του Pavel Shlykov
Η πρόσφατη επίσκεψη του προέδρου Vladimir Putin στην Τουρκία για τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ρωσό-Τουρκικής Συνεργασίας Υψηλού Επιπέδου (HLCC) υπογράμμισε την πολυαναμενόμενη πρόοδο στις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών. Η συνάντηση έδωσε νέα πνοή σε μια σχέση που είχε χαρακτηριστεί από το πρόβλημα των “ορίων ανάπτυξης” και που απαιτούσε μια ποιοτική διεύρυνση του καθιερωμένου μοντέλου της συνεργασίας.
Τα γεγονότα στις αρχές Δεκεμβρίου μπορεί επίσης να ενταχθούν στο πλαίσιο μιας νέας φάσης στην προσπάθεια της Τουρκίας για την απόκτηση επιρροής στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η τρέχουσα φάση μετασχηματισμού στην περιοχή -σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της “Αραβικής Άνοιξης” και την εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους- θεωρείται από την Άγκυρα ως ένα άνοιγμα με μεγάλη δυναμική για την εικόνα της Τουρκίας και την στρατηγική της θέση στη Μέση Ανατολή. Σε αυτό το δύσκολο κλίμα, η Τουρκία βλέπει μια ευκαιρία για να αντισταθμίσει τις προηγούμενες αποτυχίες στην εξωτερική της πολιτική και να παίξει το ρόλο μιας κορυφαίας περιφερειακής δύναμης.
Οι συμφωνίες για το αέριο που ανακοινώθηκαν μετά από τη συνεδρίαση του HLCC μπορεί να θεωρηθούν ως άλλο ένα χτύπημα του Κρεμλίνου κατά της Δύσης, αλλά επίσης ως μια αντανάκλαση των περιφερειακών γεωπολιτικών φιλοδοξιών της Άγκυρας. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι πρόσφατα, η Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν ήταν αντίθετοι στο mega-project του South Stream και προσέφεραν τα δικά τους μέσα στην αύξηση του ενεργειακού εφοδιασμού και την διαφοροποίηση στο πλαίσιο του Νότιο Διαδρόμου Φυσικού Αερίου. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχο, η Άγκυρα επένδυσε σημαντικούς πόρους σε διαπραγματεύσεις για τους αγωγούς που διασχίζουν την Ανατολία και την Κασπία με το Τουρκμενιστάν. Ωστόσο, η μείωση του ενθουσιασμού της Ουάσιγκτον για την πρωτοβουλία, μαζί με την επέκταση των ένοπλων συγκρούσεων στα τουρκικά σύνορα (στο Ιράκ και στη Συρία), δημιούργησε νέες επιπλοκές και για τα δύο projects. Μαζί αυτοί οι παράγοντες πίεσαν την Άγκυρα να αναζήτησε εναλλακτικές λύσεις για την υλοποίηση των ενεργειακών φιλοδοξιών της.
Η επιτυχημένη υλοποίηση του νέου project που ανακοινώθηκε από τον πρόεδρο Putin και τον πρόεδρο Recep Tayyip Erdogan, θα βοηθήσουν την Τουρκία -μια χώρα η οποία δεν έχει πολλούς φυσικούς πόρους- να γίνει ένας βασικός παίκτης στην παγκόσμια αγορά ενέργειας. Επιπλέον, ξεκινώντας από το 2015, η Τουρκία θα λάβει έκπτωση 6% για το ρωσικό φυσικό αέριο. Ως εκ τούτου, οι κινήσεις του προέδρου Erdogan έρχονται πιο κοντά σε περισσότερο στενή συνεργασία με τη Ρωσία και είναι αρκετά λογικό και σύμφωνο με τον στόχο του για πολιτική και οικονομική σταθερότητα στην Τουρκία. Έχει τώρα έναν βιώσιμο λόγο να διορθώσει την προηγούμενη στρατηγική εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, παρακάμπτοντας το ρωσικό έδαφος στη διαμετακόμιση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου από την Κεντρική Ασία προς τη Δύση.
Οι οικονομικοί υπολογισμοί συνιστούν τη βασική διάσταση αυτού του νέου ρωσό-τουρκικού project. Ωστόσο, υπάρχει επίσης μια σημαντική πολιτική διάσταση σε αυτές τις συμφωνίες. Η Άγκυρα αναγνωρίζει ότι η Μόσχα έχει βρεθεί σε μια διογκούμενη διαμάχη με την Δύση ύστερα από τη λήψη συγκεκριμένων επιλογών αναφορικά με τη σύγκρουση στην Ουκρανία, μια χώρα εντός της παραδοσιακής σφαίρας επιρροής της Ρωσίας. Η Τουρκία έχει επίσης μια όλο και περισσότερο αυξανόμενη σύγκρουση στο κατώφλι της: η επέκταση του Ισλαμικού Κράτους έχει φέρει την Άγκυρα σε μια κατάσταση αυξημένου γεωπολιτικού ρίσκου και την έχει υποχρεώσει να λάβει δύσκολες αποφάσεις. Ο πρόεδρος Erdogan ασφαλώς δεν εγκρίνει την στρατηγική της Δύσης για την επίλυση του προβλήματος με το Ισλαμικό Κράτος. Αυτή η διαφωνία εξηγεί γιατί η Ρωσία και η Τουρκία αναζητούν άλλες εναλλακτικές για την παραδοσιακή ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή.
Η ρωσική και τουρκική πολιτική ελίτ μοιράζονται μια κοινή άποψη για το σύγχρονο διεθνές σύστημα. Και οι δύο χώρες βρίσκονται σε αντίθεση με τον μονοπολικό κόσμο, θεωρούν ότι ο αγώνας εναντίον του πολιτικού εξτρεμισμού και του ριζοσπαστισμού ότι είναι προτεραιότητα για την διεθνή συνεργασία και παρουσιάζουν παρόμοιες απόψεις για την οικονομική παγκοσμιοποίηση ως μια διαδικασία με φωτεινές και σκοτεινές πλευρές. Στις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Ρωσία και η Τουρκία έχουν κατορθώσει να ξεπεράσουν μια κληρονομιά της αντιπαράθεσης και έχουν επιλέξει ένα απολιτίκ μοντέλο οικονομικής συνεργασίας.
Το παράδειγμα της “ρεαλιστικής πολιτικής”, κυριαρχούμενης από ευρεία αμοιβαία συμφέροντα, έχει επιτρέψει τις δύο χώρες να παρακάμψουν κάποια σοβαρά προβλήματα στις διμερείς τους σχέσεις, παρά το ότι ο αριθμός αυτών των ζητημάτων έχει αυξηθεί. Ωστόσο, στην προσπάθειά τους για περαιτέρω εμπορική και οικονομική συνεργασία, η Μόσχα και η Άγκυρα δεν μπορούν να συνεχίσουν να “συμφωνούν ότι διαφωνούν” με το να αποστασιοποιούνται από τα ζητήματα που παραμένουν εκτός της “θετικής ατζέντας”. Τον τελευταίο χρόνο έχουν δημιουργηθεί σειρά νέων ερωτημάτων για τα οποία οι ρωσικές και τουρκικές θέσεις είναι σχεδόν εκ διαμέτρου αντίθετες: ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, η σύγκρουση στην Ουκρανία, η προσάρτηση της Κριμαίας, το ερώτημα της Κύπρου, και οι σχέσεις με τη Γεωργία και την Αρμενία.
Η διαφωνία σχετικά με την Συρία παραμένει ένα σημείο τριβής στις διμερείς σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Στο πλαίσιο της επέκτασης του Ισλαμικού Κράτους, αυτό το πρόβλημα έχει λάβει μια νέα διάσταση. Οι ΗΠΑ δεν αποδέχονται για την ώρα την πρωτοβουλία της Τουρκίας για τη δημιουργία μιας ουδέτερης ζώνης ασφάλειας στα τουρκό-συριακά σύνορα ή στο να συμφωνήσουν σε μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων πάνω από τη Συρία. Με αυτές τις κινήσεις, η Δύση καθιστά σαφές ότι δεν υποστηρίζει την φιλοδοξία της Τουρκίας να καταστεί η κύρια δύναμη στη Μέση Ανατολή.
Το νέο στάδιο στις ρωσό-τουρκικές σχέσεις και η υλοποίηση των συμφωνιών που υπογράφηκαν προσφάτως -ιδιαίτερα αυτές που συνδέονται με την κατασκευή ενός νέου αγωγού- θα ενισχύσουν την γεωπολιτική και οικονομική θέση της Τουρκίας. Αυτό θέτει το ερώτημα του πόσο μακριά είναι η Ρωσία πρόθυμη να πάει για να διευκολύνει το ανοδικό προφίλ της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή.
Άλλο ένα ερώτημα στο πλαίσιο των νέων ρωσό-τουρκικών πρωτοβουλιών και συμφωνιών, είναι πως θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και Βρυξελλών. Οι πρόσφατες επισκέψεις αξιωματούχων-εκπροσώπων της ΕΕ στην Τουρκία, έρχονται ύστερα από τη συνάντηση μεταξύ Putin και Erdogan, αποδεικνύουν μόνο τη σημασία της άποψης αυτής. Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια ενάντια στην αξιοπιστία της πολιτικής προϋποθέσεων μαζί με την τρέχουσα στασιμότητα στις διαπραγματεύσεις για την προσχώρηση, δημιούργησε μια εντύπως ότι οι δεσμοί της ΕΕ και η επιρροή στην Τουρκία και την οικονομία της, έχει μειωθεί.
Ωστόσο, παρά την τρέχουσα στασιμότητα στη διαδικασία ένταξης της Τουρκίας και η αγανάκτηση κατά της ΕΕ που έχει γίνει ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό της ρητορικής του Erdogan, η ΕΕ διατηρεί την επιρροή της στην Τουρκία, με βάση δύο μεγάλους παράγοντες. Ο πρώτος είναι η εξάρτηση της τουρκικής οικονομίας από την ΕΕ, η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη από την εξάρτηση της οικονομίας της ΕΕ από την τουρκική αγορά. Η Τουρκία έχει καταστεί ένας όλο και περισσότερο σημαντικός εμπορικός εταίρος για τις χώρες της ΕΕ, αλλά η άνιση οικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ ενισχύει την μόχλευση της ΕΕ στην Τουρκία. Ενώ η ΕΕ είναι ο πιο σημαντικός εταίρος για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές της Τουρκίας, η ΤΟυρκία βρίσκεται μόλις στην έβδομη θέση στις εξαγωγικές αγορές της ΕΕ. Το μερίδιο της ΕΕ στο συνολικό εμπόριο της Τουρκίας είναι περίπου εννέα φορές μεγαλύτερο από ό,τι το μερίδιο της Τουρκίας στο συνολικό εμπόριο με την ΕΕ. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Τουρκία, προέρχεται από τους κατοίκους της ΕΕ: το 2013, περισσότερο από το 70% των τουρκικών άμεσων ξένων επενδύσεων στην Τουρκία, προερχόταν από την ΕΕ.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η αύξηση της ανησυχίας στην Τουρκία για την Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Εταιρική Σχέση (ΤΤΙΡ) - τις συζητήσεις μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ για μια κοινή, ελεύθερου εμπορίου ζώνη και την πιθανή της επίδραση στην τουρκική οικονομία. Η τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την ΕΕ έχει ήδη καταστήσει την Τουρκία μέρος της τελικής συμφωνίας ΕΕ-ΗΠΑ, αλλά η Τουρκία ακόμη δεν είναι μέρος των συνομιλιών. Δεδομένου του γεγονότος ότι κάθε συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την ΕΕ καθιστά την τουρκική αγορά ανοιχτή για όλα τα αγαθά που διέρχονται από την ΕΕ χωρίς να καταβάλλονται δασμοί, αλλά την ίδια στιγμή δεν δίνει την ίδια ευκαιρία στα τουρκικά αγαθά, οι ανησυχίες του προέδρου Erdogan για την ΤΤΙΡ, είναι προφανείς. Και η τρέχουσα κατάσταση δίνει στην Άγκυρα ένα νέο αυτού στις διαπραγματεύσεις τόσο με την ΕΕ όσο και με τις ΗΠΑ.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://carnegie.ru/eurasiaoutlook/?fa=57424
πηγή
Δημοσίευση σχολίου