Του Αλέξανδρου Λαγάκου*
Η ιδέα για τον αγωγό EastMed ανήκει στην ελληνοϊταλική κοινοπραξία Poseidon (50% ΔΕΠΑ, 50% Edison). Πρόκειται για έναν αγωγό συνολικού μήκους 1.900 χλμ. που θα συνδέει τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου με τη Δυτική Ελλάδα μέσω Κύπρου, Κρήτης και Πελοποννήσου. Με την παράλληλη κατασκευή διασυνδετήριων αγωγών προς τη Βουλγαρία (IGB), την Αλβανία (IAP) και την Ιταλία (ITGI) θα είναι εφικτή η περαιτέρω διάχυση των ποσοτήτων αερίου στη βαλκανική ενδοχώρα και στην ιταλική αγορά.
Η Ελλάδα και η Ιταλία ήταν αρχικά οι μόνες χώρες που στήριζαν τη συγκεκριμένη πρόταση. Σταδιακά, η διεθνής υποστήριξη για το εν λόγω έργο άρχισε να διευρύνεται με τον χαρακτηρισμό του αγωγού EastMed ως «Εργου Κοινού Ενδιαφέροντος» από την Ε.Ε. το 2014, την ολοκλήρωση της μελέτης βιωσιμότητας με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση το 2016 και με αποκορύφωμα την πρόσφατη «κοινή διακήρυξη» μεταξύ Ελλάδος, Κύπρου, Ισραήλ, Ιταλίας και Ευρωπαϊκής Ενωσης. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να παραμένει κυρίαρχη η άποψη μεταξύ διεθνών πολιτικών παραγόντων και επιχειρηματικών κύκλων πως ο προτεινόμενος αγωγός αποτελεί ένα «υπερ-φιλόδοξο» και «απαγορευτικά ακριβό» έργο που δεν μπορεί να υλοποιηθεί.
Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσω να εξηγήσω γιατί διαφωνώ με την προαναφερθείσα «αφοριστική» ρητορική, περιγράφοντας αφενός την παρούσα ευνοϊκή συγκυρία και αφετέρου τη στρατηγική λογική που ενέχει για την Ευρώπη ο αγωγός EastMed.
Τα βεβαιωμένα αποθέματα φυσικού αερίου της Αιγύπτου, του Ισραήλ και της Κύπρου υπολογίζονται στα 2 τρισ. κ.μ., ποσότητα συγκρίσιμη με το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό κοίτασμα που έχει ποτέ ανακαλυφθεί, το πεδίο Groningen στην Ολλανδία το 1959. Η Αίγυπτος ως αγορά διαθέτει τεράστιο περιθώριο απορρόφησης νέων ποσοτήτων. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως μετά την Αραβική Ανοιξη, η χώρα μετατράπηκε από εξαγωγέα σε εισαγωγέα αερίου λόγω της ραγδαίας πτώσης της εγχώριας παραγωγής. Επιπλέον, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού της είναι εντυπωσιακός, καθώς ένα εκατομμύριο άνθρωποι προστίθενται κάθε 10 μήνες!
Συνεπώς, η μελλοντική εμπορική αξιοποίηση των νέων ποσοτήτων αερίου προβληματίζει κατά κύριο λόγο το Ισραήλ και δευτερευόντως την Κύπρο. Το Ισραήλ διαθέτει ήδη δική του παραγωγή, που καλύπτει τις ανάγκες της εσωτερικής του αγοράς. Το πρόβλημα που καλείται όμως να αντιμετωπίσει είναι το γεγονός πως η αξιοποίηση του μεγαλύτερου κοιτάσματός του, του Λεβιάθαν, έχει καθυστερήσει σημαντικά εξαιτίας της προσφάτως επιλυθείσας αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και Επιτροπής Ανταγωνισμού. Το πρόβλημα που έχει προκύψει είναι πως τα περίπου 12 δισ. κ.μ. ανά έτος που θα παράγει από το 2019 και μετά, δεν μπορούν να απορροφηθούν στην εσωτερική αγορά, καθώς άλλα κοιτάσματα όπως το Karish και το Tanin έχουν ήδη συμβολαιοποιήσει τις μελλοντικές ποσότητές τους. Συνεπώς, οι μέτοχοι του Λεβιάθαν βρίσκονται στη θέση να έχουν λάβει την «τελική επενδυτική απόφαση» να προχωρήσουν, χωρίς όμως να έχουν εξασφαλίσει αγοραστές για τις ποσότητες αερίου που θα προκύψουν.
Αρα κρίνεται απαραίτητη η άμεση δρομολόγηση βιώσιμης λύσης στο παραπάνω πρόβλημα που αντιμετωπίζει το Ισραήλ. Ποιες είναι οι εναλλακτικές που εξετάζονται; Επισημαίνω τις λέξεις-κλειδιά για την ιδανική λύση: «άμεση» και «βιώσιμη».
Η πιο δημοφιλής πρόταση στο τραπέζι σήμερα είναι η εξαγωγή αερίου στην Τουρκία μέσω νέου αγωγού, το κόστος του οποίου υπολογίζεται στα 2,5-3 δισ. δολάρια. Το εν λόγω ποσό δεν συμπεριλαμβάνει το κόστος της απαραίτητης αναβάθμισης υποδομών στο εσωτερικό της Τουρκίας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η μεταφορά ποσοτήτων στα κύρια κέντρα κατανάλωσης αερίου. Η τάξη μεγέθους μιας τέτοιας επένδυσης δύσκολα θα πέσει κάτω από τα 2 δισ. δολάρια και συνεπώς το συνολικό κόστος αυτής της λύσης κάτω από τα 5 δισ. δολάρια. Πέρα από τα χρήματα όμως, παραμένουν δύο σημαντικά εμπόδια: η αναγκαστική διέλευση ενός τέτοιου αγωγού μέσα από την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και η θεμελίωση σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του Ισραήλ και της Τουρκίας.
Η δεύτερη εναλλακτική είναι αυτή της κατασκευής ενός σταθμού υγροποίησης φυσικού αερίου στην Ερυθρά Θάλασσα με στόχο την εξαγωγή ποσοτήτων διά της θαλάσσιας οδού. Σύμφωνα με μελέτη του υπουργείου Ενέργειας του Ισραήλ, μία τέτοια εγκατάσταση θα απαιτούσε την κατασκευή ενός σταθμού ετήσιας δυναμικότητας 10 εκατομμυρίων τόνων κατ’ ελάχιστον. Ενδεικτικά, το κόστος αντίστοιχης υποδομής της εταιρείας Cheniere στο Sabine Pass του Τέξας ανέρχεται στα 4,1 δισ. δολάρια, ενώ στο Corpus Christi στα 7,8 δισ. δολάρια. Το Oxford Institute for Energy Studies τοποθετεί το κόστος αντίστοιχων εγκαταστάσεων ακόμη και στα 13 δισ. δολάρια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι το κόστος το μεγαλύτερο πρόβλημα, αλλά η έλλειψη επαρκών ποσοτήτων αερίου. Προφανώς, η χωροθέτηση ενός τέτοιου σταθμού στα μεσογειακά παράλια του Ισραήλ είτε στο Βασιλικό της Κύπρου θα επέτρεπε τη συνδυαστική εκμετάλλευση αερίου προερχόμενου τόσο από τα ισραηλινά όσο και από τα κυπριακά κοιτάσματα. Ομως και πάλι, είναι δύσκολο να βρεθούν σε πρώτη φάση 15 δισ. κ.μ. ανά έτος προς εξαγωγή, προκειμένου να καταστεί μία τέτοια επένδυση βιώσιμη.
Η τρίτη εναλλακτική είναι η μεταφορά ποσοτήτων αερίου από το Ισραήλ και την Κύπρο στις υφιστάμενες εξαγωγικές υποδομές της Αιγύπτου, που σήμερα υπολειτουργούν. Αυτή είναι αναμφισβήτητα η οικονομικά πιο συμφέρουσα λύση. Ομως, αλήθεια, πόσο εύκολο είναι να υπερασπιστεί κανείς πολιτικά εντός του Ισραήλ την ενδεχόμενη απόφαση η αξιοποίηση του εθνικού πλούτου της χώρας να εξαρτάται σε βάθος χρόνου από την εκάστοτε αιγυπτιακή κυβέρνηση;
Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρώ πως γεννάται μία ιστορική ευκαιρία για την Ελλάδα και την Ε.Ε.: η ευκαιρία να εξασφαλισθεί πως οι ποσότητες φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου θα φτάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος μέσω του αγωγού EastMed. Η πρόσφατη μελέτη βιωσιμότητας απέδειξε πως ο αγωγός είναι τεχνικά εφικτός. Επίσης απαιτεί μικρότερες ποσότητες (10 δισ. κ.μ. ανά έτος) για να είναι βιώσιμος σε σχέση με την προδιαγραφόμενη λύση κατασκευής νέου σταθμού εξαγωγής LNG. Ακόμη και αν το εκτιμώμενο κόστος των 5,3 δισ. δολαρίων (ή 6,4 δισ. δολαρίων έως την Ιταλία) είναι το υψηλότερο σε σχέση με τις υπόλοιπες εναλλακτικές, η Ε.Ε. οφείλει να καλύψει με κάποιον τρόπο το ενδεχόμενο έλλειμμα εμπορικής ανταγωνιστικότητας του έργου. Ο λόγος είναι πως πρώτη η Ε.Ε. θα είναι αυτή που θα κεφαλαιοποιήσει τη στρατηγική και πολιτική υπεραξία που θα προκύψει από την επίτευξη ενεργειακής ασφάλειας στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Προσωπικά δεν στοιχηματίζω υπέρ της υλοποίησης του αγωγού EastMed. Ως ενεργειακός αναλυτής όμως δεν θεωρώ πως το έργο είναι «χαμένο από χέρι», αλλά πως απεναντίας βρίσκεται ενώπιον μιας θετικής συγκυρίας. Ως Ελληνας και Ευρωπαίος, θέλω να ελπίζω πως η πολιτική μας ηγεσία θα αφουγκραστεί την ιστορία, θα ξεφύγει από την ανατροφοδοτούμενη απαισιοδοξία και θα μετουσιώσει επιτέλους τις διακηρύξεις της σε πράξεις. Οι πράξεις και τα έργα απλώς κοστίζουν. Η υλοποίηση όμως του οράματος για ενεργειακή ασφάλεια και περιφερειακή συνεργασία αναμφισβήτητα αξίζει πολύ περισσότερα…
* Ο κ. Αλ. Λαγάκος είναι πρόεδρος του Greek Energy Forum, εμπειρογνώμων του ΟΗΕ για το φυσικό αέριο.πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου