GuidePedia

0


ΛΥΓΕΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
Είναι εξόφθαλμο ότι η Τουρκία βρίσκεται στο απόγειο της επιρροής της μεταπολεμικά. Μέχρι την εκλογική νίκη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης το 2002, η τουρκική εξωτερική πολιτική ήταν σχετικά προσεκτική. Απέφευγε ανοίγματα και παρεμβάσεις στη Μέση Ανατολή και πολύ περισσότερο μακρύτερα. Περιοριζόταν σε παρεμβάσεις μόνο σε ό,τι αφορούσε την καταπολέμηση του κουρδικού ΡΚΚ. Κατά τα άλλα, εστίαζε τις πιέσεις της κυρίως προς Ελλάδα και Κύπρο, διακρινόμενη από έναν δυτικά προσανατολισμένο επεκτατισμό.

Αντιθέτως, η εξωτερική πολιτική του Ερντογάν είναι τολμηρή και παρεμβατική. Μεσολάβησε, βεβαίως, η δεκαετία 2002-2012, κατά τη διάρκεια της οποίας κυρίαρχο στοιχείο ήταν ο άτυπος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ της νεοοθωμανικής κυβέρνησης και του μετακεμαλικού βαθέος κράτους. Όταν, όμως, ο εσωτερικός αυτός πόλεμος έληξε με τη νίκη του Ερντογάν, αυτός θεώρησε πως είχε πλέον την πολιτική άνεση να ξεδιπλώσει την ατζέντα του. Τότε ήρθε σε σύγκρουση με το ελεγχόμενο από τις ΗΠΑ δίκτυο Γιουλέν, η οποία κατέληξε στο αμφιλεγόμενο αποτυχόν πραξικόπημα του 2016 και στις μαζικές εκκαθαρίσεις του κρατικού μηχανισμού.

Το άλλοτε “αγαπημένο παιδί” της Δύσης, ο “ισλαμοδημοκράτης”, το “παράδειγμα για όλο τον μουσουλμανικό κόσμο”, είχε μόλις πραγματοποιήσει μία εσωτερική επανάσταση, ξηλώνοντας όλα τα δίκτυα επιρροής της Δύσης στην Τουρκία. Ουσιαστικά, οι Αμερικανοί δεν είχαν πια σοβαρούς μοχλούς πίεσης του Ερντογάν, γεγονός που του επέτρεψε να ξεδιπλώσει την ατζέντα του στην εξωτερική πολιτική χωρίς σοβαρούς περιορισμούς. Έτσι, φθάσαμε, η Τουρκία να κάνει παιχνίδι για τον εαυτό της, ισορροπώντας μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας, μεταξύ Δύσης και ευρασιανισμού. Δεν εφαρμόζει τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, διατηρεί προνομιακή σχέση με το Κρεμλίνο, αγόρασε S-400 και θέλει να γίνει μέλος των BRICS+, μην κρύβοντας το φλερτ με τον ευρασιανισμό.

Κι όλα αυτά, χωρίς να υποστεί σοβαρές κυρώσεις από τις ΗΠΑ. Το αντίθετο, μάλιστα. Παρά τις σπασμωδικές αντιδράσεις της, η Ουάσινγκτον ουσιαστικά έχει αποδεχθεί τη μερική γεωπολιτική αυτονόμηση της Τουρκίας και προσπαθεί να την συγκρατήσει στην πλευρά της Δύσης, έστω και με το ένα πόδι, με το οποίο βρίσκεται εκεί σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι η Άγκυρα δεν κατέκτησε τη σημερινή θέση της στον κόσμο χωρίς να αναλάβει ρίσκα και να αντιμετωπίσει υπονόμευση, όπως είχε συμβεί με την επίθεση εναντίον της τουρκικής λίρας πριν μερικά χρόνια.

Παραγωγική οικονομία

Ο Ερντογάν, όμως, έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να πατήσει σε μία παραγωγική οικονομία. Η Τουρκία, λόγω και του χαμηλού εργατικού κόστους, έχει σε κάποιον βαθμό μετατραπεί σε μία “μικρή κοντινή Κίνα”. Δεν είναι τυχαίο ότι η τουρκική πολεμική βιομηχανία καλύπτει περίπου τα 2/3 των αναγκών του τουρκικού στρατού και πραγματοποιεί σημαντικές εξαγωγές. Πατώντας, λοιπόν, στο παραγωγικό δυναμικό της χώρας τους και στην ισλαμική ταυτότητά τους, οι νεοοθωμανοί φρόντισαν να πραγματοποιήσουν μεγάλα διπλωματικά και οικονομικά ανοίγματα στην Αφρική και την Ασία αφενός για να βρουν αγορές, αφετέρου για να “πουλήσουν” πολιτική προστασία σε αφρικανικές χώρες. Η Τουρκία δεν δίστασε να επέμβει και στρατιωτικά (Λιβύη, Καύκασος, Συρία), γεγονός που διευκόλυνε την ανάδειξή της σε περιφερειακή δύναμη.

Ενδεικτική της τουρκικής επιρροής είναι η επιτυχής μεσολάβηση του Ερντογάν, που κατέληξε στη συμφωνία Αιθιοπίας-Σομαλίας, δίνοντας τέλος σε μία μακρόχρονη διένεξη. Μία μεσολάβηση, η οποία έφερε την Αίγυπτο σε δυσχερή θέση, αφού μέχρι τώρα υποστήριζε τη Σομαλία για να εξισορροπεί την αντίθεσή της με την Αιθιοπία. Η μεγάλη τουρκική επιτυχία, όμως, είναι στη Συρία. Υπενθυμίζω ότι έχει πραγματοποιήσει τα προηγούμενα χρόνια τρεις στρατιωτικές εισβολές στο βόρειο τμήμα της αραβικής αυτής χώρας, ότι είναι κατοχική δύναμη σε τρεις αντίστοιχα περιοχές και επιπλέον είχε –σε συμφωνία με τη Ρωσία και το Ιράν και με τη συναίνεση της Δύσης– αναλάβει την πολιτική προστασία, τον εξοπλισμό και την τροφοδοσία των κάθε είδους πρώην αντικαθεστωτικών ανταρτών στον θύλακο του Ιντλίμπ. Μία πτέρυγά τους, μάλιστα, ήταν μισθοφόροι της Άγκυρας.

Η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ –με καταλύτη τη δράση μερικών χιλιάδων τζιχαντιστών– αλλάζει τις ισορροπίες στη Μέση Ανατολή, λόγω της κομβικής σημασίας που έχει η Συρία στη γεωπολιτική της περιοχής. Το γεγονός, μάλιστα, ότι οι μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ και Ρωσία) –για λόγους που δεν είναι του παρόντος– έπαιξαν δευτερεύοντα ρόλο, επέτρεψε στις περιφερειακές δυνάμεις Τουρκία και Ισραήλ να αναδειχθούν σε πρωταγωνιστές, αν και με διαφορετικό τρόπο.

Ο παράγοντας Ισραήλ

Το Ισραήλ έχει αναδειχθεί στρατιωτικά και πολιτικά νικητής, σπάζοντας τον σιιτικό διάδρομο (Ιράν-νότιο Ιράκ-Συρία-Λίβανος), εκδιώκοντας το Ιράν από τη Μεσόγειο και επεκτείνοντας τον έλεγχό του στα Υψώματα του Γκολάν. Είναι, όμως, η Τουρκία που ελέγχει το νέο καθεστώς στη Δαμασκό, στο οποίο προστρέχουν άπαντες! Αυτή εγγυήθηκε στη Μόσχα ότι οι βάσεις της σε Λαττάκεια και Ταρτούς θα παραμείνουν (να δούμε για πόσο). Σ’ αυτήν καταφεύγουν και οι Δυτικοί για να προωθήσουν τα όποια συμφέροντά τους στη Συρία.

Εκτιμώ ότι οι προνομιακές σχέσεις της Άγκυρας με την οργάνωση HTS του Τζολάνι (αλ-Σάραα) θα διαταραχθούν μεσοπρόθεσμα, αλλά προς το παρόν τουλάχιστον ο Ερντογάν είναι ο προστάτης του νέου καθεστώτος στη Δαμασκό. Και βεβαίως δεν τίθεται θέμα απόσυρσης του τουρκικού στρατού από τις περιοχές στη βόρεια Συρία που παρανόμως κατέχει.

Η ανάδειξη της Τουρκίας σε αναμφισβήτητη περιφερειακή δύναμη υποχρεώνει τα κράτη της περιοχής να λάβουν υπόψη τους αυτή την πραγματικότητα και με κρύα καρδιά να προσαρμόσουν τις σχέσεις τους μαζί της. Η Αίγυπτος, οι μοναρχίες του Κόλπου και περισσότερο το Ιράν δυσφορούν με την ενίσχυση της Τουρκίας, αλλά δεν έχουν περιθώρια να στραφούν εναντίον της, ειδικά όταν επικαλείται το δίκαιο των Παλαιστινίων και το χαρτί του Ισλάμ. Ο έλεγχος της Συρίας, άλλωστε, της δίνει σοβαρό γεωπολιτικό πλεονέκτημα.

Δεδομένου ότι και η Ρωσία και η Δύση αναγνωρίζουν στην Άγκυρα πρωταγωνιστικό ρόλο στη Συρία, ο μόνος πραγματικός αντίπαλός της είναι το Ισραήλ. Το εβραϊκό κράτος προφανώς δεν θα εμπλακεί στρατιωτικά με τον τουρκικό στρατό στη Συρία, παρά μόνο εάν απειληθούν άμεσα τα συμφέροντά του. Δεν θα στραφεί ούτε και εναντίον των ισλαμιστών της Δαμασκού, όσο αυτοί θα τηρούν την αρχή της μη πρόκλησης. Φρόντισαν, όμως, να εκμεταλλευθούν τη ρευστότητα που προκάλεσε η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ για να καταστρέψουν με συνεχείς στοχευμένους βομβαρδισμούς όλο σχεδόν το οπλικό δυναμικό της Συρίας, ώστε να μην αποκτήσουν ισχύ πυρός οι ισλαμιστές.

Το Κουρδικό και οι απειλές Ερντογάν

Το ζήτημα που θα κρίνει το αύριο της Συρίας, αλλά και το κύρος της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης, είναι το Κουρδικό. Ο Ερντογάν δεν χάνει ευκαιρία να απειλεί με εισβολή στη βορειοανατολική Συρία για να καταλύσει το πρόπλασμα κουρδικού κράτους που λειτουργεί εκεί υπό την κάλυψη των Αμερικανών. Το κρίσιμο και προς το παρόν αναπάντητο ερώτημα είναι εάν η κυβέρνηση Τραμπ θα επιτρέψει ή όχι μία νέα τουρκική εισβολή. Προς το παρόν, πραγματοποιούν επιθέσεις εναντίον της κουρδικής επικράτειας μόνο οι μισθοφόροι της Άγκυρας (“Συριακός Εθνικός Στρατός”) στον Ευφράτη, ενώ στρατιωτική πίεση δέχεται και στο νότο από τους τζιχαντιστές της HTS του Τζολάνι και από πυρήνες του ISIS που επιβιώνουν στη συριακή έρημο.

Οι SDF, που έχουν κορμό την κουρδική πολιτοφυλακή YPG, είναι και αριθμητικά ισχυρές και καλά εξοπλισμένες από τους Αμερικανούς. Δεν διαθέτουν, όμως, ούτε αεροπορία, ούτε πυραύλους, ούτε drones. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τους τοπικούς αντιπάλους τους, αλλά όχι και μία μαζική εισβολή του τουρκικού στρατού. Γι’ αυτό και είναι κρίσιμος ο ρόλος της Ουάσινγκτον. Θα ανάψει το κόκκινο φως στον Ερντογάν, ή θα αποσύρει από το μέτωπο τους 2000 πλέον Αμερικανούς στρατιώτες που διαθέτει εκεί, εγκαταλείποντας τους Κούρδους στην τύχη τους;

Ο Τραμπ διακρίνεται για μία τάση απομονωτισμού και στην προηγούμενη θητεία του είχε εκδηλώσει την πρόθεση να αποσύρει την αμερικανική δύναμη από τη βορειοανατολική Συρία, αν και τελικώς υποχώρησε στις πιέσεις Στέιτ Ντιπάρτμεντ και Πενταγώνου και άφησε το απόσπασμα των 900 (τότε). Από την άλλη πλευρά, όμως, οι στενοί συνεργάτες του που θα χειριστούν το πρόβλημα έχουν εκφραστεί υπέρ των Κούρδων. Αλλά αναφανδόν υπέρ των Κούρδων είναι και το Ισραήλ, το οποίο μπορεί να μην πολεμήσει για να τους προστατεύσει από τον τουρκικό στρατό, αλλά ο Νετανιάχου θα πιέσει όσο μπορεί τον Τραμπ για να αποτρέψει τουρκική εισβολή και εάν είναι δυνατόν για να αναγνωρίσει αυτόνομο κουρδικό κράτος.

Το Κουρδικό Ζήτημα, άλλωστε, είναι πτυχή του ευρύτερου ζητήματος της μορφής που θα πάρει η Συρία. Η αποκατάσταση της κρατικής ενότητας είναι μάλλον απίθανη. Δεν υπάρχει μία εθνική οντότητα για να την στηρίξει. Ο ίδιος ο πληθυσμός είναι ένα μωσαϊκό η δε επικράτεια de facto κατακερματισμένη. Στον Βορρά κατέχουν τρία τμήματα οι Τούρκοι, στη βορειοανατολική Συρία είναι η κουρδική επικράτεια, νοτιοδυτικά στα Υψίπεδα του Γκολάν οι Ισραηλινοί επεκτείνουν τη ζώνη που ελέγχουν και πιθανώς να επιβάλουν αυτονομία για τους Δρούζους. Τέλος, στην παραλιακή ζώνη της Λαττάκειας, όπου είναι συγκεντρωμένο το αλαουίτικο στοιχείο, δεν αποκλείεται να δημιουργηθεί –με δυτικές πιέσεις– κάποιου είδους αυτόνομη ζώνη.

Ένας τέτοιος κατακερματισμός, που θα μπορούσε να προσλάβει τη μορφή ομοσπονδίας (ουσιαστικά συνομοσπονδίας) θα άφηνε στη Δαμασκό τον έλεγχο της περιοχής που αρχίζει στον Βορρά από το Χαλέπι και καταλήγει στο Νότο στην Νταράα, συμπεριλαμβάνοντας και εκτάσεις της νοτιοανατολικής Συρίας. Αυτές οι περιοχές είναι οι πιο πυκνοκατοικημένες, αλλά οι πετρελαιοπηγές και πολλές καλλιεργήσιμες εκτάσεις βρίσκονται στην επικράτεια των Κούρδων. Αυτός είναι ο λόγος που δυνητικά μπορεί να στρέψει εναντίον των Κούρδων όχι μόνο τους Τούρκους (για τους γνωστούς γεωπολιτικούς λόγους), αλλά και τους ισλαμιστές της Δαμασκού.

πηγή


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top