Αναστασάκης Ιωάννης
Υπέρ της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ τάχθηκε τώρα ο “Πάπας” της αμερικανικής διπλωματίας, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, με την τελευταία του ομιλία στην ετήσια συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός. Αν και ο Κίσινγκερ μετέβαλε την θέση του για την ουδετερότητα της Ουκρανίας, εντούτοις επέμεινε στην συνέχιση του διαλόγου με την Ρωσία για τον τερματισμό του πολέμου, όπως και στην επανένταξη της στο διεθνές σύστημα. Προηγούμενες δηλώσεις του για το Ουκρανικό είχαν προκαλέσει την οργή του Κιέβου, καθώς είχε ζητήσει εδαφικές παραχωρήσεις από ουκρανικής πλευράς προς την Ρωσία.
Ο 99χρονος πλέον Κίσινγκερ είναι πασίγνωστος στην Ελλάδα από την εποχή των ελλαδικών και κυπριακών εξελίξεων την δεκαετία του 1970. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, συνεχίζει να είναι δραστήριος μέχρι τις μέρες μας. Ο Κίσινγκερ, αρχιτέκτονας της σινοαμερικανικής προσέγγισης, φαίνεται να διατηρεί ακόμα ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Στο Νταβός μίλησε για την βελτίωση των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας, ζητώντας τη αποφυγή ενεργειών που υποδηλώνουν «επικείμενη αναμέτρηση» των δύο υπερδυνάμεων, κάνοντας ειδική αναφορά στην Ταϊβάν.
Προ της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, διατηρούσε τακτική επικοινωνία και με τον πρόεδρο της Ρωσίας Πούτιν. Είναι χαρακτηριστικό πως έχει συναντηθεί μαζί του τουλάχιστον 17 φορές, από τότε που ο τελευταίος κρατά το τιμόνι της Ρωσίας. Με βάση αυτά τα διαπιστευτήρια, στα πλαίσια ανάληψης των καθηκόντων της κυβέρνησης Τραμπ τo 2016 και της διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής που θα ακολουθούσε, είχε συναντηθεί τουλάχιστον τρεις φορές με τον τότε Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο.
Ο Κίσινγκερ έχει άποψη και επηρεάζει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Διετέλεσε Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας από το 1969 μέχρι το 1973 και υπουργός Εξωτερικών από το 1973 μέχρι το 1977. Θεωρείται ο χαρακτηριστικός εκφραστής της real politic. Είναι αξιοσημείωτο και έχει προβληματίσει τους πολιτικούς και στρατηγικούς αναλυτές, η έντονη διολίσθηση που παρουσιάζει η γεωστρατηγική θεωρία που εκφράζει στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, όσον αφορά τη σχέση των ΗΠΑ και της Κίνας.
Η αντίστροφη θεώρηση
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Κίσινγκερ υποστήριζε ένθερμα την βελτίωση των σχέσεων με την Κίνα. Αυτό βασιζόταν στο σχέδιο περικύκλωσης της Σοβιετικής Ένωσης, ώστε να μείνει μία ηπειρωτική δύναμη αποκομμένη από τις θερμές θάλασσες. Όπως προαναφέραμε, ο Κίσινγκερ ήταν ο πρωτεργάτης της ιστορικής πρώτης επίσκεψης Αμερικανού προέδρου στο Πεκίνο και συγκεκριμένα του προέδρου Νίξον, που το 1972 επισκέφτηκε επισήμως την Κίνα.
Τότε ακριβώς σηματοδοτήθηκε η εμπορική συνεργασία που οδήγησε αργότερα στην μεταφορά πλήθους εταιρειών από την Αμερική και τον Δυτικό κόσμο γενικότερα, προς την Κίνα. Αναζητούσαν φτηνά εργατικά χέρια, με σκοπό εύκολο και μεγαλύτερο κέρδος. Το εμπορικό αυτό άνοιγμα είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, που έφτασε στο επίπεδο, όπως την γνωρίζουμε στις μέρες μας.
Με την μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, με την εξαγορά εταιρειών που ασχολούνται με τεχνολογία αιχμής, αλλά πολλάκις και με υποκλοπή σημαντικών καινοτόμων προϊόντων, η Κίνα κατάφερε όχι μόνο να αποκτήσει τις βασικές γνώσεις, αλλά και να αναπτύξει νέες τεχνολογίες, κυρίως στα ηλεκτρονικά και στην αμυντική βιομηχανία. Σήμερα, πλέον, η Κίνα έχει γιγαντωθεί, τόσο οικονομικά, όσο επίσης στρατιωτικά και διπλωματικά, απειλώντας άμεσα τα δυτικά, αλλά κυρίως τα αμερικανικά συμφέροντα.
Σε αυτό το πλαίσιο η θεώρηση του Κίσινγκερ άρχισε να αντιστρέφεται τα τελευταία χρόνια: Θεωρούσε πλέον ότι η Κίνα αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα αναδυόμενο κίνδυνο για τις ΗΠΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, είχε προτείνει την συνεργασία με τη Ρωσία, με κοινό σκοπό τον περιορισμό εξάπλωσης της κινέζικης επιρροής, μία θεώρηση με την οποία φάνηκε να συμφωνεί, ο πρώην πρόεδρος Τραμπ.
Δύο τάσεις στην Ουάσιγκτον
Η νέα γεωπολιτική και κατ’ επέκταση γεωστρατηγική θεώρηση σχετικά με την εξωτερική πολιτική που πρέπει να εφαρμόσουν οι ΗΠΑ έναντι της Κίνας, έχει δημιουργήσει δύο αντικρουόμενες τάσεις στα κέντρα εξουσίας της Ουάσινγκτον, αλλά και σε άλλες δυτικές χώρες. Η πρώτη τάση συντάσσεται πλήρως με τις απόψεις του Κίσινγκερ που προαναφέρθηκαν, ισχυριζόμενη ότι η Κίνα επιχειρεί διείσδυση σε παραδοσιακά δυτικά προπύργια, με την επιχειρηματική, οικονομική και διπλωματική πολιτική ήπιας ισχύος. Ταυτόχρονα αναπτύσσει οπλικά συστήματα, που εκτιμάται ότι σύντομα θα είναι εφάμιλλα των αντίστοιχων αμερικανικών.
Οι στρατιωτικές δυνατότητες της Κίνας βελτιώνονται ραγδαία τόσο σε επίγεια όσο και σε διαστημικά συστήματα. Εκτιμάται ότι η Κίνα εκμεταλλεύτηκε την περίοδο των 17 ετών που οι ΗΠΑ και η Δύση γενικότερα είχαν εμπλακεί στην αντιμετώπιση της διεθνούς τρομοκρατίας. Για τους λόγους αυτούς επιβάλλεται η άμεση αντίδραση των ΗΠΑ, όσο διατηρεί την στρατιωτική υπεροχή και τη δυνατότητα του πειθαναγκασμού.
Η δεύτερη τάση στην Ουάσινγκτον θεωρεί ότι η Ρωσία είναι η άμεση απειλή, λόγω της ισχύος των πυρηνικών της όπλων, σε συνδυασμό με την συμπεριφορά της ρωσικής κυβέρνησης έναντι των ΗΠΑ. Θεωρείται επίσης ότι η ρωσική απειλή δεν στρέφεται μόνο κατά της Ουάσιγκτον, αλλά και κατά της ΕΕ, θεώρηση που εντάθηκε μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Άμεση απειλή η Ρωσία
Εκτιμούν πως η Ρωσία, παρακολουθώντας την διείσδυση της Κίνας στην Ευρώπη και γενικότερα σε περιοχές δυτικού ενδιαφέροντος, δεν είχε καμία πρόθεση να της εναντιωθεί και να συνεργαστεί με την Ουάσιγκτον εναντίον του Πεκίνου. Επιπλέον, εκτιμούν ότι σε τρεις τουλάχιστον χώρες της ΕΕ, την Γερμανία, την Ιταλία και την Ελλάδα, η Κίνα υποστηρίζει πολιτικά κόμματα για να διατηρεί ερείσματα πολιτικής και οικονομικής διείσδυσης. Η κατάσταση αυτή θεωρείται ότι εξυπηρετεί τα σχέδια της Ρωσίας που επιχειρεί διείσδυση και διάσπαση στα δυτικά Βαλκάνια.
Την ίδια στιγμή, εκτιμούν ότι η Ρωσία έχει ενοχληθεί με την προσπάθεια διείσδυσης της Κίνας στην Κεντρική Ασία. Αυτό διότι, με το πρόσχημα του “δρόμου του μεταξιού”, διείσδυσε σε περιοχές που παραδοσιακά ασκούσε επιρροή η Μόσχα, όπως το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. Πολιτικοί εκτιμητές υποστηρίζουν ότι η Ρωσία ενδέχεται να στραφεί εναντίον της Κίνας, αν θιγούν σοβαρά τα περιφερειακά της συμφέροντα.
Ένα από τα ενδεχόμενα σενάρια ήταν να συμμαχήσουν Ρωσία και Κίνα εις βάρος των συμφερόντων των ΗΠΑ. Για την εξάλειψη αυτού του κινδύνου, ο πρόεδρος Τραμπ είχε επιδιώξει διόδους επικοινωνίας με τον πρόεδρο Πούτιν. Λέγεται ότι ο 95χρονος τότε Κίσινγκερ είχε συμβάλει για να πραγματοποιηθεί η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν στο Ελσίνκι, στο πλαίσιο της τότε γεωπολιτικής του θεώρησης. Από τότε, όμως, έχει μεσολαβήσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η οποία προκάλεσε ψυχρό πόλεμο Δύσης-Ρωσίας, φέρνοντας, όμως, πολύ κοντά Μόσχα και Πεκίνο.
Εκτιμούν πως η Ρωσία, παρακολουθώντας την διείσδυση της Κίνας στην Ευρώπη και γενικότερα σε περιοχές δυτικού ενδιαφέροντος, δεν είχε καμία πρόθεση να της εναντιωθεί και να συνεργαστεί με την Ουάσιγκτον εναντίον του Πεκίνου. Επιπλέον, εκτιμούν ότι σε τρεις τουλάχιστον χώρες της ΕΕ, την Γερμανία, την Ιταλία και την Ελλάδα, η Κίνα υποστηρίζει πολιτικά κόμματα για να διατηρεί ερείσματα πολιτικής και οικονομικής διείσδυσης. Η κατάσταση αυτή θεωρείται ότι εξυπηρετεί τα σχέδια της Ρωσίας που επιχειρεί διείσδυση και διάσπαση στα δυτικά Βαλκάνια.
Την ίδια στιγμή, εκτιμούν ότι η Ρωσία έχει ενοχληθεί με την προσπάθεια διείσδυσης της Κίνας στην Κεντρική Ασία. Αυτό διότι, με το πρόσχημα του “δρόμου του μεταξιού”, διείσδυσε σε περιοχές που παραδοσιακά ασκούσε επιρροή η Μόσχα, όπως το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. Πολιτικοί εκτιμητές υποστηρίζουν ότι η Ρωσία ενδέχεται να στραφεί εναντίον της Κίνας, αν θιγούν σοβαρά τα περιφερειακά της συμφέροντα.
Ένα από τα ενδεχόμενα σενάρια ήταν να συμμαχήσουν Ρωσία και Κίνα εις βάρος των συμφερόντων των ΗΠΑ. Για την εξάλειψη αυτού του κινδύνου, ο πρόεδρος Τραμπ είχε επιδιώξει διόδους επικοινωνίας με τον πρόεδρο Πούτιν. Λέγεται ότι ο 95χρονος τότε Κίσινγκερ είχε συμβάλει για να πραγματοποιηθεί η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν στο Ελσίνκι, στο πλαίσιο της τότε γεωπολιτικής του θεώρησης. Από τότε, όμως, έχει μεσολαβήσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η οποία προκάλεσε ψυχρό πόλεμο Δύσης-Ρωσίας, φέρνοντας, όμως, πολύ κοντά Μόσχα και Πεκίνο.
Δημοσίευση σχολίου