Ο Αμπντουλάχ Γκιούλ βρίσκεται ξανά στο Ιράν, παρά τις αντιδράσεις της Ουάσιγκτον, δείχνοντας πως η Αγκυρα είναι αποφασισμένη να «παίξει με τη φωτιά».
«Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι»; Με αυτή τη φράση θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί σε τι σκοπεύει η τέταρτη μέσα σε δεκαέξι μήνες επίσκεψη ανώτατου τούρκου πολιτικού ηγέτη στο γειτονικό Ιράν, που αυτή τη φορά αντιπροσωπεύεται από τον τούρκο πρόεδρο Αμπντουλάχ Γκιούλ.
Σίγουρα όχι για να αφήσει κρεμαστάρια, αλλά για να αποδείξει ποιο είναι το «αφεντικό» στην περιοχή, την περίοδο που ο γεωπολιτικός χάρτης στην περιοχή της Μέσης Ανατολής αλλάζει με τις ΗΠΑ να αναθεωρούν τη γεωστρατηγική τους πολιτική.
Παρά τις αντιδράσεις τόσο της Ουάσιγκτον, όσο και της Ε.Ε. για την προσέγγιση μεταξύ Τεχεράνης και Αγκυρας, ο «μικρός σουλτάνος» (όπως τον αποκαλούν τα ξένα μμε τον Ταγίπ Ενρογάν) δείχνει αποφασισμένος να προχωρήσει στη δημιουργία μιας ισλαμικής ένωσης, αντίβαρο στις ΗΠΑ και την Ε.Ε. και σε αυτή του την πολιτική έχει συμπαραστάτη του, τον πιστό φίλο του, ομοϊδεάτη και συνεργάτη επί δεκαετίες, σημερινό πρόεδρο της Τουρκίας Αμπντουλάχ Γκιούλ.
Για να επιτύχει όμως αυτό του τον....... αντικειμενικό σκοπό, ο Ταγίπ Ερντογάν χρειάζεται να έχει και το «πράσινο φως» του Ιράν, που αποτελεί το δεύτερο σημαντικό παίκτη στη γεωοπολιτική «σκακιέρα» της περιοχής. Η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών δεν είναι κάτι νέο. Ο τούρκος πρωθυπουργός βλέπει στο Ιράν έναν αξιόπιστο σύμμαχο ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά το δοκούν για να ενισχύσει το προφίλ της Τουρκίας διεθνώς. Οι οικονομικές συμφωνίες ανάμεσα στις δύο χώρες έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία δύο χρόνια, νέοι αγωγοί μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου βρίσκονται υπό κατασκευή, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι απόψεις των δύο χωρών για διεθνή θέματα και κυρίως για θέματα που άπτονται των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή είναι κοινές.
Κοινή στάση για το Παλαιστινιακό, ενίσχυση του τριγώνου Τουρκίας-Συρίας-Ιράν, γέφυρες μεταφοράς ενέργειας, επενδύσεις ένθεν-κακείθεν, ανταλλαγές πληροφοριών, καθώς και μεταφορά της δυτικής τεχνογνωσίας στις δύο χώρες που μέχρι σήμερα ήταν αποκλεισμένες σε αυτή.
Φυσικά δεν πρέπει να παραβλέψουμε πως την Τουρκία και το Ιράν τις χωρίζουν έτη φωτός σε ό,τι αφορά τον τρόπο της διακυβέρνησης, το ένα έχοντας μια δυτικά προσανατολισμένη δημοκρατία το άλλο μια θεοκρατική με βάση το ισλαμικό δίκαιο τη Σαρία.
Όμως, αυτό όπως φαίνεται αποτελεί «παρωνυχίδα» μιας και τα δύο κράτη έχουν να μοιραστούν τη δράση τους εναντίον ενός κοινού αντιπάλου, τον συμμαχικό άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ. Η αντιπαράθεση μεταξύ Τεχεράνης και Τελ-Αβίβ δεν είναι καινούργια. Η πόλωση όμως μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ είναι νέα και δημιουργήθηκε με αφορμή το ζήτημα της επέμβασης των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων στο πλοίο που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα και όπως αποδείχθηκε και οι δύο πλευρές ήταν αποφασισμένες να το χρησιμοποιήσουν ως «όχημα σύγκρουσης».
Ο τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν πριν από 3 χρόνια κατά τη διάρκεια της σύσκεψης της Ισλαμικής Διάσκεψης στην Ινδονησία, έκανε ρηξικέλευθες προτάσεις, που ακόμη και ο ιρανός πρόεδρος έμεινε άναυδος ακούγοντας της. Πρότεινε τη δημιουργία μιας ισλαμικής οικονομικής ένωσης, μια ισλαμική «Σέγκεν» για έλεγχο των δυτικών, κοινά ισλαμικά διαβατήρια και κοινή ισλαμική στρατιωτική δύναμη (στα πρότυπα του ΟΗΕ). Και βέβαια το Ιράν αναγνώρισε πως δίπλα στην «πόρτα» του έχει έρθει ένας φίλος.
