Μετά από πολλά χρόνια ακινησίας, το ζήτημα της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων βρίσκονται στο επικέντρο του ενδιαφέροντος, τόσο στις δύο ενδιαφερόμενες χώρες όσο και σε σημαντικές Δυτικές πρωτεύουσες.
Η βαθιά πολιτική κρίση στη γειτονική χώρα οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης Γκρουέβσκι και στην ανάδειξη μιας νέας ηγεσίας, υπό τον Ζόραν Ζάεβ, η οποία δηλώνει αποφασισμένη να προχωρήσει στην επίλυση της διαφοράς με την Ελλάδα και στην ταχεία προώθηση της ένταξης στο ΝΑΤΟ και της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ελληνική πλευρά ανταποκρίθηκε θετικά στις πρωτοβουλίες από τα Σκόπια και ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς έθεσε ένα ιδιαίτερα αισιόδοξο χρονοδιάγραμμα που προβλέπει γοργά βήματα προς την επίλυση της διαφοράς κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018. Συγχρόνως, όμως, η νέα διαδικασία επίλυσης και τα πιθανά αποτελέσματά της έχουν ήδη αναχθεί σε ζητήματα αντιπαράθεσης μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων και, κυρίως, μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Όλοι, πάντως, οι αναλυτές συμφωνούν ότι το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ θα μας απασχολήσει έντονα το επόμενο διάστημα, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι ήρθε η ώρα για την οριστική διευθεύτηση της χρονίζουσας διαφοράς.
Το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), μέσω του Προγράμματος Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης, παρακολουθεί και αναλύει, εδώ και χρόνια, συστηματικά τόσο το ζήτημα της ονομασίας στις διάφορες διαστάσεις του, όσο και τις εξελίξεις στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ. Θα συνεχίσει να παρεμβαίνει στο δημόσιο διάλογο κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο, συνεισφέροντας τα πορίσματα της επιστημονικής του έρευνας. Στο πλαίσιο της προώθησης του διαλόγου για τις εξελίξεις γύρω από τη διαφορά με την ΠΓΔΜ, το ΕΛΙΑΜΕΠ απευθύνθηκε σε καταξιωμένους αναλυτές ζητώντας σύντομες τοποθετήσεις για τις τρέχουσες εξελίξεις.
Ιωάννης Αρμακόλας,
Ερευνητής «Σταύρος Κωστόπουλος» και Επικεφαλής του Προγράμματος Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)
Τα ερωτήματα που τέθηκαν στους αναλυτές ήταν τα εξής: (1) Που οφείλεται η σημερινή κινητικότητα στις σχέσεις Ελλάδας-ΠΓΔΜ, (2) Ποια σημεία θα είναι σημαντικά σε μια πιθανή συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών, και (3) Αν υπάρχει περιθώριο για αισιοδοξία για μια οριστική συμφωνία επίλυσης της διαφοράς.
Άγγελος ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, Διπλωματικός συντάκτης, Το Βήμα
Υπάρχουν, εκτιμώ, τρεις λόγοι που έχουν τροφοδοτήσει την τρέχουσα κινητικότητα. Ο πρώτος είναι η αλλαγή ηγεσίας στα Σκόπια και η ανάληψη της εξουσίας από μία κυβέρνηση η οποία εμφανίζεται διατεθειμένη να κλείσει μέτωπα στην εξωτερική της πολιτική και να αναζωογονήσει την ευρωατλαντική προοπτική της χώρας. Ο δεύτερος λόγος είναι η διαφαινόμενη ανανέωση του ενδιαφέροντος των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ε.Ε. για την περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων, κάτι που μαρτυράται τόσο από την πρόσφατη επίσκεψη των υπουργών Εξωτερικών των χωρών αυτών στην Ουάσιγκτον όσο και από τις δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων περί πιθανής νέας διεύρυνσης. Ο τρίτος λόγος είναι η ύπαρξη δύο στοιχείων που έχουν ανησυχήσει τη Δύση, δηλαδή η ενίσχυση της ρωσικής επιρροής (που δεν πρέπει πάντως να υπερεκτιμάται) και η παρουσία στην περιοχή εξτρεμιστικών ισλαμικών στοιχείων καθώς και δικτύων οργανωμένου εγκλήματος.
Το ζήτημα της ονομασίας θα μπορούσε – σχηματικά – να διαχωριστεί σε πρακτικό και «συναισθηματικό». Το πρώτο σκέλος αφορά στο νέο όνομα που θα επιλεγεί και στο εύρος χρήσης του. Το δεύτερο, το οποίο φυσικά δεν πρέπει να υποτιμάται καθώς υποκρύπτει πολλές ευαισθησίες, αφορά σε θέματα ταυτότητας και γλώσσας. Θα πρέπει να βρεθούν εσωτερικές ισορροπίες τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο σκέλος, προκειμένου να παρακαμφθούν οι δυσκολίες. Για την Ελλάδα, για παράδειγμα, το εύρος χρήσης είναι σημαντικότερο από το όνομα που θα επιλεγεί, όπως επίσης η έννοια της ταυτότητας και της υπηκοότητας σημαντικότερη από τη γλώσσα.
Διαφαίνεται από τις δύο πλευρές μία επιθυμία να βρεθεί μία λύση σε αυτό το χρονίζον πρόβλημα. Αν υπάρξουν ορισμένες επιτυχημένες κινήσεις για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης πριν από την επίλυση της εκκρεμότητας θα βοηθούσαν πολύ ώστε να ξεπεραστούν αρνητικά στερεότυπα. Αναμφίβολα, η αποχώρηση Γκρούεφσκι συνολικά από την πολιτική ζωή της γείτονος θα διευκόλυνε. Ωστόσο, μπορεί να ανακύψουν περιπλοκές και στην ελληνική πλευρά. Τόσο οι Ανεξάρτητοι Έλληνες όσο και βουλευτές της ΝΔ θα μπορούσαν να εμφανιστούν αντίθετοι σε μία συμβιβαστική λύση. Σε γενικές γραμμές, θα έλεγα ότι μπορούμε να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι.
Νίκος ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της REDESTOS - Efthymiadis Agrotechnology Group
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό της γειτονικής μας χώρας συνοδεύτηκε και από μια διαφορετική αντιμετώπιση της χρόνιας εκκρεμότητας με την Ελλάδα γύρω από το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ. Το σημαντικό κατά την γνώμη μου είναι ότι η αλλαγή αυτή δεν οφείλεται μόνον στην πρωτοβουλία του νέου Πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ. Aνταποκρίνεται και σε ένα σημαντικό και αυξανόμενο ποσοστό της κοινωνίας των γειτόνων μας που συνειδητοποιεί ότι οι εκκρεμότητες γύρω από την ονομασία και η προσπάθεια εξαρχαϊσμού από την κυβέρνηση Γκρουέφσκι έχουν ζημιώσει σοβαρά την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, ενώ ταυτόχρονα εμποδίζουν τις καλές σχέσεις με την Ελλάδα, χώρα που μπορεί να είναι στρατηγικός σύμμαχος ανάπτυξης και ασφάλειας της ΠΓΔΜ. Αντίστοιχα από την ελληνική πλευρά, έχει γίνει πλέον κοινωνικά αποδεκτό ότι ο συμβιβασμός με σύνθετη ονομασία είναι η καλύτερη εφικτή σήμερα λύση του χρόνιου αυτού προβλήματος.
Όπως είναι σήμερα διαμορφωμένη η δυναμική μιας ενδεχόμενης συμφωνίας, το πιο «εύκολο» φαίνεται να είναι η επιλογή ενός κοινά αποδεκτού σύνθετου ονόματος, σε συνδυασμό με την απάλειψη του γνωστού αλυτρωτισμού, όπως εκφράζεται κυρίως στο εκπαιδευτικό σύστημα της ΠΓΔΜ. Το πιο δύσκολο θα είναι η υποχρέωση χρήσης της νέας ονομασίας «έναντι όλων» σε κάθε δηλαδή επίσημη ή και ανεπίσημη εφαρμογή της. Ακόμη πιο δύσκολο, έως πολύ δύσκολο, θα είναι να συμφωνηθεί ο όρος που θα χρησιμοποιηθεί για την εθνική ταυτότητα και κυρίως για την ονομασία της γλώσσας των πολιτών της ΠΓΔΜ.
Μια συνολική τέτοια συμφωνία της Ελλάδας με την ΠΓΔΜ μπορεί να είναι επώδυνη για πολλούς από εμάς που γνωρίζουμε τα πραγματικά ιστορικά δεδομένα της Μακεδονίας. Θα αποτελέσει όμως και έναν έντιμο συμβιβασμό δύο λαών που έχουν κάθε λόγο να ζήσουν ανεξάρτητα και ειρηνικά στον ίδιο χώρο της Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης. Προσωπικά, είμαι αισιόδοξος ότι μια τέτοια σύνθετη συμφωνία συμβιβασμού με την ΠΓΔΜ είναι σήμερα εφικτή και θα βοηθήσει στην σταθεροποίηση μιας επί μακρόν ρευστής κατάστασης στις σχέσεις των δύο χωρών. Ταυτόχρονα, είναι βέβαιο ότι θα ευνοήσει και την βελτίωση των σχέσεων της χώρας μας με την Αλβανία κάτι που πρέπει να γίνει έγκαιρα αλλά σε διαχρονικό ορίζοντα, ώστε να εξυπηρετηθεί η διαφαινόμενη γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδος στην ευρύτερη περιοχή.
Δημήτρης ΚΑΙΡΙΔΗΣ, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ο νέος πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ, Ζόραν Ζάεφ, εμφανίζει ως απόλυτη κυβερνητική προτεραιότητα την επίλυση της διαφοράς με την Ελλάδα, ώστε να προχωρήσει η ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. Ο εθνικιστικός παροξυσμός του Νικόλα Γκρουέφσκι αποδείχτηκε ατελέσφορος και επέτεινε την απομόνωση και την παρακμή της ΠΓΔΜ. Ο απολογισμός για την ΠΓΔΜ, από την ανεξαρτησία το 1991 μέχρι σήμερα, είναι απογοητευτικός σε όλα τα επίπεδα, και ιδιαίτερα στην οικονομία. Τα πιο δυναμικά στρώματα της σλαβομακεδονικής κοινωνίας συνειδητοποιούν ότι η χώρα χρειάζεται ριζική αλλαγή πορείας. Είναι κοινή η πεποίθηση τους ότι αυτή η αλλαγή περνάει μέσα από έναν έντιμο συμβιβασμό με την Ελλάδα. Ο συμβιβασμός αυτός οφείλει να αναγνωρίζει και να σέβεται τις ελληνικές ευαισθησίες χωρίς να υπονομεύει την εύθραυστη εθνοτική συγκρότηση της ΠΓΔΜ.
Oι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία έχουν επενδύσει στην επιτυχία της ελληνο-σκοπιανής προσέγγισης. Γνωρίζουν, όπως γνωρίζει και ο Ζάεφ, ότι ο χρόνος είναι περιορισμένος και ότι η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να επιδείξει απτά αποτελέσματα σύντομα. Οι εθνικιστές του Γκρουέφσκι μπορεί εύκολα να επανέλθουν, αν ο Ζάεφ αποδειχτεί ενδοτικός και αναποτελεσματικός. Γι’ αυτό, στο προσεχές διάστημα, η πίεση προς την Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί.
Όμως, ο λαϊκισμός και η εθνικιστική δημαγωγία συνεχίζονται εκατέρωθεν. Στην Ελλάδα, οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις συχνά εμφανίζονται φοβικές, ενώ τα MME έχουν αφιερώσει ελάχιστο χρόνο στην κάλυψη των εξελίξεων στην ΠΓΔΜ, αφήνοντας τον ελληνικό λαό απληροφόρητο για το θέμα που τα ίδια στο παρελθόν είχαν αναγορεύσει σε εθνικό. Έτσι, το πεδίο παραμένει ελεύθερο για «τσαρλατάνους» της πολιτικής και της δημοσιογραφίας για να πλειοδοτήσουν στο θέμα που δικαιολογημένα συγκινεί τους Έλληνες.
Ο Έλληνας ΥΠΕΞ γνωρίζει τις λεπτές βαλκανικές ισορροπίες, χάρη και στην προηγούμενη θητεία του ως συμβούλου στο ΥΠΕΞ. Ως ρεαλιστής, κατανοεί ότι η Ελλάδα πρέπει να κλείσει τα μέτωπα που αποσπούν την προσοχή της από την αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου. Όμως, απέναντι του έχει έναν άπειρο και με ελάχιστο ενδιαφέρον για το θέμα Πρωθυπουργό και έναν κυβερνητικό εταίρο, που δεν αφήνει καμιά ευκαιρία πατριδοκαπηλίας να πάει χαμένη. Το δόγμα της ακινησίας και της αποφυγής του πολιτικού κόστους φαίνεται να κυριαρχεί και πάλι. Η χώρα έχει ανάγκη από πολιτική ηγεσία με αίσθηση χρέους, ιδίως απέναντι στις επόμενες γενιές, οι οποίες θα κληθούν να πληρώσουν την όποια αδυναμία και δειλία μας να υπερβούμε τα σημερινά αδιέξοδα.
Μαριλένα ΚΟΠΠΑ. Επίκουρη Καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Μετά από στασιμότητα πολλών χρόνων, το θέμα της διαφοράς για το όνομα φαίνεται να ξανανοίγει. O καταλύτης ήταν η κυβερνητική αλλαγή στην ΠΓΔΜ με την έλευση στην εξουσία του
Σοσιαλδημοκράτη Ζάεβ, που δείχνει αποφασισμένος να επιδιώξει την επίλυση ώστε η χώρα του να μπορέσει να προχωρήσει στους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς. Αλλά και η Αθήνα δηλώνει έτοιμη για μια λύση που θα κλείσει την «αιμορραγία» πολιτικού κεφαλαίου που το ονοματολογικό έχει για χρόνια προκαλέσει στην ελληνική διπλωματία.
Είναι σαφές ότι η Ελλάδα δε συζητά λύση ένταξης στο ΝΑΤΟ ή έναρξης διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. στη βάση της προσωρινής ονομασίας, κάτι που απλώς, εκτιμάται, θα διαιωνίσει το
πρόβλημα. Αντίθετα, επιδιώκει μια συνολική λύση που θα αφορά όχι μόνο το όνομα της χώρας και το εύρος χρήσης του, αλλά και μια οριστική συμφωνία για τους επιθετικούς προσδιορισμούς, τα παράγωγα για εμπορική χρήση και τις συντμήσεις. Είναι ένα σύνθετο και δύσκολο εγχείρημα, δεδομένης της παγίωσης των θέσεων των δυο πλευρών μέσα στο χρόνο αλλά και της αβέβαιης στήριξης της αντιπολίτευσης ένθεν κακείθεν.
Ανεξάρτητα από το τι αντιλαμβανόμαστε στην Ελλάδα ως διαπραγμάτευση, στην πράξη αυτή πάντα αφορά αμοιβαίες υποχωρήσεις. Και αυτό είναι ακριβώς το κρίσιμο: αν τις όποιες υποχωρήσεις, που έτσι κι αλλιώς θα χρειαστεί να γίνουν, θα μπορέσουμε να τις αποδεχτούμε ως μέρος μιας διαπραγμάτευσης και όχι ως εθνική ήττα.
