Της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΔΗΜΟΥ*
Τα επιχειρησιακά αποτελέσματα της διεθνούς αεροπορικής επέμβασης στηΛιβύη και η αποτίμηση της εφαρμογής των ψηφισμάτων 1970 και 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι απαραίτητα προκειμένου να υπάρξει ενιαία και συντονισμένη δράση για την αντιμετώπιση της εν εξελίξει πολιτικής κρίσης στη Λιβύη.
Σε αυτό το πλαίσιο εκτιμάται ότι εντάσσεται και η διεθνής διάσκεψη για την κατάσταση στη Λιβύη που είναι προγραμματισμένη να διεξαχθεί στο
Λονδίνο στις 29 Μαρτίου 2010 με κεντρικά ζητήματα στην ατζέντα των συνομιλιών την επιβολή της διεθνούς νομιμότητας, τον τερματισμό της βίας
και την εξεύρεση πολιτικής λύσης που θα επιτρέψει την έξοδο από την κρίση.
Η παρούσα εσωτερική χαοτική κατάσταση στη Λιβύη κρούει τον κώδωνα του κινδύνου τόσο στα μέλη του διεθνούς συνασπισμού όσο και σε
γειτονικές χώρες όπως η Αίγυπτος όσον αφορά στη δυναμική επανεμφάνιση και δραστηριοποίηση εντός της χώρας ισλαμιστικών
οργανώσεων που υποστηρίζουν τη διεξαγωγή διεθνούς ιερού πολέμου με προεξέχουσες την οργάνωση αλ-Κάιντα, και του περιφερειακού της
βραχίονα την αλ-Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ (AQIM). Συγκεκριμένα, η όποια χρονική επιμήκυνση της εσωτερικής αστάθειας στη Λιβύη εκτιμάται
ότι είναι σε θέση να ευνοήσει την άκρα ανάπτυξη του ισλαμικού φονταμενταλισμού και της τρομοκρατίας αναδεικνύοντας στο πολιτικό
προσκήνιο της χώρας ισλαμιστικές δυνάμεις οι οποίες κατ’ ελάχιστον αντιστρατεύονται την περιφερειακή σταθερότητα.
Η αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα στη Λιβύη έχει πυροδοτήσει τη διεξαγωγή διαλόγου και παρασκηνιακών μεσολαβητικών διεργασιών από
τις συμμαχικές χώρες για την εξεύρεση πολιτικής λύσης η οποία φαίνεται να περιλαμβάνει την προσωρινή κυβέρνηση της Βεγγάζης, χωρίς ωστόσο
να αποκλείεται – στην παρούσα τουλάχιστον φάση – η διατήρηση και όχι η αλλαγή του υπάρχοντος καθεστώτος ως εγγυητή σε συνεργασία με
την προσωρινή κυβέρνηση, εκείνων των πολιτικών διαδικασιών που αναμένεται να οδηγήσουν στο όποιο νέο σύστημα διακυβέρνησης.
1. Ισλαμιστική Δράση στη Λιβύη – Οι Βασικοί Δρώντες
Η ισλαμιστική απειλή στην Λιβύη είναι περισσότερο ορατή από ποτέ. Η οργάνωση αλ-Κάιντα έχει μακροχρόνια στρατηγικά συμφέροντα στη Λιβύη
και επιδιώκει την κεφαλαιοποίηση των εξεγέρσεων στη Βόρεια Αφρική προκειμένου να εξυπηρετήσει ειδικότερα συμφέροντά της, ενώ αποσκοπεί
στην θρησκευτική εκμετάλλευση της διεθνούς αεροπορικής επέμβασης ώστε να συσπειρώσει τους πολίτες της Λιβύης ενάντια στη Δύση.
Γεγονός είναι, ότι ο βασικός στρατηγικός σχεδιαστής της αλ-Κάιντα Αϊμάν αλ-Ζαουάχρι παραδοσιακά εκλαμβάνει την δημιουργία μίας ενεργούς
πτέρυγας της οργάνωσης στην Λιβύη ως βασικό πυλώνα της διαμορφούμενης περιφερειακής στρατηγικής της αλ-Κάιντα. Συγκεκριμένα,
ο Ζαουάχρι ΔΕΝ θεωρεί την Λιβύη ως τον «τελικό προορισμό» άσκησης επιρροής και ανάληψης δράσης της αλ-Κάιντα, αλλά ως μία «ασφαλή»
περιοχή την οποία η οργάνωση θα χρησιμοποιήσει για να επεκταθεί σε γειτονικές χώρες όπως η Αίγυπτος και η Αλγερία, οι οποίες διαθέτουν
μεγάλους πληθυσμούς. Με διαφορετική διατύπωση, ο Ζαουάχρι εκλαμβάνει την Λιβύη ως την πιθανή «πίσω πόρτα» μέσω της οποίας η αλ-Κάιντα είναι σε θέση να διεισδύσει στην Αίγυπτο, η οποία αποτελεί ηγέτιδα χώρα στον αραβικό κόσμο. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι μηχανισμοί ασφάλειας και
ελέγχου του καθεστώτος Καντάφι είχαν κατορθώσει να αποτρέψουν την εδραίωση της παρουσίας της αλ-Κάιντα στην χώρα.
Η αλ-Κάιντα συνεργάστηκε ενεργά καθ’ όλη τη δεκαετία του ’90 και τις αρχές του 2000 με την αποκαλούμενη σε ελεύθερη μετάφραση Ισλαμική
Λιβυκή Στρατιωτική Οργάνωση (LIFG: Libyan Islamic Fighting Group) και τερματίστηκε η όποια συνεργασία όταν η τελευταία προσήλθε σε διάλογο
με το καθεστώς του Καντάφι στοχεύοντας στην εθνική συμφιλίωση. Στο πλαίσιο της αγαστής συνεργασίας αμφοτέρων εντάσσεται η προαγωγή του
Αμπου Γιάχια αλ-Λίμπι πρώην ανώτατου μέλους της LIFG στην ιεραρχία της αλ-Κάιντα.
Η διεθνής αεροπορική εκστρατεία σε βάρος της Λιβύης εκτιμάται ότι δίδει τη χρυσή ευκαιρία στην οργάνωση προκειμένου αυτή να επανακάμψει στο
εσωτερικό πολιτικό και ισλαμικό τοπίο της χώρας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τις τελευταίες εβδομάδες, η αλ-Κάιντα εξέδωσε σειρά ανακοινώσεων για τα γεγονότα στη Λιβύη όπως αυτή του Λίβυου ανώτατου μέλους της αλ- Κάιντα από το 1989, του σεΐχη Ατιγιατουλάχ, ο οποίος βρίσκεται στην
περιοχή μεταξύ Αφγανιστάν και Πακιστάν και ο οποίος με μία εκτενή ανακοίνωση στις 16 Φεβρουαρίου 2011, επιχείρησε να θέσει τις πρόσφατες
εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική υπό την αιγίδα της αλ-Κάιντα.
Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση χαρακτήρισε τις εξεγέρσεις ως «ξεκάθαρο σημείο καμπής στην ιστορία της περιοχής» αποκηρύσσοντας τις παλαιές
κυβερνήσεις ως απολυταρχικές και αστυνομοκρατούμενες, ενώ περιέγραψε τον Καντάφι ως «τρελό είδωλο».
Η αλ-Κάιντα μάλιστα επιχειρηματολογεί, ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη και οι διεθνείς αεροπορικές επιδρομές αποτελούν τμήμα μίας
ευρύτερης συνωμοσίας της Δύσης σε βάρος του Ισλάμ, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να επιτίθεται στον Καντάφι ως «αντι-ισλαμικό τύραννο». Σε αυτή
τη βάση, η οργάνωση εκτιμάται ότι επιχειρεί να εμφανισθεί ως η μοναδική βιώσιμη επιλογή για τους Λίβυους οι οποίοι αφενός αντιτίθενται στην εκκοσμικευμένη δικτατορία του Καντάφι και αφετέρου δεν επιθυμούν την κατάληψη της Λιβύης από τη Δύση.
Καθίσταται προφανές ότι η Λιβύη είναι σημαντική για την αλ-Κάιντα τόσο ως εργαλείο στρατολόγησης όσο και ως ευκαιρία για τη δημιουργία μίας
νέας περιφερειακής βάσης η οποία δυνητικά θα λειτουργήσει ως εφαλτήριο για τη διείσδυση της οργάνωσης στην Αίγυπτο και την Αλγερία.
Η εν πολλοίς παρελθούσα αποτυχία της αλ-Κάιντα να δραστηριοποιηθεί άμεσα στη Λιβύη ώθησε την οργάνωση το 2005 να οικοδομήσει την
οργάνωση «αλ-Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ» (AQIM) ως περιφερειακό της βραχίονα. Αν και αρχικά η AQIM ηγήθηκε από Αλγερινούς, σταδιακά
συμπεριέλαβε σημαντικό αριθμό Λίβυων, ο οποίος ανέρχεται περί τους 40, σε ηγετικές θέσεις. Η βασική στρατηγική της AQIM παραδοσιακά εστιάζει
στη διεξαγωγή επιχειρήσεων εντός λιβυκού εδάφους υπό την προϋπόθεση ότι το καθεστώς Καντάφι επιδεικνύει σημάδια αδυναμίας. Οι αναταραχές
στη γειτονική Τυνησία τον Δεκέμβριο 2010 προσέφεραν το έναυσμα για την επαναδραστηριοποίηση και δυναμική επανεμφάνιση της AQIM στη
Λιβύη. Στις αρχές Ιανουαρίου 2011, δύο Λίβυοι μέλη της AQIM, εισήλθαν στη Λιβύη από το Βόρειο Μαλί και ταξίδεψαν μέσω της Νότιας Αλγερίας στη
Λιβύη και συγκεκριμένα στην νοτιοδυτική πόλη Γατ της λιβυκής ερήμου, όπου και ενεπλάκησαν σε εχθροπραξίες με τις τοπικές λιβυκές δυνάμεις
ασφαλείας, σκοτώνοντας έναν αστυνομικό. Αυτή είναι η πρώτη καταγεγραμμένη ένοπλη επιχείρηση της AQIM στη Λιβύη, όπως προβλήθηκε στον αραβικό τύπο. Η εξέγερση των Λίβυων ανταρτών της 15ης Φεβρουαρίου ενάντια στο καθεστώς Καντάφι οδήγησε την AQIM να κλιμακώσει περαιτέρω τις προσπάθειες να δραστηριοποιηθεί ενεργά στη Λιβύη.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η προπαγάνδα της AQIM εστίασε στην Λιβύη αγνοώντας επιδεικτικά τις εξεγέρσεις στην Τυνησία. Συγκεκριμένα, η AQIM προέβαλε βίντεο - προπαγάνδα στο οποίο παρουσιάζονταν τέσσερα τζιπ φορτωμένα με όπλα με προορισμό την Λιβύη, ενώ μία ημέρα μετά τις
διεθνείς αεροπορικές επιδρομές σε βάρος της Λιβύης, ο ηγέτης της AQIM σεΐχης Αμπού Μούσαμπ Αμπντέλ-Ουαντούντ προέβη σε μαγνητοσκοπημένη δήλωση, μεταφέροντας θερμούς χαιρετισμούς στους Λίβυους αντάρτες και
επικρίνοντας τον Λίβυο ηγέτη Καντάφι, χαρακτηρίζοντας τον επί λέξει ως «Φαραώ της Λιβύης», αλλά και αποκηρύσσοντας την ξένη επέμβαση ως
«σύγχρονη σταυροφορία». Και κατέληξε λέγοντας επί λέξη ότι «οφείλουμε να συνεχίσουμε τον αγώνα μας έως ότου επιτύχουμε την πλήρη
απελευθέρωση, εκτοπίζοντας τους σταυροφόρους κατακτητές και τους τυραννικούς Άραβες δούλους τους».
Καθίσταται προφανές ότι η αλ-Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ εκλαμβάνει τις διεθνείς αεροπορικές επιχειρήσεις αλλά και τις επιδρομές του Καντάφι ενάντια στους αντάρτες ως ευκαιρία, προκειμένου να τοποθετήσει εαυτόν ως βιώσιμη και ελκυστική εναλλακτική επιλογή, τόσο έναντι του διεθνούς
παράγοντα όσο και έναντι του καθεστώτος Καντάφι. Συγκεκριμένα, η AQIM προβάλλει το όραμα ενός ισλαμικού κράτους ως εναλλακτική επιλογή
έναντι του καθεστώτος Καντάφι αλλά κυρίως έναντι της προσανατολισμένης προς τη Δύση Δημοκρατίας, την οποία προτείνει η
Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη.
Στο κεφάλαιο που αφορά την Λιβυκή Ισλαμική Στρατιωτική Οργάνωση (LIFG), την περίοδο 2007-2011, εκατοντάδες μαχητές
της οργάνωσης απελευθερώθηκαν αφού προηγουμένως έλαβαν αμνηστία από το καθεστώς Καντάφι καθώς και κυβερνητικές εγγυήσεις για οικονομική, ιατρική και επαγγελματική στήριξή τους προκειμένου να ενταχθούν πλήρως στο κοινωνικό λιβυκό σύστημα.
Ως γνωστόν, καθ’ όλη τη δεκαετία του ΄90, το καθεστώς του Καντάφι είχε κληθεί να αντιμετωπίσει διεξαγόμενο σε βάρος του ιερό πόλεμο από την λιβυκή ισλαμική αντιπολίτευση με επικεφαλής την LIFG και μόλις πρόσφατα ο πόλεμος αυτός «τυπικά» τερματίστηκε με την επίτευξη ενός είδους
συμμαχίας ανάμεσα στη λιβυκή κυβέρνηση και την ισλαμική αντιπολίτευση.
Συγκεκριμένα, έξι ηγετικές φυσιογνωμίες της λιβυκής ισλαμικής στρατιωτικής οργάνωσης, μεταξύ των οποίων οι Αμπντελ Χακίμ αλ-
Μπάλχαζ, ανώτατος ερμηνευτής της ισλαμικής νομολογίας της οργάνωσης και ο Αμπντελ Ουαχάμπ αλ-Κάγεντ αδερφός ηγετικού στελέχους της
οργάνωσης αλ-Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ οι οποίοι είχαν συλληφθεί,εξέδωσαν ένα έγγραφο 417 σελίδων αποτάσσοντας τη χρήση βίας, προβάλλοντας ένα νέο κώδικα διεξαγωγής ιερού πολέμου και καταδικάζοντας την επί δεκαετίες διεξαγωγή ιερού πολέμου σε βάρος του καθεστώτος Καντάφι. Τα κύρια σημεία του εγγράφου με τίτλο «Αναθεωρημένες Μελέτες για τις Έννοιες του Ιερού Πολέμου, Επαλήθευση και Λαϊκή Κρίση» εστίαζαν στην καθιέρωση νέου κώδικα διεξαγωγής ιερού πολέμου, την απόρριψη της βίας ως μέσο για αλλαγή πολιτικών καταστάσεων σε μουσουλμανικές χώρες των οποίων ο ηγέτης είναι μουσουλμάνος, καταδίκαζαν την θανάτωση γυναικόπαιδων και ηλικιωμένων καθώς και έθετε άμεση πρόκληση στην οργάνωση αλ-Κάιντα αναιρώντας την προηγούμενη συνεργασία σε επίπεδο οργανωτικό και ιδεολογικό. Η αναθεωρημένη στάση της ισλαμικής λιβυκής οργάνωσης που οδήγησε στη συμμαχία ανάμεσα στην κυβέρνηση και την ισλαμική λιβυκή αντιπολίτευση υπήρξε αποτέλεσμα διετούς πρωτοβουλίας της οποίας προΐστατο ο υιός του Καντάφι Σάιφ αλ-Ισλάμ χρησιμοποιώντας ως όχημα το Ίδρυμα Ανάπτυξης Καντάφι και απέσπασε την υποστήριξη τόσο του στρατού όσο και των σωμάτων ασφάλειας. Η συγκεκριμένη μάλιστα πρωτοβουλία προβλήθηκε στον τοπικό και διεθνή Τύπο ως μοντέλο ισλαμικής από-ριζοσπαστικοποίησης το οποίο η λιβυκή κυβέρνηση επιχείρησε να εκμεταλλευτεί διπλωματικά ως μία νέα επαναστατική μέθοδο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της επιρροής της αλ-Κάιντα στην περιοχή.
Η Λιβυκή Στρατιωτική Οργάνωση έχει έκτοτε ουσιαστικά διαλυθεί και αξιοσημείωτο είναι ότι πρώην ηγετικές φυσιογνωμίες, εκμεταλλευόμενες το
υφιστάμενο έλλειμμα διακυβέρνησης και το χάος στη Λιβύη, προέβησαν στη δημιουργία μίας νέας πολιτικής οργάνωσης, με την επωνυμία Ισλαμικό Κίνημα για Αλλαγή (αλ-χάρακα αλ-ισλαμίια λιλ-ταγίρ). Ο εκπρόσωπος τύπου του νέου κινήματος μάλιστα εμφανίσθηκε στο αραβικό δορυφορικό
τηλεοπτικό κανάλι Al Jazeera και εξέφρασε υποστήριξη για τη διεθνή επέμβαση προκειμένου να εκδιωχθεί ο Καντάφι, καθώς και την αλληλεγγύη
προς την Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη.
Υπάρχουν ωστόσο εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες πρώην μέλη της Ισλαμικής Στρατιωτικής Οργάνωσης είναι πιθανό να προβούν στην
διεξαγωγή ιερού πολέμου εντός της Λιβύης με σκοπό την δημιουργία ισλαμικής κυβέρνησης χωρίς να αναμένεται ότι θα υιοθετήσουν αντιδυτική
πολεμική, καθώς η οργάνωση ουδέποτε στο παρελθόν κατέφυγε στη χρήση βίας ενάντια στη Δύση ή ενάντια σε πολίτες. Το γεγονός ότι πολλά μέλη
της οργάνωσης είναι άρτια εκπαιδευμένα σε στρατιωτικές τεχνικές όπως συναρμολόγηση βομβών, ανταρτοπόλεμο και ενέδρες, τους καθιστά
δυνητικά μήλο της έριδος για οργανώσεις όπως η αλ-Κάιντα ή/και η αλ- Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ οι οποίες επιδιώκουν τόσο την υιοθέτηση
σκληροπυρηνικής ισλαμικής ιδεολογίας όσο και την ιδεολογία περί διεξαγωγής διεθνούς ιερού πολέμου.
Επιπρόσθετα, την τελευταία δεκαετία έχει αναδυθεί στη Λιβύη σημαντικός αριθμός ανεξάρτητων σαλαφιστών μαχητών. Η λιβυκή
πόλη Δίρνα της Ανατολικής Λιβύης είναι γνωστή ως κέντρο στρατολόγησης για τη διεξαγωγή ιερού πολέμου τόσο εντός της
Λιβύης όσο και εκτός, όπως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Προκειμένου να γίνουν πλήρως κατανοητοί οι λόγοι που οδήγησαν στην αύξηση του αριθμού των ανεξάρτητων σαλαφιστών μαχητών, αξίζει να
επισημανθεί ότι η οικονομική εξαθλίωση ευνόησε την καλλιέργεια της πεποίθησης στους Λίβυους πολίτες και ειδικότερα στη νεολαία
του ανατολικού τμήματος της χώρας, ότι δεν έχουν τίποτα να απολέσουν με το να συμμετάσχουν σε ισλαμιστικές οργανώσεις και
να υιοθετήσουν την ακραία βία τόσο εντός των τειχών όσο και εκτός, όπως στο Ιράκ. Η προοπτική της οικονομικής αποζημίωσης
δια βίου μελών των οικονομικά ασθενών οικογενειών τους στην περίπτωση που οι ίδιοι προέβαιναν σε πράξεις αυτοθυσίας στο
όνομα της θρησκείας στο Ιράκ ή αλλού, αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο σε ένα γεωγραφικό κομμάτι της Λιβύης όπου η πλειονότητα της
νεολαίας μεταξύ 18 και 35 ετών είναι άνεργοι. Υπάρχουν μάλιστα αναφορές σύμφωνα με τις οποίες ισλαμιστικά δίκτυα προσέφεραν
ως κίνητρο σε νεαρά άτομα προκειμένου αυτά να προβούν σε πράξεις αυτοθυσίας μηνιαία χρηματική αποζημίωση προς τις
οικογένειες τους που κυμαίνεται μεταξύ 150 και 200 λιβυκών δηναρίων τη στιγμή που ο μέσος μισθός στη χώρα ανέρχεται σε 250
με 330 λιβυκά δηνάρια. Το κίνητρο της νεολαίας να συμμετέχει σε πράξεις αυτοθυσίας στο Ιράκ και αλλού δεν είναι μόνο οικονομικό καθώς υπάρχει μία προεξέχουσα φιλοσοφία που διακατέχει το σκέπτεσθαι της νεολαίας την Ανατολική Λιβύη και η οποία εδράζεται στην ιστορική
παρακαταθήκη σύμφωνα με την οποία ο ηγέτης της λιβυκής αντίστασης ενάντια στην ιταλική κατοχή στις αρχές του 20ου αιώνα, ο εθνικός ήρωας
Ομάρ Μουχτάρ, κατάγονταν από το χωριό Ζανζούρ της Ανατολικής Λιβύης.
Αξιοσημείωτο δε είναι ότι το ανατολικό τμήμα της χώρας έχει μία μακρά παράδοση αντίστασης σε αντίπαλες κατοχικές δυνάμεις. Η
ανατολική Λιβύη κυριαρχείται από το ιδεώδες του ιερού πολέμου στο Ιράκ και αλλού ως περιφερειακό ζήτημα υψίστης εθνικής σημασίας. Την
πεποίθηση περί διεξαγωγής ιερού πολέμου έχουν καλλιεργήσει στη νεολαία της ανατολικής Λιβύης, Λίβυοι μαχητές οι οποίοι πολέμησαν στο
Αφγανιστάν, καθώς και άλλοι παράγοντες όπως η επιρροή που ασκείται μέσω της τηλεοπτικής εικόνας από δορυφορικά αραβικά κανάλια, τη χρήση
του διαδικτύου για την ανταλλαγή πληροφοριών και το συντονισμό ενεργειών, καθώς και η ευκολία μετάβασης από την Λιβύη στο Ιράκ. Η
δεύτερη μάλιστα μεγαλύτερη ομάδα ξένων μαχητών στο Ιράκ προέρχονται από την Λιβύη και συγκεκριμένα από την ανατολική
πόλη Δέρνα, όπως ταυτοποιήθηκε στα περίφημα «έγγραφα Σινζάρ» που εμπεριέχουν λίστα της αλ-Κάιντα η οποία περιλαμβάνει την
ταυτότητα ξένων μαχητών στο Ιράκ και κατασχέθηκαν στη διάρκεια επιχείρησης που πραγματοποιήθηκε κατά μήκος των κοινών
συνόρων Συρίας-Ιράκ το Σεπτέμβριο 2007.
Με βάση τα προαναφερθέντα, καθίσταται προφανές ότι ο όποιος κίνδυνος ασφάλειας για τη Δύση μεσοπρόθεσμα είναι πιθανό να
προέλθει από ανεξάρτητους σαλαφιστές μαχητές, την οργάνωση αλ-Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ καθώς και από τους εκ νέου
ριζοσπαστικοποιημένους μαχητές, απομεινάρια της διαλυμένης Ισλαμικής Λιβυκής Στρατιωτικής Οργάνωσης, που είχαν
απελευθερωθεί από το καθεστώς Καντάφι. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι ισλαμιστικές δυνάμεις στην περιοχή έχουν κατορθώσει να αποσπάσουν
από τις αποθήκες οπλισμούς των λιβυκών Ενόπλων Δυνάμεων και σημαντικό αριθμό αντιαεροπορικών και άλλων (οπλικών) συστημάτων, σε
συνδυασμό με τον εξοπλισμό των ανταρτών όπως επιβεβαίωσε και ο μέχρι πρότινος πρέσβης των ΗΠΑ στην Τρίπολη, Τζιν Κρετζ, συνιστούν πράγματι εκρηκτικό μίγμα. Και τούτο διότι η ποσότητα όπλων που φθάνει στη Λιβύη αποτελεί δυνητική απειλή, καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθούν εντός της Λιβύης εναντίον φιλο-δυτικών πολιτικών και μετριοπαθών μουσουλμάνων
κληρικών, αλλά και εκτός της Λιβύης σε γειτονικές χώρες όπως η Αλγερία ή ακόμα και στην Ευρώπη. Επίσης, ο οπλισμός είναι πιθανό να
χρησιμοποιηθεί για την αποσταθεροποίηση της όποιας μελλοντικής κυβέρνησης στη Λιβύη εν καιρώ, θέτοντας τις βάσεις για τη δημιουργία
κατάστασης παρόμοια με αυτή που απαντάται στο Ιράκ από το 2003 και εντεύθεν.
Η αλ-Κάιντα και ο περιφερειακός της βραχίονας, η αλ-Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ, έχουν θέσει τα γεγονότα στη Λιβύη στο
επίκεντρο της προπαγάνδας τους. Η αλ-Κάιντα επιχειρεί να εμφανίσει τις εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική ως δικαίωση της
αντίστασης της οργάνωσης ενάντια στα μακροχρόνια εγκατεστημένα καθεστώτα, ενώ ταυτόχρονα προβάλλει τη διεθνή
στρατιωτική επέμβαση ως απόδειξη μίας νέας σταυροφορίας ενάντια στο Ισλάμ και τους απανταχού μουσουλμάνους. Προς
αντίκρουση του πυρήνα της συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας, η διεθνής κοινότητα οφείλει να συνεχίσει να διατυπώνει εμφατικά ότι σκοπός των
αεροπορικών επιδρομών είναι η προστασία των Λίβυων πολιτών.
