Η Ουάσιγκτον συνεχίζει να θεωρεί την Άγκυρα «στρατηγικό εταίρο».
Ας σταματήσουμε να προσποιούμαστε πως είναι.
Tο κείμενο που ακολουθεί αποτελεί ελεύθερη μετάφραση του άρθρου του Steven A. Cook στο Politico. Η μετάφραση έγινε με τρόπο που να γίνεται αντιληπτή από τον μέσο Έλληνα αναγνώστη, καθώς το πρωτότυπο κείμενο περιέχει πολλές εκφράσεις και λογοπαίγνια στα Αγγλικά, που όμως δεν γίνονται αντιληπτά στα Ελληνικά.Ελεύθερη μετάφραση: CosmoStatus
Έχω ήδη μπουχτίσει με την Τουρκία. Υποπτεύομαι πως και πολλοί Αμερικανοί αισθάνονται το ίδιο. Όμως, πολλοί γραφειοκράτες της εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον (στο state Department, στο Πεντάγωνο και στο Κογκρέσο) συνεχίζουν να υποστηρίζουν πως η Τουρκία αποτελεί «στρατηγικό σημαντικό» εταίρο για τις ΗΠΑ.
Στα χαρτιά, η Τουρκία βρίσκεται στο κέντρο των περισσοτέρων ανησυχιών της εξωτερικής μας πολιτικής, είναι μέλος του ΝΑΤΟ, υπάρχει σταθερότητα και μπορεί να προσφέρει στους εταίρους της πρόσβαση σε αεροπορικές βάσεις και συνεργασία στον τομέα των πληροφοριών. Όλα αυτά τα θεωρούσα σημαντικά, αλλά πλέον τα θεωρώ υπερεκτιμημένα, καθώς υπάρχουν και παρέχονται και από άλλες χώρες.
Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ εκλέχθηκε πρόεδρος, υπήρξε κάποια ένταση με την Τουρκία, καθώς η πολιτική του πρέσβευε την Αμερικανική πρωτοκαθεδρία, κάτι που οι Τούρκοι ηγέτες εκλάμβαναν ως εχθρική στάση προς την Άγκυρα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Ταγίπ Ερντογάν ήρθαν σε αντιπαράθεση για πρώτη φορά στη συνάντηση ηγετών του ΝΑΤΟ, τον Ιούλιο. Όμως οι σχέσεις ΗΠΑ και Τουρκίας χρειάζεται να ξεπεράσουν πολλά εμπόδια και διαφορές, σε σχέση με τη Συρία, τη Ρωσία, το Ιράν την αντιμετώπιση των Αμερικανών στην Τουρκία και την τύχη του Φετουλάχ Γκιουλέν, που οι Τούρκοι τον κατηγορούν ως τον εγκέφαλο του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 2016 και ο οποίος ζει στην Πενσυλβανία.
Ερντογάν και Τραμπ αντάλλαξαν βαριές κουβέντες μετά την άρνηση του πρώτου να απελευθερώσει τον Αμερικανό πάστορα Άντριου Μπράνσον. Όμως, μετά την απελευθέρωσή του, ο πρόεδρος Τραμπ έγραψε στο τουίτερ πως προσβλέπει σε «καλές και ίσως εξαιρετικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας».
Ο Τραμπ φαίνεται πρόθυμος να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Τουρκίας και να εκδώσει τον Γκιουλέν, παρά τις αίολες κατηγορίες εναντίον του, ενώ οι Τούρκοι συνεχίζουν να αποδεσμεύουν σταγόνα – σταγόνα πληροφορίες για τον φόνο του Σαουδάραβα δημοσιογράφου.
Είτε κανείς συμφωνεί είτε όχι με τις θέσεις του Τραμπ για το θέμα, είναι ξεκάθαρο πως σήμερα η Τουρκία δεν αποτελεί τον εταίρο που πολλοί Αμερικανοί θέλαμε.
Η Τουρκία είναι μια χώρα που από το 2016 έχει φυλακίσει 200.000 δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς, δημοσίους υπαλλήλους, επιστήμονες, δικαστές, στρατιωτικούς και αστυνομικούς, όλους με την κατηγορία της συμμετοχής στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016.
Η Τουρκία πιστεύαμε πως είναι μια χώρα με παγιωμένη δημοκρατία, αλλά εξελίχθηκε σε εκλεγμένη απολυταρχία, που συμπληρώνεται από την προσωπολατρία ενός μεγάλου ηγέτη, χωρίς ελέγχους και ισορροπίες.
Η δικαιοσύνη έχει πολιτικοποιηθεί. Το κοινοβούλιο εξουσιάζεται από το κυβερνών κόμμα. Οι δημοσιογράφοι εξαγοράζονται, εκφοβίζονται ή συλλαμβάνονται. Οι κυβερνητικές υπηρεσίες, ακόμη και τα ειδησεογραφικά πρακτορεία που έχαιραν εκτίμησης, έχουν γίνει εργαλεία επίθεσης σε όσους ασκούν κριτική στον μεγάλο ηγέτη και βομβαρδίζουν τους πολίτες με προπαγάνδα.
Στην εξωτερική πολιτική, η Τουρκία βρίσκεται στην διαδικασία αγοράς από την Ρωσία ενός προηγμένου αμυντικού πυραυλικού συστήματος (S-400) που μπορεί να αποτελεί απειλή για τα αμερικανικά μαχητικά αεροπλάνα (F-35) τα οποία επιθυμεί επίσης να αποκτήσει.
Παρόλο που η Τουρκία αποτελεί επίσημα σύμμαχο των ΗΠΑ, ο ηγέτης της έχει απειλήσει τους Αμερικανούς στρατιώτες στη Συρία και διέταξε στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Κούρδων που είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ στη Συρία και πολεμούν το Ισλαμικό Κράτος.
Όμως, για να είμαστε δίκαιοι, σωστά η Τουρκία θεωρεί πως οι Κούρδοι της Συρίας σχετίζονται με το PKK που διεξάγει πόλεμο στην Τουρκία από την εποχή του πρώτου γάμου του Ντόναλντ Τραμπ.
Όμως η Τουρκία βοήθησε το Ιράν, κατά τη διάρκεια της επιβολής κυρώσεων από την κυβέρνηση Ομπάμα.
Ταυτόχρονα, οι πράκτορες της Τουρκίας δημιουργούσαν προβλήματα στο Ναό της Ιερουσαλήμ.
Ανεξάρτητα για το πιστεύει κανείς για την προσέγγιση του Τραμπ στο θέμα Ισραήλ – Παλαιστίνης, οι Τούρκοι υπήρξαν ανεύθυνοι.
Ταυτόχρονα, η πλειοψηφία του Τύπου στην Τουρκία, βρίσκεται στα χέρια ανθρώπων που υποστηρίζουν τον ηγέτη της χώρας. Αυτά τα μέσα ενημέρωσης, που είναι πολύ κοντά στο προεδρικό παλάτι, έχουν συμμετάσχει σε μια αμείλικτη εκστρατεία ιδιαίτερα κακοήθους αντιαμερικανισμού, αντισημιτισμού και θεωριών συνωμοσίας
Ως συνέπεια, 15 ως 20 Αμερικανοί πολίτες (με διπλή υπηκοότητα) που εργάζονταν στην Αμερικανική πρεσβεία και τα προξενεία στην Τουρκία, έχουν συλληφθεί με αίολες κατηγορίες, που παραπέμπουν στα παράλογα δημοσιεύματα του Τύπου.
Μετά από όλα αυτά, πιστεύω πως έχετε πεισθεί πως όσο και αν γίνεται προσπάθεια να ονομαστεί η Τουρκία «στρατηγικός εταίρος» ή «σύμμαχος», δεν είναι.
Οι ηγέτες της Τουρκίας έχουν τη φιλοδοξία να ηγηθούν στη Μέση Ανατολή και στον Μουσουλμανικό κόσμο, με τον δικό τους τρόπο και να δημιουργήσουν προστριβές στην υπό Αμερικανική ηγεμονία γειτονιά τους, καθώς σήμερα αποτελούν κατώτερο εταίρο, που λειτουργεί για την προώθηση των Αμερικανικών συμφερόντων.
Αυτό αποτελεί πρόβλημα για τον Ερντογάν, όχι μόνο για λόγους υπερηφάνειας, παρόλο που αυτό αποτελεί έναν παράγοντα, αλλά επειδή η Άγκυρα δεν συμμερίζεται τα Αμερικανικά συμφέροντα.
Σίγουρα η Τουρκία είναι μια σημαντική χώρα για την Ουάσιγκτον και οι δεσμοί δεν πρέπει να κοπούν. Θα υπάρξουν περιπτώσεις που η Τουρκική κυβέρνηση θα μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη για τις ΗΠΑ. Θα υπάρξουν περιπτώσεις που οι θέσεις των ΗΠΑ και της Τουρκίας θα συμπέσουν και θα υπάρξει εποικοδομητική συνεργασία, όπως στο Αφγανιστάν και στη Μαύρη Θάλασσα για την ανάσχεση της Ρωσίας.
Όμως, όσο οι δύο κυβερνήσεις διαφέρουν τόσο πολύ, οι στιγμές της ευθυγράμμισης θα είναι σπάνιες. Είναι εύκολο να πιστεύει κανείς πως η σημερινή άσχημη κατάσταση είναι αποτέλεσμα μόνο της ισχυρής προσωπικότητας που διαθέτουν οι δύο πρόεδροι (Τραμπ και Ερντογάν) και ότι οι σχέσεις θα εξομαλυνθούν μετά το τέλος της θητείας τους. Ο τόνος ίσως αλλάξει, η έμφαση σε συγκεκριμένα θέματα ίσως γίνει διαφορετική, αλλά μια αλλαγή σε στρατηγική συνεργασία είναι απίθανη.
Αυτό οφείλεται στο ότι οι δύο χώρες δεν απειλούνται από κοινό εχθρό ή την ίδια απειλή. Οι εσωτερικές πολιτικές αλλαγές στα δύο κράτη, αποτελούν τη μεταλλασσόμενη εξωτερική τους πολιτική και οι αξίες των δύο κρατών αποκλίνουν, ίσως αμετάκλητα.
Ο Ερντογάν λέει συχνά στους υποστηρικτές του πως «ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από τους πέντε» αναφερόμενος στα πέντε μόνιμα μέλη του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ. Είναι ξεκάθαρο πως η Τουρκία έχει φιλοδοξίες. Θέλει να βρίσκεται με τους καλεσμένους στο τραπέζι και να μην αποτελεί το μενού του τραπεζιού. Και έχει κάθε λόγο να κυνηγήσει τον στόχο της.
Όσον αφορά την Ουάσιγκτον, δεν έχει κανένα λόγο να υπερασπίζεται μια στρατηγική συνεργασία που δεν υπάρχει. Από εδώ και πέρα, αντί να προσποιείται για το πόσο καλή είναι η Τουρκία, ας κοιτάξει αλλού.
Steven A. Cook is the Eni Enrico Mattei Senior Fellow for Middle East and Africa Studies at the Council on Foreign relations and author of “False Dawn: Protest, Democracy, and Violence in the New Middle East” (Oxford University Press).
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου