Μία από τις πτυχές της εν εξελίξει κρίσης στην Λιβύη, αλλά και γενικά των εξεγέρσεων στην ευρύτερη περιοχή στην Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική που έχουν συζητηθεί εκτενώς στην χώρα μας - αλλά και διεθνώς - είναι το κατά πόσον η Τουρκία αποκομίζει κέρδη ή όχι από την ως τώρα διαμορφούμενη κατάσταση. Ειδικότερα, κρίνεται το κατά πόσον είναι επιτυχημένη η στρατηγική του «νεοοθωμανισμού» που εφαρμόζει.
Στην κρίση της Λιβύης, η πολιτική του Ερντογάν εμφάνισε έκδηλα σημάδια αμηχανίας. Ομολογουμένως, πέτυχε κάποια κέρδη σε επίπεδο μηχανισμών του ΝΑΤΟ (και , μάλιστα, σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων). Εν τούτοις, η Τουρκία, ήλπιζε σε μία ομαλή εναλλαγή εξουσίας στην βορειοαφρικανική χώρα, με εκείνη να παίζει ένα ρόλο μεσολαβητή ανάμεσα στον Καντάφι και την Δύση - αν και, στην ουσία, θα προτιμούσε την διατήρηση του καθεστώτος του Λίβυο συνταγματάρχη. Για τον λόγο αυτό, επέμενε μέχρι τέλους στο βέτο της στο θέμα της εφαρμογής της απόφασης του ΟΗΕ για επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων εκ μέρους στρατιωτικών δυνάμεων της Συμμαχίας. Ήταν εμφανές πως η ενεργός νατοϊκή εμπλοκή αφαιρεί από την Άγκυρα, σε πολιτικό επίπεδο, την πρωτοβουλία των κινήσεων και περιορίζει ουσιαστικά τις προοπτικές να εντάξει την χώρα σε μία «νεοοθωμανική» σφαίρα επιρροής. Τώρα, η πρωτοβουλία αυτή ανήκει απευθείας σε δυτικές χώρες (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και ΗΠΑ), καθώς και σε «προθύμους» του αραβικού κόσμου, όπως το Κατάρ.
Γενικότερα, η Τουρκία θα προτιμούσε να επικρατήσει, σε όλες τις χώρες που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε αναβρασμό, μία «βελούδινη» μετάβαση προς πιο πλουραλιστικά συστήματα, στα οποία θα είχαν ενεργό και ενισχυμένο ρόλο νέες πολιτικές κινήσεις που θα είχαν ως σημείο αναφοράς το μετριοπαθές «ισλαμοδημοκρατικό» ΑΚΡ του Ερντογάν. Τα κινήματα αυτά θα έβλεπαν την Άγκυρα ως τον ενδιάμεσο συνομιλητή και υπερασπιστή των συμφερόντων των χωρών τους προς τη Δύση. Η όξυνση της κατάστασης και άμεση η παρέμβαση δυτικών χωρών αποτελεί εμπόδιο στον μεγαλεπήβολο αυτό σχεδιασμό επιδίωξης ρυθμιστικού ρόλου, εκ μέρους της Τουρκίας, σε όλη αυτήν την μεγάλη περιοχή που εκτείνεται από το Μαρόκο ως την Συρία.
Πολύ μεγαλύτερη αμηχανία διαφαίνεται στην στρατηγική Ερντογάν-Νταβούτογλου απέναντι σε μία πιθανή γενικευμένη εξέγερση στην Συρία, που θα οδηγήσει σε ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ. Η μετριοπαθής ισλαμιστική πολιτική του Ερντογάν ευαγγελίζεται την έκφραση των αισθημάτων των λαών της περιοχής, που ως τώρα οι ηγεσίες των χωρών τους και η Δύση δεν άκουγαν. Όμως, στην περίπτωση της Συρίας τα πράγματα περιπλέκονται: Η Τουρκία έχει σήμερα στενούς δεσμούς με το καθεστώς Άσαντ, που στηρίζεται σε μία μειονότητα (αλαουΐτες), που αντιστοιχεί στο 10% του πληθυσμού, η οποία κυριαρχεί πολιτικά επί μίας σουνιτικής πλειοψηφίας που αγγίζει σχεδόν το 80%. Συγκεκριμένα, από το 2003 οι δύο χώρες συμβαδίζουν στην πολιτική τους απέναντι στο Κουρδικό, καθώς η δημιουργία του κουρδικού κρατιδίου στο Β. Ιράκ αποτελεί κοινό εν δυνάμει κίνδυνο ακόμη και για την ακεραιότητά τους. Επιπλέον, μοιράζονται, πλέον, και οι δύο την αντίθεση προς το Ισραήλ, με την Άγκυρα, μάλιστα, τελευταία, να ξεπερνά, σε φραστική οξύτητα, την Δαμασκό.
Συνεπώς τίθεται το ερώτημα: «η Τουρκία του Ερντογάν, σε μία πιθανή σουνιτική εξέγερση, θα στοιχηθεί με τον λαό της Συρίας ή με το μειοψηφικό καθεστώς του συμμάχου της, Μπασάρ Αλ Άσαντ;» - τη στιγμή, μάλιστα, που μία τέτοια εξέλιξη πιθανόν να σημάνει αναβάθμιση του κουρδικού παράγοντα στην αραβική αυτή χώρα…
Ο προβληματισμός της σημερινής πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας για το Κουρδικό, σε συνδυασμό με τις σημερινές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, είναι έκδηλες στην περίπτωση του Ιράκ, εν όψει και των επικείμενων εθνικών εκλογών στην γείτονα. Ο Τούρκος πρωθυπουργός, μάλιστα, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Ιράκ, συνοδευόμενος από τον Υπουργό Εξωτερικών Νταβούτογλου, επισκέφθηκε την αυτόνομη κουρδική κυβέρνηση του βορείου Ιράκ, κάνοντας άνοιγμα προς το κουρδικό στοιχείο της ίδιας της Τουρκίας: «Στις περιοχές που ζουν κουρδικής καταγωγής πολίτες μας, βάζουμε τέλος στις διακρίσεις και τις πολιτικές άρνησης και ενισχύουμε τους δεσμούς του κράτους με το λαό» δήλωσε από την κουρδική πόλη Αρμπίλ του Β. Ιράκ, υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση του έκανε σημαντικά βήματα προς την ενίσχυση της δημοκρατίας και τη διεύρυνση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών.
Την ίδια στιγμή, μάλλον «κατάπιε» την ντε φάκτο κατοχή των Κούρδων στο διαφιλονικούμενο Κιρκούκ, αφού, ενώ ο πρόεδρος της αυτόνομης κουρδικής κυβέρνησης, Μασούντ Μπαρζανί, πέτυχε την εκλογή ενός Κούρδου ως «νομάρχη» στην περιοχή της πλούσια σε πετρέλαιο πόλης, επιτρέποντας, παράλληλα, και την εκλογή ενός Τουρκομάνου (τους οποίους στηρίζει η Άγκυρα ως αντίβαρο στο κουρδικό στοιχείο του Β. Ιράκ) στη θέση του προέδρου του τοπικού συμβουλίου.
Η στρατηγική νεοοθωμανική στρατηγική Ερντογάν - Νταβούτογλου, που στόχο έχει να διερμηνεύσει τα αιτήματα των λαών της περιοχής προς την Δύση, αναδεικνύοντας την Τουρκία σε περιφερειακή υπερδύναμη, ισχυρότερη σε σχέση τις μέρες της πρωτοκαθεδρίας των κεμαλιστών στο εσωτερικό της, κινδυνεύει να αποβεί «δίκοπο μαχαίρι» για την Άγκυρα και την κυβέρνηση του ΑΚΡ. «Οι πάντες υποχρεούνται να σέβονται τη θέληση του λαού», όπως τονίζει κι ο ίδιος ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών σε πρόσφατο άρθρο του για τις τρέχουσες εξελίξεις στην Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική, στην Guardian. Κάτι ανάλογο νομίζουμε πως του υπενθυμίζει, όμως, και η κυρία Κισά …
Το θέμα είναι πόσο διατεθειμένη είναι η κυβέρνηση του ΑΚΡ να αναγνωρίσει περαιτέρω τα δικαιώματα των Κούρδων της Τουρκίας, ώστε να κερδίσει την ψήφο τους στις εκλογές της 12 Ιουνίου, χωρίς να χαρακτηριστεί «προδοτική» από την κεμαλική αντιπολίτευση.
ΠΗΓΗ
Στην κρίση της Λιβύης, η πολιτική του Ερντογάν εμφάνισε έκδηλα σημάδια αμηχανίας. Ομολογουμένως, πέτυχε κάποια κέρδη σε επίπεδο μηχανισμών του ΝΑΤΟ (και , μάλιστα, σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων). Εν τούτοις, η Τουρκία, ήλπιζε σε μία ομαλή εναλλαγή εξουσίας στην βορειοαφρικανική χώρα, με εκείνη να παίζει ένα ρόλο μεσολαβητή ανάμεσα στον Καντάφι και την Δύση - αν και, στην ουσία, θα προτιμούσε την διατήρηση του καθεστώτος του Λίβυο συνταγματάρχη. Για τον λόγο αυτό, επέμενε μέχρι τέλους στο βέτο της στο θέμα της εφαρμογής της απόφασης του ΟΗΕ για επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων εκ μέρους στρατιωτικών δυνάμεων της Συμμαχίας. Ήταν εμφανές πως η ενεργός νατοϊκή εμπλοκή αφαιρεί από την Άγκυρα, σε πολιτικό επίπεδο, την πρωτοβουλία των κινήσεων και περιορίζει ουσιαστικά τις προοπτικές να εντάξει την χώρα σε μία «νεοοθωμανική» σφαίρα επιρροής. Τώρα, η πρωτοβουλία αυτή ανήκει απευθείας σε δυτικές χώρες (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και ΗΠΑ), καθώς και σε «προθύμους» του αραβικού κόσμου, όπως το Κατάρ.
Γενικότερα, η Τουρκία θα προτιμούσε να επικρατήσει, σε όλες τις χώρες που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε αναβρασμό, μία «βελούδινη» μετάβαση προς πιο πλουραλιστικά συστήματα, στα οποία θα είχαν ενεργό και ενισχυμένο ρόλο νέες πολιτικές κινήσεις που θα είχαν ως σημείο αναφοράς το μετριοπαθές «ισλαμοδημοκρατικό» ΑΚΡ του Ερντογάν. Τα κινήματα αυτά θα έβλεπαν την Άγκυρα ως τον ενδιάμεσο συνομιλητή και υπερασπιστή των συμφερόντων των χωρών τους προς τη Δύση. Η όξυνση της κατάστασης και άμεση η παρέμβαση δυτικών χωρών αποτελεί εμπόδιο στον μεγαλεπήβολο αυτό σχεδιασμό επιδίωξης ρυθμιστικού ρόλου, εκ μέρους της Τουρκίας, σε όλη αυτήν την μεγάλη περιοχή που εκτείνεται από το Μαρόκο ως την Συρία.
Πολύ μεγαλύτερη αμηχανία διαφαίνεται στην στρατηγική Ερντογάν-Νταβούτογλου απέναντι σε μία πιθανή γενικευμένη εξέγερση στην Συρία, που θα οδηγήσει σε ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ. Η μετριοπαθής ισλαμιστική πολιτική του Ερντογάν ευαγγελίζεται την έκφραση των αισθημάτων των λαών της περιοχής, που ως τώρα οι ηγεσίες των χωρών τους και η Δύση δεν άκουγαν. Όμως, στην περίπτωση της Συρίας τα πράγματα περιπλέκονται: Η Τουρκία έχει σήμερα στενούς δεσμούς με το καθεστώς Άσαντ, που στηρίζεται σε μία μειονότητα (αλαουΐτες), που αντιστοιχεί στο 10% του πληθυσμού, η οποία κυριαρχεί πολιτικά επί μίας σουνιτικής πλειοψηφίας που αγγίζει σχεδόν το 80%. Συγκεκριμένα, από το 2003 οι δύο χώρες συμβαδίζουν στην πολιτική τους απέναντι στο Κουρδικό, καθώς η δημιουργία του κουρδικού κρατιδίου στο Β. Ιράκ αποτελεί κοινό εν δυνάμει κίνδυνο ακόμη και για την ακεραιότητά τους. Επιπλέον, μοιράζονται, πλέον, και οι δύο την αντίθεση προς το Ισραήλ, με την Άγκυρα, μάλιστα, τελευταία, να ξεπερνά, σε φραστική οξύτητα, την Δαμασκό.
Συνεπώς τίθεται το ερώτημα: «η Τουρκία του Ερντογάν, σε μία πιθανή σουνιτική εξέγερση, θα στοιχηθεί με τον λαό της Συρίας ή με το μειοψηφικό καθεστώς του συμμάχου της, Μπασάρ Αλ Άσαντ;» - τη στιγμή, μάλιστα, που μία τέτοια εξέλιξη πιθανόν να σημάνει αναβάθμιση του κουρδικού παράγοντα στην αραβική αυτή χώρα…
Ο προβληματισμός της σημερινής πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας για το Κουρδικό, σε συνδυασμό με τις σημερινές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, είναι έκδηλες στην περίπτωση του Ιράκ, εν όψει και των επικείμενων εθνικών εκλογών στην γείτονα. Ο Τούρκος πρωθυπουργός, μάλιστα, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Ιράκ, συνοδευόμενος από τον Υπουργό Εξωτερικών Νταβούτογλου, επισκέφθηκε την αυτόνομη κουρδική κυβέρνηση του βορείου Ιράκ, κάνοντας άνοιγμα προς το κουρδικό στοιχείο της ίδιας της Τουρκίας: «Στις περιοχές που ζουν κουρδικής καταγωγής πολίτες μας, βάζουμε τέλος στις διακρίσεις και τις πολιτικές άρνησης και ενισχύουμε τους δεσμούς του κράτους με το λαό» δήλωσε από την κουρδική πόλη Αρμπίλ του Β. Ιράκ, υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση του έκανε σημαντικά βήματα προς την ενίσχυση της δημοκρατίας και τη διεύρυνση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών.
Την ίδια στιγμή, μάλλον «κατάπιε» την ντε φάκτο κατοχή των Κούρδων στο διαφιλονικούμενο Κιρκούκ, αφού, ενώ ο πρόεδρος της αυτόνομης κουρδικής κυβέρνησης, Μασούντ Μπαρζανί, πέτυχε την εκλογή ενός Κούρδου ως «νομάρχη» στην περιοχή της πλούσια σε πετρέλαιο πόλης, επιτρέποντας, παράλληλα, και την εκλογή ενός Τουρκομάνου (τους οποίους στηρίζει η Άγκυρα ως αντίβαρο στο κουρδικό στοιχείο του Β. Ιράκ) στη θέση του προέδρου του τοπικού συμβουλίου.
Η στρατηγική νεοοθωμανική στρατηγική Ερντογάν - Νταβούτογλου, που στόχο έχει να διερμηνεύσει τα αιτήματα των λαών της περιοχής προς την Δύση, αναδεικνύοντας την Τουρκία σε περιφερειακή υπερδύναμη, ισχυρότερη σε σχέση τις μέρες της πρωτοκαθεδρίας των κεμαλιστών στο εσωτερικό της, κινδυνεύει να αποβεί «δίκοπο μαχαίρι» για την Άγκυρα και την κυβέρνηση του ΑΚΡ. «Οι πάντες υποχρεούνται να σέβονται τη θέληση του λαού», όπως τονίζει κι ο ίδιος ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών σε πρόσφατο άρθρο του για τις τρέχουσες εξελίξεις στην Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική, στην Guardian. Κάτι ανάλογο νομίζουμε πως του υπενθυμίζει, όμως, και η κυρία Κισά …
Το θέμα είναι πόσο διατεθειμένη είναι η κυβέρνηση του ΑΚΡ να αναγνωρίσει περαιτέρω τα δικαιώματα των Κούρδων της Τουρκίας, ώστε να κερδίσει την ψήφο τους στις εκλογές της 12 Ιουνίου, χωρίς να χαρακτηριστεί «προδοτική» από την κεμαλική αντιπολίτευση.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου