ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ
ΠΟΛΕΜΟΥ, ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΛΑΓΙΑΣΕΙ, Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ
ΟΜΩΣ ΣΤΟΥΣ ΚΟΛΠΟΥΣ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ
ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ
ΖΩΗΡΗ. Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
«ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ», ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ,
ΣΕ ΕΝΑ ΒΑΘΜΟ, ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ......
Το θέμα των δύο αδελφών που σχεδόν από τύχη βρίσκονται να μάχονται σε αντίπαλα στρατόπεδα, παρόλο που για αρκετούς ιστορικούς είναι είτε τετριμμένο είτε και περιθωριακό, αποτελεί μία στροφή στη μικροϊστορία, η οποία, φαίνεται, είναι της μόδας αυτή την εποχή. Ταυτόχρονα, τα μεγάλα ερωτήματα διχάζουν. Ποιος φταίει για τον Εμφύλιο, αν ο ο Εμφύλιος ξεκίνησε το 1947, όπως λέει η Αριστερά, ή το 1943, όπως υποστηρίζουν άλλες πλευρές, ποιος είναι ο πραγματικός ρόλος των ξένων δυνάμεων, ακόμα και το αν οι συνεργάτες των Γερμανών «οφείλουν τη δράση τους στον κομμουνισμό», όπως διατείνονται κάποιοι, ή ποια έκταση έλαβε εντέλει το φαινόμενο του δοσιλογισμού. Επίσης, πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος μεμονομένων προσώπων, λ.χ. του Νίκου Ζαχαριάδη. Υπάρχουν σχολές σκέψης που αποκαλούνται αναθεωρητικές, άλλες που αυτοαποκαλούνται μετααναθεωρητικές, απόψεις «αριστερές», «δεξιές» και ενδιάμεσες. Γεγονός είναι ένα: τα τελευταία είκοσι χρόνια το τοπίο στην ιστοριογραφία του Εμφυλίου έχει αλλάξει ριζικά. Και η συζήτηση, με συχνά αθώες αποχρώσεις που όμως κρύβουν βαθιές ιδεολογικές διαφορές, είναι πιο ζωντανή, ίσως και πιο δημιουργική από ποτέ.
Σύγκρουση δύο κόσμων
«Η ιστορία του Εμφυλίου σήμερα, πράγματι, διαβάζεται διαφορετικά», λέει στο «Βιβλιοδρόμιο» ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνης Λιάκος. «Αλλά θα πρέπει να ορίσουμε τι περιλαμβάνουμε στον όρο "Εμφύλιος Πόλεμος". Υπάρχουν δύο αντιλήψεις. Σύμφωνα με την πρώτη, η Κατοχή είναι τριπλό γεγονός: αντίσταση αλλά και εξέγερση κατά των κοινωνικών δομών και εμφύλιος πόλεμος. Οπότε ο Εμφύλιος αρχίζει το 1943 και τελειώνει το 1949 με διάφορες φάσεις. Σύμφωνα με τη δεύτερη, ο Εμφύλιος αρχίζει το 1947 και τελειώνει το 1949. Είναι άποψη μάλλον παρωχημένη. Βλέπει τα πράγματα από την κορυφή, ως μία στρατιωτική σύγκρουση και όχι ως κοινωνικό γεγονός. Η εθνική συμφιλίωση της Μεταπολίτευσης αγιοποίησε την Αντίσταση και δαιμονοποίησε τον Εμφύλιο. Σήμερα βλέπουμε την ιστορία περισσότερο διαφοροποιημένα, μέσα από τις τοπικές συγκρούσεις. Το 1943-44 εμφύλιες συγκρούσεις διεξήχθησαν και στις πόλεις με τη μορφή τρομοκρατίας ή ακήρυκτου πολέμου. Αλλά στην περίοδο 1947-1949 οι πόλεις ήταν απούσες. Οι συγκρούσεις περιορίστηκαν στην ύπαιθρο, κυρίως στον κεντρικό ορεινό όγκο της χώρας και στη Βόρεια Ελλάδα, όπου έγιναν και βίαιες στρατολογήσεις ανάμεσα στον πληθυσμό. Αρκεί όμως να μη χάνουμε από τα μάτια μας ότι υπήρξε ένα κεντρικό διακύβευμα, μια σύγκρουση δύο κόσμων που υπερέβαινε τα όρια της Ελλάδας...».
Ο πολιτικός επιστήμονας (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) Νίκος Μαραντζίδης, που μαζί με τον Στάθη Καλύβα διεκδίκησαν το ρόλο του εκφραστή ενός «νέου κύματος» στην ιστοριογραφία του ΄40- αλλά και που κατηγορήθηκαν γι΄ αυτό-, θεωρει ότι υπάρχουν θέματα που παραμένουν ταμπού. «Υπάρχει διάχυση της βίας από όλες τις πλευρές σε όλη τη δεκαετία. Η έρευνα δείχνει ότι η σύγκρουση υπήρξε ανελέητη. Η δυσκολία έγκειται στο να αντιληφθούμε την πολυπλοκότητα που έχει διαστάσεις διεθνείς, εσωτερικές και στενά τοπικές», αναφέρει. «Είδα βουλευτή, βγαίνοντας από την ταινία του Παντελή Βούλγαρη, να μιλά για "μάθημα Ιστορίας". Το βρήκα διασκεδαστικό αλλά και προβληματικό. Ο κίνδυνος, σε μια κοινωνία που διατείνεται ότι μαθαίνει Ιστορία από μια ταινία, είναι οι τρομακτικές σχηματοποιήσεις, συνήθως στη λογική τού "να ενώσουμε και να μη διχάσουμε", λες και κινδυνεύει η δημοκρατία αν διχαστείς σε ένα θέμα», λέει. «Ο δοσιλογισμός», συμπληρώνει, «είναι λ.χ. ένα παράδειγμα θέματος που σοκάρει. Ο αριθμός των συνεργατών είναι τόσο μεγάλος που ενδεχομένως υπερβαίνει τον αριθμό των αντιστασιακών. Η ιστορική επιστήμη το αντιλαμβάνεται, η κοινωνία δεν θέλει να το αποδεχθεί».
Η λεγόμενη «εξίσωση μαύρης και κόκκινης βίας», «δεν έχει πια νόημα ούτε ως ερώτημα», κατά τον Αντώνη Λιάκο, ο οποίος ωστόσο διευκρινίζει: «Υπάρχει μια τάση απενοχοποίησης των συνεργατών των Γερμανών. Ο πυρήνας του αναθεωρητισμού διεθνώς απενοχοποιεί τον ναζισμό βλέποντάς τον ως αντίδραση στον κομμουνισμό. Το ελληνικό αντίστοιχο είναι ότι οι συνεργάτες των Γερμανών οφείλουν τη δράση τους στην απειλή των κομμουνιστών. Η αμυντική αριστερή αντίληψη βλέπει προδότες και πατριώτες. Σήμερα δεν έχει νόημα ούτε να καταδικάσουμε ούτε να απολογηθούμε. Ζούμε σε μια άλλη εποχή, με άλλα διακυβεύματα».
Και ταυτόχρονα, δεν διστάζει να μιλήσει για εμφάνιση «μιας αναθεωρητικής τάσης που ενώ διαφημίζει μια νέα ματιά, επιστρέφει στην παλιά ψυχροπολεμική ερμηνεία, και ακόμη διακρίνεται για ατόφιο εμπειρισμό και μια κάποια προχειρότητα, ακόμη και λαθροχειρία, στην έρευνα και στις δημοσιεύσεις της». Ταυτόχρονα όμως ασκεί κριτική και στην «αποστεωμένη», όπως λέει, «αντίδραση μερίδας της Αριστεράς, που βλέπει τον Εμφύλιο με τα γυαλιά μιας ιστορίας που κινείται μόνο με αποφάσεις από τα πάνω, που περιορίζει τον Εμφύλιο στα 1947-1949 ενώ την Κατοχή την βλέπει αποκλειστικά ως αντίσταση, χωρίς χαρακτήρα αμφισβήτησης των κοινωνικών δομών, χωρίς ενδελεχή κοινωνική σύγκρουση».
Υπάρχουν πάντως και σημεία σύγκλισης. «Μία από τις πλέον τραγικές διαστάσεις του Εμφυλίου είναι οι μετακινήσεις παιδιών», λέει ο Νίκος Μαραντζίδης. «Η αμφίπλευρη χρησιμοποίησή τους σε ένα παιχνίδι στρατηγικής. Μόνο στη δεύτερη φάση, στο εξωτερικό και στις παιδουπόλεις, αντιμετωπίζονται τα παιδιά με όρους ανθρωπιστικούς. Αλλά στην πρώτη, προτεραιότητα όλων ήταν να μη δώσουν πάτημα στον αντίπαλο».
«Η έννοια του παιδομαζώματος, είχε στοιχειώσει», λέει ο Αντώνης Λιάκος. «Τώρα μιλάμε για μεταφορές παιδιών και από τους μεν και από τους δε. Περιγράφουμε επίσης μία περισσότερο σωματοποιημένη παρά ιδεολογικοποιημένη ιστορία, εστιάζοντας στην πείνα και τις κακουχίες που πέρασαν ένοπλοι, έγκλειστοι, αλλά και γενικότερα οι πληθυσμοί. Αλλά αν χάσουμε τη ματιά από τη συνολική σύγκρουση δεν καταλαβαίνουμε γιατί έγιναν όλα αυτά. Αν χάσουμε τη μικροϊστορία δεν βλέπουμε την εμπειρία των απλών ανθρώπων».
«Υπάρχει ένα είδος απόστασης ανάμεσα στην επιστημονική έρευνα και αυτό που θα λέγαμε δημόσια ιστορία και συλλογική αντίληψη για τον Εμφύλιο, όπως αποτυπώνεται στα Μedia (τηλεοπτικές παρουσιάσεις, κινηματογράφος κ.λ.π.)», συμπληρώνει ο Νίκος Μαραντζίδης. «Σε επίπεδο επιστήμης, τα τελευταία 20 χρόνια υπάρχει εμβάθυνση και πολυπλοκότερη ανάγνωση της δεκαετίας του ΄40 γιατί και νέα εργαλεία και νέες οπτικές έχουμε: σημειώνω τη μελέτη κοινωνικών υποκειμένων όπως οι γυναίκες και οι μειονότητες».
Δημοσίευση σχολίου