GuidePedia

0
Το εξώφυλλο  του βιβλίου  Ένας Μεφιστοφελής των Γραμμάτων και ένας συγγραφέας που πουλάει την συγγραφική του ψυχή. Είναι οι δύο κεντρικοί ήρωες του Κάρλος Ρουίθ Θαφόν, του πλέον πολυδιαβασμένου σήμερα Ισπανού συγγραφέα, στο καινούργιο του διεθνές μπεστ σέλερ, Το παιχνίδι του αγγέλου (μτφ. Κατερίνα Ρούφου, πρόλογος: Γιάννης Μπασκόζος, Εκδ. Ψυχογιός), που διαδραματίζεται στη σκοτεινή Βαρκελώνη της δεκαετίας 1920-30......
Βασιλιάς της αγοράς, αυτός ο 45άρης Καταλανός συνθέτει δύο αποκλίνουσες προσεγγίσεις της λογοτεχνίας: πρόκειται για έναν βιρτουόζο του λαϊκού μυθιστορήματος που είναι ταυτόχρονα ένας παθιασμένος βιβλιόφιλος, ευαίσθητος στην υψηλή τέχνη. Όπως λίγο-πολύ και ο αφηγητήςπρωταγωνιστής του εδώ: ένας δημοφιλής γραφιάς, πρώην φτωχόπαιδο, που σκαρώνει με ψευδώνυμο περιπετειώδεις ιστορίες μυστηρίου σε συνέχειες, αλλά νιώθει ανικανοποίητος σαν καταραμένος καλλιτέχνης.

Πόσω μάλλον που εμφανίζει όγκο στον εγκέφαλο, το κορίτσι που αγαπά παντρεύεται τον μεγαλοαστό μέντορά του, και το πρώτο μυθιστόρημα με το αληθινό του όνομα περνά απαρατήρητο! Τότε εμφανίζεται στη ζωή του ένας μυστηριώδης εκδότης που του υπόσχεται να νικήσει την αρρώστια του και του προσφέρει ένα τεράστιο χρηματικό ποσό αρκεί, σε αντάλλαγμα, να γράψει «μια ιστορία για την οποία οι άνθρωποι θα είναι ικανοί να σκοτώσουν και να σκοτωθούν»· μια ιστορία τόσο δυνατή που θα ξεπερνά τον μύθο και θα λειτουργεί σαν αποκάλυψη της αλήθειας. Κάτι σαν το βιβλίο που θα γεννήσει μια θρησκεία- ένα σύστημα ιδεών, αξιών και κανόνων με τους οποίους θα μπορεί να ρυθμίσει κανείς μια κουλτούρα ή μια κοινωνία! Από εκεί και πέρα, ο Θαφόν υφαίνει με μαεστρία ένα μυθιστόρημα σαν ιστό αράχνης, όπου η καταιγιστική δράση, η μπαρόκ πλοκή, το σασπένς, η γοτθική ατμόσφαιρα, το εξωπραγματικό, το γκραν γκινιόλ, εξισορροπούνται με το μαύρο χιούμορ και το σαρκαστικό του φλέγμα, και παράλληλα με την προσπάθειά του να απαντήσει (μέσα από διαλόγους των χαρακτήρων) σε ερωτήματα υπαρξιακά και φιλοσοφικά. Ερωτήματα για τη δαιμονική ή θεϊκή δύναμη της τέχνης, για την εκπόρνευση ή τη σωτηρία της ψυχής του καλλιτέχνη, για τη μύηση ή τη χειραγώγηση του κοινού, για την πίστη και την ιδεολογία κ.ά. Συγγραφείς, εκδότες ή παλαιοβιβλιοπώλες, οι κεντρικοί ήρωες κινούνται σε χώρους σαν στοιχειωμένους, και παγιδεύονται σε συνωμοσίες, μυστικά, δολοφονίες, έρωτες, φιλίες, πλαστοπροσωπίες, ώσπου στο τέλος συγχέουν την πραγματικότητα με τη φαντασίωση. Έτσι, το Παιχνίδι του αγγέλου κλείνει το μάτι περισσότερο στο κλασικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα ( Μπαλζάκ, Ντίκενς, Μπροντέ) ή στον Μπόρχες, παρά στον Έκο και στον Σλινκ που ξεχώρισαν στα τέλη του 20ού αι. με μυθιστορήματα γύρω από βιβλία. Θα έλεγε κανείς ότι είναι η συνάντηση του Φάουστ με τον Χάρι Πότερ, σε ένα ντεκόρ τόσο αλλόκοτο όσο τα αρχιτεκτονήματα και το πάρκο του Γκαουντί- καλλιτέχνη εμβληματικού της Βαρκελώνης, ο οποίος επίσης έκανε τα ανορθολογικά του έργα χάρη στη χρηματοδότηση ενός μαικήνα.

«Ο διάβολος είναι ο καλύτερος λογοτεχνικός χαρακτήρας που έχει εφευρεθεί. Διότι επιτρέπει στον συγγραφέα να προχωρήσει πολύ βαθιά στην εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχής». Όταν το λέει αυτό ο Κάρλος Ρουίθ Θαφόν, ξέρει για ποιο πράγμα μιλάει, αφού πέρασε έντεκα χρόνια σε κολλέγιο Ιησουϊτών. Ίσως γι΄ αυτό ο δικός του Διάβολος, ο εκδότης που θα βάλει σε δοκιμασίες τον αφηγητή-συγγραφέα, δεν μοιάζει καθόλου με καρικατούρα. Αντίθετα είναι πειστικός όσο οποιοσδήποτε μηχανισμός γαργαλά τη ματαιοδοξία μας, καθησυχάζει τη συνείδησή μας και δίνει διέξοδο στα απωθημένα μας. Γεννημένος στη Βαρκελώνη, μητρόπολη του ισπανικού Εμφυλίου και της ισπανικής τέχνης, ο Θαφόν είναι ευαίσθητος στην έννοια της αυτονομίας όσο και στην έννοια της προδοσίας. Εκεί λοιπόν που εργαζόταν ως στέλεχος διαφημιστικής εταιρείας, στράφηκε στη λογοτεχνία για νέους, και έπειτα εργάστηκε ως σεναριογράφος, ώσπου με το μυθιστόρημα Η σκιά του ανέμου (Λιβάνης 2004) εξακοντίστηκε στο ζενίθ της αγοράς (10 εκατομμύρια αντίτυπα σε 55 χώρες), κάτι που τον έφερε σε σύγκρουση με τη φθονερή λογοτεχνική ελίτ και του επέτρεψε να μετακομίσει στο Λος Άντζελες. Εκεί ακόνισε την αρχιτεκτονική των ιστοριών του, αφήνοντας τα υπόλοιπα στο ταλέντο και στην εργατικότητά του. Έτσι, επιστρέφοντας, μπόρεσε λ.χ. να εισπράξει 3 εκατ. ευρώ (!) από την πώληση των δικαιωμάτων μετάφρασης του Παιχνιδιού στη Γερμανία, αλλά και συνέθεσε 24 τζαζίστικα τραγούδια για τους ήρωές του. Κυνικός αλλά και ταγμένος. Αφού, όπως λέει, «ο Θεός βρίσκεται στις λεπτομέρειες, ενώ ο Διάβολος λίγο-πολύ παντού».

«Ποτέ μην υποτιμάς τη ματαιοδοξία ενός συγγραφέα, ιδίως ενός μέτριου συγγραφέα», λέει κάπου ο αφηγητής του Θαφόν. Και βάζει έτσι στο τραπέζι το πραγματικό θέμα αυτού του μυθιστορήματος: το πώς διαχειρίζεσαι τη δίψα για αναγνώριση που σε δηλητηριάζει. Κατά τον Θαφόν δεν γλιτώνει κανείς, οπότε το θέμα είναι για τι είδους αναγνώριση μιλάμε, με ποιες απώλειες και τι θυσίες. Στο Παιχνίδι του αγγέλου το πρώτο μέρος θέτει τα διλήμματα, στο δεύτερο ξεσπά η περιπέτεια και στο τρίτο γίνεται το αιματηρό ξεκαθάρισμα. Νικητές δεν υπάρχουν, ούτε καν ο Διάβολος, αλλά διασώζονται τουλάχιστον η φιλία και τα ίδια βιβλία που «έχουν ψυχή· την ψυχή αυτού που τα έχει γράψει και αυτών που τα έχουν διαβάσει και τα έχουν ονειρευτεί». Μπορεί λοιπόν να μη βρει κανείς εδώ το πιο αξιομνημόνευτο λογοτεχνικό στυλ, αλλά δεν θα μπορέσει να αφήσει το μυθιστόρημα από τα χέρια του. Διότι αυτό που κάνει ο Θαφόν, το κάνει πολύ καλά.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top