Με την έναρξη της διαδικασίας εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, η Ελλάδα κινδυνεύει να μπει σε περίοδο πολιτικής αστάθειας. Εφ’ όσον δεν συγκεντρωθεί η αναγκαία πλειοψηφία των 180 βουλευτών στην τρίτη ψηφοφορία της 29ης Δεκεμβρίου, η Βουλή κατά το Σύνταγμα θα διαλυθεί και θα προκηρυχθούν εκλογές (με πιθανότερες ημερομηνίες την 25η Ιανουαρίου και την 1η Φεβρουαρίου). Θα ακολουθήσει μετά τις εκλογές η εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας από τη νέα Βουλή και η διαδικασία σχηματισμού νέας κυβέρνησης (με διαδοχικές διερευνητικές εντολές αν κάποιο κόμμα δεν επιτύχει αυτοδυναμία). Όλα τα ανωτέρω συνεπάγονται ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον 40 ημερών (και δυνητικά πολύ μεγαλύτερο), κατά το οποίο η Ελλάδα θα βρίσκεται σε πολιτική αστάθεια.
Η ιστορία διδάσκει ότι οι περίοδοι πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα δημιουργούν στην Τουρκία τον πειρασμό πρόκλησης κρίσεων και γενικότερα αποκόμισης κερδών.
- Τα «Σεπτεμβριανά» επεισόδια του 1955 που οδήγησαν στον ξεριζωμό και μαρασμό της ελληνικής παροικίας της Κωνσταντινούπολης ενορχηστρώθηκαν από το τουρκικό κράτος σε στιγμή ελληνικής αδυναμίας, καθώς ο πρωθυπουργός Παπάγος ήταν βαριά άρρωστος.
- Η κρίση του Νοεμβρίου του 1967 που οδήγησε στην απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο ήταν εν μέρει αποτέλεσμα της διεθνούς απομόνωσης της δικτατορικής κυβέρνησης των Αθηνών, καθώς και της εικόνας αδυναμίας που αποκόμισε γι’ αυτήν η τουρκική ηγεσία.
- Το 1974 ο δρόμος για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο άνοιξε λόγω του ελληνικού πραξικοπήματος εις βάρος του Μακαρίου, δηλ. της κορύφωσης της έριδας μεταξύ «ενωτικών» και μακαριακών, για την οποία φέρουν σοβαρότατη ευθύνη και οι δύο πλευρές .
- Η κρίση των Ιμίων το 1996 υπήρξε το πλέον πρόσφατο παράδειγμα εκμετάλλευσης της αδυναμίας της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας από την «φίλη και γείτονα», καθώς η μακρόχρονη αποχή του Α. Παπανδρέου από τα καθήκοντα του πρωθυπουργού, η απειρία του νέου πρωθυπουργού Κ. Σημίτη και οι εσωκομματικές έριδες επηρέασαν αρνητικά την ικανότητα της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας να χειριστεί την κρίση.
Το βασικό ζήτημα που βρίσκεται σε εκκρεμότητα είναι η αξιοποίηση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της Αν. Μεσογείου, που συνδέεται εμμέσως πλην σαφώς και με την επίλυση του Κυπριακού. Η διπλωματική προσέγγιση της Ελλάδας και της Κύπρου με την Αίγυπτο και το Ισραήλ έχει δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για μια συμφωνία οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ των τεσσάρων χωρών, η οποία θα ανταποκρίνεται στα συμφέροντά τους, αλλά ταυτόχρονα θα περιορίζει σημαντικά τις τουρκικές βλέψεις. Το χρονικό προβάδισμα που έχει αποκτήσει η Κυπριακή Δημοκρατία στον τομέα αυτό χάρη στην έγκαιρη σύναψη συμφωνιών με διεθνείς εταιρείες, έχει φέρει σε μειονεκτική θέση την Τουρκία, που προσπαθεί να αμφισβητήσει τα κυπριακά κυριαρχικά δικαιώματα με τις παράνομες έρευνες του «Barbaros», και έχει εξαγγείλει τοποθέτηση ερευνητικής πλατφόρμας (χωρίς προς το παρόν να βρει κατάλληλη προς αγορά, εξ ου και εξήγγειλε ναυπήγηση νέας, που όμως συνεπάγεται χρονική καθυστέρηση).
