ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Τα “απόνερα” της περίφημης υπόθεσης περί… επικείμενης έκφρασης ενδιαφέροντος από την ελληνική πλευρά για μεταχειρισμένα πλοία τύπου LCS από τις Ηνωμένες Πολιτείες, εξακολουθούν να απασχολούν τη δημοσιότητα. Φυσικά, επισήμως δεν υπάρχει απολύτως τίποτα. Όλα στηρίζονται σε διαρροές και πληροφορίες, οι οποίες ενδεχομένως στόχο έχουν είτε να καλλιεργήσουν το έδαφος, είτε απλώς να “μετρήσουν” τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης.
Διότι αν υπάρχει ένα δεδομένο σε αυτή την υπόθεση, καλώς ή κακώς, είναι τα πολλαπλά προβλήματα της συγκεκριμένης σχεδίασης που οδήγησαν στην απόσυρσή της από το US Navy. Την ακαταλληλότητα των πλοίων έχει εκφράσει και το ελληνικό ναυτικό επιτελείο, το οποίο φέρεται να εντέλλεται πλέον από το ΓΕΕΘΑ να αναζητήσει λύσεις μεταχειρισμένων σκαφών. Μόνο που συνιστά “φωτογραφική” αποστολή, αφού οι παροικούντες την άμυνα διεθνώς, γνωρίζουν από ποιες χώρες υπάρχει διαθεσιμότητα.
Σε αυτή τη φάση, απαιτήσεις τοποθέτησης από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας δεν μπορούν να υπάρξουν. Τυπικά, αφενός το θέμα δεν υφίσταται και αφετέρου μόλις χθες τελείωσε η συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης στη Βουλή με την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. Προφανώς το θέμα θα απασχολήσει προσεχώς και εκεί θα διαπιστωθεί η οπτική και η απόφαση της κυβέρνησης.
Σε μια προσπάθεια διερεύνησης του θέματος περαιτέρω, το DP επικοινώνησε με στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού, τόσο εν ενεργεία όσο και εν αποστρατεία. Χωρίς εξαιρέσεις, επισημάνθηκε εμφατικά, ότι “θέμα LCS” με τη μορφή “ενδιάμεσης λύσης” δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν για το Πολεμικό Ναυτικό. Οι λόγοι ήταν δύο:
Ο πρώτος λόγος είναι ότι δεν είχε αποφασιστεί και εγκριθεί στην Ουάσιγκτον επισήμως η απόσυρση μετά από μόλις 10-15 χρόνια υπηρεσίας, των πλοίων του τύπου (Littoral Combat Ships / Πλοία Παράκτιων Επιχειρήσεων) που είχαν ενταχθεί και υπηρετούσαν.
Ο δεύτερος λόγος είναι, ότι εάν ετίθετο τέτοιο θέμα, αυτό θα εγειρόταν ως προοπτική μόνο σε περίπτωση που επιλεγόταν η αμερικανική πρόταση για τις φρεγάτες MMSC της Lockheed Martin. Όπως προέκυψε στην πράξη τελικά, η πρόταση αυτή ήταν ουσιαστικά η μοναδική που απορρίφθηκε ως ακατάλληλη. Απορρίφθηκε δε, με τη βασική επιχειρηματολογία να στηρίζεται σε όσα το ίδιο το αμερικανικό Ναυτικό είχε διαπιστώσει (τεχνικά προβλήματα, πανάκριβη συντήρηση) και βάσει αυτών αποφασίστηκε τελικά η απόσυρση.
Όπως χαρακτηριστικά μας ειπώθηκε, το όλο εγχείρημα θα ήταν πολύ υψηλού ρίσκου, τόσο σε όρους επιχειρησιακούς όσο και σε όρους οικονομικούς. Αναφορικά με τους πρώτους, εάν υποτεθεί ότι ο οπλισμός των πλοίων μπορούσε να βελτιωθεί αισθητά, η αδυναμία στις ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις αντέβαινε στον βασικό “κανόνα” του Πολεμικού Ναυτικού: Οι περιορισμένοι πόροι που υπάρχουν, υπαγορεύουν την ανάγκη για πλοία “πολλαπλών ρόλων”. Πλοία δηλαδή που να είναι σε θέση να εκτελέσουν σε ικανοποιητικό επίπεδο όλες τις επιχειρήσεις.
Κι αν υποτεθεί στη “ζυγαριά” έμπαινε ο αντιαεροπορικός και ο ανθυποβρυχιακός ρόλος, τον δεύτερο δεν θα μπορούσε να τον εξασφαλίσει κανείς, καθώς τα ελικόπτερα ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων δεν μπορούν να πετούν σε 24ωρη βάση. Στην από αέρος κάλυψη, εν καιρώ επιχειρήσεων, μπορεί να συνεισφέρει η Πολεμική Αεροπορία.
Το οικονομικό ρίσκο αφορούσε την αδυναμία να υπολογιστεί με ακρίβεια το κόστος υποστήριξης και συντήρησης. Ασχέτως εάν αυτό θα ήταν ασφαλώς χαμηλότερο σε ελληνική υπηρεσία, “μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται”. Δεν είναι μάλιστα και λίγοι που εμφανίζονται δύσπιστοι ακόμα και την επίσημη ανακοίνωση της αμερικανικής πλευράς, με την οποία προσδιόριζε το κόστος αποκατάστασης του προβλήματος στον “μειωτήρα” του συστήματος πρόωσης στα 8-10 εκατ. δολάρια.
Τα LCS φέρουν δυο τύπους κινητήρων, όπου με τον στροβιλοκινητήρα επιτυγχάνονται εξαιρετικά μεγάλες ταχύτητες, που αποτελούν ένα από τα πλεονεκτήματα των πλοίων του τύπου. Από την άλλη πλευρά όμως προβλημάτιζε η κατανάλωση, ως αποτέλεσμα των υψηλών ταχυτήτων. Όλα βέβαια πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα του ναυτικού δόγματος κάθε χώρας.
Ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο των παρατηρήσεων το οποίο μάλιστα ταυτίζεται με μια συνήθη επισήμανση του DP για όλα τα εξοπλιστικά προγράμματα με την προσθήκη του “άλλο το εφικτό και άλλο το ευκταίο“, ήταν η στρεβλή ανάπτυξη της “αλά γκρέκα” συζήτησης για το ποια θα είναι η επιλογή της ελληνικής πλευράς, εάν πρώτα δεν καθοριστεί επισήμως ο προϋπολογισμός, βάσει του οποίου σχεδιάζονται οι παρεμβάσεις.
Η εικασία που γίνεται εδώ, είναι ότι η σχεδίαση στηρίζεται στο ποσό των 1,7 δισ. ευρώ που θα κοστίσει το πρόγραμμα των κορβετών. Θα πρέπει όμως ταυτόχρονα να διευκρινιστεί, ότι η τύχη του προγράμματος της αναβάθμισης των φρεγατών τύπου MEKO 200HN δεν έχει ξεκαθαρίσει. Η μη αναφορά σε αυτό από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας εγείρει ζήτημα εάν υπάρχουν σκέψεις επανεξέτασης, λόγω της προχωρημένης ηλικίας των πλοίων (26-31 έτη). Εάν όμως ισχύει αυτό, τότε στον σχεδιασμό, ο προϋπολογισμός θα ανέρχεται περίπου στα 2,5 δισ. ευρώ.
Επιπρόσθετα, τονίστηκε ότι η λογική του χρειαζόμαστε “περισσότερες πλώρες“, αφενός χρήζει διευκρίνισης το “τι πετυχαίνουμε με τις περισσότερες πλώρες εάν αυτές προέρχονται από τα LCS“, έχει και αντίστροφη ανάγνωση. Δηλαδή, το ναυτικό επιτελείο θα πρέπει να προσδιορίσει, με αναφορά στο ελληνικό θέατρο επιχειρήσεων, το ακόλουθο:
Με πόσων LCS τη μαχητική ισχύ αντιστοιχεί καθεμιά από τις φρεγάτες FDI HN (Belharra) που έχουν επιλεγεί και ναυπηγούνται; Το ερώτημα είναι εύλογο, καθώς οι εκτιμήσεις έμπειρων αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, κυμάνθηκαν από το ένα προς τρία… έως το ένα προς πέντε! Η αξία του τεχνοκρατικού υπολογισμού είναι αυταπόδεικτη…
Εάν καταλήξουμε σε εκτίμηση για το θέμα και παράλληλα γίνει αξιόπιστος υπολογισμός του κόστους απόκτησης, αναβάθμισης, χρήσης και συντήρησης των LCS, αλλά και τη απόσταση αυτού του πλοίου με καθεμιά από τις προτεινόμενες κορβέτες (Gowind / Naval Group και FCX-30 Doha / Fincantieri), ο υπολογισμός τροποποιείται. Ενδεχομένως να αλλάζει περιεχόμενο το “ζύγισμα” των δυο ανταγωνιστικών σεναρίων για το μέλλον του ελληνικού στόλου με τον προϋπολογισμό των 2,5 δισ. ευρώ…
Το πρώτο σενάριο θέλει την προμήθεια τριών κορβετών (γαλλικές ή ιταλικές) και την όσο το δυνατόν πληρέστερη αναβάθμιση των τεσσάρων MEKO 200HN. Το άθροισμα που δίνει είναι εφτά πολεμικά πλοία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα προκύψει κάποια δυσάρεστη έκπληξη όταν ξεκινήσει η παρέμβαση στη γηραιότερη των MEKO… ή και σε κάποια άλλη.
Η ηλικία των MEKO αυξάνει σημαντικά το ρίσκο του προγράμματος και ενδεχομένως να ανακύψουν κόστη που σήμερα δεν φαίνονται. Άρα υφίσταται και μια εγγενής επισφάλεια αναφορικά με τον υπολογισμό του κόστους. Επίσης, εάν όλα πάνε καλά, και τα εφτά καράβια θα αξιοποιηθούν ταυτοχρόνως επιχειρησιακά για μια περίοδο 12-15 ετών, το Πολεμικό Ναυτικό θα πρέπει με την παρέλευση αυτού του χρονικού διαστήματος να έχει τη λύση της αντικατάστασης των MEKO 200HN έτοιμη.
Το δεύτερο σενάριο είναι η άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης (option) για την τέταρτη FDI HN, εάν κριθεί ότι σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής έχει επιχειρησιακή υπεραξία αντίστοιχη αυτής συγκεκριμένου αριθμού LCS και με τα υπόλοιπα χρήματα διατεθούν για να α) επιδιωχθεί μια ελαφρά, χαμηλού κόστους παρέμβαση στις MEKO 200HN ώστε να επιχειρούν με συμβιβασμούς για 8-10 χρόνια και β) την απόκτηση αριθμού μεταχειρισμένων LCS που θα αναβαθμιστούν. Η δε αναβάθμιση εμπεριέχει και αυτή ρίσκο.
Ο αριθμός των LCS που θα μπορούσαν να αποκτηθούν, θα εξαρτηθεί από το κόστος του κάθε πλοίου, αναλόγως δηλαδή του βαθμού που θα “έβαζε πλάτη” ο υπερατλαντικός σύμμαχος… Διότι άλλο είναι το κόστος απόκτησης να ανέλθει στα 200 εκατ. και άλλο από 0-50! Με δεδομένο ότι η αναβάθμιση θα κόστιζε περί τα 100-150 εκατ. καθίσταται προφανές ότι στην πρώτη περίπτωση… η Ελλάδα θα χρηματοδοτούσε την απόσυρση για λογαριασμό του US Navy!
Μπορεί να λέγεται ότι υπάρχει ενδιαφέρον και από άλλες χώρες, όμως καλό θα ήταν αφενός να αποδειχθεί στην πράξη διότι τα προβλήματα είναι σε όλους γνωστά και ασφαλώς να διαπιστωθεί ο τρόπος που θα εκτιμήσουν την επιχειρησιακή αξία των LCS στο δικό τους περιβάλλον επιχειρήσεων. Το ίδιο πρέπει να κάνει και η ελληνική πλευρά, για να αποφύγει να δώσει όψιμα την εντύπωση… “πρόθυμου σκραπατζίδικου” των Αμερικανών σε βάρος των επιχειρησιακών απαιτήσεων του Ναυτικού.
Στην περίπτωση πολύ χαμηλού κόστους αγοράς των LCS, ίσως να προέκυπτε περιθώριο στοιχειωδώς ορθολογικής συζήτησης. Η ποσότητα όντως έχει τη δική της ποιότητα, αρκεί να βγάζει επιχειρησιακό νόημα και να μην καταστήσει προβληματικούς τους προϋπολογισμούς του Πολεμικού Ναυτικού για πολλά χρόνια. Δεν υπάρχει περιθώριο να διαπιστωθεί εκ των υστέρων ότι θα ήταν καλύτερα η χώρα να είχε προχωρήσει με έστω λιγότερες, αλλά καινούργιες ναυπηγήσεις.
Δημοσίευση σχολίου