και τις συγκρούσεις μεγάλης βιαιότητας σε Ιράκ και Συρία, το μεγάλο κύμα προσφύγων και τη μεγάλη πίεση στον κουρδικό πληθυσμό.
Η σύγκρουση αυτή εμπλέκει άμεσα και την Τουρκία,  που αν και δεν το επιθυμεί είναι υποχρεωμένη και βοηθήσει, έστω παθητικά, του Κούρδους, δημιουργώντας έτσι μεγάλες εντάσεις και κλυδωνισμούς στο εσωτερικό της.
2. Στην Ουκρανία, με το σκληρό μπρα ντε φερ μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Έως τώρα, η ΕΕ έκανε σειρά λαθών στη χώρα αυτή επιτρέποντας τις εθνικές πολιτικές των ισχυρών κρατών μελών να σύρουν, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση την ανερμάτιστη στην βάση της ευρωπαϊκή πολιτική.
Η δημιουργία ειδικού χαρτοφυλακίου Επιτρόπου για την Πολιτική Γειτονίας και τις διαπραγματεύσεις για τη Διεύρυνση και η συνακόλουθη οργάνωση μιας αντίστοιχης γενικής διεύθυνσης ενδεχομένως να δώσει μια νέα ώθηση στην τόσο σημαντική για την Ευρώπη περιοχή. Όμως χωρίς δυνατότητα συγκεκριμένων δεσμεύσεων από μεριάς της ΕΕ (όπως ήταν η ένταξη στην πολιτική Διεύρυνσης) στερείται μοχλό πίεσης που θα λειτουργήσει ως καταλύτης για τον εκδημοκρατισμό και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων.
3. Στη Βόρεια Αφρική, όπου η Αίγυπτος παλεύει με τις εγγενείς α
αυταρχικές τάσεις ενός συστήματος που έχει μακρά πορεία για να κατακτήσει τη δημοκρατία και η Λιβύη που ουσιαστικά είναι ένα μη κράτος, περιοχή εμφυλίων συγκρούσεων και μεγάλης αστάθειας και κατά συνέπεια μεγάλων απειλών για τη διεθνή και ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Γ. Και η Ελλάδα;
1.  Η χώρα μας υπέστη τις συνέπειες της  κρίσης με τον πλέον δραματικό τρόπο. Σχεδόν μια πενταετία από την έναρξη της κρίσης,  το 1/3 του πληθυσμού βρίσκεται στα όρια του κοινωνικού αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης. Η πολυεπίπεδη αυτή κρίση οδήγησε λογικά στη μείωση των στρατιωτικών και αμυντικών δαπανών με έναν τρόπο που ακόμη δεν έχει αξιολογηθεί.
Αυτό νομίζω είναι το πρώτο δεδομένο από το οποίο πρέπει να ξεκινήσουμε.
2.  Δεύτερο δεδομένο είναι η αλλαγή, όχι τυπικά αλλά ουσιαστικά, που αφορά την πολιτική διεύρυνσης εκ μέρους της ΕΕ, την πιο σημαντική και πετυχημένη, έως τώρα, έκφραση της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης.
Ο Γιούνκερ έδωσε, από την πρώτη στιγμή, το στίγμα των προθέσεων του: είπε ότι κατά τη θητεία δεν πρόκειται η διεύρυνση να προχωρήσει, δίνοντας έτσι το σήμα, ότι η πολιτική αυτή βγαίνει από την ατζέντα. Κι αν για την Τουρκία αυτό είναι αναμενόμενο, για τα Δυτικά Βαλκάνια μπορεί να αποτελέσει αιτία αποσταθεροποίησης και φυγόκεντρων δυνάμεων με βλαβερά αποτελέσματα για την Ελλάδα.
3. Ειδικά για την Τουρκία: Η αλλαγή της φύσης της Τουρκικής πολιτικής με την ολοκληρωτική επικράτηση του Ερντογάν και τη σταδιακή αυταρχοποίηση όλων των εκφάνσεων της τουρκικής πολιτικής, αντανακλά και σε μια νέα επιθετικότητα και αλαζονεία στα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου. Οι αλλαγές στη Μέση Ανατολή δημιουργούν μεγάλη αμηχανία στην Τουρκία η οποία επιδιώκει να βρει ένα νέο ρόλο στα νέα δεδομένα: με ένα κουρδικό στοιχείο στα σύνορα της υπό μεγάλη πίεση, με το Ισλαμικό κράτος να προελαύνει και με τεταμένες, παρά τις αμοιβαίες προσπάθειες, τις σχέσεις με το Ισραήλ.
Δυστυχώς, το σχεδόν ωμά απορριπτικό μήνυμα της ΕΕ στην προοπτική ένταξης στερεί από την Ένωση τον όποιο μοχλό πίεσης υπήρχε για να προχωρήσει η Τουρκία σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, να σεβαστεί το κράτος Δικαίου και  το Διεθνές Δίκαιο. Οι τελευταίες δηλώσεις του Συμβουλίου για τη στάση της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο είναι δηλωτικές της απουσίας πλέον ενός τέτοιου μοχλού πίεσης: αναφέρεται ότι η ΕΕ ‘ανησυχεί’ και καλεί την Τουρκία να συνετιστεί όπως οφείλει ως υποψήφια χώρα.  Τέτοιες δηλώσεις έχουν αναφορά σε άλλες εποχές και δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα, όπως κατέστη φανερό.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ γίνεται σαφές ότι πρέπει να ξανανοίξουμε τη συζήτηση για την Τουρκία. Η θέση ότι η ΕΕ παρίστανε ότι επιθυμεί την Τουρκία ως μέλος και η Τουρκία παρίστανε ότι το πίστευε, έχει παρέλθει δια παντός. Αν συμφωνούμε ότι σε κάθε περίπτωση η Τουρκία είναι στρατηγικός εταίρος της ΕΕ και ότι κανείς στη Δύση δεν έχει το περιθώριο να αντιμετωπίσει μια αντιευρωπαϊκή Τουρκία , αλλά και ότι ούτε η Τουρκία έχει συμφέρον να κοπούν οι δεσμοί με τη Δύση, τότε πρέπει να ανοίξουμε μια συζήτηση για μια σχέση «νέου τύπου» που πλέον δεν θα έχει στόχο την ένταξη προς όφελος και των δύο μερών. Δυστυχώς και εδώ όπως και σε άλλα θέματα, επιλέγεται η απόλυτη αδράνεια ως πολιτική θέση. Και αυτό δεν μπορεί ποτέ να είναι θετικό. Αλλά και όταν ο διάλογος δαιμονοποιείται και ονομάζεται υποχωρητικότητα, οι συνέπειες δεν μπορούν να είναι καλές.
Η Τουρκία δεν πρόκειται να υποχωρήσει στο θέμα των υδρογονανθράκων. Είναι θέμα κύρους της Οθωμανικού τύπου εξουσίας του Ερντογάν σε μια περίοδο που δέχεται μεγάλες πιέσεις από παντού. Η Τουρκία δεν μπορεί να αντέξει πιέσεις ταυτόχρονα στο κουρδικό και την ανατολική Μεσόγειο. Οι δηλώσεις αρμοδίων πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων κατά τις τελευταίες μέρες, αλλά και η απόφαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της γειτονικής χώρας στις 31 Οκτωβρίου ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να παρακολουθεί τις έρευνες για να προασπίσει τα συμφέροντα της, όλα αυτά  δείχνουν ότι η Τουρκία θα επιλέξει την τακτική κλιμάκωσης και της πίεσης , επιδιώκοντας να ελέγξει και να κατευθύνει τις έρευνες και την εξόρυξη. Για να αποχωρήσει θα συνεχίσει να ζητά παύση των ερευνών εκ μέρους της Κυπριακής πλευράς. Η κυπριακή πλευρά με το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος της καλείται να αντέξει στη μεγάλη πίεση. ‘Ήδη οι συζητήσεις για τον κυπριακό έχουν παγώσει. Αλλά η κλιμάκωση εμπεριέχει πολλούς και μεγάλους κινδύνους.