Κρίσιμης σημασίας για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων και την γεωπολιτική θέση της Κύπρου είναι η όδευση που θα επιλεγεί για την διοχέτευση των κυπριακών και ισραηλινών υδρογονανθράκων προς τις αγορές. Η Τουρκία, ακόμα και δια στόματος Νταβούτογλου, απαιτεί να διοχετευθούν οι υδρογονάνθρακες προς τις αγορές μέσω του εδάφους της. Η λύση αυτή είναι οικονομικότερη, αλλά στρατηγικά ανεπιθύμητη, για ευνόητους λόγους, από την Κύπρο και το Ισραήλ. Οι δύο χώρες, αλλά και η Ελλάδα, προσπαθούν να επιτύχουν τη χρηματοδότηση του υποθαλάσσιου αγωγού EastMed (Ισραήλ – Κύπρος – Κρήτη – Πελοπόννησος – Ιταλί) από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το κόστος της επένδυσης σε έναν τέτοιο αγωγό είναι μεγάλο και πιθανώς μη αποσβέσιμο από οικονομικής πλευράς, αλλά η γεωπολιτική συγκυρία ευνοεί τους ελληνικούς, κυπριακούς και ισραηλινούς σχεδιασμούς. Η στρατηγική αντιπαράθεση με τη Ρωσία και η διολίσθηση της Τουρκίας προς τον ισλαμισμό καθιστούν επιτακτική την ανάγκη διαφοροποίησης των πηγών εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης – και αν αυτός ο στρατηγικός στόχος υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οικονομική βιωσιμότητα του αγωγού θα είναι δευτερεύον κριτήριο.
Είναι σαφές ότι η ολοκλήρωση των διπλωματικών σχεδιασμών Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου απαιτεί χρόνο. Χρόνο απαιτεί επίσης η προετοιμασία των Ενόπλων Δυνάμεων των τεσσάρων χωρών για το ενδεχόμενο θερμής αντιπαράθεσης με την Τουρκία, που πρέπει να θεωρείται πιθανή, δεδομένου του μεγέθους του διακυβεύματος. Δεν είναι τυχαίες οι πρόσφατες συνασκήσεις του ΠΝ με το αιγυπτιακό ναυτικό στην περιοχή της Κρήτης, ενώ η στρατιωτική συνεργασία της Ελλάδας και της Κύπρου με το Ισραήλ έχει πλέον καταστεί ρουτίνα, με συνεχείς ανταλλαγές επισκέψεων πολεμικών μοιρών και παρουσία ισραηλινών συμβούλων στην Κύπρο. Ούτε είναι τυχαία η (επιτέλους) ενεργοποίηση των υποβρυχίων «Πιπίνος», «Ωκεανός» και (οσονούπω) «Ματρώζος», που εμπεριέχει ρίσκο, τόσο επιχειρησιακό όσο και συμβατικό, για τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία. Τόσο αυτό το γεγονός, όσο και οι προμήθειες πυρομαχικών για τα άρματα μάχης Leopard 2 και κρίσιμων ανταλλακτικών για τα μαχητικά αεροσκάφη της ΠΑ και τις φρεγάτες τύπου S του ΠΝ, δείχνουν ότι η ελληνική ηγεσία έχει επίγνωση του ενδεχομένου θερμής αντιπαράθεσης με την Τουρκία, που εντείνεται λόγω των διπλωματικών εξελίξεων. Το ίδιο δείχνουν και οι πυκνότερες, εσχάτως, κλήσεις εφέδρων…
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η επερχόμενη πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα παρέχει στην Τουρκία μια σημαντική ευκαιρία πρόκλησης κρίσης, για την πρόωρη ματαίωση των ελληνικών και κυπριακών σχεδιασμών. Π.χ. ένα αεροναυτικό επεισόδιο στο Αν. Αιγαίο ή η αιφνιδιαστική κατάληψη κατοικημένης μικρονήσου θα παρείχε στην Τουρκία την ευκαιρία να αντιμετωπίσει τις ελληνικές δυνάμεις σε τόπο και χρόνο ευνοϊκό γι’ αυτήν, δηλαδή ξεχωριστά από την Αίγυπτο ή το Ισραήλ και πριν οι τέσσερις χώρες διακηρύξουν από κοινού την οριοθέτηση των ΑΟΖ τους (την οποία θα ήτανλογικό να υπερασπίσουν εν συνεχεία από κοινού). Μια ελληνική ήττα ή ταπείνωση σε αυτή την περίπτωση θα εξέθετε την Ελλάδα στην Αίγυπτο και το Ισραήλ ως αναξιόπιστο εταίρο και θα έδινε στην Τουρκία την ευκαιρία να «σπάσει» το εναντίον της διαμορφωμένο «μέτωπο». Θα μπορούσε κανείς να εικάσει ότι ιδανικός στόχος για την Τουρκία θα ήταν το Καστελλόριζο, μετά από μια κατάλληλα σκηνοθετημένη διαφωνία (και ενδεχομένως ναυτικό επεισόδιο) ως προς την επιρροή του στη διαμόρφωση της ΑΟΖ. Θα μπορούσε επίσης να εικάσει κανείς ότι η ιδανική κατάληξη της κρίσης για την Τουρκία θα ήταν μια συμφωνία – «πακέτο» για το Κυπριακό που θα συμπεριλάμβανε συνεκμετάλλευση των κυπριακών υδρογονανθράκων και διοχέτευσή τους στη διεθνή αγορά μέσω Τουρκίας. Αλλά όλα αυτά είναι εικασίες, και κανείς δεν γνωρίζει πώς θα συμπεριφερθεί ο δυνητικός αντίπαλος, ειδικά όταν είναι απρόβλεπτος και μεγαλομανής, όπως η σημερινή τουρκική ηγεσία.
Δεν θα αναλυθεί εδώ η καταλληλότητα των διεκδικητών της εξουσίας να αντιμετωπίσουν τέτοιες τουρκικές προκλήσεις, ούτε η ευθύνη ορισμένων κομμάτων για την πιθανή πρόκληση βουλευτικών εκλογών σε μια τέτοια συγκυρία. Θα υπάρξει καταλληλότερος χρόνος για τέτοιες αναλύσεις, και για την ώρα σημασία έχει η αποφυγή της περιπέτειας των εκλογών στο χρονικό αυτό σημείο. Ο γράφων θεωρεί ότι είναι ακόμη εφικτή η συναινετική εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας – αλλά το παρόν κείμενο γράφεται με το σκεπτικό της (κατά το δυνατόν) διασφάλισης των εθνικών συμφερόντων, έστω και αν η χώρα μπει στη διαδικασία των εκλογών.
Για να αναλυθεί σωστά το πρόβλημα, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι το στοιχείο που δίνει στον αντίπαλο την αίσθηση της «ευκαιρίας» είναι η εντύπωση της αδυναμίας σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας, και όχι Ενόπλων Δυνάμεων. Και ως «αδυναμία» νοείται πρωτίστως, όχι η υποχωρητικότητα αλλά η αναποφασιστικότητα, η ύπαρξη πολλών κέντρων εξουσίας και η απουσία σαφούς πολιτικής κατεύθυνσης. Τέτοια εικόνα θα προκύψει ιδιαίτερα κατά το διάστημα μετά τις (πιθανές) εκλογές, όταν θα εκκρεμεί η σύγκληση της νέας Βουλής, η εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας και στη συνέχεια (αν δεν έχει προκύψει αυτοδυναμία) η διαδικασία των διερευνητικών εντολών σχηματισμού κυβέρνησης. Το χρονικό αυτό διάστημα είναι επικίνδυνα μεγάλο, ειδικά αν οι διερευνητικές εντολές δεν αποδώσουν κυβέρνηση και η χώρα οδηγηθεί ξανά σε εκλογές με υπηρεσιακή κυβέρνηση, όπως το 2012.
Για να αποφευχθεί η εικόνα πολιτικής παράλυσης και αδυναμίας κατά την περίοδο αυτή, ο πολιτικός κόσμος θα μπορούσε να μεταδώσει προς το εξωτερικό ένα κοινό μήνυμα αποφασιστικότητας, για να αποθαρρύνει τυχοδιωκτισμούς από πλευράς Τουρκίας. Εφ’ όσον η χώρα οδηγηθεί σε εκλογές, θα μπορούσε να συγκληθεί σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στην οποία να εξεταστούν τα ανοιχτά ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και να διακηρυχθεί από κοινού ότι:
- (α) η Ελλάδα παραμένει αταλάντευτα στο πλευρό της Κύπρου και κάθε απειλή κατά της εδαφικής της ακεραιότητας θα προκαλέσει αυτονόητα ελληνική στρατιωτική ανάμειξη
- (β) το σύνολο του πολιτικού κόσμου υποστηρίζει τις διπλωματικές ενέργειες Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών
- (γ) οποιαδήποτε ενέργεια κατάληψης κατοικημένου ελληνικού εδάφους συνεπάγεται αυτομάτως γενικευμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο
- (δ) η ελληνική κυβέρνηση, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των κομμάτων, έχει δώσει στις Ένοπλες Δυνάμεις συγκεκριμένους κανόνες εμπλοκής σύμφωνους με τα ανωτέρω, που θα παραμείνουν σε ισχύ ως τον σχηματισμό της πολιτικής κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές.
Από εκεί και έπειτα, τον λόγο θα έχουν οι εντολοδόχοι του ελληνικού λαού.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου