Τι ευρωπαϊκό ενδιαφέρον μπορεί να έχει ένα δημοψήφισμα για ένα ακατανόητο κείμενο που διεξάγεται σε ένα μικρό νησί μακριά από την ευρωπαϊκή ενδοχώρα; Κι όμως το δημοψήφισμα και το 'ναι' της Ιρλανδίας στη νέα Συνθήκη της Λισσαβόνας που έγινε στις 2 Οκτωβρίου αποτελεί ορόσημο για την Ε.Ε.. Η συνθήκη - που, παρά την αναταραχή στην Τσεχία, φαίνεται....
πια σίγουρο ότι θα επικυρωθεί - θα αποτελέσει τον τελευταίο μεγάλο θεμέλιο λίθο της θεσμικής οικοδόμησης που θα φέρει την Ευρώπη στα επόμενα χρόνια. Η διαφαινόμενη επικύρωση της συνθήκης δημιουργεί επίσης σοβαρά ερωτηματικά για τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Κινείται πλέον η Ευρώπη αναπόδραστα προς την εξέλιξή της σε συνομοσπονδία κρατών; Μπορεί άραγε να γίνει εκείνη που θα οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία; Μπορεί να δούμε την Ευρώπη να αφυπνίζεται και να αναλαμβάνει πιο σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή; Ή οι αποφάσεις για τα πράγματα της ανθρωπότητας θα παίρνονται κατά βάση στην Ουάσινγκτον και το Πεκίνο;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχουν στην προβληματικής χρησιμότητας Συνθήκη της Λισσαβόνας. Το κείμενο που ενέκριναν πριν λίγες μέρες οι Ιρλανδοί αποτελεί μια εσκεμμένα σκοτεινή επανεπεξεργασία της αρχικής συνταγματικής συνθήκης της Ε.Ε. που είχαν απορρίψει οι Γάλλοι και οι Ολλανδοί το 2005. Η Συνθήκη δεν έχει κατορθώσει να ανταποκριθεί σε πολλούς από τους στόχους που είχαν τεθεί στην ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής του Λάακεν το 2001: απλοποίηση των κανόνων, πιο καθαρή κατανομή εξουσιών μεταξύ Βρυξελλών και εθνικών κυβερνήσεων, ενίσχυση της διαφάνειας, η Ευρώπη πιο κοντά στους ψηφοφόρους της.
Ορισμένοι ευρωσκεπτικιστές ωστόσο, για παράδειγμα στη Βρετανία, θέλουν να συνεχίσουν τον πόλεμο κατά της Συνθήκης και ελπίζουν ότι η διαφαινόμενη επιστροφή των Συντηρητικών στην βρετανική κυβέρνηση θα σημάνει νέο δημοψήφισμα. Αν όμως οι Τσέχοι έχουν εν τω μεταξύ επικυρώσει τη Συνθήκη, ένα νέο δημοψήφισμα είναι και επικίνδυνο και χωρίς νόημα. Επικίνδυνο γιατί όλοι - και οι Βρετανοί - έχουν ήδη υπογράψει τη Συνθήκη, οπότε η σχετική συζήτηση θα μετατραπεί σε μια συζήτηση για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. Χωρίς νόημα, γιατί υπάρχει πολλή συζήτηση για την επόμενη μέρα της Ευρώπης που οι φιλελεύθερες φωνές μπορούν και πρέπει να κερδίσουν.
Πολλοί ευρωσκεπτικιστές μισούν τόσο πολύ τις Βρυξέλλες που δεν κατανοούν τι ήττα αντιπροσωπεύει η Συνθήκη της Λισσαβόνας για τους αντιπάλους του. Όλες οι άλλες ευρωπαϊκές συνθήκες των προηγούμενων 25 χρόνων περιλάμβαναν η μια τους σπόρους της επόμενης, καθιστώντας τις σχετικές διαδικασίες σχεδόν αναπόδραστες. Αλλά σε ό,τι αφορά τη Συνθήκη της Λισσαβόνας ποτέ δεν προϋπήρξαν οι σπόροι της και οι συμμετέχοντες έχουν εξαντληθεί από τα 8 χρόνια που έχει κρατήσει η προσπάθεια για την προώθησή της. Δεν είναι μόνο οι Βρετανοί που δεν ευνοούν τη θεσμική εμβάθυνση της Ευρώπης. Και το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο άναψε κόκκινο φως στην περαιτέρω ολοκλήρωση της Ε.Ε.. Η Ένωση επομένως θα συνεχίσει να αποτελεί μια οργάνωση διακυβερνητικής συνεργασίας και δεν θα εξελιχθεί σε πλήρη ομοσπονδία.
Ούτε το περιεχόμενο της Συνθήκης της Λισσαβόνας είναι κακό. Πέρα από την όχι απαραιτήτως αναγκαία Χάρτα των βασικών δικαιωμάτων και την τρελή ιδέα για ενίσχυση των εξουσιών του υπολειτουργούντος Ευρωκοινοβουλίου, η Συνθήκη της Λισσαβόνας βελτιώνει το σύστημα ψηφοφορίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θέτει τη βάση για μια θολή δομή εξωτερικής πολιτικής και θεσπίζει τη διαρκή προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αντί της κυλιόμενης ανά εξάμηνο προεδρίας που ισχύει σήμερα. Η πρόκληση είναι ότι όλα αυτά πρέπει τώρα και να δουλέψουν. Και αυτό έχει να κάνει με τέσσερα σημαντικά διακυβεύματα, δύο εσωτερικά και δύο εξωτερικά.
Το πρώτο θέμα που η Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει στο εσωτερικό είναι η χαμηλή οικονομική αποτελεσματικότητά της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί το μεγαλύτερο μπλοκ οικονομιών του κόσμου, όμως πολύ γρήγορα θα χάσει έδαφος από την Κίνα και την Αμερική αν δεν καταφέρει σύντομα να αυξήσει τη χαμηλή της παραγωγικότητα με φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στις αγορές και περιορισμό του μεγέθους του κράτους. Σχετικό με αυτό είναι και το δεύτερο διακύβευμα: της ανάγκης περιφρούρησης της ενιαίας αγοράς η οποία αποτελεί το μεγαλύτερο επίτευγμα της Ευρώπης τα τελευταία χρόνια. Η ενιαία αγορά και οι κανόνες ανταγωνισμού και απαγόρευσης της κρατικής βοήθειας προς τις επιχειρήσεις έχουν τεθεί αυτή τη στιγμή στο στόχαστρο καθώς οι εθνικές κυβερνήσεις αναζητούν τρόπους να προστατέψουν θέσεις απασχόλησης. Μια από τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πρέπει να είναι η περιφρούρηση των κανόνων μέσα από την υιοθέτηση σκληρής γραμμής έναντι 'λύσεων' όπως η προτεινόμενη διάσωση της Όπελ από τη Γερμανία.
Κατά τα άλλα, είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι το ευρωπαϊκό σχέδιο επένδυσε το μέγιστο μέρος της δυναμικής του στα προηγούμενα 50 χρόνια κοιτώντας προς τα μέσα: στην οικοδόμηση της ενιαίας αγοράς, την εισαγωγή νέων θεσμών, την υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος, σε συνθήκες που απαιτούσαν ατέλειωτες διαπραγματεύσεις. Στα επόμενα 50 χρόνια η Ευρώπη πρέπει να γίνει εξωστρεφής. Σήμερα αποτελεί ένα αδύναμο παίκτη σε μια παγκόσμια σκηνή κυριαρχούμενη από την Αμερική και την Κίνα, οι οποίες ακολουθούνται από την Ινδία και τη Βραζιλία. Μπορεί να αλλάξει αυτό;
Ίσως. Το βασικό εμπόδιο για μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ποτέ δεν υπήρξε θεσμικό. Είχε κυρίως να κάνει με τα διαφορετικά συμφέροντα των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε.. Είναι εύλογο ίσως για θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως και φορολογίας, να απαιτείται ομοφωνία, γιατί αυτά τα ζητήματα βρίσκονται στην καρδιά της εθνικής κυριαρχίας. Παρά ταύτα η Συνθήκη της Λισσαβόνας δημιουργεί δυο νέα αξιώματα - του ανώτατου αξιωματούχου της Ε.Ε. για την εξωτερική πολιτική και του πρόεδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σπάζοντας έτσι στα δύο τις λειτουργίες της έως τώρα θέσης του προέδρου του Συμβουλίου - τα οποία μπορούν να ενισχύσουν το δημόσιο πρόσωπο της Ένωσης.
Η εισαγωγή των νέων αξιωμάτων αντιπροσωπεύει μια ελπίδα για ενίσχυση της ευρωπαϊκής επιρροής κατ' αναλογία με το οικονομικό βάρος της Ευρώπης, που μέχρι στιγμής ήταν ευδιάκριτο μόνο στις διαπραγματεύσεις για το Παγκόσμιο Εμπόριο. Για να γίνει όμως αυτό πραγματικότητα, πρέπει οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να απαντήσουν ορθά στην πρόκληση. Το πρώτο που απαιτείται είναι να συνειδητοποιήσουν τι απέβη η πιο επιτυχημένη στρατηγική εξωτερικής πολιτικής για την Ευρώπη μέχρι στιγμής: η διεύρυνσή της. Η προσφορά της δυνατότητας για συμμετοχή στην Ε.Ε. ήταν το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για τη προώθηση της ευημερίας και της ειρήνης, αρχικά στις μεσογειακές χώρες, και κατόπιν στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη σημασία για τη σταθερότητα της σημερινής Ευρώπης από τις ζώνες που απλώνονται στα ανατολικά και νοτιοανατολικά της. Για να αναπτυχθεί η Ευρώπη, πρέπει να κρατήσει τις πόρτες της ανοιχτές.
Το δεύτερο διακύβευμα έχει να κάνει με την επιλογή των σωστών προσώπων για τις νέες θέσεις. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ευρώπης μπορεί να έχει μεγαλύτερη ισχύ, όμως ο πρόεδρος του Συμβουλίου είναι εκείνος που θα δώσει τον τόνο. Άνετα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τη Γερμανίδα καγκελάριο να συνομιλεί με τον πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα και τον πρόεδρο Χου. Όμως εκείνη έχει άλλες δουλειές. Συνεπώς η επιλογή είναι ανάμεσα στους συνήθεις Ευρωπυγμαίους (ΣΣ: όρος του περιοδικού Economist για αξιωματούχους της Ε.Ε. προερχόμενους από πολύ μικρές χώρες π.χ. Βέλγιο ή Λουξεμβούργο) και τον Τόνι Μπλερ. Σίγουρα ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας έχει κάνει λάθη αλλά αποτελεί πολιτικό διεθνούς εμβέλειας και όνομα που δεν είναι γνωστό μόνο στο Βέλγιο. Και είναι βέβαιο ότι θα ασκήσει πιέσεις για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η Ευρώπη. Αν η Ευρώπη δεν επιλέξει κάποιον της εμβέλειας του, θα δώσει μια πρώτη ένδειξη ότι είναι έτοιμη να επιστρέψει στο βαθύ της ύπνο.
πια σίγουρο ότι θα επικυρωθεί - θα αποτελέσει τον τελευταίο μεγάλο θεμέλιο λίθο της θεσμικής οικοδόμησης που θα φέρει την Ευρώπη στα επόμενα χρόνια. Η διαφαινόμενη επικύρωση της συνθήκης δημιουργεί επίσης σοβαρά ερωτηματικά για τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Κινείται πλέον η Ευρώπη αναπόδραστα προς την εξέλιξή της σε συνομοσπονδία κρατών; Μπορεί άραγε να γίνει εκείνη που θα οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία; Μπορεί να δούμε την Ευρώπη να αφυπνίζεται και να αναλαμβάνει πιο σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή; Ή οι αποφάσεις για τα πράγματα της ανθρωπότητας θα παίρνονται κατά βάση στην Ουάσινγκτον και το Πεκίνο;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχουν στην προβληματικής χρησιμότητας Συνθήκη της Λισσαβόνας. Το κείμενο που ενέκριναν πριν λίγες μέρες οι Ιρλανδοί αποτελεί μια εσκεμμένα σκοτεινή επανεπεξεργασία της αρχικής συνταγματικής συνθήκης της Ε.Ε. που είχαν απορρίψει οι Γάλλοι και οι Ολλανδοί το 2005. Η Συνθήκη δεν έχει κατορθώσει να ανταποκριθεί σε πολλούς από τους στόχους που είχαν τεθεί στην ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής του Λάακεν το 2001: απλοποίηση των κανόνων, πιο καθαρή κατανομή εξουσιών μεταξύ Βρυξελλών και εθνικών κυβερνήσεων, ενίσχυση της διαφάνειας, η Ευρώπη πιο κοντά στους ψηφοφόρους της.
Ορισμένοι ευρωσκεπτικιστές ωστόσο, για παράδειγμα στη Βρετανία, θέλουν να συνεχίσουν τον πόλεμο κατά της Συνθήκης και ελπίζουν ότι η διαφαινόμενη επιστροφή των Συντηρητικών στην βρετανική κυβέρνηση θα σημάνει νέο δημοψήφισμα. Αν όμως οι Τσέχοι έχουν εν τω μεταξύ επικυρώσει τη Συνθήκη, ένα νέο δημοψήφισμα είναι και επικίνδυνο και χωρίς νόημα. Επικίνδυνο γιατί όλοι - και οι Βρετανοί - έχουν ήδη υπογράψει τη Συνθήκη, οπότε η σχετική συζήτηση θα μετατραπεί σε μια συζήτηση για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. Χωρίς νόημα, γιατί υπάρχει πολλή συζήτηση για την επόμενη μέρα της Ευρώπης που οι φιλελεύθερες φωνές μπορούν και πρέπει να κερδίσουν.
Πολλοί ευρωσκεπτικιστές μισούν τόσο πολύ τις Βρυξέλλες που δεν κατανοούν τι ήττα αντιπροσωπεύει η Συνθήκη της Λισσαβόνας για τους αντιπάλους του. Όλες οι άλλες ευρωπαϊκές συνθήκες των προηγούμενων 25 χρόνων περιλάμβαναν η μια τους σπόρους της επόμενης, καθιστώντας τις σχετικές διαδικασίες σχεδόν αναπόδραστες. Αλλά σε ό,τι αφορά τη Συνθήκη της Λισσαβόνας ποτέ δεν προϋπήρξαν οι σπόροι της και οι συμμετέχοντες έχουν εξαντληθεί από τα 8 χρόνια που έχει κρατήσει η προσπάθεια για την προώθησή της. Δεν είναι μόνο οι Βρετανοί που δεν ευνοούν τη θεσμική εμβάθυνση της Ευρώπης. Και το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο άναψε κόκκινο φως στην περαιτέρω ολοκλήρωση της Ε.Ε.. Η Ένωση επομένως θα συνεχίσει να αποτελεί μια οργάνωση διακυβερνητικής συνεργασίας και δεν θα εξελιχθεί σε πλήρη ομοσπονδία.
Ούτε το περιεχόμενο της Συνθήκης της Λισσαβόνας είναι κακό. Πέρα από την όχι απαραιτήτως αναγκαία Χάρτα των βασικών δικαιωμάτων και την τρελή ιδέα για ενίσχυση των εξουσιών του υπολειτουργούντος Ευρωκοινοβουλίου, η Συνθήκη της Λισσαβόνας βελτιώνει το σύστημα ψηφοφορίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θέτει τη βάση για μια θολή δομή εξωτερικής πολιτικής και θεσπίζει τη διαρκή προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αντί της κυλιόμενης ανά εξάμηνο προεδρίας που ισχύει σήμερα. Η πρόκληση είναι ότι όλα αυτά πρέπει τώρα και να δουλέψουν. Και αυτό έχει να κάνει με τέσσερα σημαντικά διακυβεύματα, δύο εσωτερικά και δύο εξωτερικά.
Το πρώτο θέμα που η Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει στο εσωτερικό είναι η χαμηλή οικονομική αποτελεσματικότητά της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί το μεγαλύτερο μπλοκ οικονομιών του κόσμου, όμως πολύ γρήγορα θα χάσει έδαφος από την Κίνα και την Αμερική αν δεν καταφέρει σύντομα να αυξήσει τη χαμηλή της παραγωγικότητα με φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στις αγορές και περιορισμό του μεγέθους του κράτους. Σχετικό με αυτό είναι και το δεύτερο διακύβευμα: της ανάγκης περιφρούρησης της ενιαίας αγοράς η οποία αποτελεί το μεγαλύτερο επίτευγμα της Ευρώπης τα τελευταία χρόνια. Η ενιαία αγορά και οι κανόνες ανταγωνισμού και απαγόρευσης της κρατικής βοήθειας προς τις επιχειρήσεις έχουν τεθεί αυτή τη στιγμή στο στόχαστρο καθώς οι εθνικές κυβερνήσεις αναζητούν τρόπους να προστατέψουν θέσεις απασχόλησης. Μια από τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πρέπει να είναι η περιφρούρηση των κανόνων μέσα από την υιοθέτηση σκληρής γραμμής έναντι 'λύσεων' όπως η προτεινόμενη διάσωση της Όπελ από τη Γερμανία.
Κατά τα άλλα, είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι το ευρωπαϊκό σχέδιο επένδυσε το μέγιστο μέρος της δυναμικής του στα προηγούμενα 50 χρόνια κοιτώντας προς τα μέσα: στην οικοδόμηση της ενιαίας αγοράς, την εισαγωγή νέων θεσμών, την υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος, σε συνθήκες που απαιτούσαν ατέλειωτες διαπραγματεύσεις. Στα επόμενα 50 χρόνια η Ευρώπη πρέπει να γίνει εξωστρεφής. Σήμερα αποτελεί ένα αδύναμο παίκτη σε μια παγκόσμια σκηνή κυριαρχούμενη από την Αμερική και την Κίνα, οι οποίες ακολουθούνται από την Ινδία και τη Βραζιλία. Μπορεί να αλλάξει αυτό;
Ίσως. Το βασικό εμπόδιο για μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ποτέ δεν υπήρξε θεσμικό. Είχε κυρίως να κάνει με τα διαφορετικά συμφέροντα των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε.. Είναι εύλογο ίσως για θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως και φορολογίας, να απαιτείται ομοφωνία, γιατί αυτά τα ζητήματα βρίσκονται στην καρδιά της εθνικής κυριαρχίας. Παρά ταύτα η Συνθήκη της Λισσαβόνας δημιουργεί δυο νέα αξιώματα - του ανώτατου αξιωματούχου της Ε.Ε. για την εξωτερική πολιτική και του πρόεδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σπάζοντας έτσι στα δύο τις λειτουργίες της έως τώρα θέσης του προέδρου του Συμβουλίου - τα οποία μπορούν να ενισχύσουν το δημόσιο πρόσωπο της Ένωσης.
Η εισαγωγή των νέων αξιωμάτων αντιπροσωπεύει μια ελπίδα για ενίσχυση της ευρωπαϊκής επιρροής κατ' αναλογία με το οικονομικό βάρος της Ευρώπης, που μέχρι στιγμής ήταν ευδιάκριτο μόνο στις διαπραγματεύσεις για το Παγκόσμιο Εμπόριο. Για να γίνει όμως αυτό πραγματικότητα, πρέπει οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να απαντήσουν ορθά στην πρόκληση. Το πρώτο που απαιτείται είναι να συνειδητοποιήσουν τι απέβη η πιο επιτυχημένη στρατηγική εξωτερικής πολιτικής για την Ευρώπη μέχρι στιγμής: η διεύρυνσή της. Η προσφορά της δυνατότητας για συμμετοχή στην Ε.Ε. ήταν το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για τη προώθηση της ευημερίας και της ειρήνης, αρχικά στις μεσογειακές χώρες, και κατόπιν στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη σημασία για τη σταθερότητα της σημερινής Ευρώπης από τις ζώνες που απλώνονται στα ανατολικά και νοτιοανατολικά της. Για να αναπτυχθεί η Ευρώπη, πρέπει να κρατήσει τις πόρτες της ανοιχτές.
Το δεύτερο διακύβευμα έχει να κάνει με την επιλογή των σωστών προσώπων για τις νέες θέσεις. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ευρώπης μπορεί να έχει μεγαλύτερη ισχύ, όμως ο πρόεδρος του Συμβουλίου είναι εκείνος που θα δώσει τον τόνο. Άνετα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τη Γερμανίδα καγκελάριο να συνομιλεί με τον πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα και τον πρόεδρο Χου. Όμως εκείνη έχει άλλες δουλειές. Συνεπώς η επιλογή είναι ανάμεσα στους συνήθεις Ευρωπυγμαίους (ΣΣ: όρος του περιοδικού Economist για αξιωματούχους της Ε.Ε. προερχόμενους από πολύ μικρές χώρες π.χ. Βέλγιο ή Λουξεμβούργο) και τον Τόνι Μπλερ. Σίγουρα ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας έχει κάνει λάθη αλλά αποτελεί πολιτικό διεθνούς εμβέλειας και όνομα που δεν είναι γνωστό μόνο στο Βέλγιο. Και είναι βέβαιο ότι θα ασκήσει πιέσεις για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η Ευρώπη. Αν η Ευρώπη δεν επιλέξει κάποιον της εμβέλειας του, θα δώσει μια πρώτη ένδειξη ότι είναι έτοιμη να επιστρέψει στο βαθύ της ύπνο.
Δημοσίευση σχολίου