Η αλ-Κάιντα και η αλ-Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ επιχειρούν να απεικονίσουν το καθεστώς του Καντάφι και την Προσωρινή
Κυβέρνηση στη Βεγγάζη ως ΑΝΕΠΑΡΚΩΣ ΙΣΛΑΜΙΚΕΣ και ως εργαλείο της Δύσης. Στο πλαίσιο της διαμορφούμενης πραγματικότητας,
η διεθνής κοινότητα οφείλει να κατανοήσει ότι η προσωρινή κυβέρνηση προκειμένου να επιβιώσει πολιτικά είναι απαραίτητο να εμφανισθεί ως
υπέρμαχος των ισλαμικών αρχών και παραδόσεων χωρίς να κινδυνεύει να καταγγελθεί ως ισλαμιστική. Σε αυτή τη βάση, η Προσωρινή Κυβέρνηση
οφείλει να είναι περιεκτική και να συμπεριλάβει ομάδες από όλο το πολιτικό φάσμα της χώρας συμπεριλαμβανόμενης και της Μουσουλμανικής
Αδελφότητας αποκλείοντας ωστόσο τη συμμετοχή μελών που ιδεολογικά πρόσκεινται στην αλ-Κάιντα και τον περιφερειακό της βραχίονα την αλ-
Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ που υποστηρίζουν τη διεξαγωγή διεθνούς ιερού πολέμου.
Επιπρόσθετα, η ύπαρξη ή μη επιθέσεων εκ μέρους της αλ-Κάιντα στη Λιβύη δεν συνιστά σε καμία περίπτωση δείκτη του επιπέδου δραστηριότητας και βαθμού διείσδυσης της οργάνωσης στη χώρα. Και τούτο διότι η αλ-Κάιντα είναι πιθανό να επιλέξει την παρούσα αστάθεια στο εσωτερικό της Λιβύης προκειμένου μεσοπρόθεσμα να περιχαρακωθεί και εδραιωθεί στην αραβική χώρα στοχεύοντας ωστόσο μακροπρόθεσμα στην υπονόμευση των όποιων μελλοντικών κυβερνήσεων στη Λιβύη ή/και την Αίγυπτο.
2. Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη και το Καθεστώς Καντάφι
Επικεφαλής της Προσωρινής Κυβέρνησης στη Βεγγάζη είναι ο Μαχμούντ Ζιμπρίλ υπέρμαχος των νεοφιλελεύθερων οικονομικών
μεταρρυθμίσεων στη Λιβύη ο οποίος διατηρεί στενούς δεσμούς με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Υπήρξε μέχρι πρότινος στενός συνεργάτης
του Καντάφι ως υπουργός Εθνικού Προγραμματισμού και ως επικεφαλής του λιβυκού ερευνητικού κέντρου με την επωνυμία Επιτροπή για την Εθνική Οικονομική Ανάπτυξη το οποίο υπάγεται άμεσα στον πρωθυπουργό της χώρας και το οποίο δημιουργήθηκε με χρηματοδότηση που έλαβε από βρετανικές και αμερικανικές εταιρίες συμβούλων με σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση των αμερικανο-βρετανικών επενδύσεων και εμπορικών συμφερόντων στη Λιβύη.
Αξιομνημόνευτη είναι η συνεργασία της Επιτροπής με την βρετανική κυβέρνηση και το εγνωσμένης διεθνούς φήμης πανεπιστημιακό ίδρυμα London School of Economics σε πρόγραμμα ανταλλαγών για την αποστολή 400 μελλοντικών Λίβυων ηγετών για διοικητική και διπλωματική εκπαίδευση, όπως επίσης και η συνεργασία με τη βρετανική πρεσβεία για την αποστολή 70 Λίβυων δικαστών στην Βρετανία προκειμένου να εκπαιδευτούν σε
βρετανικές δικαστικές διαδικασίες. Εξίσου σημαντική είναι η συνεργασία της Επιτροπής με αμερικανικές εταιρίες ειδικευμένες στην
πώληση τεχνολογίας σε τομείς όπως η εξ’ αποστάσεως μάθηση (distance learning / e-learning) με σκοπό τη διασύνδεση λιβυκών και αμερικανικών
πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιτροπή υλοποίησε πρόγραμμα ψηφιακής βίντεο-διάσκεψης σε συνεργασία με τα αμερικανικά
πανεπιστημιακά ιδρύματα Georgetown, Princeton, Harvard και Yale, ενώ το 2006 ο Λίβυος πρόεδρος Καντάφι προέβη σε βίντεο-διάσκεψη με το
πανεπιστήμιο Columbia.
Η Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη απαρτίζεται από νομικούς και διανοούμενους που επιδιώκουν την εδραίωση πολιτικού
συστήματος στη Λιβύη που να διέπεται από δημοκρατικές αρχές. Η πλειονότητα των μελών της προσωρινής κυβέρνησης δεν διαθέτει
πολιτική εμπειρία εγείροντας αμφιβολίες σχετικές με την ικανότητα να ασκήσουν αποτελεσματική διακυβέρνηση στη μετά-Καντάφι
εποχή. Και τούτο διότι στη γειτονική Αίγυπτο ο εκδιωχθείς πρόεδρος Μουμπάρακ είχε επιτρέψει την λειτουργία πολιτικών κομμάτων, εμπορικών
ενώσεων, οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ελεύθερου Τύπου, καθώς και τη διεξαγωγή κοινοβουλευτικών και προεδρικών εκλογών
παρέχοντας με αυτό τον τρόπο πολιτική εκπαίδευση στις αντιπολιτευόμενες ομάδες. Αντίθετα, στη Λιβύη δεν υπάρχουν επαρκείς πολιτικοί
θεσμοί καθώς ο Καντάφι είχε απαγορεύσει την λειτουργία πολιτικών κομμάτων και μη-κυβερνητικών οργανώσεων, ενώ είχε
φιμώσει κυριολεκτικά τον Τύπο. Η μεγάλη πρόκληση που τίθεται στην προσωρινή κυβέρνηση αφορά στην ικανοποίηση της ομόφωνης απόφασης
των έντεκα μελών της να ασκήσει δημοκρατική διακυβέρνηση, να θέσει σε κίνηση τις διαδικασίες για τη θέσπιση Συντάγματος, καθώς αντί
συντάγματος από το 1979 και εντεύθεν ίσχυε η Πράσινη Βίβλος του Καντάφι, να προβεί σε σαφή διαχωρισμό των εξουσιών, να επιτρέψει την
λειτουργία πολιτικών κομμάτων και ελεύθερου τύπου καθώς και να ενθαρρύνει τη διεξαγωγή κοινοβουλευτικών εκλογών. Αξιοσημείωτο
είναι ότι η προσωρινή κυβέρνηση στη Βεγγάζη οραματίζεται ένα κοινοβουλευτικό αντί του υφιστάμενου προεδρικού συστήματος
διακυβέρνησης το οποίο προσομοιάζει με τη συνταγματική μοναρχία του Ιντρίς Σανούσι που υπήρχε στην περίοδο πριν το
1969, οπότε και ο Καντάφι εκδίωξε την μοναρχία με ένα αναίμακτο πραξικόπημα. Συγκεκριμένα, πάγιο αίτημα των πολιτών κυρίως της
Ανατολικής Λιβύης αποτελεί η προώθηση των πολιτικών μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ομοσπονδιακού συστήματος
διακυβέρνησης που υπήρχε στη διάρκεια της μοναρχίας πριν το ΄69 με σκοπό να αποκτηθεί μεγάλος βαθμός αυτονομίας εντός βέβαια των
υφιστάμενων εθνικών γεωγραφικών ορίων.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η 11μελής ομάδα που απαρτίζει την προσωρινή κυβέρνηση στη Βεγγάζη περιλαμβάνει -μεταξύ άλλων-
συγγενή του εκδιωχθέντα μονάρχη, όπως επίσης δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο διάδοχος της βασιλικής οικογένειας, Σέγεντ Ιντρίς αλ-
Σανούσι, που γεννήθηκε στη Βεγγάζη είναι επικεφαλής του κινήματος Σανούσι και υποστηρίζεται από την πλειονότητα των
φυλών της Λιβύης. Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι το 2003 κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ, ο Λίβυος πρόεδρος Καντάφι πρότεινε στον
Σέγεντ Ιντρίς τη θέση του πρωθυπουργού της Λιβύης, αφενός αναγνωρίζοντας τα λαϊκά ερείσματα του βασιλικού διαδόχου και αφετέρου
σε μία προσπάθεια να ενισχύσει τη νομιμότητα του καθεστώτος του.
Φθάνοντας στη σημερινή έκρυθμη και βίαιη συγκυρία, ο διάδοχος της εξόριστης βασιλικής οικογένειας Σέγεντ Ιντρίς δήλωσε παρόν
και εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία «προσφέρει την αμέριστη στήριξη του προς την Προσωρινή Κυβέρνηση της
Βεγγάζης και είναι έτοιμος να επιστρέψει στη Λιβύη».
Ο επικεφαλής της προσωρινής κυβέρνησης στη Βεγγάζη Μαχμούντ Τζιμπρίλ εκτιμάται ότι αποτελεί προσωπική επιλογή του Γάλλου
προέδρου Νικολά Σαρκοζί ως πολιτικού της Λιβύης ο οποίος καλείται να διαδραματίσει ρόλο αντί-Καντάφι παρά το γεγονός ότι
στην πραγματικότητα ο ίδιος υπήρξε στενός συνεργάτης, ένθερμος υποστηρικτής και εκφραστής των οικονομικών και πολιτικών
μεταρρυθμίσεων που την πρόσφατη πενταετία επιχείρησε να εισάγει ο Καντάφι σε μία προσπάθεια σταδιακής αλλά αργής
μετεξέλιξής του λιβυκού καθεστώτος. Συγκεκριμένα, ο Μαχμούντ Ζιμπρίλ ως υπουργός Εθνικού Προγραμματισμού στην κυβέρνηση Καντάφι
επιχείρησε να υλοποιήσει το πρόγραμμα που αφορούσε στην κυβερνητική αναδιάρθρωση και τις ιδιωτικοποιήσεις, ενώ ορίστηκε επικεφαλής, πέραν
της Επιτροπής για την Εθνική Οικονομική Ανάπτυξη, μίας άλλης υπερ-επιτροπής που συντόνιζε πέντε επιτροπές οι οποίες ήταν επιφορτισμένες με
την υλοποίηση του περίφημου «Λιβυκού Οράματος» του Καντάφι για την προώθηση πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων προς την
κατεύθυνση –μεταξύ άλλων – και της ανακατανομής του εθνικού πλούτου.
Η εκπεφρασμένη θέση του Ζιμπρίλ για την γεωπολιτική σημασία της Λιβύης με την ιδιότητα, μέχρι πρότινος, του υπουργού στην
κυβέρνηση Καντάφι συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι η χώρα την προσεχή δεκαετία αναμένεται να κατασταθεί άκρως σημαντική
λόγω των ανεκμετάλλευτων υδρογονανθράκων που υπάρχουν στο λιβυκό υπέδαφος, της γεωγραφικής εγγύτητας με την Ευρώπη και
της αποστροφής του λιβυκού πολιτικού συστήματος στην υιοθέτηση ακραίων ισλαμικών εκφάνσεων, ενώ αντίθετα, η περιοχή
του Περσικού αναμένεται να βιώσει ακόμη μεγαλύτερη αστάθεια λόγω δημογραφικών πιέσεων, αύξησης του ισλαμικού εξτρεμισμού,
ανάδειξης μίας νέας γενιάς λιγότερο ικανών ηγετών καθώς και μεγαλύτερου ανταγωνισμού για το πετρέλαιο ανάμεσα σε Κίνα,
Ρωσία και Ινδία.
Η διεθνής αναγνώριση της Προσωρινής Κυβέρνησης στη Βεγγάζη ως επίσημης λιβυκής κυβέρνησης, εκτιμάται ότι θα επιτρέψει την αυτόματη
πρόσβαση σε περιουσιακά στοιχεία της Λιβύης που υφίστανται στο εξωτερικό, τον έλεγχο των εσόδων πετρελαίου όπως επίσης την ανάληψη
νομικής και πολιτικής δράσης ενάντια στον Καντάφι. Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεδομένη η a priori
υποστήριξη της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή δεδομένου ότι μέλη της προσωρινής κυβέρνησης έχουν
επανειλημμένα εκφράσει την αντίθεση στις αμερικανικές πολιτικές έναντι του Παλαιστινιακού, του Ιράκ και του Αφγανιστάν.
Ο διεθνής συνασπισμός των Ευρωπαίων και των ΗΠΑ εκτιμάται ότι υποστηρίζουν την προσωρινή κυβέρνηση στη Βεγγάζη και τους
εξεγερθέντες στην Ανατολική Λιβύη, σε καμία περίπτωση όμως δεν προκρίνουν την χερσαία στρατιωτική επέμβαση με δεδομένη την
αποκτηθείσα εμπειρία στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Η βιολογική απώλεια του Λίβυου προέδρου Καντάφι δεν φαίνεται επίσης να κατέχει
κυρίαρχη θέση στην ατζέντα του διεθνούς συνασπισμού. Αντίθετα, σενάρια περί μετάβασης του Καντάφι και μελών της οικογένειάς του σε
τρίτη χώρα με εγγυήσεις για την προσωπική ασφάλεια και την οικονομική εξασφάλιση δια βίου έχουν κυριαρχήσει παρασκηνιακά στο τραπέζι των
όποιων συζητήσεων. Και τούτο διότι είναι ακόμη νωπή στη διεθνή μνήμη η αποτυχημένη επιχείρηση που ενέκρινε τον Απρίλιο του 1986 ο τότε
Αμερικανός Πρόεδρος Ρέιγκαν για την βιολογική απώλεια –
«εξουδετέρωση» – του Λίβυου προέδρου με την εκτόξευση 36
κατευθυνόμενων βομβών λέιζερ εναντίον της στρατιωτικής βάσης Μπαμπ
αλ-Αζιζία η οποία αποτελούσε το αρχηγείο του Καντάφι. Ο Ρέιγκαν
επικρίθηκε έντονα τόσο εντός των ΗΠΑ όσο και εκτός για την προσπάθεια
εξουδετέρωσης πολιτικού ηγέτη καθώς και χλευάστηκε για την
αποτυχημένη αποστολή. Η επανάληψη του ιδίου σεναρίου απορρίπτεται
συλλήβδην από το σύνολο των χωρών που συμμετέχουν είτε άμεσα είτε
έμμεσα στον αεροπορικό αποκλεισμό της Λιβύης συμπεριλαμβανομένου και
του Αραβικού Συνδέσμου.
Η σημερινή κατάσταση παρουσιάζεται ως εφιαλτική για το διεθνή
συνασπισμό καθώς η μεγάλη πρόκληση έχει αναδυθεί ΜΕΤΑ την
επιτυχή επιβολή της ζώνης για την απαγόρευση της εναέριας
κυκλοφορίας στη Λιβύη. Και τούτο διότι εάν ο διεθνής συνασπισμός του
οποίου ηγούνται η Γαλλία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ αποφασίσουν να
περιθωριοποιήσουν την παρουσία τους, τότε επί της ουσίας σιωπηρά
αποδέχονται την εξουσία του Καντάφι και την κατάπνιξη των
εξεγερθέντων. Εάν αποφασίσουν να αναμιχθούν ενεργά στρατιωτικά, τότε
με μαθηματική ακρίβεια θα εμπλακούν σε επιχειρήσεις φθοράς και
απώλειας άμαχου πληθυσμού επί μακρόν προσφέροντας με αυτό τον τρόπο
την αιτιολογική βάση στην οποία ενδέχεται να στηριχθούν ισλαμιστικές
οργανώσεις όπως η αλ-Κάιντα για τη διεξαγωγή διεθνούς ιερού πολέμου με
ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει. Εάν αποφασίσουν να αναζητήσουν νέες
βάσεις, τότε απαιτείται ο καθορισμός συγκεκριμένης στρατηγικής
εξόδου και απεμπλοκής. Η εμπειρία της Δύσης όσον αφορά στην επιβολή
ζώνης απαγόρευσης πτήσεων σε χώρες όπως το Ιράκ, έχει αποδείξει ότι
απούσας της όποιας πολιτικής λύσης η κατάσταση δύναται να εκτροχιασθεί.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Ιράκ όπου η επιβολή από τις ΗΠΑ της
ζώνης για απαγόρευση απαγόρευσης πτήσεων στις κουρδικές περιοχές του
Βορείου Ιράκ και τις σιιτικές περιοχές στον Νότο, χωρίς μάλιστα και να έχει
προηγηθεί η λήψη σχετικής απόφασης από το Συμβούλιο Ασφαλείας του
ΟΗΕ, σημείωσε εξαιρετικά περιορισμένη επιτυχία καθ’ όλη την περίοδο από
1991 έως και το 2003. Κι αυτό γιατί υπό την προστασία των αμερικανικών
δυνάμεων οι οποίες κατέστρεψαν ολοσχερώς την αντιαεροπορική άμυνα
του Ιράκ και τις στρατιωτικές βάσεις στο έδαφος, οι Κούρδοι εδραίωσαν de
facto την αυτονομία στο Βόρειο Ιράκ (αυτή τη στιγμή βέβαια που οι
συσχετισμοί έχουν αλλάξει αυτό ευνοεί τον σχεδιασμό της Δύσης),
ενώ το νότιο τμήμα της χώρας εξακολουθεί έκτοτε να βρίσκεται υπό
καθεστώς παντελούς έλλειψης ασφάλειας και καθημερινών ένοπλων
αντιπαραθέσεων με δεδομένη πλέον και τη διείσδυση μαχητών
ισλαμιστικών οργανώσεων όπως της αλ-Κάιντα.
Το εύλογο ωστόσο ερώτημα που αναδύεται αφορά στην επόμενη
ημέρα και τη μορφή της όποιας νέας κυβέρνησης στην περίπτωση
που το καθεστώς Καντάφι δεν καταρρεύσει άμεσα αλλά δεχθεί να
συνεργαστεί σε μία μεταβατική περίοδο με την προσωρινή
κυβέρνηση της Βεγγάζης προκειμένου να αναδειχθεί μέσα από
εθνικές εκλογές το όποιο νέο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας.
Σε αυτό μήκος κύματος κινήθηκε η μεσολάβηση της Τουρκίας στο
παρασκήνιο για τη διευθέτηση της πολιτικής κρίσης στη Λιβύη πριν μάλιστα
την έναρξη των διεθνών αεροπορικών επιδρομών, όπως επίσης και η
ανάληψη εκ μέρους αυτής της εκπροσώπησης των αμερικανικών
συμφερόντων (διπλωματική εκπροσώπηση δι’ αντιπροσώπου) στη Λιβύη.
Επί της ουσίας δηλαδή η Τουρκία έχει κατορθώσει να γίνει αποδεκτή ως
έντιμος διαμεσολαβητής (honest broker) αφενός από το καθεστώς του
Καντάφι, που συνιστά το ένα από τα δύο μέρη που πρέπει να
συνεννοηθούν για να προκύψει η όποια πολιτική λύση στο πρόβλημα την
επαύριον των αεροπορικών επιδρομών, και αφετέρου από τις ΗΠΑ.
Στην περίπτωση που οι παρασκηνιακές διεργασίες οδηγήσουν σε
πολιτική λύση που θα περιλαμβάνει και δεν θα αποκλείει τον στενό
οικογενειακό κύκλο του Καντάφι –αν και η συγκεκριμένη
πιθανότητα εμφανίζεται πλέον εξαιρετικά περιορισμένη- τότε
σημαντικό ρόλο εκτιμάται ότι θα διαδραματίσει ο δευτερότοκος υιός
του Σαιφ Αλ-Ισλάμ.
Ο Σάιφ αλ-Ισλάμ ως πρόεδρος του Ιδρύματος Ανάπτυξης Καντάφι
αποτέλεσε το δημόσιο πρόσωπο του καθεστώτος που εμφανίζονταν ως
υπέρμαχος των πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων και είχε
αντιληφθεί ότι ο οποιοσδήποτε κίνδυνος αποσταθεροποίησής ήταν
περισσότερο πιθανό να προέλθει από το ανατολικό κομμάτι της χώρας,
όπερ και εγένετο. Τοιουτοτρόπως, αποφάσισε να βγάλει στο διεθνές
ειδησεογραφικό προσκήνιο την Ανατολική περιοχή της Λιβύης με τη
διοργάνωση του Διεθνούς Φόρουμ Νεολαίας επί δύο συναπτά έτη, το 2006
και το 2007, στη Βεγγάζη. Μεταξύ των προγραμμάτων που αποφασίστηκε
να υλοποιηθούν στο πλαίσιο του διεθνούς φόρουμ συγκαταλέγονταν
πρόγραμμα ύψους 1 δις. δολαρίων με σκοπό την ανάπτυξη μίας
τουριστικής και επιχειρηματικής ζώνης φιλικής προς το περιβάλλον στην
πόλη Κυρήνη κοντά στη Βεγγάζη. Επίσης εξίσου σημαντική υπήρξε η
απόφαση για ανακαίνιση του λιμανιού της Βεγγάζης στοχεύοντας στην
αύξηση του όγκου των παρεχόμενων υπηρεσιών στη ναυτιλία και τη
δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Ο Σάιφ αλ-Ισλάμ είχε οικοδομήσει το προφίλ του προσεκτικά αποβλέποντας
στην όποια διάδοχη κατάσταση ως φιλάνθρωπος, μεταρρυθμιστής και
υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η πλειονότητα της νεολαίας
στην Λιβύη τον θεωρούσε μέχρι πρότινος ως την ελπίδα της Λιβύης του
αύριο (Λίμπια αλ-γάντ) υπό την προϋπόθεση ότι η διαδοχή του Καντάφι θα
περιορίζονταν εντός των στενών οικογενειακών ορίων. Σε αυτό το πλαίσιο
κατά το πρόσφατο παρελθόν, το Ίδρυμα Ανάπτυξης Καντάφι συνέδραμε
ενεργά στην ανακούφιση των πληγέντων της Αϊτής στέλνοντας
εκατοντάδες τόνους προμηθειών. Επιπρόσθετα, από τα τέλη του 2009, το
επιτελείο του Σάιφ αλ-Ισλάμ επέκτεινε τους τομείς δραστηριότητάς του
επιδεικνύοντας έντονο ενδιαφέρον σε ζητήματα που άπτονταν της άμυνας
και ασφάλειας της χώρας. Η ενεργός εμπλοκή μάλιστα του επιτελείου
του Σάιφ αλ-Ισλάμ στις αρχικές συζητήσεις και μετέπειτα
διαπραγματεύσεις για την απόκτηση από την χώρα σημαντικών
οπλικών συστημάτων, θεωρήθηκε ότι αντανακλούσε τα ευρύτερα
σχέδια του ιδίου να εδραιώσει θέματα άμυνας και ασφάλειας στο
πλαίσιο του χαρτοφυλακίου του ως γενικού συντονιστή του
κυβερνητικού έργου. Επιπρόσθετα, η ενεργός ανάμιξη του Σάιφ αλ-
Ισλάμ στην εθνική συμφιλίωση τη λιβυκής κυβέρνησης με την λιβυκή
ισλαμική αντιπολίτευση, καθώς και η επίβλεψη της διαδικασίας για την
κατάρτιση Συντάγματος από τον ίδιο ως επικεφαλής της επιτροπής που
κατέληξε σε ένα αρχικό κείμενο, παρότι δεν προχώρησε θεσμικά,
κατέδειξαν την πρόθεση για την οικοδόμηση του δημόσιου προφίλ του
στοχεύοντας στην επόμενη ημέρα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το πρώτο
εθνικό διάγγελμα από την ημέρα της κρίσης πραγματοποίησε όχι ο Καντάφι
αλλά ο υιός Σάιφ αλ-Ισλάμ ως οιονεί υπέρμαχος των πολιτικών
μεταρρυθμίσεων ο οποίος απευθυνόμενος στους διαδηλωτές της
Ανατολικής Λιβύης δήλωσε ότι είναι πλήρως κατανοητά και αποδεκτά τα
αιτήματα και η πολιτική ατζέντα πολιτικών οργανώσεων, εμπορικών
ενώσεων, και δικηγόρων που βρίσκονται πίσω από τα γεγονότα στην
Ανατολική Λιβύη, ενώ δεν παρέλειψε να τονίσει ότι υπάρχουν ισλαμιστικές
ομάδες οι οποίες εκμεταλλεύονται τα δίκαια αιτήματα των πολιτών
προκειμένου να εγκαθιδρύσουν ισλαμικό εμιράτο στην Ανατολική Λιβύη.
Αντί Επιλόγου
Τετραγωνίζοντας τον πολιτικό κύκλο ισχύος ανάμεσα στο αναδυόμενο
σύστημα μετριοπαθούς ισλαμικής διακυβέρνησης και στην παλαιά τάξη
πραγμάτων η οποία στηρίζει την διαφύλαξη του status quo απέναντι στον
κίνδυνο ανάδειξης ισλαμιστικών πολιτικών δυνάμεων, η μεγάλη πρόκληση
την επόμενη ημέρα της κρίσης αφορά στη διατήρηση μίας λεπτής
ισορροπίας ανάμεσα στους αντίπαλους πόλους πολιτικής ισχύος ώστε η
χώρα να μπορέσει να ανασυγκροτηθεί και να τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης,
καθώς επίσης και την πορεία των όποιων οικονομικών και πολιτικών
μεταρρυθμίσεων προς όφελος πρωτίστως της Λιβύης και της περιοχής
γενικότερα.
*Η Αντωνία Δήμου είναι επικεφαλής του τομέα Μέσης Ανατολής και
Περσικού Κόλπου στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Άμυνας και Ασφάλειας
(IAAA), εταίρος στο Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών (CSS) του
πανεπιστημίου της Ιορδανίας και στο Κέντρο για την Ανάπτυξη στη Μέση
Ανατολή (CMED) του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Λος Άντζελες.
ΠΗΓΗ
Τα επιχειρησιακά αποτελέσματα της διεθνούς αεροπορικής επέμβασης στηΛιβύη και η αποτίμηση της εφαρμογής των ψηφισμάτων 1970 και 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι απαραίτητα προκειμένου να υπάρξει ενιαία και συντονισμένη δράση για την αντιμετώπιση της εν εξελίξει πολιτικής κρίσης στη Λιβύη.
Σε αυτό το πλαίσιο εκτιμάται ότι εντάσσεται και η διεθνής διάσκεψη για την κατάσταση στη Λιβύη που είναι προγραμματισμένη να διεξαχθεί στο
Λονδίνο στις 29 Μαρτίου 2010 με κεντρικά ζητήματα στην ατζέντα των συνομιλιών την επιβολή της διεθνούς νομιμότητας, τον τερματισμό της βίας
και την εξεύρεση πολιτικής λύσης που θα επιτρέψει την έξοδο από την κρίση.
Η παρούσα εσωτερική χαοτική κατάσταση στη Λιβύη κρούει τον κώδωνα του κινδύνου τόσο στα μέλη του διεθνούς συνασπισμού όσο και σε
γειτονικές χώρες όπως η Αίγυπτος όσον αφορά στη δυναμική επανεμφάνιση και δραστηριοποίηση εντός της χώρας ισλαμιστικών
οργανώσεων που υποστηρίζουν τη διεξαγωγή διεθνούς ιερού πολέμου με προεξέχουσες την οργάνωση αλ-Κάιντα, και του περιφερειακού της
βραχίονα την αλ-Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ (AQIM). Συγκεκριμένα, η όποια χρονική επιμήκυνση της εσωτερικής αστάθειας στη Λιβύη εκτιμάται
ότι είναι σε θέση να ευνοήσει την άκρα ανάπτυξη του ισλαμικού φονταμενταλισμού και της τρομοκρατίας αναδεικνύοντας στο πολιτικό
προσκήνιο της χώρας ισλαμιστικές δυνάμεις οι οποίες κατ’ ελάχιστον αντιστρατεύονται την περιφερειακή σταθερότητα.
Η αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα στη Λιβύη έχει πυροδοτήσει τη διεξαγωγή διαλόγου και παρασκηνιακών μεσολαβητικών διεργασιών από
τις συμμαχικές χώρες για την εξεύρεση πολιτικής λύσης η οποία φαίνεται να περιλαμβάνει την προσωρινή κυβέρνηση της Βεγγάζης, χωρίς ωστόσο
να αποκλείεται – στην παρούσα τουλάχιστον φάση – η διατήρηση και όχι η αλλαγή του υπάρχοντος καθεστώτος ως εγγυητή σε συνεργασία με
την προσωρινή κυβέρνηση, εκείνων των πολιτικών διαδικασιών που αναμένεται να οδηγήσουν στο όποιο νέο σύστημα διακυβέρνησης.
1. Ισλαμιστική Δράση στη Λιβύη – Οι Βασικοί Δρώντες
Η ισλαμιστική απειλή στην Λιβύη είναι περισσότερο ορατή από ποτέ. Η οργάνωση αλ-Κάιντα έχει μακροχρόνια στρατηγικά συμφέροντα στη Λιβύη
και επιδιώκει την κεφαλαιοποίηση των εξεγέρσεων στη Βόρεια Αφρική προκειμένου να εξυπηρετήσει ειδικότερα συμφέροντά της, ενώ αποσκοπεί
στην θρησκευτική εκμετάλλευση της διεθνούς αεροπορικής επέμβασης ώστε να συσπειρώσει τους πολίτες της Λιβύης ενάντια στη Δύση.
Γεγονός είναι, ότι ο βασικός στρατηγικός σχεδιαστής της αλ-Κάιντα Αϊμάν αλ-Ζαουάχρι παραδοσιακά εκλαμβάνει την δημιουργία μίας ενεργούς
πτέρυγας της οργάνωσης στην Λιβύη ως βασικό πυλώνα της διαμορφούμενης περιφερειακής στρατηγικής της αλ-Κάιντα. Συγκεκριμένα,
ο Ζαουάχρι ΔΕΝ θεωρεί την Λιβύη ως τον «τελικό προορισμό» άσκησης επιρροής και ανάληψης δράσης της αλ-Κάιντα, αλλά ως μία «ασφαλή»
περιοχή την οποία η οργάνωση θα χρησιμοποιήσει για να επεκταθεί σε γειτονικές χώρες όπως η Αίγυπτος και η Αλγερία, οι οποίες διαθέτουν
μεγάλους πληθυσμούς. Με διαφορετική διατύπωση, ο Ζαουάχρι εκλαμβάνει την Λιβύη ως την πιθανή «πίσω πόρτα» μέσω της οποίας η αλ-Κάιντα είναι σε θέση να διεισδύσει στην Αίγυπτο, η οποία αποτελεί ηγέτιδα χώρα στον αραβικό κόσμο. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι μηχανισμοί ασφάλειας και
ελέγχου του καθεστώτος Καντάφι είχαν κατορθώσει να αποτρέψουν την εδραίωση της παρουσίας της αλ-Κάιντα στην χώρα.
Η αλ-Κάιντα συνεργάστηκε ενεργά καθ’ όλη τη δεκαετία του ’90 και τις αρχές του 2000 με την αποκαλούμενη σε ελεύθερη μετάφραση Ισλαμική
Λιβυκή Στρατιωτική Οργάνωση (LIFG: Libyan Islamic Fighting Group) και τερματίστηκε η όποια συνεργασία όταν η τελευταία προσήλθε σε διάλογο
με το καθεστώς του Καντάφι στοχεύοντας στην εθνική συμφιλίωση. Στο πλαίσιο της αγαστής συνεργασίας αμφοτέρων εντάσσεται η προαγωγή του
Αμπου Γιάχια αλ-Λίμπι πρώην ανώτατου μέλους της LIFG στην ιεραρχία της αλ-Κάιντα.
Η διεθνής αεροπορική εκστρατεία σε βάρος της Λιβύης εκτιμάται ότι δίδει τη χρυσή ευκαιρία στην οργάνωση προκειμένου αυτή να επανακάμψει στο
εσωτερικό πολιτικό και ισλαμικό τοπίο της χώρας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τις τελευταίες εβδομάδες, η αλ-Κάιντα εξέδωσε σειρά ανακοινώσεων για τα γεγονότα στη Λιβύη όπως αυτή του Λίβυου ανώτατου μέλους της αλ- Κάιντα από το 1989, του σεΐχη Ατιγιατουλάχ, ο οποίος βρίσκεται στην
περιοχή μεταξύ Αφγανιστάν και Πακιστάν και ο οποίος με μία εκτενή ανακοίνωση στις 16 Φεβρουαρίου 2011, επιχείρησε να θέσει τις πρόσφατες
εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική υπό την αιγίδα της αλ-Κάιντα.
Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση χαρακτήρισε τις εξεγέρσεις ως «ξεκάθαρο σημείο καμπής στην ιστορία της περιοχής» αποκηρύσσοντας τις παλαιές
κυβερνήσεις ως απολυταρχικές και αστυνομοκρατούμενες, ενώ περιέγραψε τον Καντάφι ως «τρελό είδωλο».
Η αλ-Κάιντα μάλιστα επιχειρηματολογεί, ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη και οι διεθνείς αεροπορικές επιδρομές αποτελούν τμήμα μίας
ευρύτερης συνωμοσίας της Δύσης σε βάρος του Ισλάμ, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να επιτίθεται στον Καντάφι ως «αντι-ισλαμικό τύραννο». Σε αυτή
τη βάση, η οργάνωση εκτιμάται ότι επιχειρεί να εμφανισθεί ως η μοναδική βιώσιμη επιλογή για τους Λίβυους οι οποίοι αφενός αντιτίθενται στην εκκοσμικευμένη δικτατορία του Καντάφι και αφετέρου δεν επιθυμούν την κατάληψη της Λιβύης από τη Δύση.
Καθίσταται προφανές ότι η Λιβύη είναι σημαντική για την αλ-Κάιντα τόσο ως εργαλείο στρατολόγησης όσο και ως ευκαιρία για τη δημιουργία μίας
νέας περιφερειακής βάσης η οποία δυνητικά θα λειτουργήσει ως εφαλτήριο για τη διείσδυση της οργάνωσης στην Αίγυπτο και την Αλγερία.
Η εν πολλοίς παρελθούσα αποτυχία της αλ-Κάιντα να δραστηριοποιηθεί άμεσα στη Λιβύη ώθησε την οργάνωση το 2005 να οικοδομήσει την
οργάνωση «αλ-Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ» (AQIM) ως περιφερειακό της βραχίονα. Αν και αρχικά η AQIM ηγήθηκε από Αλγερινούς, σταδιακά
συμπεριέλαβε σημαντικό αριθμό Λίβυων, ο οποίος ανέρχεται περί τους 40, σε ηγετικές θέσεις. Η βασική στρατηγική της AQIM παραδοσιακά εστιάζει
στη διεξαγωγή επιχειρήσεων εντός λιβυκού εδάφους υπό την προϋπόθεση ότι το καθεστώς Καντάφι επιδεικνύει σημάδια αδυναμίας. Οι αναταραχές
στη γειτονική Τυνησία τον Δεκέμβριο 2010 προσέφεραν το έναυσμα για την επαναδραστηριοποίηση και δυναμική επανεμφάνιση της AQIM στη
Λιβύη. Στις αρχές Ιανουαρίου 2011, δύο Λίβυοι μέλη της AQIM, εισήλθαν στη Λιβύη από το Βόρειο Μαλί και ταξίδεψαν μέσω της Νότιας Αλγερίας στη
Λιβύη και συγκεκριμένα στην νοτιοδυτική πόλη Γατ της λιβυκής ερήμου, όπου και ενεπλάκησαν σε εχθροπραξίες με τις τοπικές λιβυκές δυνάμεις
ασφαλείας, σκοτώνοντας έναν αστυνομικό. Αυτή είναι η πρώτη καταγεγραμμένη ένοπλη επιχείρηση της AQIM στη Λιβύη, όπως προβλήθηκε στον αραβικό τύπο. Η εξέγερση των Λίβυων ανταρτών της 15ης Φεβρουαρίου ενάντια στο καθεστώς Καντάφι οδήγησε την AQIM να κλιμακώσει περαιτέρω τις προσπάθειες να δραστηριοποιηθεί ενεργά στη Λιβύη.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η προπαγάνδα της AQIM εστίασε στην Λιβύη αγνοώντας επιδεικτικά τις εξεγέρσεις στην Τυνησία. Συγκεκριμένα, η AQIM προέβαλε βίντεο - προπαγάνδα στο οποίο παρουσιάζονταν τέσσερα τζιπ φορτωμένα με όπλα με προορισμό την Λιβύη, ενώ μία ημέρα μετά τις
διεθνείς αεροπορικές επιδρομές σε βάρος της Λιβύης, ο ηγέτης της AQIM σεΐχης Αμπού Μούσαμπ Αμπντέλ-Ουαντούντ προέβη σε μαγνητοσκοπημένη δήλωση, μεταφέροντας θερμούς χαιρετισμούς στους Λίβυους αντάρτες και
επικρίνοντας τον Λίβυο ηγέτη Καντάφι, χαρακτηρίζοντας τον επί λέξει ως «Φαραώ της Λιβύης», αλλά και αποκηρύσσοντας την ξένη επέμβαση ως
«σύγχρονη σταυροφορία». Και κατέληξε λέγοντας επί λέξη ότι «οφείλουμε να συνεχίσουμε τον αγώνα μας έως ότου επιτύχουμε την πλήρη
απελευθέρωση, εκτοπίζοντας τους σταυροφόρους κατακτητές και τους τυραννικούς Άραβες δούλους τους».
Καθίσταται προφανές ότι η αλ-Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ εκλαμβάνει τις διεθνείς αεροπορικές επιχειρήσεις αλλά και τις επιδρομές του Καντάφι ενάντια στους αντάρτες ως ευκαιρία, προκειμένου να τοποθετήσει εαυτόν ως βιώσιμη και ελκυστική εναλλακτική επιλογή, τόσο έναντι του διεθνούς
παράγοντα όσο και έναντι του καθεστώτος Καντάφι. Συγκεκριμένα, η AQIM προβάλλει το όραμα ενός ισλαμικού κράτους ως εναλλακτική επιλογή
έναντι του καθεστώτος Καντάφι αλλά κυρίως έναντι της προσανατολισμένης προς τη Δύση Δημοκρατίας, την οποία προτείνει η
Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη.
Στο κεφάλαιο που αφορά την Λιβυκή Ισλαμική Στρατιωτική Οργάνωση (LIFG), την περίοδο 2007-2011, εκατοντάδες μαχητές
της οργάνωσης απελευθερώθηκαν αφού προηγουμένως έλαβαν αμνηστία από το καθεστώς Καντάφι καθώς και κυβερνητικές εγγυήσεις για οικονομική, ιατρική και επαγγελματική στήριξή τους προκειμένου να ενταχθούν πλήρως στο κοινωνικό λιβυκό σύστημα.
Ως γνωστόν, καθ’ όλη τη δεκαετία του ΄90, το καθεστώς του Καντάφι είχε κληθεί να αντιμετωπίσει διεξαγόμενο σε βάρος του ιερό πόλεμο από την λιβυκή ισλαμική αντιπολίτευση με επικεφαλής την LIFG και μόλις πρόσφατα ο πόλεμος αυτός «τυπικά» τερματίστηκε με την επίτευξη ενός είδους
συμμαχίας ανάμεσα στη λιβυκή κυβέρνηση και την ισλαμική αντιπολίτευση.
Συγκεκριμένα, έξι ηγετικές φυσιογνωμίες της λιβυκής ισλαμικής στρατιωτικής οργάνωσης, μεταξύ των οποίων οι Αμπντελ Χακίμ αλ-
Μπάλχαζ, ανώτατος ερμηνευτής της ισλαμικής νομολογίας της οργάνωσης και ο Αμπντελ Ουαχάμπ αλ-Κάγεντ αδερφός ηγετικού στελέχους της
οργάνωσης αλ-Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ οι οποίοι είχαν συλληφθεί,εξέδωσαν ένα έγγραφο 417 σελίδων αποτάσσοντας τη χρήση βίας, προβάλλοντας ένα νέο κώδικα διεξαγωγής ιερού πολέμου και καταδικάζοντας την επί δεκαετίες διεξαγωγή ιερού πολέμου σε βάρος του καθεστώτος Καντάφι. Τα κύρια σημεία του εγγράφου με τίτλο «Αναθεωρημένες Μελέτες για τις Έννοιες του Ιερού Πολέμου, Επαλήθευση και Λαϊκή Κρίση» εστίαζαν στην καθιέρωση νέου κώδικα διεξαγωγής ιερού πολέμου, την απόρριψη της βίας ως μέσο για αλλαγή πολιτικών καταστάσεων σε μουσουλμανικές χώρες των οποίων ο ηγέτης είναι μουσουλμάνος, καταδίκαζαν την θανάτωση γυναικόπαιδων και ηλικιωμένων καθώς και έθετε άμεση πρόκληση στην οργάνωση αλ-Κάιντα αναιρώντας την προηγούμενη συνεργασία σε επίπεδο οργανωτικό και ιδεολογικό. Η αναθεωρημένη στάση της ισλαμικής λιβυκής οργάνωσης που οδήγησε στη συμμαχία ανάμεσα στην κυβέρνηση και την ισλαμική λιβυκή αντιπολίτευση υπήρξε αποτέλεσμα διετούς πρωτοβουλίας της οποίας προΐστατο ο υιός του Καντάφι Σάιφ αλ-Ισλάμ χρησιμοποιώντας ως όχημα το Ίδρυμα Ανάπτυξης Καντάφι και απέσπασε την υποστήριξη τόσο του στρατού όσο και των σωμάτων ασφάλειας. Η συγκεκριμένη μάλιστα πρωτοβουλία προβλήθηκε στον τοπικό και διεθνή Τύπο ως μοντέλο ισλαμικής από-ριζοσπαστικοποίησης το οποίο η λιβυκή κυβέρνηση επιχείρησε να εκμεταλλευτεί διπλωματικά ως μία νέα επαναστατική μέθοδο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της επιρροής της αλ-Κάιντα στην περιοχή.
Η Λιβυκή Στρατιωτική Οργάνωση έχει έκτοτε ουσιαστικά διαλυθεί και αξιοσημείωτο είναι ότι πρώην ηγετικές φυσιογνωμίες, εκμεταλλευόμενες το
υφιστάμενο έλλειμμα διακυβέρνησης και το χάος στη Λιβύη, προέβησαν στη δημιουργία μίας νέας πολιτικής οργάνωσης, με την επωνυμία Ισλαμικό Κίνημα για Αλλαγή (αλ-χάρακα αλ-ισλαμίια λιλ-ταγίρ). Ο εκπρόσωπος τύπου του νέου κινήματος μάλιστα εμφανίσθηκε στο αραβικό δορυφορικό
τηλεοπτικό κανάλι Al Jazeera και εξέφρασε υποστήριξη για τη διεθνή επέμβαση προκειμένου να εκδιωχθεί ο Καντάφι, καθώς και την αλληλεγγύη
προς την Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη.
Υπάρχουν ωστόσο εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες πρώην μέλη της Ισλαμικής Στρατιωτικής Οργάνωσης είναι πιθανό να προβούν στην
διεξαγωγή ιερού πολέμου εντός της Λιβύης με σκοπό την δημιουργία ισλαμικής κυβέρνησης χωρίς να αναμένεται ότι θα υιοθετήσουν αντιδυτική
πολεμική, καθώς η οργάνωση ουδέποτε στο παρελθόν κατέφυγε στη χρήση βίας ενάντια στη Δύση ή ενάντια σε πολίτες. Το γεγονός ότι πολλά μέλη
της οργάνωσης είναι άρτια εκπαιδευμένα σε στρατιωτικές τεχνικές όπως συναρμολόγηση βομβών, ανταρτοπόλεμο και ενέδρες, τους καθιστά
δυνητικά μήλο της έριδος για οργανώσεις όπως η αλ-Κάιντα ή/και η αλ- Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ οι οποίες επιδιώκουν τόσο την υιοθέτηση
σκληροπυρηνικής ισλαμικής ιδεολογίας όσο και την ιδεολογία περί διεξαγωγής διεθνούς ιερού πολέμου.
Επιπρόσθετα, την τελευταία δεκαετία έχει αναδυθεί στη Λιβύη σημαντικός αριθμός ανεξάρτητων σαλαφιστών μαχητών. Η λιβυκή
πόλη Δίρνα της Ανατολικής Λιβύης είναι γνωστή ως κέντρο στρατολόγησης για τη διεξαγωγή ιερού πολέμου τόσο εντός της
Λιβύης όσο και εκτός, όπως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Προκειμένου να γίνουν πλήρως κατανοητοί οι λόγοι που οδήγησαν στην αύξηση του αριθμού των ανεξάρτητων σαλαφιστών μαχητών, αξίζει να
επισημανθεί ότι η οικονομική εξαθλίωση ευνόησε την καλλιέργεια της πεποίθησης στους Λίβυους πολίτες και ειδικότερα στη νεολαία
του ανατολικού τμήματος της χώρας, ότι δεν έχουν τίποτα να απολέσουν με το να συμμετάσχουν σε ισλαμιστικές οργανώσεις και
να υιοθετήσουν την ακραία βία τόσο εντός των τειχών όσο και εκτός, όπως στο Ιράκ. Η προοπτική της οικονομικής αποζημίωσης
δια βίου μελών των οικονομικά ασθενών οικογενειών τους στην περίπτωση που οι ίδιοι προέβαιναν σε πράξεις αυτοθυσίας στο
όνομα της θρησκείας στο Ιράκ ή αλλού, αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο σε ένα γεωγραφικό κομμάτι της Λιβύης όπου η πλειονότητα της
νεολαίας μεταξύ 18 και 35 ετών είναι άνεργοι. Υπάρχουν μάλιστα αναφορές σύμφωνα με τις οποίες ισλαμιστικά δίκτυα προσέφεραν
ως κίνητρο σε νεαρά άτομα προκειμένου αυτά να προβούν σε πράξεις αυτοθυσίας μηνιαία χρηματική αποζημίωση προς τις
οικογένειες τους που κυμαίνεται μεταξύ 150 και 200 λιβυκών δηναρίων τη στιγμή που ο μέσος μισθός στη χώρα ανέρχεται σε 250
με 330 λιβυκά δηνάρια. Το κίνητρο της νεολαίας να συμμετέχει σε πράξεις αυτοθυσίας στο Ιράκ και αλλού δεν είναι μόνο οικονομικό καθώς υπάρχει μία προεξέχουσα φιλοσοφία που διακατέχει το σκέπτεσθαι της νεολαίας την Ανατολική Λιβύη και η οποία εδράζεται στην ιστορική
παρακαταθήκη σύμφωνα με την οποία ο ηγέτης της λιβυκής αντίστασης ενάντια στην ιταλική κατοχή στις αρχές του 20ου αιώνα, ο εθνικός ήρωας
Ομάρ Μουχτάρ, κατάγονταν από το χωριό Ζανζούρ της Ανατολικής Λιβύης.
Αξιοσημείωτο δε είναι ότι το ανατολικό τμήμα της χώρας έχει μία μακρά παράδοση αντίστασης σε αντίπαλες κατοχικές δυνάμεις. Η
ανατολική Λιβύη κυριαρχείται από το ιδεώδες του ιερού πολέμου στο Ιράκ και αλλού ως περιφερειακό ζήτημα υψίστης εθνικής σημασίας. Την
πεποίθηση περί διεξαγωγής ιερού πολέμου έχουν καλλιεργήσει στη νεολαία της ανατολικής Λιβύης, Λίβυοι μαχητές οι οποίοι πολέμησαν στο
Αφγανιστάν, καθώς και άλλοι παράγοντες όπως η επιρροή που ασκείται μέσω της τηλεοπτικής εικόνας από δορυφορικά αραβικά κανάλια, τη χρήση
του διαδικτύου για την ανταλλαγή πληροφοριών και το συντονισμό ενεργειών, καθώς και η ευκολία μετάβασης από την Λιβύη στο Ιράκ. Η
δεύτερη μάλιστα μεγαλύτερη ομάδα ξένων μαχητών στο Ιράκ προέρχονται από την Λιβύη και συγκεκριμένα από την ανατολική
πόλη Δέρνα, όπως ταυτοποιήθηκε στα περίφημα «έγγραφα Σινζάρ» που εμπεριέχουν λίστα της αλ-Κάιντα η οποία περιλαμβάνει την
ταυτότητα ξένων μαχητών στο Ιράκ και κατασχέθηκαν στη διάρκεια επιχείρησης που πραγματοποιήθηκε κατά μήκος των κοινών
συνόρων Συρίας-Ιράκ το Σεπτέμβριο 2007.
Με βάση τα προαναφερθέντα, καθίσταται προφανές ότι ο όποιος κίνδυνος ασφάλειας για τη Δύση μεσοπρόθεσμα είναι πιθανό να
προέλθει από ανεξάρτητους σαλαφιστές μαχητές, την οργάνωση αλ-Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ καθώς και από τους εκ νέου
ριζοσπαστικοποιημένους μαχητές, απομεινάρια της διαλυμένης Ισλαμικής Λιβυκής Στρατιωτικής Οργάνωσης, που είχαν
απελευθερωθεί από το καθεστώς Καντάφι. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι ισλαμιστικές δυνάμεις στην περιοχή έχουν κατορθώσει να αποσπάσουν
από τις αποθήκες οπλισμούς των λιβυκών Ενόπλων Δυνάμεων και σημαντικό αριθμό αντιαεροπορικών και άλλων (οπλικών) συστημάτων, σε
συνδυασμό με τον εξοπλισμό των ανταρτών όπως επιβεβαίωσε και ο μέχρι πρότινος πρέσβης των ΗΠΑ στην Τρίπολη, Τζιν Κρετζ, συνιστούν πράγματι εκρηκτικό μίγμα. Και τούτο διότι η ποσότητα όπλων που φθάνει στη Λιβύη αποτελεί δυνητική απειλή, καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθούν εντός της Λιβύης εναντίον φιλο-δυτικών πολιτικών και μετριοπαθών μουσουλμάνων
κληρικών, αλλά και εκτός της Λιβύης σε γειτονικές χώρες όπως η Αλγερία ή ακόμα και στην Ευρώπη. Επίσης, ο οπλισμός είναι πιθανό να
χρησιμοποιηθεί για την αποσταθεροποίηση της όποιας μελλοντικής κυβέρνησης στη Λιβύη εν καιρώ, θέτοντας τις βάσεις για τη δημιουργία
κατάστασης παρόμοια με αυτή που απαντάται στο Ιράκ από το 2003 και εντεύθεν.
Η αλ-Κάιντα και ο περιφερειακός της βραχίονας, η αλ-Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ, έχουν θέσει τα γεγονότα στη Λιβύη στο
επίκεντρο της προπαγάνδας τους. Η αλ-Κάιντα επιχειρεί να εμφανίσει τις εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική ως δικαίωση της
αντίστασης της οργάνωσης ενάντια στα μακροχρόνια εγκατεστημένα καθεστώτα, ενώ ταυτόχρονα προβάλλει τη διεθνή
στρατιωτική επέμβαση ως απόδειξη μίας νέας σταυροφορίας ενάντια στο Ισλάμ και τους απανταχού μουσουλμάνους. Προς
αντίκρουση του πυρήνα της συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας, η διεθνής κοινότητα οφείλει να συνεχίσει να διατυπώνει εμφατικά ότι σκοπός των
αεροπορικών επιδρομών είναι η προστασία των Λίβυων πολιτών.
Η αλ-Κάιντα και η αλ-Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ επιχειρούν να απεικονίσουν το καθεστώς του Καντάφι και την Προσωρινή
Κυβέρνηση στη Βεγγάζη ως ΑΝΕΠΑΡΚΩΣ ΙΣΛΑΜΙΚΕΣ και ως εργαλείο της Δύσης. Στο πλαίσιο της διαμορφούμενης πραγματικότητας,
η διεθνής κοινότητα οφείλει να κατανοήσει ότι η προσωρινή κυβέρνηση προκειμένου να επιβιώσει πολιτικά είναι απαραίτητο να εμφανισθεί ως
υπέρμαχος των ισλαμικών αρχών και παραδόσεων χωρίς να κινδυνεύει να καταγγελθεί ως ισλαμιστική. Σε αυτή τη βάση, η Προσωρινή Κυβέρνηση
οφείλει να είναι περιεκτική και να συμπεριλάβει ομάδες από όλο το πολιτικό φάσμα της χώρας συμπεριλαμβανόμενης και της Μουσουλμανικής
Αδελφότητας αποκλείοντας ωστόσο τη συμμετοχή μελών που ιδεολογικά πρόσκεινται στην αλ-Κάιντα και τον περιφερειακό της βραχίονα την αλ-
Κάιντα στην Ισλαμική Μαγρέμπ που υποστηρίζουν τη διεξαγωγή διεθνούς ιερού πολέμου.
Επιπρόσθετα, η ύπαρξη ή μη επιθέσεων εκ μέρους της αλ-Κάιντα στη Λιβύη δεν συνιστά σε καμία περίπτωση δείκτη του επιπέδου δραστηριότητας και βαθμού διείσδυσης της οργάνωσης στη χώρα. Και τούτο διότι η αλ-Κάιντα είναι πιθανό να επιλέξει την παρούσα αστάθεια στο εσωτερικό της Λιβύης προκειμένου μεσοπρόθεσμα να περιχαρακωθεί και εδραιωθεί στην αραβική χώρα στοχεύοντας ωστόσο μακροπρόθεσμα στην υπονόμευση των όποιων μελλοντικών κυβερνήσεων στη Λιβύη ή/και την Αίγυπτο.
2. Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη και το Καθεστώς Καντάφι
Επικεφαλής της Προσωρινής Κυβέρνησης στη Βεγγάζη είναι ο Μαχμούντ Ζιμπρίλ υπέρμαχος των νεοφιλελεύθερων οικονομικών
μεταρρυθμίσεων στη Λιβύη ο οποίος διατηρεί στενούς δεσμούς με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Υπήρξε μέχρι πρότινος στενός συνεργάτης
του Καντάφι ως υπουργός Εθνικού Προγραμματισμού και ως επικεφαλής του λιβυκού ερευνητικού κέντρου με την επωνυμία Επιτροπή για την Εθνική Οικονομική Ανάπτυξη το οποίο υπάγεται άμεσα στον πρωθυπουργό της χώρας και το οποίο δημιουργήθηκε με χρηματοδότηση που έλαβε από βρετανικές και αμερικανικές εταιρίες συμβούλων με σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση των αμερικανο-βρετανικών επενδύσεων και εμπορικών συμφερόντων στη Λιβύη.
Αξιομνημόνευτη είναι η συνεργασία της Επιτροπής με την βρετανική κυβέρνηση και το εγνωσμένης διεθνούς φήμης πανεπιστημιακό ίδρυμα London School of Economics σε πρόγραμμα ανταλλαγών για την αποστολή 400 μελλοντικών Λίβυων ηγετών για διοικητική και διπλωματική εκπαίδευση, όπως επίσης και η συνεργασία με τη βρετανική πρεσβεία για την αποστολή 70 Λίβυων δικαστών στην Βρετανία προκειμένου να εκπαιδευτούν σε
βρετανικές δικαστικές διαδικασίες. Εξίσου σημαντική είναι η συνεργασία της Επιτροπής με αμερικανικές εταιρίες ειδικευμένες στην
πώληση τεχνολογίας σε τομείς όπως η εξ’ αποστάσεως μάθηση (distance learning / e-learning) με σκοπό τη διασύνδεση λιβυκών και αμερικανικών
πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιτροπή υλοποίησε πρόγραμμα ψηφιακής βίντεο-διάσκεψης σε συνεργασία με τα αμερικανικά
πανεπιστημιακά ιδρύματα Georgetown, Princeton, Harvard και Yale, ενώ το 2006 ο Λίβυος πρόεδρος Καντάφι προέβη σε βίντεο-διάσκεψη με το
πανεπιστήμιο Columbia.
Η Προσωρινή Κυβέρνηση στη Βεγγάζη απαρτίζεται από νομικούς και διανοούμενους που επιδιώκουν την εδραίωση πολιτικού
συστήματος στη Λιβύη που να διέπεται από δημοκρατικές αρχές. Η πλειονότητα των μελών της προσωρινής κυβέρνησης δεν διαθέτει
πολιτική εμπειρία εγείροντας αμφιβολίες σχετικές με την ικανότητα να ασκήσουν αποτελεσματική διακυβέρνηση στη μετά-Καντάφι
εποχή. Και τούτο διότι στη γειτονική Αίγυπτο ο εκδιωχθείς πρόεδρος Μουμπάρακ είχε επιτρέψει την λειτουργία πολιτικών κομμάτων, εμπορικών
ενώσεων, οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ελεύθερου Τύπου, καθώς και τη διεξαγωγή κοινοβουλευτικών και προεδρικών εκλογών
παρέχοντας με αυτό τον τρόπο πολιτική εκπαίδευση στις αντιπολιτευόμενες ομάδες. Αντίθετα, στη Λιβύη δεν υπάρχουν επαρκείς πολιτικοί
θεσμοί καθώς ο Καντάφι είχε απαγορεύσει την λειτουργία πολιτικών κομμάτων και μη-κυβερνητικών οργανώσεων, ενώ είχε
φιμώσει κυριολεκτικά τον Τύπο. Η μεγάλη πρόκληση που τίθεται στην προσωρινή κυβέρνηση αφορά στην ικανοποίηση της ομόφωνης απόφασης
των έντεκα μελών της να ασκήσει δημοκρατική διακυβέρνηση, να θέσει σε κίνηση τις διαδικασίες για τη θέσπιση Συντάγματος, καθώς αντί
συντάγματος από το 1979 και εντεύθεν ίσχυε η Πράσινη Βίβλος του Καντάφι, να προβεί σε σαφή διαχωρισμό των εξουσιών, να επιτρέψει την
λειτουργία πολιτικών κομμάτων και ελεύθερου τύπου καθώς και να ενθαρρύνει τη διεξαγωγή κοινοβουλευτικών εκλογών. Αξιοσημείωτο
είναι ότι η προσωρινή κυβέρνηση στη Βεγγάζη οραματίζεται ένα κοινοβουλευτικό αντί του υφιστάμενου προεδρικού συστήματος
διακυβέρνησης το οποίο προσομοιάζει με τη συνταγματική μοναρχία του Ιντρίς Σανούσι που υπήρχε στην περίοδο πριν το
1969, οπότε και ο Καντάφι εκδίωξε την μοναρχία με ένα αναίμακτο πραξικόπημα. Συγκεκριμένα, πάγιο αίτημα των πολιτών κυρίως της
Ανατολικής Λιβύης αποτελεί η προώθηση των πολιτικών μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ομοσπονδιακού συστήματος
διακυβέρνησης που υπήρχε στη διάρκεια της μοναρχίας πριν το ΄69 με σκοπό να αποκτηθεί μεγάλος βαθμός αυτονομίας εντός βέβαια των
υφιστάμενων εθνικών γεωγραφικών ορίων.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η 11μελής ομάδα που απαρτίζει την προσωρινή κυβέρνηση στη Βεγγάζη περιλαμβάνει -μεταξύ άλλων-
συγγενή του εκδιωχθέντα μονάρχη, όπως επίσης δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο διάδοχος της βασιλικής οικογένειας, Σέγεντ Ιντρίς αλ-
Σανούσι, που γεννήθηκε στη Βεγγάζη είναι επικεφαλής του κινήματος Σανούσι και υποστηρίζεται από την πλειονότητα των
φυλών της Λιβύης. Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι το 2003 κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ, ο Λίβυος πρόεδρος Καντάφι πρότεινε στον
Σέγεντ Ιντρίς τη θέση του πρωθυπουργού της Λιβύης, αφενός αναγνωρίζοντας τα λαϊκά ερείσματα του βασιλικού διαδόχου και αφετέρου
σε μία προσπάθεια να ενισχύσει τη νομιμότητα του καθεστώτος του.
Φθάνοντας στη σημερινή έκρυθμη και βίαιη συγκυρία, ο διάδοχος της εξόριστης βασιλικής οικογένειας Σέγεντ Ιντρίς δήλωσε παρόν
και εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία «προσφέρει την αμέριστη στήριξη του προς την Προσωρινή Κυβέρνηση της
Βεγγάζης και είναι έτοιμος να επιστρέψει στη Λιβύη».
Ο επικεφαλής της προσωρινής κυβέρνησης στη Βεγγάζη Μαχμούντ Τζιμπρίλ εκτιμάται ότι αποτελεί προσωπική επιλογή του Γάλλου
προέδρου Νικολά Σαρκοζί ως πολιτικού της Λιβύης ο οποίος καλείται να διαδραματίσει ρόλο αντί-Καντάφι παρά το γεγονός ότι
στην πραγματικότητα ο ίδιος υπήρξε στενός συνεργάτης, ένθερμος υποστηρικτής και εκφραστής των οικονομικών και πολιτικών
μεταρρυθμίσεων που την πρόσφατη πενταετία επιχείρησε να εισάγει ο Καντάφι σε μία προσπάθεια σταδιακής αλλά αργής
μετεξέλιξής του λιβυκού καθεστώτος. Συγκεκριμένα, ο Μαχμούντ Ζιμπρίλ ως υπουργός Εθνικού Προγραμματισμού στην κυβέρνηση Καντάφι
επιχείρησε να υλοποιήσει το πρόγραμμα που αφορούσε στην κυβερνητική αναδιάρθρωση και τις ιδιωτικοποιήσεις, ενώ ορίστηκε επικεφαλής, πέραν
της Επιτροπής για την Εθνική Οικονομική Ανάπτυξη, μίας άλλης υπερ-επιτροπής που συντόνιζε πέντε επιτροπές οι οποίες ήταν επιφορτισμένες με
την υλοποίηση του περίφημου «Λιβυκού Οράματος» του Καντάφι για την προώθηση πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων προς την
κατεύθυνση –μεταξύ άλλων – και της ανακατανομής του εθνικού πλούτου.
Η εκπεφρασμένη θέση του Ζιμπρίλ για την γεωπολιτική σημασία της Λιβύης με την ιδιότητα, μέχρι πρότινος, του υπουργού στην
κυβέρνηση Καντάφι συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι η χώρα την προσεχή δεκαετία αναμένεται να κατασταθεί άκρως σημαντική
λόγω των ανεκμετάλλευτων υδρογονανθράκων που υπάρχουν στο λιβυκό υπέδαφος, της γεωγραφικής εγγύτητας με την Ευρώπη και
της αποστροφής του λιβυκού πολιτικού συστήματος στην υιοθέτηση ακραίων ισλαμικών εκφάνσεων, ενώ αντίθετα, η περιοχή
του Περσικού αναμένεται να βιώσει ακόμη μεγαλύτερη αστάθεια λόγω δημογραφικών πιέσεων, αύξησης του ισλαμικού εξτρεμισμού,
ανάδειξης μίας νέας γενιάς λιγότερο ικανών ηγετών καθώς και μεγαλύτερου ανταγωνισμού για το πετρέλαιο ανάμεσα σε Κίνα,
Ρωσία και Ινδία.
Η διεθνής αναγνώριση της Προσωρινής Κυβέρνησης στη Βεγγάζη ως επίσημης λιβυκής κυβέρνησης, εκτιμάται ότι θα επιτρέψει την αυτόματη
πρόσβαση σε περιουσιακά στοιχεία της Λιβύης που υφίστανται στο εξωτερικό, τον έλεγχο των εσόδων πετρελαίου όπως επίσης την ανάληψη
νομικής και πολιτικής δράσης ενάντια στον Καντάφι. Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεδομένη η a priori
υποστήριξη της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή δεδομένου ότι μέλη της προσωρινής κυβέρνησης έχουν
επανειλημμένα εκφράσει την αντίθεση στις αμερικανικές πολιτικές έναντι του Παλαιστινιακού, του Ιράκ και του Αφγανιστάν.
Ο διεθνής συνασπισμός των Ευρωπαίων και των ΗΠΑ εκτιμάται ότι υποστηρίζουν την προσωρινή κυβέρνηση στη Βεγγάζη και τους
εξεγερθέντες στην Ανατολική Λιβύη, σε καμία περίπτωση όμως δεν προκρίνουν την χερσαία στρατιωτική επέμβαση με δεδομένη την
αποκτηθείσα εμπειρία στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Η βιολογική απώλεια του Λίβυου προέδρου Καντάφι δεν φαίνεται επίσης να κατέχει
κυρίαρχη θέση στην ατζέντα του διεθνούς συνασπισμού. Αντίθετα, σενάρια περί μετάβασης του Καντάφι και μελών της οικογένειάς του σε
τρίτη χώρα με εγγυήσεις για την προσωπική ασφάλεια και την οικονομική εξασφάλιση δια βίου έχουν κυριαρχήσει παρασκηνιακά στο τραπέζι των
όποιων συζητήσεων. Και τούτο διότι είναι ακόμη νωπή στη διεθνή μνήμη η αποτυχημένη επιχείρηση που ενέκρινε τον Απρίλιο του 1986 ο τότε
Αμερικανός Πρόεδρος Ρέιγκαν για την βιολογική απώλεια –
«εξουδετέρωση» – του Λίβυου προέδρου με την εκτόξευση 36
κατευθυνόμενων βομβών λέιζερ εναντίον της στρατιωτικής βάσης Μπαμπ
αλ-Αζιζία η οποία αποτελούσε το αρχηγείο του Καντάφι. Ο Ρέιγκαν
επικρίθηκε έντονα τόσο εντός των ΗΠΑ όσο και εκτός για την προσπάθεια
εξουδετέρωσης πολιτικού ηγέτη καθώς και χλευάστηκε για την
αποτυχημένη αποστολή. Η επανάληψη του ιδίου σεναρίου απορρίπτεται
συλλήβδην από το σύνολο των χωρών που συμμετέχουν είτε άμεσα είτε
έμμεσα στον αεροπορικό αποκλεισμό της Λιβύης συμπεριλαμβανομένου και
του Αραβικού Συνδέσμου.
Η σημερινή κατάσταση παρουσιάζεται ως εφιαλτική για το διεθνή
συνασπισμό καθώς η μεγάλη πρόκληση έχει αναδυθεί ΜΕΤΑ την
επιτυχή επιβολή της ζώνης για την απαγόρευση της εναέριας
κυκλοφορίας στη Λιβύη. Και τούτο διότι εάν ο διεθνής συνασπισμός του
οποίου ηγούνται η Γαλλία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ αποφασίσουν να
περιθωριοποιήσουν την παρουσία τους, τότε επί της ουσίας σιωπηρά
αποδέχονται την εξουσία του Καντάφι και την κατάπνιξη των
εξεγερθέντων. Εάν αποφασίσουν να αναμιχθούν ενεργά στρατιωτικά, τότε
με μαθηματική ακρίβεια θα εμπλακούν σε επιχειρήσεις φθοράς και
απώλειας άμαχου πληθυσμού επί μακρόν προσφέροντας με αυτό τον τρόπο
την αιτιολογική βάση στην οποία ενδέχεται να στηριχθούν ισλαμιστικές
οργανώσεις όπως η αλ-Κάιντα για τη διεξαγωγή διεθνούς ιερού πολέμου με
ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει. Εάν αποφασίσουν να αναζητήσουν νέες
βάσεις, τότε απαιτείται ο καθορισμός συγκεκριμένης στρατηγικής
εξόδου και απεμπλοκής. Η εμπειρία της Δύσης όσον αφορά στην επιβολή
ζώνης απαγόρευσης πτήσεων σε χώρες όπως το Ιράκ, έχει αποδείξει ότι
απούσας της όποιας πολιτικής λύσης η κατάσταση δύναται να εκτροχιασθεί.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Ιράκ όπου η επιβολή από τις ΗΠΑ της
ζώνης για απαγόρευση απαγόρευσης πτήσεων στις κουρδικές περιοχές του
Βορείου Ιράκ και τις σιιτικές περιοχές στον Νότο, χωρίς μάλιστα και να έχει
προηγηθεί η λήψη σχετικής απόφασης από το Συμβούλιο Ασφαλείας του
ΟΗΕ, σημείωσε εξαιρετικά περιορισμένη επιτυχία καθ’ όλη την περίοδο από
1991 έως και το 2003. Κι αυτό γιατί υπό την προστασία των αμερικανικών
δυνάμεων οι οποίες κατέστρεψαν ολοσχερώς την αντιαεροπορική άμυνα
του Ιράκ και τις στρατιωτικές βάσεις στο έδαφος, οι Κούρδοι εδραίωσαν de
facto την αυτονομία στο Βόρειο Ιράκ (αυτή τη στιγμή βέβαια που οι
συσχετισμοί έχουν αλλάξει αυτό ευνοεί τον σχεδιασμό της Δύσης),
ενώ το νότιο τμήμα της χώρας εξακολουθεί έκτοτε να βρίσκεται υπό
καθεστώς παντελούς έλλειψης ασφάλειας και καθημερινών ένοπλων
αντιπαραθέσεων με δεδομένη πλέον και τη διείσδυση μαχητών
ισλαμιστικών οργανώσεων όπως της αλ-Κάιντα.
Το εύλογο ωστόσο ερώτημα που αναδύεται αφορά στην επόμενη
ημέρα και τη μορφή της όποιας νέας κυβέρνησης στην περίπτωση
που το καθεστώς Καντάφι δεν καταρρεύσει άμεσα αλλά δεχθεί να
συνεργαστεί σε μία μεταβατική περίοδο με την προσωρινή
κυβέρνηση της Βεγγάζης προκειμένου να αναδειχθεί μέσα από
εθνικές εκλογές το όποιο νέο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας.
Σε αυτό μήκος κύματος κινήθηκε η μεσολάβηση της Τουρκίας στο
παρασκήνιο για τη διευθέτηση της πολιτικής κρίσης στη Λιβύη πριν μάλιστα
την έναρξη των διεθνών αεροπορικών επιδρομών, όπως επίσης και η
ανάληψη εκ μέρους αυτής της εκπροσώπησης των αμερικανικών
συμφερόντων (διπλωματική εκπροσώπηση δι’ αντιπροσώπου) στη Λιβύη.
Επί της ουσίας δηλαδή η Τουρκία έχει κατορθώσει να γίνει αποδεκτή ως
έντιμος διαμεσολαβητής (honest broker) αφενός από το καθεστώς του
Καντάφι, που συνιστά το ένα από τα δύο μέρη που πρέπει να
συνεννοηθούν για να προκύψει η όποια πολιτική λύση στο πρόβλημα την
επαύριον των αεροπορικών επιδρομών, και αφετέρου από τις ΗΠΑ.
Στην περίπτωση που οι παρασκηνιακές διεργασίες οδηγήσουν σε
πολιτική λύση που θα περιλαμβάνει και δεν θα αποκλείει τον στενό
οικογενειακό κύκλο του Καντάφι –αν και η συγκεκριμένη
πιθανότητα εμφανίζεται πλέον εξαιρετικά περιορισμένη- τότε
σημαντικό ρόλο εκτιμάται ότι θα διαδραματίσει ο δευτερότοκος υιός
του Σαιφ Αλ-Ισλάμ.
Ο Σάιφ αλ-Ισλάμ ως πρόεδρος του Ιδρύματος Ανάπτυξης Καντάφι
αποτέλεσε το δημόσιο πρόσωπο του καθεστώτος που εμφανίζονταν ως
υπέρμαχος των πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων και είχε
αντιληφθεί ότι ο οποιοσδήποτε κίνδυνος αποσταθεροποίησής ήταν
περισσότερο πιθανό να προέλθει από το ανατολικό κομμάτι της χώρας,
όπερ και εγένετο. Τοιουτοτρόπως, αποφάσισε να βγάλει στο διεθνές
ειδησεογραφικό προσκήνιο την Ανατολική περιοχή της Λιβύης με τη
διοργάνωση του Διεθνούς Φόρουμ Νεολαίας επί δύο συναπτά έτη, το 2006
και το 2007, στη Βεγγάζη. Μεταξύ των προγραμμάτων που αποφασίστηκε
να υλοποιηθούν στο πλαίσιο του διεθνούς φόρουμ συγκαταλέγονταν
πρόγραμμα ύψους 1 δις. δολαρίων με σκοπό την ανάπτυξη μίας
τουριστικής και επιχειρηματικής ζώνης φιλικής προς το περιβάλλον στην
πόλη Κυρήνη κοντά στη Βεγγάζη. Επίσης εξίσου σημαντική υπήρξε η
απόφαση για ανακαίνιση του λιμανιού της Βεγγάζης στοχεύοντας στην
αύξηση του όγκου των παρεχόμενων υπηρεσιών στη ναυτιλία και τη
δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Ο Σάιφ αλ-Ισλάμ είχε οικοδομήσει το προφίλ του προσεκτικά αποβλέποντας
στην όποια διάδοχη κατάσταση ως φιλάνθρωπος, μεταρρυθμιστής και
υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η πλειονότητα της νεολαίας
στην Λιβύη τον θεωρούσε μέχρι πρότινος ως την ελπίδα της Λιβύης του
αύριο (Λίμπια αλ-γάντ) υπό την προϋπόθεση ότι η διαδοχή του Καντάφι θα
περιορίζονταν εντός των στενών οικογενειακών ορίων. Σε αυτό το πλαίσιο
κατά το πρόσφατο παρελθόν, το Ίδρυμα Ανάπτυξης Καντάφι συνέδραμε
ενεργά στην ανακούφιση των πληγέντων της Αϊτής στέλνοντας
εκατοντάδες τόνους προμηθειών. Επιπρόσθετα, από τα τέλη του 2009, το
επιτελείο του Σάιφ αλ-Ισλάμ επέκτεινε τους τομείς δραστηριότητάς του
επιδεικνύοντας έντονο ενδιαφέρον σε ζητήματα που άπτονταν της άμυνας
και ασφάλειας της χώρας. Η ενεργός εμπλοκή μάλιστα του επιτελείου
του Σάιφ αλ-Ισλάμ στις αρχικές συζητήσεις και μετέπειτα
διαπραγματεύσεις για την απόκτηση από την χώρα σημαντικών
οπλικών συστημάτων, θεωρήθηκε ότι αντανακλούσε τα ευρύτερα
σχέδια του ιδίου να εδραιώσει θέματα άμυνας και ασφάλειας στο
πλαίσιο του χαρτοφυλακίου του ως γενικού συντονιστή του
κυβερνητικού έργου. Επιπρόσθετα, η ενεργός ανάμιξη του Σάιφ αλ-
Ισλάμ στην εθνική συμφιλίωση τη λιβυκής κυβέρνησης με την λιβυκή
ισλαμική αντιπολίτευση, καθώς και η επίβλεψη της διαδικασίας για την
κατάρτιση Συντάγματος από τον ίδιο ως επικεφαλής της επιτροπής που
κατέληξε σε ένα αρχικό κείμενο, παρότι δεν προχώρησε θεσμικά,
κατέδειξαν την πρόθεση για την οικοδόμηση του δημόσιου προφίλ του
στοχεύοντας στην επόμενη ημέρα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το πρώτο
εθνικό διάγγελμα από την ημέρα της κρίσης πραγματοποίησε όχι ο Καντάφι
αλλά ο υιός Σάιφ αλ-Ισλάμ ως οιονεί υπέρμαχος των πολιτικών
μεταρρυθμίσεων ο οποίος απευθυνόμενος στους διαδηλωτές της
Ανατολικής Λιβύης δήλωσε ότι είναι πλήρως κατανοητά και αποδεκτά τα
αιτήματα και η πολιτική ατζέντα πολιτικών οργανώσεων, εμπορικών
ενώσεων, και δικηγόρων που βρίσκονται πίσω από τα γεγονότα στην
Ανατολική Λιβύη, ενώ δεν παρέλειψε να τονίσει ότι υπάρχουν ισλαμιστικές
ομάδες οι οποίες εκμεταλλεύονται τα δίκαια αιτήματα των πολιτών
προκειμένου να εγκαθιδρύσουν ισλαμικό εμιράτο στην Ανατολική Λιβύη.
Αντί Επιλόγου
Τετραγωνίζοντας τον πολιτικό κύκλο ισχύος ανάμεσα στο αναδυόμενο
σύστημα μετριοπαθούς ισλαμικής διακυβέρνησης και στην παλαιά τάξη
πραγμάτων η οποία στηρίζει την διαφύλαξη του status quo απέναντι στον
κίνδυνο ανάδειξης ισλαμιστικών πολιτικών δυνάμεων, η μεγάλη πρόκληση
την επόμενη ημέρα της κρίσης αφορά στη διατήρηση μίας λεπτής
ισορροπίας ανάμεσα στους αντίπαλους πόλους πολιτικής ισχύος ώστε η
χώρα να μπορέσει να ανασυγκροτηθεί και να τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης,
καθώς επίσης και την πορεία των όποιων οικονομικών και πολιτικών
μεταρρυθμίσεων προς όφελος πρωτίστως της Λιβύης και της περιοχής
γενικότερα.
*Η Αντωνία Δήμου είναι επικεφαλής του τομέα Μέσης Ανατολής και
Περσικού Κόλπου στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Άμυνας και Ασφάλειας
(IAAA), εταίρος στο Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών (CSS) του
πανεπιστημίου της Ιορδανίας και στο Κέντρο για την Ανάπτυξη στη Μέση
Ανατολή (CMED) του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Λος Άντζελες.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου