Oι τράπεζες συνδέονται με το έξυπνο χρήμα περισσότερο από κάθε άλλο τομέα της οικονομίας και η επιρροή τους στην κατεύθυνση της αγοράς είναι, περισσότερο, από καταλυτική. Ο πιο απλός τρόπος για να μελετήσουμε πώς ο τραπεζικός κλάδος οδηγεί ανοδικά ή πτωτικά τις αγορές μετοχών είναι μέσω της μεταβολής της κεφαλαιοποίησης του και κατά συνέπεια της μεταβολής της βαρύτητάς του στο αμερικανικό χρηματιστήριο.....
Με βάση στοιχεία από το 3FVI.com, κατά την διάρκεια της ανόδου της δεκαετίας του '90 η βαρύτητα του χρηματοοικονομικού / τραπεζικού κλάδου στον S&P 500 αυξήθηκε από το 7% στο 14,4%. Αντίστοιχα από το 2003 μέχρι το 2006 η βαρύτητα του τραπεζικού κλάδου έφτασε στο 22,3%, κατακτώντας τον απόλυτα πρωταγωνιστικό ρόλο στις αγορές μετοχών, με το δεύτερο σε βαρύτητα κλάδο (υγείας) να έχει ποσοστό βαρύτητας, μόλις, 12%.
Η διαφορά μεταξύ των δύο περιόδων έγκειται στον τρόπο με τον οποίο το έξυπνο χρήμα 'χρησιμοποιεί' τις τράπεζες ανάλογα με την κατάσταση της πραγματικής οικονομίας. Όταν υπάρχει πραγματική οικονομική ανάπτυξη, όπως στη δεκαετία του '90, οι τράπεζες λειτουργούν συμπληρωματικά και βοηθητικά στον εκάστοτε κλάδο οδηγό, ο οποίος και είναι, κατά κανόνα, ο πρωταγωνιστής αυτής της ανάπτυξης (πχ. στη δεκαετία του '90 ο πρωταγωνιστής ήταν ο κλάδος της τεχνολογίας).
Όταν, όμως, η οικονομία βρίσκεται σε φάση ύφεσης, όπως για παράδειγμα το 2003, ο ρόλος των τραπεζών γίνεται από βοηθητικός, πρωταγωνιστικός. Έτσι, ενώ το 1999 ο κλάδος με τη μεγαλύτερη βαρύτητα στον S&P 500 ήταν αυτός της τεχνολογίας με ποσοστό 29,2% (!) και οι τράπεζες ήταν δεύτερες με ποσοστό βαρύτητας 13%, φτάνοντας στο 2000 και τη χρονιά του κραχ, η βαρύτητα των τραπεζών απογειώθηκε φτάνοντας στο 17,3% και το 2001, χρονιά της οικονομικής ύφεσης ξεπέρασε αυτήν του κλάδου τεχνολογίας φτάνοντας στο 17,8% με την τεχνολογία να πέφτει στο 17,6%.
Από το 1996 μέχρι το 2000, όταν δηλαδή στην οικονομία έρεε άφθονη ρευστότητα και υπήρχε μεγάλη ανάπτυξη, η βαρύτητα των τραπεζών στο αμερικανικό χρηματιστήριο μειώθηκε, καθώς ο ρόλος τους υποβαθμίστηκε από το έξυπνο χρήμα. Από τη χρονιά του κραχ και μετά, όμως και μέχρι το 2006, η βαρύτητα των τραπεζών στην αμερικανική αγορά μετοχών αυξήθηκε δραματικά, φτάνοντας στο 22,3%.
Οι τράπεζες, όμως, δε χρησιμοποιούνται μόνο στην άνοδο αλλά και στην πτώση και το καλύτερο παράδειγμα είναι αυτό του κραχ του 2008 – 2009, όταν η πτώση τους ήταν τόσο μεγάλη και η συρρίκνωση της κεφαλαιοποίησης τους τέτοιων διαστάσεων, που η βαρύτητά τους μειώθηκε στο 8,9%, στις 09 Μαρτίου του 2009, ποσοστό που ήταν το χαμηλότερο από το 1990 και που έφερε τον κλάδο στην 6η από τις 10 θέσεις ως προς τη βαρύτητά του στον S&P 500. Με άλλα λόγια, το επίκεντρο της αρνητικής παρέμβασης και ο οδηγός της πτώσης του 2008-2009 ήταν οι και πάλι οι τράπεζες.