Εδώ θα κριθεί και ο ρόλος της αντιπολίτευσης. Είναι κοινή πεποίθηση, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ότι το ζήτημα πρέπει να επιλυθεί. Όμως, η λύση πρέπει να στηριχθεί από όλους. Η
αντιπολίτευση θα αναμετρηθεί με την ιστορική ευθύνη της να μπει τέλος σε μια αδιέξοδη και περιττή διένεξη που κόστισε πολύ στη χώρα. Ας μην είναι το Μακεδονικό θύμα για άλλη μια φορά μικροπολιτικής αντιπαράθεσης και μάχης χαρακωμάτων.
Ηλίας ΚΟΥΣΚΟΥΒΕΛΗΣ, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Η κινητικότητα και η διάθεση, τουλάχιστον σε επίπεδο δηλώσεων, από τα Σκόπια για επίλυση της διαφοράς του ονόματος με την Ελλάδα οφείλεται σε σειρά λόγων. Ο πρώτος είναι η δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας, σε συνδυασμό με την αδυναμία άντλησης μεγαλύτερης οικονομικής βοήθειας από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ο δεύτερος είναι ότι η πολιτική Γκρούεφσκι αποδείχθηκε αδιέξοδη, παρά το ότι πέρασαν αρκετά χρόνια μετά το βέτο της Ελλάδας στο Βουκουρέστι (2008). Οι δύο αυτοί λόγοι δημιούργησαν τον τρίτο, δηλαδή να καταστεί ο δυτικός προσανατολισμός της χώρας πρόταγμα στην πολιτική του Ζάεφ και του κόμματός του. Τούτο επέτρεψε και την προσέγγιση με τα Αλβανικά κόμματα, τα οποία είχαν ήδη μία δυτικόστροφη ατζέντα, και ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για την ισονομία και ευημερία των πολιτών, παρά για την ονομασία. Ασφαλώς, τέλος, υπάρχει και το ενδιαφέρον της ΕΕ και των ΗΠΑ που έβλεπαν τον Γκρούεφσκι να διολισθαίνει σε αντιδημοκρατικές επιλογές στο εσωτερικό, και στην αλλαγή του βασικού προσανατολισμού της χώρας στο εξωτερικό.
Ωστόσο τα δύο κρίσιμα και αλληλένδετα σημεία για την εξεύρεση λύσης παραμένουν. Το πρώτο είναι η οριστική και αμετάκλητη παύση της αλυτρωτικής προπαγάνδας Σκοπίων, που ασκείται για πάνω από εβδομήντα χρόνια μέσα από σχολεία, κυβερνητικούς φορείς και τον Τύπο. Το δεύτερο είναι η ονομασία, η οποία είναι ο κύριος φορέας του αλυτρωτισμού. Η θέση της Ελλάδας είναι σαφής και έντιμη, έχοντας ήδη κάνει ένα σημαντικό βήμα προσέγγισης και συμβιβασμού: σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, που θα ισχύει erga omnes και για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή.
Η Ελλάδα λοιπόν έχει κάνει το πρώτο βήμα. Μένει και τα Σκόπια να αποδείξουν ότι εννοούν ό,τι λένε και να κάνουν το ίδιο βήμα, καθώς πάντα χρειάζονται δύο μέρη για να γίνει μία συμφωνία. Βέβαια, η αποδοχή της λύσης ή μη στο επίπεδο της ελληνικής κοινής γνώμης, ειδικά στην βόρεια Ελλάδα, θα εξαρτηθεί από το ποια θα είναι η σύνθετη ονομασία, και ειδικά αν το «σύνθετο» θα εκφρασθεί με δύο λέξεις ή με μία, καθώς μόνο στην δεύτερη περίπτωση διασφαλίζεται η μη εγκατάλειψη του όποιου πρώτου συνθετικού.
Σταύρος ΛΥΓΕΡΟΣ, Δημοσιογράφος
Πολλοί στην Αθήνα το μόνο που θέλουν στην υπόθεση του Μακεδονικού είναι να βρεθεί μία οποιαδήποτε σύνθετη ονομασία για να ξεμπερδεύουν. Για να ξεμπερδεύει πραγματικά η Ελλάδα πρέπει να επιβληθεί η σύνθετη ονομασία, που θα ακυρώσει το ιδεολόγημα της «διαμελισμένης μακεδονικής πατρίδας». Η προσπάθεια των Σλαβομακεδόνων να σφετερισθούν την ιστορική κληρονομιά των αρχαίων Μακεδόνων ενοχλεί την ελληνική κοινή γνώμη, αλλά το κύριο πρόβλημα είναι η γεωπολιτική πτυχή.
Η κρατική ιδεολογία των Σκοπίων εμφανίζει τη Μακεδονία σαν πατρίδα του ανύπαρκτου «μακεδονικού έθνους ». Οι Σλαβομακεδόνες δηλώνουν ότι το όνομα « Μακεδονία»/ «μακεδονική» είναι η ταυτότητά τους, επειδή μέσω αυτού νομιμοποιούν το ιδεολόγημα της «διαμελισμένης μακεδονικής πατρίδας». Η γεωγραφική περιοχή Μακεδονία, όμως, όχι μόνο ανήκει σε τρία κράτη, αλλά και είναι πολυεθνική. Καμία εθνότητα δεν δικαιούται να μονοπωλεί το όνομα.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να επιβληθεί η σύνθετη ονομασία που αντανακλά την πραγματικότητα της περιοχής, που ακυρώνει την προσπάθεια του Μέρους να σφετερισθεί το Όλον. Αυτός είναι ο πυρήνας του προβλήματος και μόνο αν αντιμετωπισθεί έτσι μπορεί να προκύψει βιώσιμη λύση. Το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των Σλαβομακεδόνων δεν σημαίνει χωρίς περιορισμούς επιλογή ονόματος για το κράτος, την εθνότητα και τη γλώσσα. Επειδή η ονομασία συμπυκνώνει την ταυτότητα, η ελευθερία επιλογής ονόματος σταματάει εκεί που αρχίζει να θίγει άλλους.
Το ζητούμενο δεν είναι ο «Μακεδονισμός», που κυριαρχεί στο γειτονικό κράτος από την ίδρυσή του, να καταστεί καλυμμένος και ευέλικτος. Ζητούμενο είναι να ακυρωθεί. Για να μην επανέλθει το πρόβλημα από το παράθυρο, πρέπει η λύση να αφορά και το όνομα της εθνότητας και της γλώσσας. Αλλιώς, θα συνεχισθεί ο φαύλος κύκλος που δηλητηριάζει το κλίμα στις διμερείς σχέσεις. Σκοπός, λοιπόν, δεν είναι να βρεθεί ένας όποιος συμβιβασμός, αλλά οι Σλαβομακεδόνες να αποδεχθούν αυτό που πραγματικά αντιπροσωπεύουν στην περιοχή.
Επειδή πρόκειται για συνεταιρικό κράτος, η ονομασία του πρέπει να είναι εθνικά ουδέτερη και ταυτοχρόνως να καταδεικνύει πως πρόκειται για Μέρος και όχι για το Όλον. Ονόματα όπως ‘Uppermacedonia’ και ‘Vardarmakedonia’ αντανακλούν την πραγματικότητα, χωρίς να θίγουν καμία πλευρά. Αντιθέτως, το ‘Νέα Μακεδονία’ (και στη σλαβική εκδοχή της) παραπέμπει στο σύνολο της Μακεδονίας με χρονικό προσδιορισμό. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αντί να ακυρώνει το ιδεολόγημα του «Μακεδονισμού», το επικυρώνει.
Αλέξανδρος Π. ΜΑΛΛΙΑΣ, Πρέσβης ε.τ., πρώτος Διπλωματικός Αντιπρόσωπος Ελλάδος στην πΓΔΜ ( 1995-1999)
Η κυβερνητική αλλαγή στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (πΓΔΜ) προκάλεσε αναμφίβολα βελτίωση της ατμόσφαιρας μεταξύ των δύο γειτονικών μας χωρών. Τούτο έγινε αμέσως σαφές με δηλώσεις και κινήσεις των ιθυνόντων στα Σκόπια οι οποίες βρήκαν ανάλογη θετική ανταπόκριση στην Αθήνα. Προηγήθηκε η λεγόμενη «αλβανική πλατφόρμα», που υπεγράφη από όλα τα αλβανικά κόμματα της πΓΔΜ στις αρχές 2017, με ξεκάθαρη θέση για την ανάγκη λύσης του ζητήματος της ονομασίας με την Ελλάδα και την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Το ΒΜΡΟ και ο Πρόεδρος Γκεόργκι Ιβανώφ θεώρησαν το αλβανικό κείμενο περίπου ως «εθνική προδοσία» έξωθεν προερχόμενη, ενώ Σερβία και Ρωσική Ομοσπονδία ως απόδειξη της «Μεγάλης Αλβανίας». Η Σοσιαλδημοκρατική Ένωση του σημερινού πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεβ είχε προεκλογικά αποδεχθεί γραπτώς και επισήμως τις αλβανικές θέσεις.
Ο Πρωθυπουργός Ζάεβ όσο και -με προσεκτικότερα λόγια- ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκολα Ντιμιτρώφ έχουν επανειλημμένα δηλώσει ότι η πολιτική των κυβερνήσεων Γκρουέφσκι αποτελούσε πρόκληση για την Ελλάδα και έλαβαν αποστάσεις από την πολιτική «εξαρχαϊσμού» και την κατασκευή «αρχαιο-μακεδονικής ταυτότητας». Επίσης, ότι το καθεστώς Γκρουέφσκι προκάλεσε μεγάλη ζημιά στην χώρα τους, την οδήγησε σε αδιέξοδο και σε κρίση με παραδοσιακούς της εταίρους. Επιβεβαίωσαν έτσι το βάσιμο των διαμαρτυριών και αιτιάσεων της Ελλάδος.
Οι διαπραγματεύσεις για το όνομα έχουν ως αφετηρία στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 2007 όταν η Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, με ΥΠΕΞ την Ντόρα Μπακογιάννη, έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στην Βουλή στην κυρίαρχη και σήμερα γραμμή «σύνθετη ονομασία, με γεωγραφικό προσδιορισμό, έναντι όλων». Την θέση αυτή υιοθέτησαν έκτοτε όλες οι κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και την κυβέρνησης του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα κατά τις προγραμματικές δηλώσεις στην Βουλή τον Φεβρουάριο 2015. Υπερψηφίσθηκε από Σύριζα και ΑΝΕΛ.
Η ηγεσία της πΓΔΜ σήμερα εμφανίζεται δημόσια έτοιμη να προέλθει σε συμβιβασμό για το όνομα χωρίς όμως να δείχνει ετοιμότητα να διανύσει πλήρως την απόσταση που μας χωρίζει. Επίσης, παραμένει δυσκίνητη όπως προκύπτει από επίσημες δηλώσεις στα ζητήματα ταυτότητας , γλώσσας κλπ.
Η απάντηση στο ερώτημα αν τώρα συντρέχουν οι προϋποθέσεις για λύση εξαρτάται για μια ακόμη φορά από την πολιτική συνοχή και το εσωτερικό μέτωπο. Πρόκειται για θεμελιώδη μεταβλητή της παρελθούσας 25ετίας που εξηγείται και από την «έλλειψη συγχρονισμού» των πολιτικών εξελίξεων στις δύο γειτονικές χώρες. Στο ζήτημα του ονόματος «εμείς οι προφήτες» έχουμε πέσει έξω τόσες φορές ώστε να μην δικαιολογείται μία ακόμη άστοχη προφητεία.
Γιώργος ΧΑΡΒΑΛΙΑΣ, Δημοσιογράφος
Η προοπτική ενός άμεσου συμβιβασμού για την ονομασία των Σκοπίων με μία ικανοποιητική για την ελληνική πλευρά φόρμουλα που θα έχει ως προαπαιτούμενο την εφαρμογή «έναντι όλων» (erga omnes) είναι μια υπόθεση εργασίας υπερβολικά αισιόδοξη. Και για τον λόγο αυτό καλό είναι να αποφύγουμε αβάσιμους ενθουσιασμούς και διαχύσεις καλοπιστίας προς έναν συνομιλητή που για δύο και πλέον δεκαετίες έχει ανάγει σε διπλωματική τακτική τον κουτοπόνηρο διπλωματικό κλεφτοπόλεμο.
Το εγχείρημα βεβαίως, εδώ που έχουμε φτάσει, αξίζει να δοκιμαστεί και θα πρέπει να μείνει έξω από κάθε μικροκομματική αντιπαράθεση. Υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι από αυτή τη διαδικασία η Ελλάδα δεν θα βγει (περισσότερο) ζημιωμένη και δεν θα φορτωθεί την εικόνα του «αδιάλλακτου» της διαπραγμάτευσης.
Δυστυχώς οι πιθανότητες μιας “win-win” κατάληξης είναι πολύ μικρότερες από αυτές ενός προδιαγεγραμμένου ναυαγίου. Μας έχουν συνηθίσει οι γείτονες σε επιδείξεις «μικροευελιξίας». Απέσυραν την σημαία με το «άστρο της Βεργίνας» για να κερδίσουν κάτι πολύ πιο σημαντικό. Το να αλλάξουν το όνομα στο αεροδρόμιο των Σκοπίων και να αφαιρέσουν κάποια αγάλματα χαμηλής αισθητικής που είχε την έμπνευση να στήσει ο προηγούμενος εθνικιστής πρωθυπουργός, δεν αποσαφηνίζει τις προθέσεις τους.
Η προσπάθεια ωστόσο οφείλει να γίνει. Γιατί έχουμε ήδη χάσει την μάχη επιβολής σε διεθνές επίπεδο μιας «καθαρής ελληνικής θέσης». Και επιπλέον, στην σημερινή συγκυρία το πρόσημο της εξίσωσης από μια ομαλοποίηση των σχέσεων με το κρατίδιο είναι αναμφίβολα θετικό. Πρώτον, επειδή ο μεγάλος κίνδυνος που έχουμε να αντιμετωπίσουμε δεν είναι τα Σκόπια, αλλά ο πριμοδοτούμενος από την Αγκυρα «αλβανο-μουσουλμανικός» εθνικισμός και, δεύτερον, επειδή θα εκπληρώσουμε, χωρίς μεγάλο κόστος, μία πάγια επιθυμία των ΗΠΑ, την οποία θα μπορούσαμε να ανταλλάξουμε με ενίσχυση της θέσης μας στα Βαλκάνια, έναντι της Τουρκίας.
Στην περίπτωση μιας σύνθετης ονομασίας για όλες τις χρήσεις μακράν προτιμότερη εκδοχή είναι το ‘Νέα Μακεδονία’ που θα έπρεπε να αποτελεί και την επίσημη ελληνική «κόκκινη γραμμή». Ακριβώς επειδή κόβει τον φαντασιακό ομφάλιο λώρο με την αρχαία Μακεδονία και επιπλέον επειδή το πρόθεμα “ΝΕW” είναι πολύ πιο οικείο διεθνώς, ιδιαίτερα στον αγγλοσαξονικό χώρο. Αντίθετα οποιοσδήποτε γεωγραφικός προσδιορισμός συνιστά δυνητικά εθνικό κίνδυνο αφού αφήνει να αιωρείται η συνέχεια μιας «ακρωτηριασμένης» εθνικής οντότητας.
Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση έχει την ευθύνη να προχωρήσει την διαδικασία με πάσα επιφύλαξη και αφού διασφαλίσει ότι δεν θα χρεωθεί στο τέλος την «αδιαλλαξία». Και η αντιπολίτευση, ιδίως η αξιωματική, έχει καθήκον και εθνικό χρέος να την διευκολύνει αφήνοντας απέξω κάθε μικροκομματικό υπολογισμό...
Δημοσίευση σχολίου