Άρθρο του Κωνσταντίνου Φίλη
Οι σχέσεις Αθήνας-Τελ Αβίβ επανεκκινούν με τo Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας που φιλοξενείται στο Ισραήλ αυτές τις μέρες.
Η δυναμική που αναπτύχθηκε στις αρχές του 2010 και παγιώθηκε τον επόμενο ενάμισι χρόνο με την ουσιαστική ενίσχυση των σχέσεων αλλά και τη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης δεν είχε ανάλογη συνέχεια. Η διαχείριση της οικονομικής κρίσης, η πρώτη κυβέρνηση συνεργασίας που ειδικότερα στα εξωτερικά θέματα είχε περιορισμένο mandate, η αυτονόητη θετική ψήφος της Ελλάδας στον ΟΗΕ για το καθεστώς της Παλαιστινιακής Αρχής, ο καθυστερημένος σχηματισμός κυβέρνησης στο Ισραήλ, οι σοβαρές ολιγωρίες και από τις δύο πλευρές εδώ και ένα χρόνο, καθώς και οι καταιγιστικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή είχαν ως αποτέλεσμα το μετριασμό των προσδοκιών, ίσως εν τέλει και τον προσδιορισμό της φύσης των διμερών στην πραγματική τους βάση.
Κατά μία έννοια, στην παρούσα φάση και οι δύο χώρες μετρούν φίλους. Παρότι το Ισραήλ ανθεί οικονομικά και ενώ το προφίλ που τηρεί έναντι των εξελίξεων στην περιοχή (Αίγυπτος, Συρία) είναι χαμηλό –χωρίς διάθεση παρέμβασης στις εξελίξεις- εντούτοις, η μαξιμαλιστική του ατζέντα στο Παλαιστινιακό αλλά και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν πλήττουν την εικόνα του. Πολύ περισσότερο τώρα που η διπλωματία κέρδισε την πρώτη μάχη έναντι πολεμοχαρών λύσεων, η επιμονή του Τελ Αβίβ να πλήξει στρατιωτικά την Τεχεράνη αποδυναμώνεται. Βέβαια, η λογική των Ισραηλινών είναι πως όπως διατείνονται και οι ΗΠΑ για τη Συρία «όλες οι επιλογές είναι στο τραπέζι». Μόνο που οι δεύτερες το εννοούν τόσο όσο το επιθυμούν, δηλαδή, ελάχιστα. Από την άλλη, αν το Ισραήλ θελήσει να επιτεθεί στο Ιράν χρειάζεται την πολιτική συγκατάθεση και την τεχική στήριξη της Ουάσιγκτον. Αυτό το γνωρίζει η Τεχεράνη, εξού και οι προσπάθειες εξομάλυνσης των σχέσεων με τις ΗΠΑ ώστε να αποτραπεί οριστικά η προοπτική ισραηλινής επίθεσης. Επειδή, ωστόσο, οι Αμερικανοί δεν θα συμβιβαστούν με τίποτα λιγότερο από τον πλήρη πυρηνικό αφοπλισμό της Τεχεράνης, μετά από χρόνια, δημιουργείται μία προσδοκία λύσης χωρίς στρατιωτικά μέσα. Όπως ακριβως και στη Συρία, της οποίας η πορεία εξουδετέρωσης του χημικού οπλοστασίου θα επηρεάσει και τις διαπραγματεύσεις με το Ιράν, Ένα περισσότερο υπεύθυνο Ιράν, που θα θέσει σε προσωρινή παύση τους σιιτικούς θύλακες στην περιοχή (Συρία, Ιράκ, Λίβανος) θα αντιμετωπιστεί με άλλη αντίληψη από τη Διεθνή Κοινότητα.
Στο Παλαιστινιακό, οι εποικισμοί, το εμπάργκο στη Λωρίδα της Γάζας (που, πάντως, πρόσφατα έχει χαλαρώσει σχετικά), η αποδυνάμωση του μετριοπαθέστερου της Χαμάς, Αμπάς, και η ανέχεια που πλήττει την πλειοψηφία των Παλαιστινίων συνθέτουν το σκηνικό. Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, οι συνομιλίες δεν θα καταλήξουν σε κάποιο αποτέλεσμα και οι δύο πλευρές μοιάζουν περίπου αναγκασμένες να δείξουν ότι διαπραγματεύονται, χωρίς διάθεση συμβιβασμών που θα έδιναν άλλη πνοή στις συνομιλίες.