Σε αναλύσεις μας εκείνης της περιόδου είχαμε προβλέψει πως η ανάρρωση της πραγματικής οικονομίας θα επιχειρούνταν μέσα από την ανάρρωση της χρηματιστηριακής οικονομίας και την άνοδο της διεθνούς αγοράς μετοχών και υποδείξαμε τις τράπεζες ως τον κλάδο που θα αναλάμβανε το ρόλο του πρωταγωνιστή. Λιγότερο από 9 μήνες αργότερα η βαρύτητα του κλάδου των τραπεζών έχει αυξηθεί από το 8,9% στο 15% και από την 6η στη 2η θέση της λίστας, κάτω, μόνο από τον κλάδο τεχνολογίας. Με απλά λόγια, οδηγός και της νέας τάσης είναι, ξανά, οι τράπεζες.
Έτσι, ο ρόλος τους γίνεται φανερός μέσα από την προσεκτική ανάλυση των κύκλων αύξησης και μείωσης της βαρύτητας τους στην αμερικανική αγορά μετοχών και το βασικότερο συμπέρασμα είναι πως αποτελούν ένα ισχυρό όπλο αύξησης και μείωσης της ρευστότητας στο σύστημα, όχι με τη γνωστή μορφή της παροχής δανείων στην πραγματική οικονομία αλλά με την αυξομείωση της κεφαλαιοποίησης τους στη χρηματιστηριακή οικονομία.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα 'εφαρμογής της θεωρίας στην πράξη' είναι αυτό της J.P. Morgan, μίας εκ των τραπεζικών μετοχών που είναι συνδεδεμένη με το έξυπνο χρήμα. Μετά το μίνι κραχ του 1998 όταν η ρευστότητα και η οικονομία απειλήθηκαν, η μετοχή απογειώθηκε από τα 18,86 δολάρια στα 53,43 μέσα σε διάστημα 14 μηνών, βοηθώντας στην χρηματιστηριακή ανάρρωση και την έξοδο από το κραχ. Αντίθετα, από τα μέσα του 2000 και μέχρι τα τέλη του 2002 η μετοχή βυθίστηκε από τα 53,43 στα 14,93 δολάρια, συνδράμοντας στην εκροή ρευστότητας από το σύστημα και στο σπάσιμο της φούσκας. Από τα τέλη του 2002 η μετοχή ξεκίνησε έναν νέο κύκλο ανόδου φτάνοντας, λίγο πριν τα μέσα του 2007, στα 50,18 δολάρια, συμβάλλοντας και πάλι στη χρηματιστηριακή άνοδο. Από τότε και μέχρι το Μάρτιο του 2009, όμως, η μετοχή κατέρρευσε και πάλι φτάνοντας στα 17,62 δολάρια. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η πτώση της J.P. Morgan ξεκίνησε περισσότερο από 5 μήνες πριν την αρχή της πτώσης του αμερικανικού χρηματιστηρίου, ένδειξη ότι η μετοχή ηγήθηκε και αυτής της τάσης. Μετά από όλα τα παραπάνω, δεν πρέπει να προκαλέσει έκπληξη το γεγονός πως η J.P. Morgan αυξήθηκε από τα 17,62 δολάρια, στο χαμηλό του Μαρτίου του 2009, στα 47,47 στο πρόσφατο υψηλό της, οδηγώντας αυτή τη φορά τη χρηματιστηριακή άνοδο.
Συμπερασματικά, ο ρόλος των τραπεζών είναι εξαιρετικά σημαντικός τόσο στην άνοδο όσο και στην πτώση των χρηματιστηριακών αγορών και η γνώση του τρόπου που χρησιμοποιούνται από το έξυπνο χρήμα μπορεί να βοηθήσει τους επενδυτές να εκμεταλλευτούν τους ανοδικούς και πτωτικούς τους κύκλους αλλά και να εξάγουν γενικότερα συμπεράσματα για το πού βρίσκονται και προς τα πού κατευθύνονται οι αγορές.
Με βάση στοιχεία από το 3FVI.com, κατά την διάρκεια της ανόδου της δεκαετίας του '90 η βαρύτητα του χρηματοοικονομικού / τραπεζικού κλάδου στον S&P 500 αυξήθηκε από το 7% στο 14,4%. Αντίστοιχα από το 2003 μέχρι το 2006 η βαρύτητα του τραπεζικού κλάδου έφτασε στο 22,3%, κατακτώντας τον απόλυτα πρωταγωνιστικό ρόλο στις αγορές μετοχών, με το δεύτερο σε βαρύτητα κλάδο (υγείας) να έχει ποσοστό βαρύτητας, μόλις, 12%.
Η διαφορά μεταξύ των δύο περιόδων έγκειται στον τρόπο με τον οποίο το έξυπνο χρήμα 'χρησιμοποιεί' τις τράπεζες ανάλογα με την κατάσταση της πραγματικής οικονομίας. Όταν υπάρχει πραγματική οικονομική ανάπτυξη, όπως στη δεκαετία του '90, οι τράπεζες λειτουργούν συμπληρωματικά και βοηθητικά στον εκάστοτε κλάδο οδηγό, ο οποίος και είναι, κατά κανόνα, ο πρωταγωνιστής αυτής της ανάπτυξης (πχ. στη δεκαετία του '90 ο πρωταγωνιστής ήταν ο κλάδος της τεχνολογίας).
Όταν, όμως, η οικονομία βρίσκεται σε φάση ύφεσης, όπως για παράδειγμα το 2003, ο ρόλος των τραπεζών γίνεται από βοηθητικός, πρωταγωνιστικός. Έτσι, ενώ το 1999 ο κλάδος με τη μεγαλύτερη βαρύτητα στον S&P 500 ήταν αυτός της τεχνολογίας με ποσοστό 29,2% (!) και οι τράπεζες ήταν δεύτερες με ποσοστό βαρύτητας 13%, φτάνοντας στο 2000 και τη χρονιά του κραχ, η βαρύτητα των τραπεζών απογειώθηκε φτάνοντας στο 17,3% και το 2001, χρονιά της οικονομικής ύφεσης ξεπέρασε αυτήν του κλάδου τεχνολογίας φτάνοντας στο 17,8% με την τεχνολογία να πέφτει στο 17,6%.
Από το 1996 μέχρι το 2000, όταν δηλαδή στην οικονομία έρεε άφθονη ρευστότητα και υπήρχε μεγάλη ανάπτυξη, η βαρύτητα των τραπεζών στο αμερικανικό χρηματιστήριο μειώθηκε, καθώς ο ρόλος τους υποβαθμίστηκε από το έξυπνο χρήμα. Από τη χρονιά του κραχ και μετά, όμως και μέχρι το 2006, η βαρύτητα των τραπεζών στην αμερικανική αγορά μετοχών αυξήθηκε δραματικά, φτάνοντας στο 22,3%.
Οι τράπεζες, όμως, δε χρησιμοποιούνται μόνο στην άνοδο αλλά και στην πτώση και το καλύτερο παράδειγμα είναι αυτό του κραχ του 2008 – 2009, όταν η πτώση τους ήταν τόσο μεγάλη και η συρρίκνωση της κεφαλαιοποίησης τους τέτοιων διαστάσεων, που η βαρύτητά τους μειώθηκε στο 8,9%, στις 09 Μαρτίου του 2009, ποσοστό που ήταν το χαμηλότερο από το 1990 και που έφερε τον κλάδο στην 6η από τις 10 θέσεις ως προς τη βαρύτητά του στον S&P 500. Με άλλα λόγια, το επίκεντρο της αρνητικής παρέμβασης και ο οδηγός της πτώσης του 2008-2009 ήταν οι και πάλι οι τράπεζες.
Σε αναλύσεις μας εκείνης της περιόδου είχαμε προβλέψει πως η ανάρρωση της πραγματικής οικονομίας θα επιχειρούνταν μέσα από την ανάρρωση της χρηματιστηριακής οικονομίας και την άνοδο της διεθνούς αγοράς μετοχών και υποδείξαμε τις τράπεζες ως τον κλάδο που θα αναλάμβανε το ρόλο του πρωταγωνιστή. Λιγότερο από 9 μήνες αργότερα η βαρύτητα του κλάδου των τραπεζών έχει αυξηθεί από το 8,9% στο 15% και από την 6η στη 2η θέση της λίστας, κάτω, μόνο από τον κλάδο τεχνολογίας. Με απλά λόγια, οδηγός και της νέας τάσης είναι, ξανά, οι τράπεζες.
Έτσι, ο ρόλος τους γίνεται φανερός μέσα από την προσεκτική ανάλυση των κύκλων αύξησης και μείωσης της βαρύτητας τους στην αμερικανική αγορά μετοχών και το βασικότερο συμπέρασμα είναι πως αποτελούν ένα ισχυρό όπλο αύξησης και μείωσης της ρευστότητας στο σύστημα, όχι με τη γνωστή μορφή της παροχής δανείων στην πραγματική οικονομία αλλά με την αυξομείωση της κεφαλαιοποίησης τους στη χρηματιστηριακή οικονομία.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα 'εφαρμογής της θεωρίας στην πράξη' είναι αυτό της J.P. Morgan, μίας εκ των τραπεζικών μετοχών που είναι συνδεδεμένη με το έξυπνο χρήμα. Μετά το μίνι κραχ του 1998 όταν η ρευστότητα και η οικονομία απειλήθηκαν, η μετοχή απογειώθηκε από τα 18,86 δολάρια στα 53,43 μέσα σε διάστημα 14 μηνών, βοηθώντας στην χρηματιστηριακή ανάρρωση και την έξοδο από το κραχ. Αντίθετα, από τα μέσα του 2000 και μέχρι τα τέλη του 2002 η μετοχή βυθίστηκε από τα 53,43 στα 14,93 δολάρια, συνδράμοντας στην εκροή ρευστότητας από το σύστημα και στο σπάσιμο της φούσκας. Από τα τέλη του 2002 η μετοχή ξεκίνησε έναν νέο κύκλο ανόδου φτάνοντας, λίγο πριν τα μέσα του 2007, στα 50,18 δολάρια, συμβάλλοντας και πάλι στη χρηματιστηριακή άνοδο. Από τότε και μέχρι το Μάρτιο του 2009, όμως, η μετοχή κατέρρευσε και πάλι φτάνοντας στα 17,62 δολάρια. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η πτώση της J.P. Morgan ξεκίνησε περισσότερο από 5 μήνες πριν την αρχή της πτώσης του αμερικανικού χρηματιστηρίου, ένδειξη ότι η μετοχή ηγήθηκε και αυτής της τάσης. Μετά από όλα τα παραπάνω, δεν πρέπει να προκαλέσει έκπληξη το γεγονός πως η J.P. Morgan αυξήθηκε από τα 17,62 δολάρια, στο χαμηλό του Μαρτίου του 2009, στα 47,47 στο πρόσφατο υψηλό της, οδηγώντας αυτή τη φορά τη χρηματιστηριακή άνοδο.
Συμπερασματικά, ο ρόλος των τραπεζών είναι εξαιρετικά σημαντικός τόσο στην άνοδο όσο και στην πτώση των χρηματιστηριακών αγορών και η γνώση του τρόπου που χρησιμοποιούνται από το έξυπνο χρήμα μπορεί να βοηθήσει τους επενδυτές να εκμεταλλευτούν τους ανοδικούς και πτωτικούς τους κύκλους αλλά και να εξάγουν γενικότερα συμπεράσματα για το πού βρίσκονται και προς τα πού κατευθύνονται οι αγορές.
Δημοσίευση σχολίου