Σε ότι μας αφορά:
Σημείο πρώτο: τα τελευταία χρόνια παρατηρήσαμε να ονομάζεται η ακινησία πατριωτισμός και προάσπιση των εθνικών δικαίων. Κάθε προσπάθεια επίλυσης και κάθε διάλογος με την άλλη πλευρά είτε αυτή είναι η ΠΓΔΜ είτε η Τουρκία έχουν παγώσει, ενώ εκτοξεύονται ακόμη και σήμερα βαρύγδουπες δηλώσεις που είναι σαφές σε όλους ότι παπαγαλίζονται γλυκά, χωρίς κανείς, ούτε εμείς, ούτε η άλλη πλευρά να πιστεύουν ότι σημαίνουν πρακτικά κάτι.
Δεύτερο σημείο: οι τριμερείς συναντήσεις είναι θετικές. Όμως μια μονοδιάστατη προσέγγιση «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», είναι παρακινδυνευμένη. Και αναφέρομαι ιδιαίτερα στο Ισραήλ.
Φυσικά και η σχέση με το Ισραήλ μας ενδιαφέρει. Όμως, να θεωρεί κανείς ότι σε κάποια στιγμή το Ισραήλ δεν θα προσπαθήσει να βρει ένα modus νivendi με την Τουρκία είναι μεγάλο λάθος. Σε μια ταραγμένη και ρευστή περίοδο, η σχέση Τουρκίας Ισραήλ είναι μια σχέση δομική με βαθιές ρίζες και αναγκαία μακροπρόθεσμα  και για τις δυο πλευρές
.
Γενικά: Ο κατευνασμός προς μια ισχυρή χώρα είναι μια επιλογή στην εξωτερική πολιτική. Όταν όμως συνοδεύεται με υψηλούς τόνους και κορώνες, τότε δημιουργεί ένα επικίνδυνο κλίμα.
Θα τελειώσω με μια επισήμανση:
Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει μια αφήγηση για τις προτεραιότητες και τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής. Αν και η επανάληψη είναι η μήτηρ πάσης μαθήσεως, η απλή επανάληψη θέσεων από το παρελθόν δεν ωφελεί. 
Τι πρέπει να επιδιώκουμε; Να υπερασπιστούμε την εδαφική ακεραιότητα της χώρας ενώ παράλληλα να εξυπηρετηθούν οι εθνικοί στόχοι για αυξημένη επιρροή, συνεργασίες και συμμαχίες.
Αυτό απαιτεί, πέρα από ένα νέο θεσμικό πλαίσιο και μια αναδιοργάνωση του ίδιου του τρόπου που σκεφτόμαστε και ασκούμε την εξωτερική πολιτική (και οι ιδέες δεν λείπουν) μια νέα αντίληψη για το ποια επιθυμούμε να είναι η θέση της χώρας στην ευρύτερη περιοχή και φυσικά στην ΕΕ τα επόμενα 20 ή 30 χρόνια. Και αυτά με μια προσπάθεια να πετύχουμε περισσότερα με λιγότερους πόρους. Ουσιαστικά, ποια θέλουμε να είναι η Ελλάδα του 2030.
Αυτή η συζήτηση είναι επιτακτική και δεν μπορεί να περιμένει. Και απαιτεί αρχικά διάλογο, ανοιχτό πνεύμα και προσπάθεια εύρεσης κοινών τόπων. Δυστυχώς, το εσωτερικό κλίμα δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας».-
πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top