Γρίβας Κώστας
Ήταν την Άνοιξη του μακρινού 1995 και υπηρετούσα ακόμη την στρατιωτική μου θητεία στη 2η Μοίρα Αλεξιπτωτιστών, όταν δημοσιεύτηκε το πρώτο μου άρθρο σε ένα από τα αρχικά τεύχη του αμυντικού περιοδικού «Στρατηγική», του οποίου αργότερα έγινα αρχισυντάκτης. Το άρθρο αυτό αναφερόταν στην επέκταση του ΝΑΤΟ και κυρίως στην είσοδο σε αυτό των τριών Βαλτικών Δημοκρατιών (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία). Ήταν δε η χρυσή εποχή των σχέσεων Δύσης και Ρωσίας. Ο Γιέλτσιν ήταν στην εξουσία, ο Πούτιν δεν υπήρχε ακόμη στον ορίζοντα και απείχαμε τέσσερα χρόνια από την περιβόητη «αναστροφή πάνω από τον Ατλαντικό» του Γεβγκένι Πριμακόφ, κατά τη διάρκεια της επίθεσης ενάντια στη Σερβία, η οποία σηματοδότησε μια νέα ανταγωνιστική εποχή στις σχέσεις Δύσης–Ρωσίας.
Στο άρθρο εκείνο είχα υποστηρίξει ότι η είσοδος στο ΝΑΤΟ των τριών Βαλτικών Δημοκρατιών θα ήταν μια αρνητική εξέλιξη για τη Δύση. Όχι γιατί έτσι θα θιγόταν η Ρωσία ή γιατί θα παραβιαζόταν η υπόσχεση που είχαν δώσει οι δυτικοί ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτεινόταν προς ανατολάς, αλλά γιατί αυτή η κίνηση θα αποδυνάμωνε τη Συμμαχία. Έγραφα συγκεκριμένα ότι οι τρεις αυτές χώρες θα θεωρούνταν από τη Ρωσία ως ένα επιθετικό προγεφύρωμα τη στιγμή που το προγεφύρωμα αυτό ήταν πολύ ρηχό και αδύναμο για να το υπερασπίσει η Δύση. Άρα, θα δημιουργούταν ένα σημείο αστάθειας στο ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας. Επίσης, οι μικροσκοπικές στρατιωτικές δυνάμεις των χωρών αυτών, ελάχιστα πράγματα θα προσέφεραν στη συνολική στρατιωτική ισχύ της Συμμαχίας και δεν άξιζαν τον κόπο για το πρόβλημα που δημιουργούσαν.
Όσο δε για τις καλές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ Δύσης και Ρωσίας εκείνη την εποχή, υποστήριζα ότι αυτές ήταν ένα απλό διάλειμμα το οποίο, αργά ή γρήγορα θα τελείωνε και ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων θα επανερχόταν στην Ευρώπη, αναπόφευκτα και αδυσώπητα. «Η Ιστορία απεχθάνεται τα τέλματα», είχα γράψει χαρακτηριστικά. Και τότε, εκείνο το σημείο αστάθειας, θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα.
Δεν είναι όλες οι αιτήσεις για αποδοχή
Επισήμαινα επίσης ότι ήταν πολύ λογικό που οι Δημοκρατίες της Βαλτικής ανησυχούσαν για το μελλοντικό ξύπνημα της κοιμώμενης ακόμη ρωσικής άρκτου και θεμιτό ότι ζητούσαν να ενταχθούν στη Συμμαχία. Όμως, αυτό ήταν το δικό τους συμφέρον όχι αυτό του ΝΑΤΟ. Αντιθέτως, το συμφέρον της Συμμαχίας ήταν να αποφύγει να εγκλωβιστεί σε περιοχές τις οποίες δύσκολα θα μπορούσε να υπερασπίσει, ενώ η μεγάλη αύξηση των μελών του θα προκαλούσε δυσκολίες στη λήψη αποφάσεων. Επίσης, χώρες με έντονα αντιρωσικά στοιχεία θα μπορούσαν να παρασύρουν τη Συμμαχία σε ανεπιθύμητες εντάσεις με τη Μόσχα όταν η Ιστορία έβγαινε από το μεταψυχροπολεμικό τέλμα, οι οποίες δεν θα υπήρχαν με το παλιό συμπαγές ΝΑΤΟ της Δυτικής Ευρώπης.
Τις απόψεις μου τις συμμεριζόντουσαν και πολλοί άλλοι στο εξωτερικό, όπως διαπίστωσα τα επόμενα χρόνια στη δημοσιογραφική μου καριέρα. Όχι “φιλορώσοι” αλλά ακριβώς το αντίθετο. Πολιτικοί, στρατιωτικοί και αναλυτές που πίστευαν ότι το “ροζ” διάλειμμα με τη Ρωσία θα τελείωνε σύντομα και τότε η Συμμαχία θα έπρεπε να είναι προετοιμασμένη με τον καλύτερο τρόπο να αντιμετωπίσει τον νέο ανταγωνισμό. Και αυτό δεν επιτυγχάνονταν με το να εισέρχεται στο ΝΑΤΟ όποιος ήθελε γιατί θεωρούσε ότι απειλείται η ασφάλεια του από τη Ρωσία, εκτός και αν έφερνε μαζί του κάποια στοιχεία που συνεισέφεραν στη συλλογική ισχύ της Συμμαχίας.
Παρενθετικά να πούμε ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν είναι κάποιο φυσικό δικαίωμα της μιας ή της άλλης χώρας, όπως φαίνεται να θεωρούν πολλοί σήμερα εν Ελλάδι, με αφορμή το θέμα της εισόδου της Σουηδίας και της Φινλανδίας. Φυσικά κάθε χώρα έχει το δικαίωμα να αιτηθεί την ένταξή της αλλά αυτό δεν συνεπάγεται υποχρέωση των άλλων μελών να αποδεχθούν αυτήν την αίτηση.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον οι υποψήφιοι συνεισφέρουν στη συλλογική άμυνα της Συμμαχίας αλλά και αν θίγονται τα επιμέρους συμφέροντα κάποιων ή κάποιου κράτους μέλους. Επειδή το ΝΑΤΟ είναι ακριβώς μια συμμαχία κυρίαρχων κρατών και ισχύει η αρχή της ομοφωνίας, είναι απολύτως θεμιτό για ένα κράτος να ασκήσει βέτο αν κρίνει ότι θίγονται κάποια συμφέροντά του ή ότι δεν εξυπηρετείται η συνολική Άμυνα και αποτροπή της Συμμαχίας και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούται να υποχωρήσει επειδή το θέλουν οι υπόλοιποι.
Ιδεοληψίες αντί κριτηρίων ισχύος
Επιστρέφοντας στο παρελθόν, η λογική αυτών των “επιφυλακτικών γερακιών” για την είσοδο των Βαλτικών Δημοκρατιών δεν πέρασε και αυτές εισήλθαν στη Συμμαχία. Αυτό έγινε γιατί η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν έγινε με κριτήρια ισχύος αλλά με ιδεοληψίες, σύμφωνα με τις οποίες η Δύση “όφειλε” να επεκταθεί στις χώρες που πριν αποτελούσαν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης ή υπάγονταν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, για να επιβάλλει τις “δυτικές αξίες” και τη “δημοκρατία”, ενώ και οι χώρες αυτές δικαιούταν αξιωματικά να εισέλθουν στους δυτικούς θεσμούς. Δημιουργήθηκε λοιπόν ένα είδος “διεθνοπολιτικού δικαιωματισμού” που οδήγησε απροβλημάτιστα στην αθρόα είσοδο χωρών στο ΝΑΤΟ, των οποίων ελάχιστη έως αρνητική ήταν η συνεισφορά τους στη συλλογική ισχύ της Συμμαχίας.
Τι προσέφερε για παράδειγμα η είσοδος στο ΝΑΤΟ της Σλοβενίας ή της Αλβανίας; Αντιθέτως, αυτό που προέκυψε ήταν ένας “πληθωρισμός” μελών, κάτι που αυτομάτως προκαλεί προβλήματα σε μια δομή όπου οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με ομοφωνία. Το πρόβλημα καθίστατο ακόμη μεγαλύτερο από τη στιγμή που οι χώρες της Συμμαχίας σήμερα έχουν πολύ διαφορετικές γεωπολιτικές ταυτότητες και ατζέντες, σε σχέση με το παλιό “συμπαγές” ΝΑΤΟ του Ψυχρού Πολέμου.
Άρα, λοιπόν, πολλά από τα επιχειρήματα που ακούγονται από διαφόρους υποτιθέμενους “αντιρώσους” αυτόν τον καιρό, υπέρ της εισόδου της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, είναι τουλάχιστον αμφισβητήσιμα. Όπως είπαμε, η επιθυμία μιας χώρας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ δεν συνεπάγεται υποχρέωση των άλλων χωρών να τη δεχθούν. Ούτε βέβαια ισχύει το επιχείρημα ότι «αφού πάμε σε νέο Ψυχρό Πόλεμο τότε πρέπει να είμαστε όσο το δυνατόν περισσότεροι εναντίον της Ρωσίας». Τότε, με αυτήν τη λογική, να αρχίσουμε να χωρίζουμε τις χώρες στα διοικητικά τους διαμερίσματα, να τα ανακηρύξουμε μετά ανεξάρτητες χώρες και να ενταχθούν όλοι στο ΝΑΤΟ για να φαινόμαστε πολλοί… Το θέμα δεν είναι πόσα κράτη είναι στη δομή του ΝΑΤΟ αλλά τι ισχύ συγκεντρώνουν.
Κινδυνεύουν οι σκανδιναβικές χώρες;
Επίσης, το επιχείρημα ότι η Φινλανδία και η Σουηδία είναι λογικό να θέλουν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ γιατί μετά την εισβολή στην Ουκρανία είναι σαφές ότι κινδυνεύουν από ρωσική εισβολή, δεν είναι σίγουρο ότι ισχύει. Στην πραγματικότητα μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Συγκεκριμένα, αν κάτι μας έδειξαν μέχρι στιγμής οι επιχειρήσεις στην Ουκρανία είναι ότι ο ρωσικός στρατός δεν είναι σε θέση να καταλάβει ολόκληρη τη χώρα, ή αν το κάνει θα υποστεί συντριπτικές απώλειες τις οποίες δύσκολα μπορεί να αντέξει. Άρα λοιπόν είναι μάλλον υπερβολικό να λέμε ότι η Φινλανδία και πολύ περισσότερο η Σουηδία, με τις ισχυρές στρατιωτικές τους δυνάμεις και τα απέραντα και δύσβατα εδάφη τους, κινδυνεύουν από ρωσική στρατιωτική επίθεση. Οι Ρώσοι, άλλωστε, έχουν πολύ πικρή πείρα από τις μαχητικές ικανότητες των Φινλανδών. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι το επιχείρημα του ρωσικού “οδοστρωτήρα” το προβάλλουν άνθρωποι που κατά κανόνα χλευάζουν το ρωσικό στρατό για τις επιδόσεις του στην Ουκρανία και υποστηρίζουν ότι είναι θέμα χρόνου για τους Ουκρανούς να επιτύχουν συντριπτική νίκη.
Η Φινλανδία και η Σουηδία λοιπόν δύσκολα κινδυνεύουν από ρωσική επίθεση, όχι γιατί η Ρωσία είναι “καλή”, αλλά γιατί μάλλον δεν είναι σε θέση να πράξει κάτι τέτοιο. Ο μεγάλος κίνδυνος από πλευράς της Ρωσίας είναι το πυρηνικό της οπλοστάσιο. Και αυτό ακριβώς είναι το σημαντικότερο ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσει το ΝΑΤΟ. Θέλει σύγκρουση με τη Ρωσία ή σταθερότητα; Γιατί αν θέλει σταθερότητα δεν θα πρέπει να δημιουργεί διλήμματα ασφαλείας στη Μόσχα, εφόσον μπορεί να τα αποφύγει, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε αστάθεια. Αν από την άλλη θέλει σύγκρουση, τι είδους είναι αυτή; Γιατί, όντως, η είσοδος της Σουηδίας και, κυρίως της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, θα προσφέρει μια σειρά από επιχειρησιακά πλεονεκτήματα. Τόσο σε συμβατικό πόλεμο όσο και σε πυρηνικό.
Ιδανικός τόπος για όπλα κατά Ρωσίας
Η γειτνίαση των φινλανδικών εδαφών με τη Ρωσία καθιστά ιδανικό σημείο τοποθέτησης συστημάτων που αναμένεται να αναπτυχθούν στα επόμενα χρόνια, όπως hypersonic όπλα, που αποτελούν το τελευταίο στάδιο του μελλοντικού πυραυλικού οικοδομήματος του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως έχουμε εξετάσει σε παλαιότερο άρθρο στο Slpress και τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε μεθοδολογίες Counterforce πρώτου πλήγματος, με σκοπό τον πυρηνικό αφοπλισμό της Ρωσίας.Όμως, αυτή η εξέλιξη δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα μείνει αναπάντητη από τη Μόσχα και είναι πολύ πιθανόν να οδηγηθούμε σε πυρηνική κρίση, στο εγγύς μέλλον. Και αν οι ηγέτες της Δύσης (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης) έχουν μελετήσει ψυχρά όλα τα δεδομένα και έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι έτσι πρέπει να γίνει και είναι έτοιμοι να διαχειριστούν αρμαγεδωνικά σενάρια, τότε έχει καλώς. Φοβάμαι, όμως, ότι οδηγούμαστε ανέμελα σε μια πυρηνική κρίση την οποία ούτε τη θέλουν οι ηγέτες της Ευρώπης, ούτε μπορούν να τη διαχειριστούν. Kαι πιθανώς ούτε καν μπορούν να σκεφτούν ότι ενδέχεται να προκύψει.
Επίσης, το επιχείρημα ότι η Φινλανδία και η Σουηδία είναι λογικό να θέλουν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ γιατί μετά την εισβολή στην Ουκρανία είναι σαφές ότι κινδυνεύουν από ρωσική εισβολή, δεν είναι σίγουρο ότι ισχύει. Στην πραγματικότητα μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Συγκεκριμένα, αν κάτι μας έδειξαν μέχρι στιγμής οι επιχειρήσεις στην Ουκρανία είναι ότι ο ρωσικός στρατός δεν είναι σε θέση να καταλάβει ολόκληρη τη χώρα, ή αν το κάνει θα υποστεί συντριπτικές απώλειες τις οποίες δύσκολα μπορεί να αντέξει. Άρα λοιπόν είναι μάλλον υπερβολικό να λέμε ότι η Φινλανδία και πολύ περισσότερο η Σουηδία, με τις ισχυρές στρατιωτικές τους δυνάμεις και τα απέραντα και δύσβατα εδάφη τους, κινδυνεύουν από ρωσική στρατιωτική επίθεση. Οι Ρώσοι, άλλωστε, έχουν πολύ πικρή πείρα από τις μαχητικές ικανότητες των Φινλανδών. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι το επιχείρημα του ρωσικού “οδοστρωτήρα” το προβάλλουν άνθρωποι που κατά κανόνα χλευάζουν το ρωσικό στρατό για τις επιδόσεις του στην Ουκρανία και υποστηρίζουν ότι είναι θέμα χρόνου για τους Ουκρανούς να επιτύχουν συντριπτική νίκη.
Η Φινλανδία και η Σουηδία λοιπόν δύσκολα κινδυνεύουν από ρωσική επίθεση, όχι γιατί η Ρωσία είναι “καλή”, αλλά γιατί μάλλον δεν είναι σε θέση να πράξει κάτι τέτοιο. Ο μεγάλος κίνδυνος από πλευράς της Ρωσίας είναι το πυρηνικό της οπλοστάσιο. Και αυτό ακριβώς είναι το σημαντικότερο ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσει το ΝΑΤΟ. Θέλει σύγκρουση με τη Ρωσία ή σταθερότητα; Γιατί αν θέλει σταθερότητα δεν θα πρέπει να δημιουργεί διλήμματα ασφαλείας στη Μόσχα, εφόσον μπορεί να τα αποφύγει, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε αστάθεια. Αν από την άλλη θέλει σύγκρουση, τι είδους είναι αυτή; Γιατί, όντως, η είσοδος της Σουηδίας και, κυρίως της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, θα προσφέρει μια σειρά από επιχειρησιακά πλεονεκτήματα. Τόσο σε συμβατικό πόλεμο όσο και σε πυρηνικό.
Ιδανικός τόπος για όπλα κατά Ρωσίας
Η γειτνίαση των φινλανδικών εδαφών με τη Ρωσία καθιστά ιδανικό σημείο τοποθέτησης συστημάτων που αναμένεται να αναπτυχθούν στα επόμενα χρόνια, όπως hypersonic όπλα, που αποτελούν το τελευταίο στάδιο του μελλοντικού πυραυλικού οικοδομήματος του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως έχουμε εξετάσει σε παλαιότερο άρθρο στο Slpress και τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε μεθοδολογίες Counterforce πρώτου πλήγματος, με σκοπό τον πυρηνικό αφοπλισμό της Ρωσίας.Όμως, αυτή η εξέλιξη δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα μείνει αναπάντητη από τη Μόσχα και είναι πολύ πιθανόν να οδηγηθούμε σε πυρηνική κρίση, στο εγγύς μέλλον. Και αν οι ηγέτες της Δύσης (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης) έχουν μελετήσει ψυχρά όλα τα δεδομένα και έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι έτσι πρέπει να γίνει και είναι έτοιμοι να διαχειριστούν αρμαγεδωνικά σενάρια, τότε έχει καλώς. Φοβάμαι, όμως, ότι οδηγούμαστε ανέμελα σε μια πυρηνική κρίση την οποία ούτε τη θέλουν οι ηγέτες της Ευρώπης, ούτε μπορούν να τη διαχειριστούν. Kαι πιθανώς ούτε καν μπορούν να σκεφτούν ότι ενδέχεται να προκύψει.
Δημοσίευση σχολίου