Η μουσουλμανική μειονότητα στην ελληνική Θράκη συγκροτείται από τουρκογενή στοιχεία, απογόνους των Τουρκομάνων εποίκων που εγκαταστάθηκαν στη Θράκη τον 15ο αιώνα, τουρκοφανείς πρόσφυγες του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1877-1878 από τα Βαλκάνια, γηγενείς σλαβόφωνους Πομάκους που εξισλαμίσθηκαν τον 16ο αιώνα και Τσιγγάνους Ρομά, που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην ελληνική Θράκη τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Οι Πομάκοι και οι Ρομά αποτελούν στόχους της τουρκικής πολιτικής, η οποία επιδιώκει τον εκτουρκισμό τους, παρά το γεγονός ότι, εκτός από τη θρησκεία, οι μειονοτικές αυτές ομάδες δεν έχουν καμία σχέση με την Τουρκία.
Η δεκαετία του 1950 φαίνεται σήμερα να είναι η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας έγιναν οι κρίσιμες επιλογές και διαμορφώθηκαν οι συνθήκες, που καθόρισαν τη σημερινή πραγματικότητα της μουσουλμανικής μειονότητας στην ελληνική Θράκη. Η δεκαετία του 1950 ακολούθησε τον καταστρεπτικό ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Κατά τη διάρκειά της άρχισε μία μακρά περίοδος διακυβέρνησης της Ελλάδας από κυβερνήσεις του συντηρητικού πολιτικού χώρου, νικητή της εμφύλιας διαμάχης της περιόδου 1946-1949. Την ίδια εποχή σχηματοποιήθηκε η παγκόσμια αναμέτρηση μεταξύ των δυτικών δημοκρατιών και της χώρας που θέλησε να επιβάλει τον μαρξιστικό σοσιαλισμό σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τη δεκαετία του 1950 η Ελλάδα συνέχισε να βρίσκεται στο επίκεντρο του Ψυχρού Πολέμου. Αποτέλεσε μάλιστα μια χώρα στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης με εκτεταμένα σύνορα προς τις βαλκανικές σλαβικές χώρες, που ήλεγχε η ΕΣΣΔ. Αμυντική επιλογή της χώρας υπήρξε η ένταξη στο δυτικό στρατόπεδο και η προσέγγιση προς την Τουρκία. Οι διαθέσεις και οι πολιτικές των όμορων σλαβικών χωρών κατά τον πρόσφατο εμφύλιο πόλεμο συνηγορούσαν σε μια τέτοια επιλογή. Παράλληλα, τμήμα της μειονότητας, οι μουσουλμάνοι Έλληνες Πομάκοι, θεωρήθηκαν πιθανός μοχλός αποσταθεροποίησης της ελληνικής κυριαρχίας στη Θράκη από τη Βουλγαρία. Την ίδια εποχή, και καθυστερημένα λόγω του εμφυλίου πολέμου, η Ελλάδα έθεσε την αυτοδιάθεση και ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ως δίκαια απαίτηση μετά τη στάση της κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ως ανάγκη που επέβαλλε η παραίτηση της Μεγάλης Βρετανίας από την αποικιακή της αυτοκρατορία.
Η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ (1952) υποχρέωσε τη χώρα να υιοθέτησει το ιδεολόγημα της ελληνοτουρκικής φιλίας, προς χάριν του οποίου έγιναν σημαντικές παραχωρήσεις στη σύμμαχο και φίλη τότε Τουρκία. Ωστόσο, η ελληνοτουρκική φιλία και η επιδίωξη της ένωσης αποτελούσαν στόχους αντιφατικούς. Η έναρξη του ένοπλου αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου, την 1η Απριλίου 1955, και η εφαρμογή του τουρκικού σχεδίου για τον αφανισμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, στις 6 Σεπτεμβρίου του 1955, επηρέασαν άμεσα την ασκούμενη από την Ελλάδα μειονοτική πολιτική. Αλλά, η ανατροπή της ισορροπίας στο επίπεδο των μειονοτήτων μεταξύ Ελλάδας–Τουρκίας, δεν εμπόδισε το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο να επιχειρήσει ένα τρίτο πείραμα ελληνοτουρκικής φιλίας που οδήγησε, λίγο μετά το 1960, στην υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου και την ίδρυση του κυπριακού κράτους. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι εξελίξεις στο πολιτικό και το διπλωματικό πεδίο κατά την περίοδο αυτή, όπως και οι ρυθμίσεις που έγιναν, οι σχετικές με την εκπαιδευτική πολιτική προς τη μουσουλμανική μειονότητα. Ή, με άλλα λόγια, το πώς η Τουρκία πέτυχε σε μεγάλο βαθμό τον εκτουρκισμό μιας μειονότητας που βρισκόταν έξω από τα σύνορά της.
Αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, την ηγεσία της μουσουλμανικής μειονότητας στην ελληνική Θράκη ανέλαβε ομάδα μουσουλμάνων που συντάχθηκαν με τον ελληνικό στρατό κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922. Ηγέτης της ομάδας αυτής ήταν ο πρώην σεϊχουλισλάμης του χαλιφάτου που κατήργησε το κοσμικό κράτος των κεμαλιστών. Μέχρι την ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1930, οι νεωτεριστές κεμαλικοί της Άγκυρας είχαν πολύ μικρή επιρροή στους κύκλους της μουσουλμανικής μειονότητας στην ελληνική Θράκη. Οι παλαιομουσουλμάνοι μάλιστα είχαν αναπτύξει, με κέντρο τη Θράκη, αντικεμαλική δράση σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο. Μετά από απαίτηση της Άγκυρας, η παλαιομουσουλμανική ηγεσία της μειονότητας απομακρύνθηκε το 1931 από την ελληνική Θράκη και απελάθηκε στην Ιορδανία χωρίς τα όποια ανταλλάγματα, εκτός από μια αόριστη υπόσχεση εξουδετέρωσης του τουρκοορθόδοξου Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, η οποία δεν τηρήθηκε. Κύριος λόγος για την αποκοπή της παλαιομουσουλμανικής ηγεσίας από τη μουσουλμανική μειονότητα ήταν η σημασία που αποδόθηκε στην ελληνοτουρκική φιλία.
Από την εποχή εκείνη αρχίζουν οι διαδικασίες, οι οποίες καταλήγουν στην εμφάνιση της ετερογενούς μουσουλμανικής μειονότητας ως ενιαίου συνόλου, ώστε να φθάσουμε το 1952 στην παράδοση του εκπαιδευτικού συστήματος σε διαδικασίες εναρμονισμού προς την τουρκική πραγματικότητα. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου προχώρησε σε πλήρη αποδοχή της αντίληψης ότι η μουσουλμανική μειονότητα είναι τουρκική, και στην εφαρμογή της διδασκαλίας της τουρκικής γλώσσας σε όλα τα σχολεία, για ολόκληρη τη μειονότητα. Οι Έλληνες Πομάκοι, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με την Τουρκία, υποχρεώθηκαν να μάθουν τουρκικά. Η μορφωτική συμφωνία του 1954 βασίστηκε στην ελληνική αποδοχή της τουρκοποίησης της μειονότητας και την ανοχή της ελληνικής διοίκησης στις δραστηριότητες του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής. Η επιβολή της τουρκικής εθνικής συνείδησης έγινε λοιπόν μέσω της εκπαίδευσης για χάρη του ιδεολογήματος της ελληνοτουρκικής φιλίας, όπως υπαγορευόταν από τις γεωπολιτικές ανάγκες της εποχής εκείνης.
Τα πράγματα έγιναν περίπλοκα με την εξέλιξη του Κυπριακού, την ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ το 1954, την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ και την εκδήλωση του ενδιαφέροντος της Τουρκίας για την Κύπρο. Οι επιπτώσεις των εξελίξεων αυτών έγιναν αμέσως αισθητές στη Θράκη, όπου παρατηρήθηκε κύμα φυγής του μουσουλμανικού πληθυσμού, το οποίο μάλιστα θα ενταθεί μετά τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955 στην Κωνσταντινούπολη, ως αποτέλεσμα μάλλον της αβεβαιότητας που αισθάνονταν οι μουσουλμάνοι της μειονότητας, παρά ως αποτέλεσμα διοικητικών μέτρων. Παράλληλα, η εκπαιδευτική πολιτική του ελληνικού κράτους σχετικά με τη μειονότητα τίθεται υπό αμφισβήτηση. Είχαν δικαιωθεί οι επιφυλάξεις των καχύποπτων και έγινε κατανοητό ότι η ελληνική πλευρά είχε προχωρήσει σε αδικαιολόγητες υποχωρήσεις στη Θράκη. Η ελληνική κυβέρνηση επανήλθε σε μια πολιτική υποστήριξης των παλαιοτουρκικών τάσεων της μειονότητας, χωρίς όμως να επιδιώξει την ένταξή της στην ελληνική κοινωνία. Ωστόσο, το 1958 εκδηλώθηκε η διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης για επαναπροσέγγιση με την Τουρκία. Το νέο πρόγραμμα των μουσουλμανικών σχολείων έδωσε έμφαση στις θρησκευτικές αρχές, αλλά δεν αμφισβήτησε την τουρκική ως τη μόνη γλώσσα των τριών τμημάτων της μειονότητας. Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία το 1959 οδήγησε στη συγκρότηση επιτροπής για τη μελέτη της κατάστασης των δύο μειονοτήτων εκατέρωθεν του Έβρου. Στις συζητήσεις μεταξύ των μελών της επιτροπής διατυπώθηκαν από τουρκικής πλευράς αξιώσεις, όπως: η αναγνώριση της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης ως τουρκικής με τροποποίηση των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάννης, η στενή επικοινωνία με τη μητέρα–πατρίδα Τουρκία, οργάνωση της μειονότητας σε σωματεία, αναγνώριση των Πομάκων ως Τούρκων…
Η μελέτη εκείνης της περιόδου δίνει καθαρά την εικόνα του αμήχανου ελληνικού κράτους, το οποίο διαχειρίζεται τη Θράκη ως μία χώρα των συνόρων και του οποίου τα υπεύθυνα όργανα αγνοούν τις ιδιαιτερότητες της περιοχής και διαπράττουν σωρεία σφαλμάτων. Η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης αντιμετωπίζεται με άγνοια και θεωρείται ξένο σώμα. Οι Έλληνες μουσουλμάνοι θεωρούνται a priori Τούρκοι. Δεν έγινε καμία προσπάθεια προσεταιρισμού των, παρά το γεγονός ότι η στάση των ελληνικών αρχών δεν απέχει πολύ από το να είναι άψογη. Ωστόσο, η ελληνική στάση ερμηνεύτηκε ως αποτέλεσμα αδυναμίας και φόβου. Επετράπη έτσι στην Τουρκία να ασκήσει μία πολιτική με στόχο τη γλωσσική και πολιτισμική ενοποίηση του μουσουλμανικού πληθυσμού της ελληνικής Θράκης. Οι διαθέσεις και οι τακτικές της τουρκικής πολιτικής ήταν καθαρές, αλλά οι Έλληνες δεν ήθελαν να αποδεχθούν τη δυσάρεστη πραγματικότητα. Προτιμούσαν να συγχέουν την πραγματικότητα με τις επιθυμίες τους. Πρόθεση της Τουρκίας, εκτός από τη δημιουργία κλίματος έντασης για να αποτραπεί η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ήταν και είναι η εθνική ομογενοποίηση της μειονότητας και η χειραγώγησή της. Η ελληνοτουρκική φιλία δεν είναι ικανή να απομακρύνει την προσήλωση της Τουρκίας στο Εθνικό Συμβόλαιο του κεμαλισμού, το οποίο περιλαμβάνει στις τουρκικές διεκδικήσεις και τη Θράκη. Πάγια είναι η διεκδικητική πολιτική του τουρκικού κράτους, που λειτουργεί παράλληλα με την άσκηση κάθε μορφής πιέσεων εις βάρος των Ελλήνων μουσουλμάνων μέσα στην ελληνική επικράτεια.
Εν τέλει, η όλη στάση της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής πολιτείας δεν άφησαν την Ελλάδα να ακολουθήσει την κλιμακούμενη τουρκική πολιτική εθνοκάθαρσης, που κορυφώθηκε με τον αφανισμό των μειονοτήτων στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο. Παρά τη δυσμενή επίδραση των γεγονότων του 1955, δεν δόθηκε από την ελληνική πλευρά ανάλογη απάντηση και δεν εφαρμόσθηκαν μορφές αμοιβαιότητας. Το γεγονός αυτό, που τιμά την ελληνική κοινωνία και την ελληνική πολιτεία, δεν είναι ευρύτερα κατανοητό και κυρίως δεν προβάλλεται.
Κατά τη γνώμη μας, πολλοί συμπολίτες μας αρνούνται να αντιληφθούν την αυταρχική φύση της τουρκικής πολιτικής, της οποίας η επεκτατική διάθεση αποτελεί δομικό στοιχείο. Σε πολλές από τις υπάρχουσες μελέτες δεν διευκρινίζεται η δομική επιθετικότητα και κατακτητική διάθεση του τουρκικού πολιτειακού μορφώματος και συνήθως, στο όνομα της επιστημονικής αντικειμενικότητας και μέσα στην αντίληψη του πολιτικώς ορθού, τα πράγματα παρουσιάζονται έτσι ώστε να εξισώνεται το θύμα με τον θύτη.
του Δημήτρη Μαυρίδη από το Άρδην τ. 87 που κυκλοφορεί
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου