Τελείωσαν – επιτέλους – οι εκλογές στη Γερμανία και πλέον το ενδιαφέρον για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη ολόκληρη, αναμένουν να διαπιστώσουν ποιες θα είναι οι συνέπειες από την εκλογή νέας κυβέρνησης, πάλι υπό την Άγκελα Μέρκελ, η οποία βγαίνει αναμφισβήτητα ενισχυμένη.
Του Μιχαήλ Βασιλείου
Το πιο ενδιαφέρον σημείο των δηλώσεων που έγιναν αμέσως μετά την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων είναι η αποστροφή του λόγου της Μέρκελ, όπου αναφερόμενη στην Ελλάδα ανέφερε επί λέξει «δεν θα πάψουμε να ασκούμε πίεση για την εφαρμογή των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων», μια δήλωση η οποία ερμηνεύεται στην Ελλάδα ως σήμα ότι η λιτότητα δεν πρόκειται να τερματιστεί.
Όπως το συνηθίζουμε άλλωστε, ακόμα μία φορά θα λάβουμε διαφορετική θέση και θα επιχειρήσουμε να το τεκμηριώσουμε. Προφανώς προσυπογράφουμε τα επίθετα «απαράδεκτη» και «ανάλγητη» που συνοδεύουν στη χώρα μας τη Γερμανίδα καγκελάριο, ωστόσο, η ανάλυση επιβάλλει την ψυχρή λογική αποτίμηση των διαθέσιμων στοιχείων και την όσο το δυνατόν «αποστείρωση» του «αναλυτικού περιβάλλοντος» από το συναίσθημα και το θυμικό.
Αν προσέξουμε τη φρασεολογία που χρησιμοποιήθηκε, η κρίσιμη λέξη ήταν «μεταρρυθμίσεις» και όχι «λιτότητα». Όσο κι αν – δικαιολογημένα – στον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα οι δυο αυτές έννοιες εν πολλοίς ταυτίζονται, σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι ταυτόσημες. Το επιχείρημα εδώ είναι, ότι η μία λέξη-όρος δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται και από την άλλη…
Κοινός τόπος στα διεθνή δίκτυα ήταν ότι η Μέρκελ που εκπροσωπεί το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) προτιμά να κυβερνήσει στο πλαίσιο ενός ευρύ συνασπισμού με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) και όχι με τους Πράσινους. Την επιλογή αυτή προσυπογράφει το 52% των Γερμανών. Οι ερμηνείες αυτής της προτίμησης έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά την κατάσταση στην Ελλάδα.
Οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν αντιδράσει στη συνταγή πολιτικής της Άγκελας Μέρκελ και έχουν ζητήσει την υιοθέτηση ενός «Σχεδίου Μάρσαλ» για την αντιστροφή της ύφεσης και την υποκίνηση της ανάπτυξης στον ευρωπαϊκό νότο, κάτι το οποίο δε επιθυμούσε ο πρώην κυβερνητικός εταίρος της Καγκελαρίου, οι Φιλελεύθεροι (FDP) του όχι άδικα αντιπαθούς στην Ελλάδα, Φίλιπ Ρέσλερ, που «λεηλατήθηκε» εκλογικά από τη Μέρκελ μένοντας έξω από το Κοινοβούλιο, αποσπώντας ποσοστό 4,8%, με το πλαφόν εισόδου να είναι στο 5%.
Επίσης, όσο και να λαϊκίζεις για προεκλογικούς λόγους στο εσωτερικό προβάλλοντας το προφίλ του αυστηρού διαχειριστή της φορολογικής συνεισφοράς των Γερμανών πολιτών, το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, αλλά και η θεαματική ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστών στη Γερμανία (έχασαν για λίγες χιλιάδες ψήφους την είσοδο στο Κοινοβούλιο) και τη Βρετανία (πολλοί μιλούν για ποσοστά έκπληξη που θα παρουσιαστούν στις ερχόμενες εκλογές), δεν αφήνουν περιθώριο εφησυχασμού.
Τη στιγμή που ο γερμανικός πολιτικός κόσμος, όπως φάνηκε από την τηλεοπτική συζήτηση δύο ώρες μετά το ξεκαθάρισμα του εκλογικού τοπίου, αισθάνθηκε ανακούφιση από την έστω οριακή αποφυγή του ενδεχομένου εισόδου στη Βουλή ευρωσκεπτικιστικού κόμματος, δικαιούμαστε να συμπεράνουμε, ότι η ενωμένη Ευρώπη παραμένει στρατηγική επιλογή της Γερμανίας. Η δε θεαματική επιτυχία των ευρωσκεπτικιστών με τη συμμετοχή τους στις εκλογές, εφτά μόλις μήνες μετά την ίδρυσή τους και η λογική πρόβλεψη περαιτέρω ενίσχυσής τους στο επόμενο διάστημα, καθιστά μονόδρομο για τη γερμανική κυβέρνηση την επιτυχή αντιμετώπιση της κρίσης στην ΕΕ, αλλιώς οι φυγόκεντρες τάσεις θα ενισχυθούν.
Κι αυτό, παράλληλα με την κατανόηση του ότι το ειδικό βάρος που λείπει στη χώρα για να παίξει ρόλο και στις παγκόσμιες εξελίξεις της το δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Άρα, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς εξελίξεις και την κατεστραμμένη εικόνα της χώρας στο εσωτερικό πολλών κρατών-μελών, η λογική υπαγορεύει ότι κάτι πρόκειται να αλλάξει.Σε αυτό βοηθά πολύ η κυβερνητική σύμπραξη με τους Σοσιαλδημοκράτες με την εξής πολιτική λογική: Εάν υποτεθεί ότι η Μέρκελ επιθυμεί να προβεί σε διορθώσεις στη σκληρή πολιτική που ακολούθησε και για προεκλογικούς λόγους, η παρουσία του SPD μπορεί να αξιοποιηθεί ως άλλοθι για την εισαγωγή αλλαγών στην πολιτική της Μέρκελ, κάτι που δεν θα ίσχυε σε περίπτωση που ο εταίρος ήταν οι Φιλελεύθεροι. Με τον τρόπο αυτό θα διαθέτει δικαιολογία απέναντι στο συντηρητικό δεξιό ακροατήριό της, ώστε να μη φανεί ανακόλουθη σε σχέση με την προεκλογική της ρητορική.
Επίσης, η παρουσία του SPD στον κυβερνητικό συνασπισμό, επιτρέπει στη Μέρκελ την αντιμετώπιση του «εσωτερικού αντιπάλου», των Χριστιανοκοινωνιστών (CSU), οι οποίοι έχουν πολύ πιο σκληρές θέσεις για το θέμα της αντιμετώπισης της κρίσης. Η ευρεία πλειοψηφία του συνασπισμού CDU-SPD θα επιτρέψει την υιοθέτηση των απαραίτητων μέτρων χωρίς να τινάζεται ο κυβερνητικός συνασπισμός στον αέρα. Συνυπολογίζοντας επίσης και το ότι η Μέρκελ έχει δηλώσει ότι θα είναι η τελευταία της θητεία στην πολιτική, άρα δεν θα έχει το άγχος της επανεκλογής αλλά αυτό της υστεροφημίας (κάτι σαν τη δεύτερη κυβέρνηση Ομπάμα στις ΗΠΑ), έννοια που έχει και την εσωτερική και τη διεθνή-ευρωπαϊκή της διάσταση, αφήνει κάποια περιθώρια συγκρατημένης αισιοδοξίας.
Ταυτόχρονα όμως, οφείλουμε να προειδοποιήσουμε εναντίον της υπερβολικής αισιοδοξίας για την πλήρη αντιστροφή του σημερινού μοντέλου αντιμετώπισης της κρίσης. Αυτό που είναι ορθολογικό να αναμένει κανείς, είναι η ενίσχυση του «πυλώνα» που αφορά στην ανάπτυξη, χωρίς απαραίτητα να υπάρξει μεγάλη μεταβολή στον πυλώνα «λιτότητα». Με απλά λόγια, έτσι ερμηνεύεται και η χρήση του όρου «μεταρρυθμίσεις» από τη Μέρκελ.
Αυτό που θα πρέπει να αναμένουμε, είναι η σύνδεση της ενίσχυσης του «πυλώνα» ανάπτυξη, με την υλοποίηση των δομικών μεταρρυθμίσεων στην ελληνική οικονομία. Οι μήνες που θα ακολουθήσουν θα είναι πραγματικά δύσκολοι, έως ότου αποκρυσταλλωθούν οι νέες ισορροπίες, ενώ ρόλο θα παίξουν τόσο η αποφασιστικότητα και οι κόκκινες γραμμές της Ελλάδας, όσο και οι ευρύτερες κινήσεις της στη γεωπολιτική σκακιέρα…
πηγή
Δημοσίευση σχολίου