Και αν νομίζετε πως όλη αυτή η προσπάθεια του Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει σχέση με τη δημιουργία μιας νέας οθωμανικής αυτοκρατορίας κάνετε λάθος.
Πρωτίστως ο σουλτάνος είναι η «σκιά του Θεού για το Ισλάμ» και δευτερευόντως η ανώτατη πολιτική αρχή. Ειδικά σήμερα όπου το Ισλάμ έχει αρχίσει να ανακάμπτει και να βρίσκεται σε θέση ισχύος σε σχέση με την «νασερική τύπου δημοκρατία», σύστημα το οποίο αρχίζει να κλονίζεται επικίνδυνα.
Ο Ταγίπ Ερντογάν επιδιώκει η Τουρκία την επόμενη δεκαετία να έχει αναλάβει το ρόλο του κράτους-πυρήνα στο Ισλάμ έχοντας τον πρώτο λόγο, κινώντας τα νήματα σε όλο τον «ντάρ ελ Ισλάμ» (Οίκο του Ισλάμ). Παράλληλα, πέρα από την διπλωματική και πολιτική ισχύ που προσπαθεί να αποκτήσει η Τουρκία, με ιλιγγιώδεις ρυθμούς προχωρά στην ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεών της-προϋπολογισμός 35 δισεκατομμυρίων ευρώ σε στρατιωτικές δαπάνες έως το 2023-την κατασκευή πυρηνικών αντιδραστήρων και την μετατροπή της σε ενεργειακό κόμβο της Κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής. Και όπως ορίζουν οι στρατηγικές και διεθνείς σχέσεις, χωρίς την ύπαρξη ικανής στρατιωτικής ισχύος είναι φυσικό πως κανένας δεν θα σε πάρει σοβαρά και η τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία το γνωρίζει άριστα αυτό. Και το πράττει.
Η προσέγγιση Τουρκίας-Ιράν έχει αλλάξει τα δεδομένα στην περιοχή και οι ΗΠΑ ανησυχούν ιδιαίτερα για αυτή την αλλαγή στάσης της Αγκυρας, η οποία πλέον αγνοεί επιδεικτικά τα αμερικανικά συμφέροντα και τις τακτικές της για την επίτευξη του γωστρατηγικού σχεδίου της. Η τουρκική παλινδρόμηση, έχει αναγκάσει τον Λευκό Οίκο να αλλάξει προσανατολισμό του και βέβαια «περιμένει στη γωνία» την Αγκυρα για αυτή την «αυθάδειά της». Η Αγκυρα πιστεύει όμως πως de facto οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν να την επαναπροσεγγίσουν λόγω της ισχύος που αποκτά και θα δεχθούν «άνευ όρων» τις απαιτήσεις της Τουρκίας σε όλα τα θέματα.
Επίσης μεγάλο ερωτηματικό αποτελεί και η στάση του αραβικού κόσμου-και ιδιαίτερα των κρατών της αραβικής χερσονήσου-οι οποίες έχουν εξαιρετικά άσχημες σχέσεις με το Ιράν ενώ δεν μπορούν να ξεχάσουν τις ιστορικές και εθνικές αντιπαλότητες με την Τουρκία η οποία μέχρι τη δεύτερη δεκαετία του 20 αιώνα είχε υπό την κατοχή της την αραβική χερσόνησο και τη Μέση Ανατολή. Σίγουρα κάνουν και θα κάνυν ό,τι μπορούν για να «ναυαγήσει» αυτή η προσέγγιση. Όμως είναι προς το παρόν νωρίς για να γίνουν εκτιμήσεις σχετικά με αυτή την «ενδο-μουσουλμανική» πολιτική διένεξη.
Ο Ταγίπ Ερντογάν «παίζει με τη φωτιά» και κανένας δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό, αφιππεύοντας για πρώτη φορά από το δυτικό άρμα μετά την ανακήρυξη του νέου τουρκικού κράτους από τον Μουσταφά Κεμάλ. Θα καταφέρει άραγε να τιθασεύει τη φωτιά αυτή ή θα καεί; Σε αντίθεση όμως με την Ελλάδα, είναι ηλίου φαεινότερο πως τολμά να βρεθεί αντιμέτωπος με την «υψηλή στρατηγική» και την ιστορία.
Και αν θα πάρει τον τίτλο του «μεγαλοπρεπή» μετά τον σουλτάνο Σουλεϊμάν, αυτό θα φανεί…
Δημοσίευση σχολίου