Πολύ κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο είναι οι επιδόσεις της Ελλάδας σε ερευνητικό και επιστημονικό επίπεδο σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη σε είκοσι ερευνητικά πεδία το διάστημα 1999-2009.
Πιο συγκεκριμένα, μόνο σε δύο επιστημονικούς τομείς, σ’ αυτούς της κλινικής ιατρικής και της μηχανικής-μηχανολογίας, η Ελλάδα βρίσκεται πάνω από το παγκόσμιο μέσο όρο.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας 11ετίας δημοσιεύθηκαν περίπου 21.500 εργασίες που αναφέρθηκαν στη διεθνή βιβλιογραφία σχεδόν 199.000 φορές. Παρά τα μεγάλα νούμερα, η επίδραση των ελληνικών ερευνητικών εργασιών κλινικής ιατρικής στην επιστημονική κοινότητα σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο εμφανίζεται κατά 27% μειωμένη, που σημαίνει ότι μπορεί να παράγουμε πολλές εργασίες, όμως αυτές δεν χρησιμοποιούνται πολύ- τουλάχιστον όχι όσο άλλες έρευνες από δυτικές χώρες. Ο δεύτερος πιο παραγωγικός ερευνητικός τομέας στην Ελλάδα είναι η μηχανική- μηχανολογία με περισσότερες από 8.500 εργασίες που έτυχαν 35.600 βιβλιογραφικών αναφορών και αμέσως μετά ακολουθεί η χημεία με σχεδόν 7.300 εργασίες και 75.600 αναφορές. Και στα δύο τελευταία πεδία ερευνών είμαστε κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο κατά 6% και 3% αντίστοιχα.
Βέβαια, υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις, όπως αυτή των τμημάτων των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της περιφέρειας που ξεχωρίζουν στο τομέα της έρευνας σε πεδία όπως αυτό της χημείας, της επιστήμης τεχνολογίας υλικών, της φυσικής και της οικολογίας. Σύμφωνα με την εταιρεία παροχής πληροφοριών Τhomson Reuters, σε όλα τα υπόλοιπα ερευνητικά πεδία, από την ψυχιατρική και την ψυχολογία έως τα οικονομικά, τη μοριακή βιολογία, τα μαθηματικά και τις διαστημικές επιστήμες, είμαστε σε γενικές γραμμές κάτω από τη βάση του παγκόσμιου μέσου όρου.
Το πανεπιστήμιο Πατρών με τις ερευνητικές του διαδικασίες στο τομέα της χημείας κατάφερε να διαπρέψει αφού η δραστηριοποίησή του εμφανίζεται να είναι κατά πολύ πάνω από το μέσο όρο σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Οι 1.279 έρευνες που πραγματοποιήθηκαν κατά την τελευταία 11ετία έτυχαν 17.253 βιβλιογραφικών αναφορών, που σημαίνει ότι κάθε μία μνημονεύτηκε στη διεθνή βιβλιογραφία κατά μέσο όρο 13,49 φορές. Οι επιδόσεις της χώρας μας στο συγκεκριμένο πεδίο ανέρχονται στις 10,34 βιβλιογραφικές αναφορές ανά έρευνα, ενώ παγκοσμίως στις 10,61. Αυτό σημαίνει ότι οι εργασίες χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών χρησιμοποιούνται από ερευνητές 30% περισσότερο από το σύνηθες για την Ελλάδα και τον υπόλοιπο πλανήτη. Στην ίδια κλίμακα κινείται και το πανεπιστήμιο Κρήτης αφού υπερτερεί του ελληνικού μέσου όρου σε τρία θετικά πεδία. Η επιτυχία αυτή ήταν αποτέλεσμα της άψογης συνεργασίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, του Πολυτεχνείου Χανίων και του ΤΕΙ Ηρακλείου Κρήτης. Σε πολύ καλά επίπεδα, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Τhomson Reuters, βρίσκονται οι τομείς κλινικής ιατρικής και μηχανικών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, καθώς και περιβαλλοντικών θεμάτων και οικολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Όσον αφορά στη συνολική παραγωγή ερευνητικών εργασιών σε όλα τα επιστημονικά πεδία η Ελλάδα βρίσκεται στην 27η θέση ενώ μια θέση πιο κάτω καταλαμβάνει η χώρα μας αναφορικά με τον αριθμό βιβλιογραφικών αναφορών των εργασιών. Την ίδια στιγμή η Πορτογαλία βρίσκεται στην 34η και 32η θέση αντίστοιχα. Αυτό δε θα πρέπει να μας καθησυχάσει γιατί η σύγκριση της χώρας μας με την υπόλοιπη εκπαίδευση της Δύσης αποδεικνύει ότι η κατάσταση στη χώρα μας είναι κακή. Για παράδειγμα στην Δανία, με τον μισό πληθυσμό της Ελλάδας, πραγματοποιήθηκαν από το 1999 έως και το 2009 περίπου 24.700 εργασίες κλινικής ιατρικής που είχαν έστω και μία βιβλιογραφική αναφορά (δηλαδή 3.200 περισσότερες από τη χώρα μας), οι οποίες όμως κατά μέσο όρο αναφέρθηκαν στη διεθνή βιβλιογραφία περίπου 460.000 φορές (δηλαδή, 260.000 φορές πάνω από τη χώρα μας). Αντίστοιχες διαφορές συναντά κανείς και στους τομείς μηχανικής και χημείας, που είναι από τους πλέον παραγωγικούς στη χώρα μας, και σε όλα σχεδόν τα ερευνητικά πεδία. Έτσι, αν και η Δανία καταλαμβάνει την 24η θέση όσον αφορά τη συνολική παραγωγή εργασιών, και τη 17η στις βιβλιογραφικές αναφορές, απογειώνεται στην 3η θέση του δείκτη σχετικής επιρροής των ερευνών της. Σε χειρότερη θέση, όσον αφορά τον δείκτη επιρροής, βρίσκονται η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ τα πρωτεία κατέχει η Ελβετία με τις ΗΠΑ να ακολουθούν στη 2η θέση.
Πιο συγκεκριμένα, μόνο σε δύο επιστημονικούς τομείς, σ’ αυτούς της κλινικής ιατρικής και της μηχανικής-μηχανολογίας, η Ελλάδα βρίσκεται πάνω από το παγκόσμιο μέσο όρο.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας 11ετίας δημοσιεύθηκαν περίπου 21.500 εργασίες που αναφέρθηκαν στη διεθνή βιβλιογραφία σχεδόν 199.000 φορές. Παρά τα μεγάλα νούμερα, η επίδραση των ελληνικών ερευνητικών εργασιών κλινικής ιατρικής στην επιστημονική κοινότητα σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο εμφανίζεται κατά 27% μειωμένη, που σημαίνει ότι μπορεί να παράγουμε πολλές εργασίες, όμως αυτές δεν χρησιμοποιούνται πολύ- τουλάχιστον όχι όσο άλλες έρευνες από δυτικές χώρες. Ο δεύτερος πιο παραγωγικός ερευνητικός τομέας στην Ελλάδα είναι η μηχανική- μηχανολογία με περισσότερες από 8.500 εργασίες που έτυχαν 35.600 βιβλιογραφικών αναφορών και αμέσως μετά ακολουθεί η χημεία με σχεδόν 7.300 εργασίες και 75.600 αναφορές. Και στα δύο τελευταία πεδία ερευνών είμαστε κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο κατά 6% και 3% αντίστοιχα.
Βέβαια, υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις, όπως αυτή των τμημάτων των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της περιφέρειας που ξεχωρίζουν στο τομέα της έρευνας σε πεδία όπως αυτό της χημείας, της επιστήμης τεχνολογίας υλικών, της φυσικής και της οικολογίας. Σύμφωνα με την εταιρεία παροχής πληροφοριών Τhomson Reuters, σε όλα τα υπόλοιπα ερευνητικά πεδία, από την ψυχιατρική και την ψυχολογία έως τα οικονομικά, τη μοριακή βιολογία, τα μαθηματικά και τις διαστημικές επιστήμες, είμαστε σε γενικές γραμμές κάτω από τη βάση του παγκόσμιου μέσου όρου.
Το πανεπιστήμιο Πατρών με τις ερευνητικές του διαδικασίες στο τομέα της χημείας κατάφερε να διαπρέψει αφού η δραστηριοποίησή του εμφανίζεται να είναι κατά πολύ πάνω από το μέσο όρο σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Οι 1.279 έρευνες που πραγματοποιήθηκαν κατά την τελευταία 11ετία έτυχαν 17.253 βιβλιογραφικών αναφορών, που σημαίνει ότι κάθε μία μνημονεύτηκε στη διεθνή βιβλιογραφία κατά μέσο όρο 13,49 φορές. Οι επιδόσεις της χώρας μας στο συγκεκριμένο πεδίο ανέρχονται στις 10,34 βιβλιογραφικές αναφορές ανά έρευνα, ενώ παγκοσμίως στις 10,61. Αυτό σημαίνει ότι οι εργασίες χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών χρησιμοποιούνται από ερευνητές 30% περισσότερο από το σύνηθες για την Ελλάδα και τον υπόλοιπο πλανήτη. Στην ίδια κλίμακα κινείται και το πανεπιστήμιο Κρήτης αφού υπερτερεί του ελληνικού μέσου όρου σε τρία θετικά πεδία. Η επιτυχία αυτή ήταν αποτέλεσμα της άψογης συνεργασίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, του Πολυτεχνείου Χανίων και του ΤΕΙ Ηρακλείου Κρήτης. Σε πολύ καλά επίπεδα, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Τhomson Reuters, βρίσκονται οι τομείς κλινικής ιατρικής και μηχανικών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, καθώς και περιβαλλοντικών θεμάτων και οικολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Όσον αφορά στη συνολική παραγωγή ερευνητικών εργασιών σε όλα τα επιστημονικά πεδία η Ελλάδα βρίσκεται στην 27η θέση ενώ μια θέση πιο κάτω καταλαμβάνει η χώρα μας αναφορικά με τον αριθμό βιβλιογραφικών αναφορών των εργασιών. Την ίδια στιγμή η Πορτογαλία βρίσκεται στην 34η και 32η θέση αντίστοιχα. Αυτό δε θα πρέπει να μας καθησυχάσει γιατί η σύγκριση της χώρας μας με την υπόλοιπη εκπαίδευση της Δύσης αποδεικνύει ότι η κατάσταση στη χώρα μας είναι κακή. Για παράδειγμα στην Δανία, με τον μισό πληθυσμό της Ελλάδας, πραγματοποιήθηκαν από το 1999 έως και το 2009 περίπου 24.700 εργασίες κλινικής ιατρικής που είχαν έστω και μία βιβλιογραφική αναφορά (δηλαδή 3.200 περισσότερες από τη χώρα μας), οι οποίες όμως κατά μέσο όρο αναφέρθηκαν στη διεθνή βιβλιογραφία περίπου 460.000 φορές (δηλαδή, 260.000 φορές πάνω από τη χώρα μας). Αντίστοιχες διαφορές συναντά κανείς και στους τομείς μηχανικής και χημείας, που είναι από τους πλέον παραγωγικούς στη χώρα μας, και σε όλα σχεδόν τα ερευνητικά πεδία. Έτσι, αν και η Δανία καταλαμβάνει την 24η θέση όσον αφορά τη συνολική παραγωγή εργασιών, και τη 17η στις βιβλιογραφικές αναφορές, απογειώνεται στην 3η θέση του δείκτη σχετικής επιρροής των ερευνών της. Σε χειρότερη θέση, όσον αφορά τον δείκτη επιρροής, βρίσκονται η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ τα πρωτεία κατέχει η Ελβετία με τις ΗΠΑ να ακολουθούν στη 2η θέση.
Δημοσίευση σχολίου