Στοϊλόπουλος Βασίλης
Με αφορμή την απαράδεκτη απόφαση του Πρωτοδικείου Φλώρινας –ως προφανές απότοκο της αντιδημοκρατικής και βλαπτικής για τα ελληνικά συμφέροντα Συμφωνίας των Πρεσπών– για την αναγνώριση φιλοσκοπιανής ΜΚΟ με τον προκλητικό τίτλο “Κέντρο μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα”, ακολουθεί ένα μικρό ιστορικό για την “μακεδονική γλώσσα”.
Ιστορικό βασισμένο αποκλειστικά –για ευνόητους λόγους– όχι σε ελληνική βιβλιογραφία (π.χ. Γ. Μπαμπινιώτης, “Η γλώσσα της Μακεδονίας. Η αρχαία Μακεδονική και η ψευδώνυμη γλώσσα των Σκοπίων”, εκδ. “Ολκός”), αλλά στο γερμανόγλωσσο Wikipedia.de (“Mazedonische Sprache” https://de.wikipedia.org/wiki/Mazedonische_Sprache).
Η “μακεδονική γλώσσα” (makedonski jazik) υπάγεται, ως γνωστόν, στην νοτιοσλαβική υποομάδα των σλαβικών γλωσσών, οι οποίες με τη σειρά τους συμπεριλαμβάνονται στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Τα βουλγαρικά αποτελούν την πιο συγγενική της γλώσσα και οι λεγόμενες “μακεδονικές διάλεκτοι” είναι μέρος μιας συνέχειας από διαλέκτους, τόσο στα βουλγαρικά όσο και στα σερβικά. Γι’ αυτό και στην επιστήμη της γλωσσολογίας, τα “μακεδονικά” συνυπολογίζονται μαζί με τα βουλγαρικά στην ανατολική ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών, η οποία διαφέρει σε πολλά σημεία από τη δυτική ομάδα αυτών των γλωσσών και εν μέρει και από τις υπόλοιπες σλαβικές γλώσσες.
Λόγω της πολύ μεγάλης ομοιότητας με τα βουλγαρικά, οι σλαβικές διάλεκτοι στο χώρο της “Βόρειας Μακεδονίας” ταξινομήθηκαν, ως επί το πλείστον, ως βουλγαρικές διάλεκτοι για όσο διάστημα δεν υπήρχε ακόμη γραπτή “μακεδονική γλώσσα”, έτσι ώστε τα βουλγαρικά να χρησιμοποιούνται ως συνώνυμα με το “νότιο-ανατολικό σλαβικό” ιδίωμα. Για τους γνωρίζοντες, τα βουλγαρικά και τα “μακεδονικά” συμφωνούν απολύτως στη φωνητική, στην κλίση και στη σύνταξη.
Γι’ αυτό και διάφοροι μελετητές, όπως ο Γερμανός Kristian Sandfeld, να έχουν χαρακτηρίσει τη γλώσσα αυτή ως βουλγαρική. Επίσης, οι Γερμανοί Gustav Weigand και Imre Tóth καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η γραπτή “μακεδονική γλώσσα” δεν είναι μια νέα γλώσσα, αλλά μια βουλγαρική διάλεκτος, η ορθογραφία της οποίας καθορίστηκε με βάση τη σερβική ορθογραφία, όταν με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κωδικοποιήθηκε εντέχνως και για προφανής σκοπούς ως “γλώσσα”.
Η γλωσσική ταξινόμηση
Αυτή η προσέγγιση, πριν δηλαδή από την γλωσσική κωδικοποίηση, εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να είναι η βουλγαρική θέση. Οι συγγραφείς της βουλγαρικής “Λευκής Βίβλου για τη Γλωσσική Διαμάχη μεταξύ της Βουλγαρίας και της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας”, που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο 2021, καθόρισαν μάλιστα την αναλογία των λέξεων στη “μακεδονική γλώσσα” που διαφέρουν από αυτές της βουλγαρικής σε ποσοστό 7-10%.
Μόνο το 10% είναι δηλαδή λέξεις της (“μακεδονικής”) διαλέκτου που δεν χρησιμοποιούνται στη Βουλγαρία. Ο Γιουγκοσλάβος Blaže Koneski, ο οποίος έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην γλωσσική κωδικοποίηση του 1945, ήταν που έγραψε γι’ αυτό στις 8 Ιουνίου 1965 στη “Nova Makedonija”: «Κάθε διάλεκτος μπορεί να διαμορφωθεί σε μια λογοτεχνική γλώσσα, ακόμη και μια που δεν υπήρχε ποτέ πριν, γιατί όλες οι λογοτεχνικές γλώσσες όλων των λαών σχηματίστηκαν από διαλέκτους ή από συνδυασμό διαλέκτων – έτσι ήταν η περίπτωση της “μακεδονικής γλώσσας”».
Από την άλλη πλευρά, στα Σκόπια, όλες οι αυτόχθονες σλαβικές διάλεκτοι στην ιστορική-γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, πριν και μετά από την κωδικοποίηση του 1945, ταξινομούνται σήμερα ως “μακεδονικές”, έτσι ώστε η “μακεδονική (γλώσσα)” να χρησιμοποιείται αυτή ως συνώνυμο του “νοτιοσλαβικού” ιδιώματος της “Μακεδονίας”. Έτσι, γραπτά μνημεία π.χ. από τον Μεσαίωνα, που έχουν σαφή παλαιοβουλγαρικό χαρακτήρα, ερμηνεύονται εκ νέου ως “μακεδονικά”. Ωστόσο, αυτού του είδους η προσέγγιση θεωρείται ανιστόριτη και αξιολογείται ως προσπάθεια προβολής σύγχρονων εθνοτικών διαφορών στο παρελθόν.
Μέχρι το 1944, οι σλαβικές διάλεκτοι στην περιοχή της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας κατατάσσονταν στις βουλγαρικές. Είναι, επίσης, γνωστό όμως ότι λογοτεχνικά έργα πριν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν δημοσιευτεί σε ορισμένες από αυτές τις διαλέκτους. Η πολιτική απόφαση για τη διαμόρφωση της “μακεδονικής γλώσσας” ελήφθη το 1934 από την Κομμουνιστική Διεθνή. Έτσι, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1940, για παράδειγμα, ορισμένες “μακεδονικές” διάλεκτοι χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά συστηματικά για την συγγραφή μη μυθιστορηματικής πεζογραφίας στα δημοσιογραφικά όργανα του Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας και του αντάρτικου του Τίτο. Ήταν η απαρχή της χρήσης της “μακεδονικής” ως “επίσημης γλώσσας”.
Η κατασκευή μιας “γλώσσας”
Στις 2 Αυγούστου 1944, στο μοναστήρι Sv. Prohor Pćinjski στη Νότια Σερβία ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του K.Κ. Γιουγκοσλαβίας η “Αντιφασιστική Συνέλευση για την Εθνική Απελευθέρωση της Μακεδονίας” (ASNOM). Μία από τις πρώτες πράξεις της ASNOM ήταν η απόφαση να διακηρύξει την ύπαρξη της “μακεδονικής γλώσσας”, αναγορεύοντάς την σε “επίσημη γλώσσα” της “Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας”. Στην περίοδο που ακολούθησε η ASNOM δημιούργησε τρεις “Φιλολογικές Επιτροπές” για την ανάπτυξη μιας γραπτής “μακεδονικής γλώσσας” βασισμένης σε μεγάλο βαθμό στο κυριλλικό αλφάβητο των σερβικών, το οποίο κωδικοποιήθηκε επίσης το 1945.
Κατόπιν και μετά από απόφαση της ASNOM ψηφίστηκε το 1946 ο “Νόµος για την Προστασία της Μακεδονικής Εθνικής Τιμής”, ο οποίος απαγόρευε και ποινικοποιούσε τη χρήση της βουλγαρικής γλώσσας. Ο νόμος αυτός ίσχυε μέχρι το 1991. Στις 5 Μαΐου 1945, η 3η Φιλολογική Επιτροπή ανακοίνωσε την τελική της απόφαση για το αλφάβητο και την ορθογραφία, η οποία και δημοσιεύτηκε την επόμενη ημέρα στην εφημερίδα “Nova Makedonija”. Με τον τρόπο αυτό προέκυψε η γραπτή “μακεδονική γλώσσα” ως οριοθέτηση προς τα βουλγαρικά και έτσι, στην περίοδο που ακολούθησε, το λεξιλόγιο των σλαβικών διαλέκτων στην “Σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας” καθαρίστηκε από τους “βουλγαρισμούς”. Ωστόσο, η “γλώσσα” αυτή παραμένει μέχρι σήμερα στενά συνδεδεμένη με τα βουλγαρικά.
Στο πλαίσιο του σχηματισμού από το Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας ενός έθνους στο χώρο της “Μακεδονίας” και την δημιουργία “μακεδονικής” εθνικής συνείδησης, σημαντικό ρόλο έπαιξε η ανάπτυξη δικής του γραπτής και κωδικοποιημένης “μακεδονικής γλώσσας”. Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξης προέκυψαν συγκρούσεις με γλωσσικά πολιτικά κίνητρα, κυρίως με τη Βουλγαρία (μεταξύ άλλων σε σχέση με την ερμηνεία της κοινής ιστορικής κληρονομιάς), αλλά και με την Σερβία και την Ελλάδα (διαφωνία για την ονομασία κ.α.).
Και εσωτερικές διαφωνίες
Όμως, για την γλωσσική κωδικοποίηση υπάρχουν αντιπαραθέσεις και εντός της Βόρειας Μακεδονίας. Σύγχρονοι ιστορικοί αναθεωρητές αμφισβητούν το αφήγημα που καθιερώθηκε επί κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας. Χαρακτηρίζουν μάλιστα τη διαδικασία κωδικοποίησης της “μακεδονικής γλώσσας”, στην οποία σημαντική συμβολή είχε ο Blaže Koneski, ως “σερβοποίηση”.
Οι “Μακεδόνες” εθνικιστές, όπως ο Βένκο Μαρκόφσκι, που συμμετείχε επίσης στη διαδικασία της κωδικοποίησης, κατηγόρησαν τον Koneski αλλά και την κομμουνιστική ελίτ ότι κατασκεύασαν την τυπική “μακεδονική γλώσσα” πολύ κοντά στα σερβικά . Στους αναθεωρητές περιλαμβάνονται, επίσης, ο πρώην πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας, Ljubčo Georgievski, καθώς και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Antonio Milošoski, ο οποίος χαρακτήρισε μάλιστα απαξιωτικά τον Koneski ως “νάνο του Nebregovo”. Ο Georgievski κατηγόρησε επίσης τον Koneski ότι είχε προσκολληθεί στο σερβικό αλφάβητο του Vuk Karadžić, το οποίο είναι φωνητικό, αν και όλη η “μακεδονική” διανόηση είχαν χρησιμοποιήσει τη βουλγαρική γραπτή γλώσσα, η οποία, ωστόσο, είναι ετυμολογική.
Το 2020, με αφορμή τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Βόρειας Μακεδονίας με την ΕΕ, η Βουλγαρία απαίτησε να απόσχει επισήμως από τη χρήση της γλωσσικής ονομασίας “μακεδονική”. Αντ’ αυτού πρότεινε να χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο της ΕΕ τον όρο “επίσημη γλώσσα της Βόρειας Μακεδονίας”. Επισήμανε ακόμη πως η “γλώσσα” αυτή εκτός από τις σλαβικές διαλέκτους, περιλαμβάνει και όλες τις άλλες γλώσσες, σύμφωνα με το Σύνταγμα της Βόρειας Μακεδονίας, όπως τα αλβανικά και θα ήταν σύμφωνη με τη Συνθήκη Φιλίας και Γειτονίας που υπογράφηκε από τη Βόρεια Μακεδονία το 2017.
Ωστόσο, αυτή η θέση δεν υπήρχε πλέον στα αιτήματα που διατύπωσε η Βουλγαρία τον Ιούνιο του 2021 χωρίς όμως μέχρι σήμερα η Βουλγαρία να έχει αποδεχτεί “μακεδονική γλώσσα”. Σε αντίθεση, ως γνωστόν, με την Ελλάδα, η εξαρτημένη πολιτική τάξη της οποίας “αντί πινακίου φακής” παρέδωσε στα Σκόπια όνομα, ταυτότητα και γλώσσα, παραβλέποντας ακόμα και αυτά που γράφουν οι Γερμανοί μας “φίλοι” που πίεζαν για έναν “έντιμο συμβιβασμό” με τα Σκόπια.
Στις 2 Αυγούστου 1944, στο μοναστήρι Sv. Prohor Pćinjski στη Νότια Σερβία ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του K.Κ. Γιουγκοσλαβίας η “Αντιφασιστική Συνέλευση για την Εθνική Απελευθέρωση της Μακεδονίας” (ASNOM). Μία από τις πρώτες πράξεις της ASNOM ήταν η απόφαση να διακηρύξει την ύπαρξη της “μακεδονικής γλώσσας”, αναγορεύοντάς την σε “επίσημη γλώσσα” της “Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας”. Στην περίοδο που ακολούθησε η ASNOM δημιούργησε τρεις “Φιλολογικές Επιτροπές” για την ανάπτυξη μιας γραπτής “μακεδονικής γλώσσας” βασισμένης σε μεγάλο βαθμό στο κυριλλικό αλφάβητο των σερβικών, το οποίο κωδικοποιήθηκε επίσης το 1945.
Κατόπιν και μετά από απόφαση της ASNOM ψηφίστηκε το 1946 ο “Νόµος για την Προστασία της Μακεδονικής Εθνικής Τιμής”, ο οποίος απαγόρευε και ποινικοποιούσε τη χρήση της βουλγαρικής γλώσσας. Ο νόμος αυτός ίσχυε μέχρι το 1991. Στις 5 Μαΐου 1945, η 3η Φιλολογική Επιτροπή ανακοίνωσε την τελική της απόφαση για το αλφάβητο και την ορθογραφία, η οποία και δημοσιεύτηκε την επόμενη ημέρα στην εφημερίδα “Nova Makedonija”. Με τον τρόπο αυτό προέκυψε η γραπτή “μακεδονική γλώσσα” ως οριοθέτηση προς τα βουλγαρικά και έτσι, στην περίοδο που ακολούθησε, το λεξιλόγιο των σλαβικών διαλέκτων στην “Σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας” καθαρίστηκε από τους “βουλγαρισμούς”. Ωστόσο, η “γλώσσα” αυτή παραμένει μέχρι σήμερα στενά συνδεδεμένη με τα βουλγαρικά.
Στο πλαίσιο του σχηματισμού από το Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας ενός έθνους στο χώρο της “Μακεδονίας” και την δημιουργία “μακεδονικής” εθνικής συνείδησης, σημαντικό ρόλο έπαιξε η ανάπτυξη δικής του γραπτής και κωδικοποιημένης “μακεδονικής γλώσσας”. Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξης προέκυψαν συγκρούσεις με γλωσσικά πολιτικά κίνητρα, κυρίως με τη Βουλγαρία (μεταξύ άλλων σε σχέση με την ερμηνεία της κοινής ιστορικής κληρονομιάς), αλλά και με την Σερβία και την Ελλάδα (διαφωνία για την ονομασία κ.α.).
Και εσωτερικές διαφωνίες
Όμως, για την γλωσσική κωδικοποίηση υπάρχουν αντιπαραθέσεις και εντός της Βόρειας Μακεδονίας. Σύγχρονοι ιστορικοί αναθεωρητές αμφισβητούν το αφήγημα που καθιερώθηκε επί κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας. Χαρακτηρίζουν μάλιστα τη διαδικασία κωδικοποίησης της “μακεδονικής γλώσσας”, στην οποία σημαντική συμβολή είχε ο Blaže Koneski, ως “σερβοποίηση”.
Οι “Μακεδόνες” εθνικιστές, όπως ο Βένκο Μαρκόφσκι, που συμμετείχε επίσης στη διαδικασία της κωδικοποίησης, κατηγόρησαν τον Koneski αλλά και την κομμουνιστική ελίτ ότι κατασκεύασαν την τυπική “μακεδονική γλώσσα” πολύ κοντά στα σερβικά . Στους αναθεωρητές περιλαμβάνονται, επίσης, ο πρώην πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας, Ljubčo Georgievski, καθώς και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Antonio Milošoski, ο οποίος χαρακτήρισε μάλιστα απαξιωτικά τον Koneski ως “νάνο του Nebregovo”. Ο Georgievski κατηγόρησε επίσης τον Koneski ότι είχε προσκολληθεί στο σερβικό αλφάβητο του Vuk Karadžić, το οποίο είναι φωνητικό, αν και όλη η “μακεδονική” διανόηση είχαν χρησιμοποιήσει τη βουλγαρική γραπτή γλώσσα, η οποία, ωστόσο, είναι ετυμολογική.
Το 2020, με αφορμή τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Βόρειας Μακεδονίας με την ΕΕ, η Βουλγαρία απαίτησε να απόσχει επισήμως από τη χρήση της γλωσσικής ονομασίας “μακεδονική”. Αντ’ αυτού πρότεινε να χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο της ΕΕ τον όρο “επίσημη γλώσσα της Βόρειας Μακεδονίας”. Επισήμανε ακόμη πως η “γλώσσα” αυτή εκτός από τις σλαβικές διαλέκτους, περιλαμβάνει και όλες τις άλλες γλώσσες, σύμφωνα με το Σύνταγμα της Βόρειας Μακεδονίας, όπως τα αλβανικά και θα ήταν σύμφωνη με τη Συνθήκη Φιλίας και Γειτονίας που υπογράφηκε από τη Βόρεια Μακεδονία το 2017.
Ωστόσο, αυτή η θέση δεν υπήρχε πλέον στα αιτήματα που διατύπωσε η Βουλγαρία τον Ιούνιο του 2021 χωρίς όμως μέχρι σήμερα η Βουλγαρία να έχει αποδεχτεί “μακεδονική γλώσσα”. Σε αντίθεση, ως γνωστόν, με την Ελλάδα, η εξαρτημένη πολιτική τάξη της οποίας “αντί πινακίου φακής” παρέδωσε στα Σκόπια όνομα, ταυτότητα και γλώσσα, παραβλέποντας ακόμα και αυτά που γράφουν οι Γερμανοί μας “φίλοι” που πίεζαν για έναν “έντιμο συμβιβασμό” με τα Σκόπια.
Δημοσίευση σχολίου