Η σχέση με την Τουρκία, παρά τις αμερικανικές προτροπές, παραμένουν στάσιμες. Οι αιτιάσεις Ερντογάν για ευθύνη των Σιωνιστών στην πτώση Μόρσι και τις διαδηλώσεις εναντίον του Τούρκου πρωθυπουργού επιδείνωσαν το ήδη τεταμένο κλίμα. Αυτό που είχαμε επισημάνει από την πρώτη στιγμή της προσπάθειας Ομπάμα είναι πως η έλλειψη εμπιστοσύνης έναντι του Ερντογάν είναι καθοριστικής σημασίας για την ευόδωση των προσπαθειών αποκλιμάκωσης. Το πάλαι ποτέ κραταιό στρατιωτικό κατεστημένο, αποκλειστικός και έμπιστος συνομιλητής του Τελ Αβίβ, έχει τεθεί στο πολιτικό περιθώριο. Έως ότου επανακάμψει, η αμοιβαία καχυποψία θα χαρακτηρίζει εν πολλοίς τις σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ. Ωστόσο, θα είναι στρατηγικό λάθος να αναπτύξουμε τους δικούς μας δεσμούς υπό αυτό το πρίσμα, εφόσον η Άγκυρα είναι αρκετά σημαντική για να αγνοηθεί, αλλά και διότι η όποια βελτίωση των δικών τους σχέσεων θα φέρνει αυτόματα τις δικές μας σε δεύτερη μοίρα.
Επίσης, επιζήμια θεωρώ και τη συλλογιστική περί ενεργειακού τριγώνου Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ. Η χώρα μας δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να ταυτιστεί με άξονες που εν τοις πράγμασοι αποκλείουν ή τελοσπάντων δυσκολεύουν τη συμμετοχή περισσοτέρων κρατών της περιοχής. Η Αθήνα στην περιφερειακή της πολιτική θα πρέπει πρωτίστως να χρησιμοποιεί την ευρωπαϊκή της ταυτότητα και να επιζητά τις μεγαλύτερες το δυνατόν συνέργειες, χωρίς αποκλεισμούς. Αυτό πράττει μία υπεύθυνη και συγκροτημένη δύναμη και με αυτό τον τρόπο διασφαλίζει την αποδοχή της από τους λοιπούς παίκτες και κατ’επέκταση την ενδυνάμωση του ρόλου της στα δρώμενα. Ενός ρόλου εποικοδομητικού για την περιφερειακή σταθερότητα και χρήσιμου για τους διεθνείς δρώντες, που συν τω χρόνω δύναται να κεφαλαιοποιηθεί σε θεματικές που άπτονται των εθνικών μας συμφερόντων.
Έτσι και αλλιώς, όσοι δεν επιθυμούν να συμπράξουν θα αυτοπεριθωριοποηθούν. Αντί, όμως, να μεταθέτουν τις ευθύνες, αποδίδοντας την απροθυμία τους στο δήθεν αποκλεισμό τους, είναι προτιμότερο να τους ωθήσουμε να «εκτεθούν» μέσω προτάσεων αντί αντεγκλήσεων. Όπλο μας η δεδομένη ανάγκη περιφερειακής ομαλοποίησης μέσα από το κλείσιμο μετώπων, αδύναμο σημείο τους οι κινήσεις αποσταθεροποίησης που μπορεί –κατά την Άγκυρα- να εξυπηρετούν τα στενά συμφέροντα της αλλά δεν συμβαδίζουν με τις αδήριτες πραγματικότητες που διαμορφώνονται στην περιοχή.
Στους παραπάνω σχεδιασμούς, κράτος κλειδί είναι η Αίγυπτος. Πιθανή συμπερίληψη της σε ευρύτερες συνεργασίες όχι μόνο θα τις θωρακίσει, καθιστωντας τες πόλο έλξης και για άλλες δυνάμεις που δραστηριοποιούνται στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά θα δώσει στην ΕΕ τη δυνατότητα –έστω και μερικής- επανάκαμψης με την Αθήνα σε θέση οδηγού. Η Ευρώπη, της οποίας οι εισαγωγές πετρελαίου και αερίου θα ανέρχονται το 2030 στα 85% και 82% της κατανάλωσης αντιστοίχως, πρέπει να αποδείξει πώς εννοεί την ασφάλεια τροφοδοσίας της και τη συνακόλουθη διαφοροποίηση προμηθευτών και διαμεσολαβητών (η Ανατολική Μεσόγειος προσφέρει και τα δύο), με δύο κράτη-μέλη της σε ρυθμιστές των εξελίξεων. Συνέπεια αυτού, οι Ευρωπαίοι εταίροι μας πρέπει να δώσουν το χρίσμα στην Αθήνα για να προχωρήσει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις –με την υποστήριξη τους- και εκ μέρους τους. Με την ευρωπαϊκή προεδρία να βρίσκεται προ των πυλών, είναι η κατάλληλη στιγμή να αναλάβουμε σχετικές πρωτοβουλίες. Εν συνεχεία, τα περιφερειακά κράτη θα κληθούν να επιλέξουν μεταξύ των συνεχιζόμενων αντιπαραθέσεων με αβέβαια αποτελέσματα προς ζημία των λαών τους και της αναζήτησης (και εξεύρεσης) κοινού τόπου με δέλεαρ ένα κοινό ενεργειακό μέλλον που θα «δέσει» τα συμφέροντα τους, επ’ ωφελεία της επιτακτικής, όπως εξελίσσεται η κατάσταση, σταθεροποίησης.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου